Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Λογοτεχνία - Γλώσσα. Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Καλημέρα θλίψη


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Καλημέρα θλίψη

Μια προσέγγιση από τη μεριά των ονείρων




Η Μαρία Νεφέλη λέει:

                        ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι...

Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν’ αποσπάσεις κάτι απ’ την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
τη διαβάζουμε και "βρίσκουμε τον εαυτό μας"
πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας

Ά τε να χαθούμε
παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

[Όταν η ομορφιά συμφέρει
                                                      λογάριαζέ την για πόρνη.]



Ο Παντελής Μπουκάλας χαρακτηρίζει τον Ελύτη στο συγκεκριμένο ποίημα "εσωτερικό, ... μελαγχολικό, ...σχεδόν καρυωτακικό. Τόσο μελαγχολικό που να μεταδίδει τη «νόσο» αυτή ακόμα και στη φρέσκια, επαναστατημένη ψυχή της Μαρίας Νεφέλης" (Ο "μικροσκoπικός Μινώταυρος της θλίψης", Καθημερινή, 16.08.2015).
Πράγματι, το "Καλημέρα θλίψη" είναι έντονα χρωματισμένο από την απαισιοδοξία. Ο Ελύτης βλέπει σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας έντονα τα σημάδια της θλίψης. Το σκοτεινό αυτο συναίσθημα καραδοκεί από το βράδυ και περιμένει το ξύπνημα για να εισβάλει αμέσως στην ημέρα, προτού καλά καλά ο άνθρωπος προλάβει να βγει από τη θολούρα του ύπνου. Με το άνοιγμα των ματιών, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι η θλίψη. Οι καθημερινές συνήθειες, οι απλές κινήσεις, όπως ο πρωινός καφές, το άνοιγμα του παραθύρου για να μπει το φως του ήλιου στο σκοτεινό δωμάτιο, το χτύπημα του τηλεφώνου που σημαίνει την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, το νερό του μπάνιου που θα αναζωογονήσει το νυσταγμένο κορμί, όλες αυτές οι απλές κινήσεις μιας συνηθισμένης καθημερινότητας, κυριαρχούνται από τη θλίψη, γιατί το συναίσθημα αυτό τρέφεται από τα απλά πράγματα.
Κι ενώ ο ποιητής θεωρεί ότι οι λεπτομέρειες της ζωής τρέφουν τη μελαγχολία, χαρακτηρίζει τη θλίψη τέρας, μικροσκοπικό Μινώταυρο· μια εξαίσια αντίθεση: Ο Μινώταυρος, το μυθικό τέρας που για να συντηρηθεί απαιτούσε ανθρωποθυσίες, εδώ μεταβάλλεται σε μικροσκοπικό τέρας, με τις ίδιες γιγάντιες, όμως, συνέπειες του μεγάλου μυθικού τέρατος:

είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.

Η θλίψη, λοιπόν, είναι ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος, γιατί δεν τρέφεται με ανθρώπους, αλλά με λεπτομέρειες, αλλά γιγαντώνεται, γιατί τρώει σάρκες ανθρώπινες, όχι αέρα, ώσπου στο τέλος αναλώνει τα πάντα. Διαφορετικό το αφετηριακό μέγεθος, ίδιο το καταστροφικό αποτέλεσμα.
Ο ποιητής μοιάζει "καρυωτακικά" απαισιόδοξος, για να δανειστούμε τον παράλληλο σύνδεσμο του Παντελή Μπουκάλα, βλέπει τη θλίψη να είναι κυρίαρχη στην ανθρώπινη ζωή, μόνιμα εγκατεστημένη μέσα μας, μια αρρώστια χειρότερη από τα πιο νοσογόνα μικρόβια, αντικείμενο της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, βαλμένη στο μικροσκόπιο της θεωρητικής εξέτασης, αλλά στην πράξη είναι μια καραμέλα μαύρη που πικραίνει μόνιμα τους κάλυκες της γεύσης μας, είναι αθέλητο κτήμα όλων μας.
Και καταλήγει με μια αποστροφή, μια θυμωμένη απόρριψη των ανθρώπινων επιλογών σε πρώτο πληθυντικό· αναζητούμε την ευτυχία στα υλικά αγαθά, σ' ένα άνετο διαμέρισμα σε ψηλό όροφο, νομίζουμε ότι η ευτυχία είναι βολική, εύκολη, μια άλλη Καλυψώ, μια Κίρκη που μας απομακρύνει από την ουσία της ύπαρξής μας, μια πόρνη που μας προσφέρει απατηλή, προσωρινή σαρκική απόλαυση, μαζί μια ψευδαίσθηση έρωτα.

