Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Μετά την κρίση (ΕΘΝΟΣ, 25/12/09)

Eχει περάσει περισσότερο από μία ώρα. Θαρρείς μ’ αφήνουν επίτηδες να περιμένω τόσο, για να έχω το χρόνο να το ξανασκεφτώ. Μάλλον γι’ αυτόν το λόγο έχουν βάλει απέναντί μου τούτη τη γλοιώδη ανθρώπινη φιγούρα. Ο κλητήρας κάθεται στο μικρό γραφείο του, τρίβοντας κάθε τόσο τα παχουλά του χέρια και χαμογελώντας, σε μια προσπάθεια να σκεπάσει τα χασμουρητά του. Σκέψου να του είχαν δώσει ένα πιο αναπαυτικό κάθισμα, σαν τη μαλακή δερμάτινη πολυθρόνα στην οποία κάθομαι άβολα εγώ - θα τον είχε πάρει σίγουρα ο ύπνος!
Αποφεύγω να του μιλήσω, παρόλο που θα ήθελα να του αποσπάσω κάποια πληροφορία για το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην όλη διαδικασία της Κρίσης. Του ρίχνω κάμποσες ευπροσήγορες ματιές, κάθε που συναντιόνται τα βλέμματά μας, αλλά μόλις ετοιμάζομαι να δώσω φωνή στις προθέσεις μου, οι σκέψεις που με βαραίνουν σφραγίζουν το στόμα μου. Ομολογώ πως δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο δύσκολο να αλλάξω Σύστημα - έτσι επικρατεί πλέον να ονομάζονται οι μεγάλες Πνευματικές Συντεχνίες. Ισως να έτρεφα αυταπάτες. Ισως να μην ήμουν έτοιμος να πληρώσω το αντίτιμο μιας τέτοιας επιλογής.
«Για μέσα είστε;» Μίλησε! Ξαφνιάστηκα με την αναπάντεχη, όπως την έκρινα, απόφαση του άβουλου κλητήρα να μιλήσει.
«Μμμάλιστα...» Δεν ξέρω αν ψεύδισα από απορία, έκπληξη ή σαστιμάρα... Δεν ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω. Υστερα από μια τόσο λαμπρή πορεία μέσα στο Σύστημα, ύστερα από τόσους επαίνους, να καταντήσω να ανοίξω κουβέντα με αυτό το ανθρωπάκι; Ποιος ξέρει, διόλου απίθανο να τον δασκάλεψαν επί τούτου να μου μιλήσει για να με ταπεινώσουν. Ναι, ίσως να θέλουν να με ταπεινώσουν. Αφού αποφάσισα να εγκαταλείψω το Σύστημα της Αιλείας για κάποιο άλλο, διόλου απίθανο η Συνέλευση να αποφάσισε να με τιμωρήσει απαξιώνοντάς με.
Ξεροκατάπια καθώς το χαμόγελό του πάγωσε πάνω στην αναψοκοκκινισμένη μούρη του. Με μια νωθρή κίνηση μου αποκάλυψε την κιτρινισμένη οδοντοστοιχία του. Τα κοντόπαχα δάχτυλά του άρχισαν ν’ ασπρίζουν από το σφίξιμο. Αποφάσισα να δώσω φωνή σε μια σκέψη που με ταλαιπωρούσε. «Συγγνώμη, αλλά δεν βλέπω πολύ κόσμο να περιμένει σήμερα».
«Ετσι είναι πάντα. Δεν έχουμε και πολύ κόσμο εδώ. Ε, δεν είναι και πολλοί αυτοί που τολμούν να ζητήσουν από τον Κριτή να τους επιτρέψει ν’ αλλάξουν Σύστημα». Θαρρείς γύρευε να μου πει, Ποιος είσαι συ που θες να φύγεις από δω μέσα; Και να πας πού; Σταύρωσε ξανά τα χέρια του και με βλοσυρό ύφος τούτη τη φορά, που δεν μασκάρεψε καθόλου την απαξίωση, έκλεισε την κουβέντα αμετάκλητα: «Νομίζεις έξω από δω είναι καλύτερα;» Το συνωμοτικά οικείο ύφος του με πάγωσε.
Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω αν έξω από δω είναι καλύτερα. Μα τότε, γι’ αυτό μας σταλάζουν την Οδύσσεια, για ν’ αναλογιστούμε τον πόνο της μετάβασης και να μην ξεκουνήσουμε ποτέ το πνεύμα μας; Ναι, η αλήθεια είναι πως μπήκα με πολλά όνειρα σε τούτο το Σύστημα, αλλά τώρα δεν μπορώ πια. Ασφυκτιώ. Αυτές οι διαφορετικές φωνές που ακούω από τις χαραμάδες των παχιών τοίχων με σαγηνεύουν. Μπορεί στο τέλος ν’ αποδειχτούν άλλες Κίρκες, μπορεί. Καίγομαι να τις ακούσω, όμως. Δεν ξέρω αν οι βάσεις του Συστήματός μου, όλα όσα μου έμαθαν για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, για μένα τον ίδιο, είναι αληθινές. Μπορεί και να ‘ναι. Από τη στιγμή, όμως, που καινούργιες κραυγές σκεπάζουν τις παλιές μέσα στο μυαλό και την ψυχή μου, είμαι αποφασισμένος να κάνω το βήμα. Είναι δύσκολος ο δρόμος, όλοι μ’ έχουν προειδοποιήσει, χρησιμοποίησαν χαρακτηρισμούς, όπως άτοπο διάβημα, απερισκεψία, πείσμα, για να αραδιάσω τους πιο κραυγαλέους που έπεσαν πάνω μου ύστερα από την απόφαση που πήρα να σταθώ απέναντι στον Κριτή, ο οποίος, σύμφωνα με όσα λένε ότι συνηθίζει να κάνει, πέρα από τη σίγουρη απόρριψη του αιτήματός μου, ενδεχομένως να με θέσει και σε δυσμένεια.
Ο στριγκός ήχος στο τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του κλητήρα ήρθε να προσθέσει μια δόση τρόμου στις σκοτεινές σκέψεις μου. Η συνομιλία που είχε τον πήρε από το γραφείο του. Πέρασε κάμποση ώρα και η αδημονία με κυρίεψε. Σηκώθηκα και πήγα στη βαριά δίφυλλη πόρτα της Αίθουσας της Κρίσης. Χάιδεψα με το αυτί μου το πορφυρό δέρμα της, μα δεν άκουσα τίποτα. Ετρεμα από την αγωνία. Μισάνοιξα το ένα φύλλο και τρύπωσα μέσα το κεφάλι. Τέτοιο φως δεν είχα αντικρίσει άλλη φορά. Τα ‘χασα! Η θέση του Κριτή ήταν αδειανή. Ο θυμός κι η οργή με πλημμύρισαν, δεν άφησαν χώρο για κανένα άλλο συναίσθημα, για καμιά άλλη σκέψη. Περιμένω τόση ώρα για το τίποτα! Τόση ώρα καθόμουν απέναντι στο τίποτα! Πάνω από τη θέση του Κριτή ξεχώριζε μια πινακίδα: «Ο Κύριος είναι σπλαχνικός!» Αμέσως μαλάκωσα. Δίπλα από την Εδρα, μια πόρτα έχασκε ανοιχτή. Τη διάβηκα σχεδόν από ένστικτο. Θαρρείς κάτι μ’ έσπρωξε προς τα κει. Δεν ξέρω τι θα έβρισκα πέρα από τούτη την Κρίση. Σίγουρα, όμως, τούτη τη φορά διάλεξα εγώ τα βήματά μου...

Βασίλης Καραγιώργος