Για την καλύτερη κατανόηση του ποιήματος αυτού, νομίζω κομβικές είναι οι αντιλήψεις του Ελύτη για τα όνειρα. "Κάποτε", γράφει ο Ελύτης,  "όταν ρώτησα ένα θείο μου, τι είδους όνειρα έβλεπε, μ’ απάντησε με ιερή αγανάκτηση: Όνειρα; τρελός είμαι παιδάκι μου να βλέπω όνειρα;» και συνεχίζει: «Καταλαβαίνετε, δηλαδή: το ένα τρίτο της ζωής μας είναι αμελητέο και καταδικαστέο, ίσως και ανήθικο». Η θέση του για το σημαντικό αυτό κομμάτι του ανθρώπινου χρόνου περιγράφεται λίγο πιο κάτω: «Ανάμεσα στη φροϋδική Επιστήμη των Ονείρων και στους λαϊκούς Ονειροκρίτες έτρεφα πάντοτε την ελπίδα να βρω έναν τρίτο δρόμο, έναν τρόπο λιγότερο επιστημονικό, και συνάμα λιγότερο αφελή, που να μου επιτρέπει να χειρίζομαι το υλικό των ονείρων, ανεξάρτητα και πάνω από την ψυχαναλυτική ή την προφητική σημασίας τους". Διαλέγει δε αυτόν τον δύσκολο, άγνωστο δρόμο, γιατί θεωρεί ότι τις στιγμές των ονείρων "δρούμε... εναντίον όλων των φυσικών νόμων... πρόκειται για το μόνο μέρος όπου ενεργούμε χωρίς δεσμεύσεις· χωρίς αίσθηση του χρόνου· χωρίς ντροπή. Κυκλοφορούμε ξεκούμπωτοι... ασχημονούμε - αν μη και σκοτώνουμε κάποτε, στο πείσμα όλων των αστυνομιών του κόσμου. Η μακραίωνη συνήθεια των ανθρώπων να ταυτίζουν οτιδήποτε ωραίο ή ανέφικτο με το όνειρο εκεί οφείλεται, πιστεύω: στην πλασματική έννοια ενός κόσμου αναστυνόμευτου περισσότερο παρά στην απολαβή στιγμών ευτυχισμένων, που κατά κανόνα είναι σπανιότερες από τις αγχώδεις και τις εφιαλτικές" (Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, 203 εξ.)
Καλημερίζει, λοιπόν, στο πιο πάνω ποναι ﷽﷽﷽﷽﷽﷽υ κυρντη είδηση ίσως.
ίημα τη θλίψη, χαρακτηρίζοντάς την "έντομο" καραδοκεί πότε το ποιητικό υποκείμενο θα ανοίξει μάτι, πότε θα ξυπνήσει, πότε θα βγει από τον χρόνο των ονείρων, για να μπει στη ζωή των συμβάσεων.
Η συνείδηση, η κατάσταση δηλαδή της ημέρας, είναι ο ζωτικός χώρος της θλίψης, η οποία εισχωρεί σε κάθε γωνιά της, ακόμη και στον πρωινό καφέ, ακόμη και στη χαρά που κρύβει η ελάχιστη χειρονομία του ανοίγματος του παραθύρου, κίνηση που εισάγει τον άνθρωπο σ' έναν καινούργιο κόσμο, ακόμη και στο σπάσιμο της ακύμαντης επιφάνειας του νερού στην μπανιέρα, στο πρώτο τηλεφώνημα, που θα μεταφέρει από την άλλη γραμμή μια δυσάρεστη είδηση ίσως.
Ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος χαρακτηρίζεται η θλίψη από τον Ελύτη, που "τρέφεται με το ελάχιστο". Ο Ελύτης επιμένει στο έργο του στο μεγαλείο της απλότητας, στις λεπτομέρειες της ζωής. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει για τη λιτή ζωή του Παπαδιαμάντη, για τον οποίο θεωρεί ότι με το έργο του έφτασε στο σημείο "τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές" να τα κάνει να έχουν "τη σημασία ολόκληρης ηπείρου" (Εν λευκώ, 67). Είναι χαρακτηριστικό πως δικαιολογεί τη λιτή και απέριττη ζωή του εμβληματικού πεζογράφου λέγοντας πως "χωρίς αγαθά υλικά, ο χώρος ο ανθρώπινος ήτανε τόσο αδειανός, που το θαύμα χωρούσε πιο εύκολα" (όπ. π., 69).
Κι έτσι, εξηγείται η φαινομενική αντίφαση, που δείχνει τη θλίψη, η οποία συντηρείται με τα μικρά, την ίδια ώρα να είναι ένα τέρας, ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος, ο οποίος, ήθελε ανθρωποθυσίες για να συντηρηθεί (είσαι τέρας/μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή/και συντηρείται με το ελάχιστο...). Μα, στο τέλος, όπως ήδη σημειώσαμε, και η θλίψη αυτό το μικροσκοπικό τέρας που συντηρείται με τα μικρά, η τροφή που καταναλώνει δεν είναι μικρά, "είναι σάρκες", όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.
Γίνεται έτσι ακόμη περισσότερο κατανοητή η σπουδαιότητα που αποδίδει ο Ελύτης στον χρόνο των ονείρων, στον χρόνο που ο άνθρωπος απελευθερώνεται από όλα αυτά που τον γεμίζουν θλίψη, που τον καθιστούν θύμα της. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την παρατήρηση του Προυστ, ότι δηλαδή ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου δεν είναι ο θάνατος, αλλά το τέλος των ονείρων, ο φόβος μήπως δεν ξανακάνει όνειρα.
Εξάλλου, στα Ρω του έρωτα, ο Ελύτης, καταλήγει: "Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν". Ενώ αλλού αναφέρεται στη λύση του ανθρώπινου δράματος, όταν θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!" (Το Άξιον Εστί, Τα πάθη, Ανάγνωσμα έκτο προφητικό).
Με άλλα λόγια, η καθημερινότητα, η ημέρα, είναι τα δυο τρίτα της θλιβερής ανθρώπινης ζωής, το τμήμα εκείνο που κυριαρχείται από τη θλίψη, γιατί είναι το κομμάτι του χρόνου του που κυρίαρχες είναι οι συμβάσεις, οι υποχωρήσεις, οι αδυναμίες, τα πάθη, οι μικρότητες, είναι το κομμάτι του χρόνου που ο ποιητής θέλει να υποτάξει στη λυτρωτική δύναμη των ονείρων. Γιατί τα όνειρα είναι μια επικράτεια όπου η θλίψη δεν μπορεί να απλώσει τη μαύρη σκιά της. Αυτός είναι ο λόγος που περιμένει να την καλημερίσει ο άνθρωπος καθώς βγαίνει από τον χρόνο των ονείρων.









Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. 2. Α. 4. Τα κόμματα ως εκφραστές του πνεύματος της εποχής. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1821 - 1936)

Α. Εξωτερικός Προσανατολισμός και πελατειακές σχέσεις (1821-1843)



4. Τα κόμματα ως εκφραστές του πνεύματος της εποχής


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 68-69)


Οι ιδέες του Διαφωτισμού δεν είχαν ιδιαίτερη διάδοση στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Αυτό επηρέασε και την πολιτική σκέψη της εποχής. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη διαμάχη συμφερόντων και την αναγκαιότητα ιδεολογικών συγκρούσεων, οι οποίες αξιολογούνταν αρνητικά, ως συμπτώματα ηθικής κατάπτωσης και ως δείγμα ασύστολης ιδιοτέλειας. Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο δημιουργήθηκαν τα τρία πολιτικά κόμματα, το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Πέρα από τις διαφορές τους, οι απόψεις τους σε ορισμένα ζητήματα δεν είχαν σημαντικές αποκλίσεις.
Στην οικονομική πολιτική οι απόψεις των κομμάτων δεν διέφεραν σχεδόν καθόλου. Οι υλικές καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος ήταν τεράστιες και χρειαζόταν κρατική παρέμβαση με έργα υποδομής. Όλα τα κόμματα συμφωνούσαν να στηριχθεί η οικονομία της χώρας στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Αυτό που τα απασχολούσε στον τομέα της οικονομικής πολιτικής αφορούσε τη νομοθεσία που σχετιζόταν με δασμούς και φόρους, την προώθηση του συγκοινωνιακού δικτύου, την προστασία του από ληστές και πειρατές και την υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία ιδρύθηκε το 1841.
Πάντως, τα κόμματα δεν είχαν ακόμη σαφή οργανωτική δομή και προγράμματα δράσης. Ούτως ή άλλως στην Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο (έως την ψήφιση του συντάγματος του 1844) δεν υπήρχε σύνταγμα ούτε διαδικασίες συλλογικές, π.χ. εκλογές, οι οποίες προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων. Σε ακραίες περιπτώσεις τα κόμματα κατέφευγαν στη χρήση επαναστατικής βίας, για να καταστήσουν σαφή την αντίθεσή τους σε επιλογές της κυβέρνησης.


Ερμηνευτικό σχόλιο:

[Σημείωση 1: Οι ιδέες του Διαφωτισμού γνώρισαν αντιστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο στον Ελληνισμό. Ιδιαίτερα, μετά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Παρ' όλα αυτά, οι αντιλήψεις που πήγασαν από την καινούργια ιδεολογία άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στον δυτικό κόσμο. Είναι γνωστό ότι οι ερμηνείες πάνω στο φαινόμενο του Διαφωτισμού ποικίλλουν ανάμεσα στους ερευνητές και δεν θεωρώ σκόπιμο να επεκταθούμε εδώ περισσότερο. Όσον αφορά ειδικότερα τον Ελληνισμό, η διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού ήταν πιο περιορισμένη σε σχέση με τη Δύση ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια, που θεωρούνται και η περίοδος ακμής του. Τα αίτια είναι πολλά και ο χώρος εδώ δεν είναι ο κατάλληλος για να τα εκθέσουμε, με δεδομένο μάλιστα ότι κι εδώ δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές του φαινομένου. Αυτό είναι εύλογο, αφού δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κίνημα που κουβαλάει καινούργιες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις, με έντονες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Μολονότι στο ελεύθερο ελληνικό κράτος θεωρείται ότι οι διαφωτιστικές ιδέες γνώρισαν ύφεση (Δημαράς) ή δεν είχαν ιδιαίτερη διάδοση όπως αναφέρει το σχολικό βιβλίο, εντούτοις οι νέες πολιτειολογικές αντιλήψεις περί του σύγχρονου λαϊκού κράτους ρίζωσαν από πολύ νωρίς. Το πνευματικό υπόβαθρο του ελληνικού πληθυσμού, άλλες κοινωνικές συνθήκες, καθώς και η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας, που απέκλειε την οξεία ρήξη με την Εκκλησία (βασική θέση των Διαφωτιστών) είναι ανάμεσα στους ανασχετικούς παράγοντες].

[Σημείωση 2: Οι λόγοι που δεν επέτρεψαν στην ελληνική πολιτική σκέψη της εποχής να κατανοήσει τη διαμάχη συμφερόντων και την αναγκαιότητα ιδεολογικών συγκρούσεων είναι πολλοί και δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο στην αστοχία διείσδυσης της διαφωτιστικής ιδεολογίας. Όπως είδαμε, εθνικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί λόγοι (Μεγάλη Ιδέα, παιδεία, μακροχρόνια δουλεία, πατρωνία, ιδιορρυθμίες της οθωμανικής διοίκησης, απουσία βιομηχανίας κ.ά.) δεν επέτρεψαν την εποχή εκείνη την ομαλή μετάβαση σε μια δυτικού τύπου οργάνωση. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να συμφωνήσει κάποιος με τους ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για πραγματικά κόμματα κατά την εν λόγω περίοδο. Αυτό μαρτυρούν και οι αρνητικές τοποθετήσεις του Τύπου και άλλων θεσμών του δημόσιου βίου της εποχής απέναντι στον θεσμό των κομμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος, νομίζω, που το πολιτικό πρόγραμμα των τριών "ξενικών" κομμάτων, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού δεν διέφερε στα βασικά σημεία. Με δεδομένο δηλαδή ότι δεν υπήρχε μια τάξη που να κυριαρχεί οικονομικά, δεν υπήρχε και ταξική διαπάλη, οπότε το οικονομικό πρόγραμμα των τριών κομμάτων δεν διέφερε, αφού δεν υπήρχε ανταγωνισμός στη διαχείριση του παραγόμενου (δημόσιου ή ιδιωτικού) πλούτου. Πέρα από αυτό, όπως σημειώνεται και στο βιβλίο, η απουσία συνταγματικού πλαισίου για τη λειτουργία των κομμάτων, για τη λειτουργία δηλαδή στοιχειωδών δημοκρατικών θεσμών, δεν ευνοούσε την οργανωτική δόμηση των συλλογικοτήτων). Έτσι, η απουσία εμπειρίας από την εμπέδωση της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά και οι οξυμένοι πολιτικοί ανταγωνισμοί σε μια χώρα με ασαφείς ορίζοντες και με πρωτόγνωρο το βίωμα της ελευθερίας, επέτειναν τους δυναμικούς ανταγωνισμούς (εμφύλιες διαμάχες)].

[Σημείωση 3: Σε κεφάλαια όπως το παρόν, ο μαθητής θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με φαινομενικές αντιφάσεις στις πληροφορίες που δέχεται, οι οποίες στην ουσία είναι διαφορετικές ερμηνείες ενός φαινομένου με πολλές όψεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η άσκηση του ΚΕΕ με αφορμή τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην πληροφορία που μας δίνει το σχολικό βιβλίο και την ερμηνευτική προσέγγιση των συντακτών της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους πάνω στο θέμα του βαθμού της επιρροής της πατρωνίας στον σχηματισμό των κομμάτων στο νεοελληνικό κράτος. Την ανάλυσή μας σχετικά μπορεί να δει κάποιος πιο κάτω].



ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ


Σε απόσπασμα του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, δίνεται το πιο κάτω παράθεμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:

"Στη δεκαετία 1830-1840 ο τύπος ασχολήθηκε ευρύτατα με το θέμα, δημοσιεύοντας άρθρα και σχόλια σχετικά με την ύπαρξη συγκροτημένων κομμάτων στην Ελλάδα ...
Όσοι υποστήριζαν πως τα ελληνικά κόμματα δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο μπορούσαν να επικαλεσθούν το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις απόψεις τις οποίες το καθένα εξέφραζε ή ότι οι συχνές μετακινήσεις και αποσκιρτήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο έδειχναν πως οι ανάγκες της στιγμής παρά οι πραγματικές πεποιθήσεις και η πίστη προς τη γραμμή του κόμματος έπαιζαν ρόλο στην ένταξή τους. Οι αρνητικές αυτές θέσεις μπορούσαν να αντικρούονται, χωρίς και να εξουδετερώνονται εντελώς, από το γεγονός ότι τα κόμματα, σ’ όλη τη διάρκειά τους έστω και ελάχιστα διαφοροποιημένα το ένα από το άλλο, διατήρησαν επίμονα τους αρχικούς του προσδιορισμούς: συνταγματικοί - κυβερνητικοί, φιλελεύθεροι - συντηρητικοί, δυτικοί - παραδοσιακοί ...
Γενική σχεδόν ήταν η παραδοχή ότι τα κόμματα συνιστούσαν συμπράξεις των οποίων οι σχέσεις βασίζονταν στο σύστημα της «προστασίας»· ότι περιορίζονταν σχεδόν καθολοκληρίαν στην πρωτεύουσα· ότι είχαν άμεση εξάρτηση από τις ξένες αποστολές –ιδίως τα άτομα που τα εκπροσωπούσαν και τα οποία με αντιπαροχή εξυπηρετήσεων στο επίπεδο της πληροφορήσεως και με την υποστήριξη της μιας ή της άλλης ξένης Δυνάμεως επιδιωκαν και εξασφάλιζαν την εύνοια των ξένων. Δηλαδή, μια μορφή σχέσεων που δεν ήταν εντελώς ξένη για τους Έλληνες και τη σωματειακή παράδοση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για να μελετηθούν συνεπώς τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και η λειτουργία τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση η μελέτη του συστήματος των σχέσεων που είχαν επικρατήσει ως την εποχή αυτή μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που καθόριζαν την οργάνωση και τη λειτουργία τους ...
Από τους ξένους, το είχαν συνειδητοποιήσει μόνο όσοι είχαν ζήσει στην Ελλάδα για ένα μεγάλο διάστημα και είχαν γνωρίσει από κοντά την ελληνική πραγματικότητα. Δύο από αυτούς, με μακρά πείρα στα ελληνικά πράγματα, ο Βαυαρός λόγιος Φρειδερίκος Thiersch και ο Θ. Πισκατόρυ, είναι κατηγορηματικοί στα κείμενά τους για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα ελληνικά κόμματα εφαρμόζοντας το σύστημα της «προστασίας». Ο Γεώργιος Φίνλαϋ στην «Ιστορία» του, χωρίς να το περιγράφει πουθενά λεπτομερώς, το αναγνωρίζει όταν αναφέρεται «στους προσωπικούς οπαδούς και στα τμήματα οπλισμένων ανδρών» των προεστών. ...
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΓ΄, σσ. 25-27"

Και ακολουθεί η εξής άσκηση:

"Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο του παραθέματος:
Πέρα από την άποψη που διατυπώνεται στο σχολικό σας εγχειρίδιο (τα κόμματα δεν είναι απλή μετεξέλιξη...), αφού μελετήσετε το παράθεμα να παρουσιάσετε τη διαφορετική άποψη που αφορά τον μετασχηματισμό των δικτύων πελατείας σε κόμματα".

Ας δούμε την άποψη όπως διατυπώνεται στο σχολικό βιβλίο (συντάκτης του συγκεκριμένου κεφαλαίου είναι ο Αγαθοκλής Αζέλης): "Τα κατοπινά κόμματα2 δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Επί τουρκοκρατίας το πολιτικό πλαίσιο ήταν δεδομένο και αναμφισβήτητο: η οθωμανική κυριαρχία. Τα ζητήματα στα οποία μπορούσαν να εκφραστούν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις ήταν είτε η διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων είτε η αντιμετώπιση μικροπροβλημάτων της καθημερινής ζωής, περισσότερο "τεχνικής" υφής, όπως π.χ. ζητήματα δημοσίων έργων. Οι φορείς της πατρωνίας δεν είχαν λόγο σε ζητήματα που άπτονταν της νομοθεσίας ή της εξωτερικής πολιτικής, και επομένως τα δίκτυα πατρωνίας δεν διαμόρφωναν διαφορετικές πολιτικές απόψεις3. Γενικότερα, τα δίκτυα πατρωνίας δεν λειτουργούσαν κάτω από τους ίδιους όρους και δεν ανταποκρίνονταν στις ίδιες ανάγκες με τα κατοπινά κόμματα."
Ο Αζέλης είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγει να δώσει ακριβείς ορισμούς των όρων που μας απασχολούν: πελατειακά δίκτυα, κόμμα, ενώ παραπέμπει και στα χαρακτηριστικά που χρωμάτιζαν τη λειτουργία της πατρωνίας από το ίδιο το παράθεμα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (βλ. σελ. 59-60, παραπομπές με αρ. 1,2, και 3).


Σχόλιο:

Κατά την άποψή μου η τοποθέτηση των συντακτών του αποσπάσματος από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους εστιάζει περισσότερο στην αρνητική πρακτική που δημιουργήθηκε γύρω από τη λειτουργία των κομμάτων. Τα δίκτυα πατρωνίας στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όπως είναι γνωστό, εξυπηρετούσαν τα ατομικά συμφέροντα των υποδούλων λαϊκών μαζών, των κατώτερων δηλαδή κοινωνικών στρωμάτων, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν και την κοινωνική επιρροή-υπεροχή των πατρώνων, των προκρίτων δηλαδή, των ανθρώπων με οικονομική επιφάνεια και επιρροή στους περιφερειακούς ή κεντρικούς φορείς της τουρκικής εξουσίας. Αυτός ο μηχανισμός, ας τον πούμε συμβατικά έτσι, φυσικό ήταν να συνεχιστεί και στην καινούργια πραγματικότητα.
Από κει και πέρα, όμως, δεν μπορεί να βρει εύκολα και ανέξοδα εφαρμογή μια απλουστευτική γενίκευση του δικτύου πατρωνίας και να ταυτισθεί σχεδόν με την οργάνωση και λειτουργία ενός κόμματος. Για τον λόγο αυτό, θεωρώ, ο εκ των συντακτών του σχολικού εγχειριδίου δίνει τον ορισμό της σχέσης πελατείας, αλλά και κόμματος. Νομίζω ότι ορθώς πράττει, γιατί αλλιώς υποβαθμίζεται η κομβική αξία της εισαγωγής του θεσμού των κομμάτων στην Ελλάδα. Ο ίδιος δεν παραθεωρεί τις παθογένειες στη λειτουργία των κομμάτων από εγκατεστημένες νοοτροπίες του παρελθόντος (πατρωνία), αλλά το κόμμα είναι κάτι ευρύτερο, ασκεί νομοθετική εξουσία, εξωτερική πολιτική, με άλλα λόγια είναι θεμέλιο της δημοκρατίας.
Όμως, ανεξάρτητα από τις παρελθοντικές πρακτικές που επικράτησαν στην πολιτική ζωή της χώρας, ο Αζέλης, ορθώς επιλέγει να μην εξισώσει τη λειτουργία του θεσμού των κομμάτων με την πατρωνία. Εξάλλου, η θέση του αυτή είναι συνεπής και με όσα αναφέρει στη σελ. 72: "Ίσως οι φιλελεύθερες πολιτικές διαδικασίες και η λειτουργία κομμάτων να ήταν προϊόν μιας μικρής πολιτικής ηγετικής ομάδας, να μην ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και να αναπτύχθηκαν κατά μίμηση δυτικών προτύπων, τα οποία στην εφαρμογή τους παραμορφώθηκαν λόγω του μικρού βαθμού ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, ανεξάρτητα από τις επιδράσεις δυτικών προτύπων, ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα ρίζωσε και ακολούθησε τους δικούς του δρόμους, για να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες ανάγκες, τα προβλήματα και τα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας. Εξάλλου, για την πολιτική ενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και για τη σταδιακή συγκρότηση ενός κράτους δικαίου, δεν θα αρκούσε μια διαδικασία μίμησης. Τα κόμματα αποτελούσαν αναγκαιότητα της εποχής και ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των ανθρώπων που τα συγκρότησαν. Πάντως, τα κόμματα αυτής της περιόδου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν με σημερινούς όρους (αριστερά-δεξιά, προοδευτικά-συντηρητικά)."
Κοντολογίς, μια τέτοια ερώτηση, ενέχει τον κίνδυνο αποροσανατολισμού του μαθητή. Γιατί ναι μεν όσα αναφέρονται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά στην περίπτωση αυτή ο μαθητής πρέπει να φερθεί έξυπνα και να υποψιασθεί την ορθότητα της επιλογής που έκανε ο συντάκτης του σχολικού βιβλίου. Κι αυτό ας μην χαρακτηρισθεί " άκριτη υποταγή" στο σχολικό βιβλίο. Όλοι μας ξέρουμε καλά τι σημαίνει πελατειακή σχέση και πόσο έχει επηρεάσει αρνητικά την πορεία της δημοκρατίας στη χώρα μας. Από την άλλη, όμως, ο συντάκτης του σχολικού βιβλίου ορθώς πράττει και δεν απαξιώνει αυτόν τον σημαντικό για τη δημοκρατία θεσμό.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. 1. Β. 11. Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


11. Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 38-41)


Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων είχαν εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα, στην Αίγυπτο, τη Νότια Ρωσία, τις εκβολές του Δούναβη και την Κωνσταντινούπολη, οι οικονομικές δραστηριότητες που βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για την εγχώρια οικονομία. Για το μικρό ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε στα περιορισμένα γεωγραφικά του όρια, η ύπαρξη αυτών των ισχυρών ομογενειακών ομάδων αποτελούσε οπωσδήποτε μια ελπίδα, μια χρυσή εφεδρεία.
Οι σχέσεις όμως των Ελλήνων της διασποράς με το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν ήταν, για πολύ καιρό, οι καλύτερες δυνατές. Μέσα σ' ένα κλίμα ανάπτυξης και υψηλών αποδόσεων που χαρακτήριζε τις ευρωπαϊκές οικονομίες μέχρι τη δεκαετία του 1870, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είχαν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης στις αγορές των μεγάλων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου. Μόνο ένα ολιγάριθμο τμήμα του ελληνισμού της διασποράς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και ενσωματώθηκε σταδιακά στην αστική τάξη της χώρας. Για τους πολλούς και πιο ισχυρούς παράγοντες της ομογένειας, η μικρή Ελλάδα ήταν μια περιοχή χωρίς ενδιαφέρον.
Οι σχετικές με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ομογένειας συζητήσεις γενικεύθηκαν στη δεκαετία του 1860, όταν η αλλαγή δυναστείας και συνταγματικών θεσμών, η πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους, με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, και το τεράστιο κόστος της εμπλοκής στις κρητικές επαναστάσεις του 1866-1869 οδήγησαν στην αναζήτηση πολιτικών προσέλκυσης των ομογενών προς την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές απέδωσαν αρχικά πενιχρά αποτελέσματα. Όμως, την ίδια εποχή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία εφαρμόστηκαν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856)1 που έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νέες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδιναν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες στους ομογενείς από εκείνες που η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει.
Οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873, που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων. Η μετακίνηση αυτή πίεσε οικονομικά τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αναζήτησαν με τη σειρά τους νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα.
Οι τοποθετήσεις σε ακίνητα, τοποθετήσεις επίδειξης, που κόσμησαν την Αθήνα με λαμπρά νεοκλασικά αρχοντικά, δίνοντας σε μερικές κεντρικές περιοχές της αριστοκρατικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσαν τον προάγγελο της δραστηριοποίησης των ομογενών στη χώρα. Η διείσδυσή τους στην ελληνική αγορά έγινε με γνώμονα την αξιοποίηση ευκαιριών για υψηλά κέρδη. Η πώληση, λόγου χάρη, των τσιφλικιών της Θεσσαλίας σε χαμηλές τιμές από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ομογενείς κεφαλαιούχους. Λίγο αργότερα ακολούθησαν επενδύσεις στο εμπόριο, στις μεταλλευτικές δραστηριότητες, στα δημόσια έργα της τρικουπικής περιόδου και στο δανεισμό του δημοσίου.
Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των επενδύσεων ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους. Το κύριο μέλημα φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης και επανεξαγωγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, στην πρώτη ένδειξη για επικερδέστερες τοποθετήσεις. Η ελληνική αγορά δεν έδινε τόσες υποσχέσεις, ώστε να επιχειρούνται τοποθετήσεις με μακροχρόνιες προοπτικές. Η εύκολη μετατρεψιμότητα της δραχμής ενίσχυε αυτά τα βραχύβια περάσματα του ομογενειακού κεφαλαίου από τη χώρα. Ο χαρακτηρισμός αυτής της οικονομικής συμπεριφοράς ως κερδοσκοπικής δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην Ανατολική Μεσόγειο, στις παρυφές δηλαδή του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το κεφάλαιο λειτουργούσε με βάση το κυνήγι της ευκαιρίας, της γρήγορης απόδοσης, την κερδοσκοπία, με λίγα λόγια.
Σταθερότερη ήταν η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος. Στο μεταξύ όμως, το ίδιο αυτό κράτος είχε αλλάξει μορφή και οι δυνατότητές του είχαν διαφοροποιηθεί.
Το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Έλληνες της διασποράς δεν αποτέλεσε σταθερή βάση για την ανάπτυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία του δεν υπήρξε σημαντική. Το ευκαιριακό και κερδοσκοπικό έστω πέρασμά του από τη χώρα ενίσχυε τη ρευστότητα, έδινε πρόσκαιρες αλλά αναγκαίες λύσεις στην έλλειψη κεφαλαίων που ταλάνιζε τη χώρα και βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Θα ήταν οπωσδήποτε λάθος να ταυτίζουμε τους Έλληνες που ζούσαν έξω από τη χώρα με τους μεγάλους κεφαλαιούχους από τους οποίους η Ελλάδα προσδοκούσε την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων. Η μεγάλη μάζα των Ελλήνων της διασποράς ανήκε σε μεσοαστικά ή μικροαστικά στρώματα. Σε μεγάλο ποσοστό ήταν μετανάστες, διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις οικογένειες που άφησαν πίσω τους και έστελναν σημαντικό μέρος από το εισόδημά τους στους δικούς τους, στην πατρίδα. Αυτά τα εμβάσματα είχαν για την Ελλάδα μεγάλη σημασία και οι επιπτώσεις τους στην εθνική οικονομία ήταν τουλάχιστον το ίδιο σημαντικές με τις αντίστοιχες των μεγάλων κεφαλαίων της ομογένειας.


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο συνδέεται και με τις πληροφορίες στις σελ. 15-16 (Οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα και έξω από την Ελλάδα...) και στις σελ. 48 εξ.

Με τον όρο "εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο" εννοούμε την ομογενειακή οικονομική δραστηριότητα που άνθησε έξω από τα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους (κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου). Η επιχειρηματική παρουσία της ομογένειας στις περιοχές αυτές ήταν πρωταγωνιστική, γεγονός που άφηνε βάσιμες ελπίδες στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι θα μπορούσε ένα κομμάτι των εκεί δραστηριοτήτων ή των κερδών να μεταφερθεί μέσα στα όρια του ανεξάρτητου κράτους. Το ομογενειακό κεφάλαιο, όμως, αρχικά δεν έδειχνε πρόθυμο να εγκαταλείψει τις κερδοφόρες αγορές της Ανατολικής Μεσογείου για να επενδύσει μόνιμα στις ανύπαρκτες προοπτικές της Ελλάδας. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο τη δεκαετία του 1870, όταν οι δυτικοευρωπαϊκές αγορές μπήκαν σε βαθιά χρηματοπιστωτική κρίση, που επηρέασε και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Από την πλευρά του ελληνικού πολιτικού συστήματος οι διεργασίες για την προσέλκυση των ομογενειακών κεφαλαίων εντάθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1860, όταν σημειώνονται γενικότερες πολιτειακές μεταβολές, παράλληλα με την πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους (ενσωμάτωση των Επτανήσων, το 1864) και τα οικονομικά ανοίγματα που προκλήθηκαν από τις κρητικές επαναστάσεις του 1866-1869. Φυσικά, όπως είπαμε, οι όποιες προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν. Επιπρόσθετος λόγος της αρνητικής στάσης του ομογενειακού κεφαλαίου στην προοπτική επενδύσεων στο ελεύθερο κράτος υπήρξε και η εφαρμογή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1856), που έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Φτάνουμε, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1870, οπότε εμφανίζονται οι πρώτες δειλές, όπως τις χαρακτηρίζει το βιβλίο, ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς. Η προσέγγιση αυτή, σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο, πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873 που μείωσε σημαντικά τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μετακίνησή τους προς τα ανατολικά. Με τον τρόπο αυτό οι πλούσιοι Έλληνες ανακάλυψαν την Ελλάδα. Οι τοποθετήσεις τους, όμως, κατευθύνθηκαν κυρίως σε αστικά ακίνητα, στην αγορά των τσιφλικιών της Θεσσαλίας (θέμα για το οποίο γίνεται λόγος και αλλού), στο εμπόριο, σε μεταλλευτικές δραστηριότητες, σε δημόσια έργα της τρικουπικής περιόδου και στον δανεισμό του δημοσίου (Όπως είναι γνωστό, ο δανεισμός αυτός γινόταν μέσω των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών, με τους ίδιους όρους, αν όχι επαχθέστερους, που έθεταν και οι ξένοι δανειστές. Τα ελληνικά κεφάλαια δεν δάνειζαν απευθείας το ελληνικό δημόσιο, αφού δεν θεωρούσαν αξιόπιστη αυτή τη διαδικασία). Φυσικά, όπως συνέβαινε με όλα τα επενδυτικά κεφάλαια, έτσι και τα ομογενειακά χαρακτηρίζονταν από τον ευκαιριακό χαρακτήρα και τη ρευστότητά τους. Στόχος τους δηλαδή την περίοδο αυτή ήταν η κερδοσκοπία και η γρήγορη εξαγωγή των κερδών στο εξωτερικό.
Η συμπεριφορά των ομογενειακών κεφαλαίων έγινε σταθερή μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, λόγω των σημαντικών πολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, το κίνημα των Νεοτούρκων (1909), οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918), πέρα από την πολιτική αστάθεια, συνεπέφεραν και την έξαρση των εθνικισμών, που είχε αρνητικότατες συνέπειες στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, συνεπώς και των Ελλήνων εκτός των εθνικών ορίων. Τέλος, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία (Οκτωβριανή Επανάσταση, 1918) και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας δημιούργησαν ένα εντελώς καινούργιο τοπίο για τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συμπερασματικά, αν και το κεφάλαιο των ομογενών είχε ευκαιριακό χαρακτήρα, ωστόσο ενίσχυσε τη ρευστότητα, έδωσε κάποιες λύσεις στην εύρεση κεφαλαίων και βοήθησε στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Βέβαια, το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο δεν θα πρέπει να ταυτισθεί αποκλειστικά με τους μεγάλους κεφαλαιούχους. Η μεγάλη μάζα του προερχόταν από τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα των μεταναστών, οι οποίοι με τα εμβάσματά τους προς τις οικογένειές τους στην Ελλάδα στήριζαν την τοπική οικονομία. (Βλ. και τα παραθέματα 3, 4 και 5 πιο κάτω).





 Χρήσιμες πληροφορίες για το θέμα:

Περίοδος Τρικούπη (1875-1895)

Πρώτος ο Τρικούπης συστηματοποίησε την προσέγγιση με το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο. Πράγματι, ολόκληρο το πρόγραμμά του διαπνεόταν από το μέλημά του να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Τόσο ο πολλαπλασιασμός των έργων τεχνικής υποδομής, όσο και τα διάσπαρτα μέτρα της εκπαίδευσης υπάκουαν στην ίδια βασική πολιτική. Ο προγραμματικός του λόγος το 1882 συνοψίζει άριστα τις σφαιρικές του αντιλήψεις. Οι ιδέες του για την ανάπτυξη, με μείωση των δαπανών και την αύξηση των εσόδων μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ήταν κυρίαρχες στη δυτικοευρωπαϊκή πολιτική της εποχής. Το δύσκολο πρόβλημα βρισκόταν στους φορείς ανάπτυξης και στον ρόλο του κράτους στην πρόκληση κινήτρων. Είναι σαφές ότι το τρικουπικό σχέδιο απέβλεπε κατά κύριο λόγο στον ελληνισμό της διασποράς.
Την εποχή αυτή εξάλλου, είχε γίνει σαφές ότι οι διεθνείς σχηματισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί σε σχέση με το παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα, η διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν αποτελούσε πια κυρίαρχη στρατηγική των δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, οπότε οι βαλκανικοί εθνικισμοί δεν μπορούσαν να καταπνιγούν τόσο εύκολα όπως στο παρελθόν. Έτσι, ενώ την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου (1843) και της Κρητικής επανάστασης (1866-7) η Ελλάδα προσέβλεπε κυρίως στην ηθική πίεση προς τη μεριά των Δυνάμεων, πλέον είχε γίνει σαφές ότι το ξεκαθάρισμα των εθνικών διεκδικήσεων στη Βαλκανική θα γινόταν με βάση την οικονομική και στρατιωτική ισχύ κάθε εθνότητας. Αυτό είχε γίνει κατανοητό στον Τρικούπη, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση του βουλγαρικού παράγοντα.
Επιπλέον εμφανίζονται σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Ειδικότερα, έγιναν τα πρώτα βήματα για τη σοβαρή ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, ενώ δρομολογήθηκε η επιτάχυνση της αστικοποίησης και η εδραίωση της πρωτεύουσας σαν κύριου πόλου πληθυσμιακής και οικονομικής συγκέντρωσης της χώρας (βλ. πληθυσμιακή έκρηξη, σ. 10, ΙΕΕ, ΙΔ). Παράλληλα, το κυρίαρχο αντιπαραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, που ήθελε τους απασχολούμενους σις υπηρεσίες να υπερτερούν, υποχωρεί προς όφελος των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα (βιομηχανίες, εμπόριο, κ.λπ.).
Έτσι, μετά το 1873 μια σειρά από μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς μεταφέρουν στην Ελλάδα μέρος ή σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους. Μέσα σε λίγα χρόνια εγκαθίστανται στην Αθήνα οι Συγγρός, Μελάς, Ζωγράφος, Ζαρίφης, κ.ά. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μονοπωλούν το τραπεζικό κεφάλαιο και τα ορυχεία, αναλαμβάνουν την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων, ιδρύουν εταιρίες σιδηροδρόμων και οργανώνουν το σύνολο σχεδόν των εξωτερικών δανείων της χώρας.
Οι αμύθητες περιουσίες πολλών από τους πάροικους ξεπερνούσαν πολύ τις ντόπιες οικονομικές δυνατότητες. Έτσι, ενώ οι μεγαλύτερες εγχώριες βιομηχανικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το πολύ 1.000.000, ο Αβέρωφ είχε περιουσία πάνω 100.000.000 ατην Αίγυπτο, οι Ράλληδες του Λονδίνου 200.000.000, ο Βαλλιάνος τα 250.000.000 και ο Σίνας στη Βιέννη είχε αφήσει ακίνητη περιουσία που υπολογίσθηκε ανάμεσα στα 300-450.000.000...
Η κατεύθυνση αυτή των ελληνικών παροικιακών κεφαλαίων συνδέεται με τις αυξημένες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν λόγω του ανταγωνισμού των μεγάλων κεφαλαίων της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Η εξωτερική πολιτική του Τρικούπη ήταν στραμμένη προς την Αγγλία, τη μόνη από τις Δυνάμεις που μπορούσε να υποστηρίξει τα εθνικά δίκαια στο μέλλον, και τη μόνη δύναμη που μπορούσε να προστατεύσει τα παροικιακά κεφάλαια, τα οποία αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν από τις χώρες της Βαλκανικής και τη Ρωσία και να μετακομίσουν σε χώρες της βορειοανατολικής Αφρικής και στην Τουρκία, όπου υπήρχε αγγλική προστασία.
Όμως, το παροικιακό κεφάλαιο, ποτέ δεν λειτούργησε σαν άξονας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μέχρι το 1885 προσανατολίσθηκε αποκλειστικά προς τα ορυχεία, το εμπόριο, τα δημόσια έργα, τις τραπεζιτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες.


ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ-ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ ΟΕΦΕ
Προσομοίωση ΟΕΦΕ 2017, Β' Φάση, Ομάδα Β, Θέμα Γ1.




Ορισμός:

Τανζιμάτ (ακριβής): Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία (1856), οι οποίες έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νέες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδιναν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες στους ομογενείς από εκείνες που η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει εκείνη την περίοδο.

Τανζιμάτ (2) (αναλυτικότερος για την καλύτερη ενημέρωση του μαθητή): Με τον όρο «Τανζιμάτ» περιγράφεται μία μεγάλη περίοδος μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ως πλέον σημαντική στιγμή της προσπάθειας αυτής θεωρείται η έκδοση, στις 6 Φεβρουαρίου του 1856, στην Κωνσταντινούπολη από τον Σουλτάνο ενός «Χάττι Χονμαγιούν» (Αυτοκρατορική Γραφή) που επικύρωνε τις παλαιότερες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ιδιαίτερα τις εξαγγελίες του Γκιούλ Χανε (1839). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που έγιναν κάτω από την πίεση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων την επαύριον του Κριμαϊκού πολέμου, εξασφάλιζαν την ισότητα ανάμεσα στις θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ενίσχυαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική θέση των χριστιανών, ιδιαίτερα των Ελλήνων. Πολλοί από τους ισχυρούς Έλληνες της αυτοκρατορίας είδαν σε αυτές τις εξελίξεις μία σημαντική ευκαιρία επέκτασης της επιρροής τους στον οθωμανικό χώρο, πράγμα που απομάκρυνε το ενδιαφέρον τους από το μικρό και ταπεινωμένο -στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου- ελληνικό βασίλειο.











ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η οικονομική δύναμη των Ελλήνων της Διασποράς

Οι Έλληνες αποτελούσαν (σημ.: στην Οθωμανική αυτοκρατορία) την απόλυτη πλειοψηφία των χρηματιστικών και εμπορικών επαγγελμάτων, τουλάχιστον σ’ όσες περιοχές ήταν πρόσφορες για τη διείσδυση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, και αποτελούσαν το 30 με 60% του αστικού πληθυσμού των σημαντικότερων εμπορικών κέντρων της αυτοκρατορίας, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Είχαν τις μισές βιομηχανικές επιχειρήσεις δικές τους, και έλεγχαν ένα μεγάλο τμήμα του εξωτερικού εμπορίου...
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Αίγυπτο, στο δεύτερο κατά σειρά κέντρο της διαμόρφωσης του ελληνισμού του εξωτερικού ... Όπως και στην Οθωμανική Τουρκία, το εξωτερικό εμπόριο ήταν εκείνο που, κυρίως, συγκέντρωσε την προσοχή των Ελλήνων επιχειρηματιών: ιδιαίτερα η εξαγωγή βαμβακιού αντιπροσώπευε 60 με 80% του συνόλου των εξαγωγών και από πολύ νωρίς ελέγχονταν από ελληνικές εταιρίες ... Το 1850 ο οίκος «Κασσαβέτη» (με κεφάλαιο 5 εκατομμύρια φράγκα), κυριαρχούσε στο εμπόριο της Άνω Αιγύπτου απασχολώντας 1.000 υπαλλήλους, και το 1854 απέκτησε το μονοπώλιο της οργάνωσης της ποταμοπλοίας του Νείλου. Το 1858-59 ο οίκος «Νικολόπουλος» ... «συγκέντρωνε» όλα τα προϊόντα της περιοχής της Άνω Αιγύπτου... Έλληνες είχαν σημαντικό ρόλο και στις «ανώτατες σφαίρες των χρηματιστηρίων και τραπεζιτικών δραστηριοτήτων... Από τις 100.000 ιδρυτικές μετοχές της «National Bank» που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο και απόκτησε και το εκδοτικό προνόμιο οι 25.000 ανήκαν στον (Έλληνα) Σαλβάγο... Η συμβολή της ελληνικής εμπορικής αστικής τάξης υπήρξε σημαντική στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και της Αζοφικής.... Το ελληνικό ναυτικό κυριαρχούσε στα λιμάνια του Δούναβη μέχρι και τον 20ο αιώνα. Οι Έλληνες αντιπροσώπευαν την απόλυτη πλειοψηφία των εμπόρων στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και τον Κάτω Δούναβη.
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 312, 313, 316, 320, 324


2. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η οικονομική καχεξία των εγχώριων αστών

Στο τέλος της περιόδου που θεωρείται γενικά η πρώτη φάση της ελληνικής εκβιομηχάνιση (από τη δεκαετία του 1860 ή του 1870 ως το 1910 περίπου), το ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου που ανήκε στους αυτόχθονες αστούς ήταν αξιοθρήνητο. Και αν ακόμη κανείς παραβλέψει το τεράστιο δημόσιο χρέος -το οποίο θα έπρεπε κανονικά να υπολογίζεται σαν στοιχείο του παθητικού στον ισολογισμό της αστικής τάξης, σαν φορολογική υποχρέωσή της με άλλα λόγια- το ποσοστό του βιομηχανικού, τραπεζικού κι εμπορικού κεφαλαίου που ανήκε σε ανθρώπους ή εταιρίες με ελληνικά ονόματα ήταν μόνο 64% το 1909. Πολλές όμως επιχειρήσεις πρέπει να ανήκαν ολόκληρες ή κατά ένα μέρος τους, σε γνωστούς ή αφανείς εταίρους ή χρηματοδότες που ήταν ομογενείς. Από αυτό άλλωστε το 64% της «εγχώριας» ιδιοκτησίας, περισσότερο από το μισό ήταν επενδυμένο στο εμπόριο, που σημαίνει ότι και αυτό το μισό ήταν με τη σειρά του κατά το μεγαλύτερο μέρος του απασχολημένο σε πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις σε καταστήματα και μικρά χονδρεμπορικά, των οποίων οι ιδιοκτήτες πρέπει να καταταγούν στη μικροαστική και όχι στην αστική τάξη. Θα ήταν λοιπόν ρεαλιστικό να υπολογίζει κανείς ότι οι εγχώριοι αστοί είχαν στον έλεγχό τους περίπου 30-40% του συνολικού ελληνικού κεφαλαίου. Και αφού το σύνολο αυτό βέβαια ήταν εξαιρετικά χαμηλό, επειδή η χώρα ήταν φτωχή, το 30-40% που ανήκε στους ιθαγενείς αστούς ήταν ασήμαντο όχι μόνο ως ποσοστό αλλά και ως απόλυτος αριθμός.

Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική επέμβαση
1880-1909, σ. 85


3. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Οι Έλληνες (και ειδικότερα μια πολυάριθμη μεταπρατική αστική και μικροαστική τάξη), υπήρξαν οι κύριοι φορείς του ανοίγματος ολόκληρης της περιφέρειας της Ανατολικής Μεσογείου στη διείσδυση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ...
Ο βασικός καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των «παραμορφωμένων» και άτυπων δομών του νέου κράτους, πρέπει να αναζητηθεί στην εσωτερική άρθρωση ανάμεσα στην ανάπτυξη των ελληνικών μεταπρατικών κοινωνικών στρωμάτων του εξωτερικού από τη μια μεριά, και στις σχέσεις του με τις δομές του ίδιου του ανεξάρτητου κράτους από την άλλη.
Πραγματικά, σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ως το τέλος του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου η σχέση αυτή είναι στενή και σχεδόν αδιάρρηκτη· παρουσιάζει τέτοια πολλαπλότητα μορφών, που η αέναη μετακίνηση των πληθυσμών και η συνεχής ροή των κεφαλαίων δεν αποτελούν παρά τις πιο ευδιάκριτες εκφάνσεις της.

Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σ. 19


4. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των χωριών εγκατέλειπαν καθημερινά τη γη τους για τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, και αυτό το ασταμάτητο ρεύμα αποτέλεσε ως τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο την κύρια πηγή τροφοδότησης των κοινοτήτων σε έμψυχο υλικό, πράγμα που διασφάλιζε όχι μόνο τη διευρυμένη αναπαραγωγή τους, αλλά και την αδιάκοπη ανανέωση της ιδεολογικής συνοχής ανάμεσα στην κυρίως Ελλάδα και στους Έλληνες της διασποράς. Αντίστροφα, ένα συνεχές ρεύμα από εμβάσματα τραβούσε το δρόμο προς το ελεύθερο βασίλειο και κατευθυνόταν κυρίως προς τις επαρχίες. Η συνδυασμένη ενέργεια των ρευμάτων αυτών, επιφέροντας μια σχετική μείωση της πυκνότητας του αγροτικού πληθυσμού στην ελληνική επαρχία, και συμβάλλοντας στην ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για τη διατήρηση της τάξης των μικροκαλλιεργητών.

ό.π., σ. 23


5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο, παρουσιάζει κυρίαρχα κοινά γνωρίσματα: συγκεντρώνεται σε δραστηριότητες που δεν είναι άμεσα παραγωγικές, αλλά είναι ανεξάρτητες από την εσωτερική ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα, και κινούνται έξω από τα σύνορά της. Το κεφάλαιο παρουσιάζει επιπλέον έναν υψηλό βαθμό κινητικότητας κατά περιοχές, που αντιστοιχεί σε μια έντονη νομισματική ρευστότητα. Τέλος, τα δυνάμει καθαρά κέρδη του είναι υπέρογκα σε σχέση με το επενδυμένο κεφάλαιο.
Πρόκειται δηλαδή για κεφάλαιο που χαρακτηρίζεται έντονα από μια τάση βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας και επωφελείται κυρίως από την ασταθή και κυμαινόμενη οικονομική συγκυρία των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου.

ό.π., σ. 341-342

Σχόλιο:

Ο Τσουκαλάς αναλύει πιο διεξοδικά την τελευταία παράγραφο του βιβλίου, ότι δηλαδή τα ομογενειακά κεφάλαια που έφταναν στην Ελλάδα προέρχονταν κυρίως από τα εμβάσματα των μεσοαστικών στρωμάτων. Επισημαίνει δε την ιδιότυπη, στενή και αμφίδρομη, θα λέγαμε σχέση ανάμεσα στο ομογενειακό κεφάλαιο και την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, οι τάξεις των κοινοτήτων της ομογένειας πύκνωναν από μετανάστες μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι αναζητούσαν έξω από τη φτωχή Ελλάδα μια καλύτερη τύχη. Αυτό είχε ως συνέπεια τα εμβάσματα των μεταναστών να κατευθύνονται προς τις αγροτικές οικογένειες που έμεναν πίσω κι έτσι να διατηρείται το οικονομικό μοντέλο που στηριζόταν στους μικροκαλλιεργητές, σε βάρος της αστικής ανάπτυξης (και κατ' επέκταση της βιομηχανικής και εμπορικής επέκτασης). Για τον Τσουκαλά αυτό υπήρξε αρνητικό, όπως επίσης αρνητική υπήρξε και η κερδοσκοπική συμπεριφορά των μεγάλων κεφαλαιούχων.

Άσκηση: Με βάση τα πιο πάνω παραθέματα (3, 4 και 5) και τις γνώσεις από το σχολικό σας εγχειρίδιο:
α) Να τεκμηριώσετε την άποψη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά ότι οι «παραμορφωμένες» δομές του ελληνικού κράτους σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οφείλονται στη σχέση του με τους κεφαλαιούχους Έλληνες της διασποράς.
β) Να εντοπίσετε τις θετικές και, ενδεχομένως, αρνητικές συνέπειες της σχέσης ελληνικού κράτους και Ελλήνων της Διασποράς.


6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Ο οικονομικός ρόλος του παροικιακού Ελληνισμού

Θα λέγαμε ότι η αναδίπλωση των δραστηριοτήτων του παροικιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα τοποθετείται στη δεκαετία του 1870 και οφείλεται σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Οι εσωτερικοί παράγοντες εντοπίζονται στις πιέσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στους τόπους δράσης των ομογενών ή στην τάση επέκτασης των εργασιών τους με μια διαφοροποιημένη επενδυτική πολιτική και οι εσωτερικοί, στο ευνοϊκό κλίμα που υπήρχε στην Ελλάδα, στη χώρα που διψούσε για κεφάλαια ....
Το πρόγραμμα των κυβερνήσεων Τρικούπη ήταν σταθερά προσανατολισμένο στους κεφαλαιούχους της διασποράς και απέβλεπε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών, ώστε να εισρεύσουν τα κεφάλαια στον ελληνικό χώρο. Η εφαρμογή έμμεσης και όχι άμεσης φορολογίας, η χαμηλή φορολογία κληρονομιών, η δασμολογική προστατευτική πολιτική (γαιοκτήμονες – τσιφλικάδες) κ.ο.κ. είναι ορισμένα μέτρα στήριξης και κυρίως προσέλκυσης των κεφαλαιούχων της διασποράς.
Το κεφάλαιο της διασποράς όμως δε δικαίωσε ούτε τις ενδόμυχες επιθυμίες των εφημερίδων που θριαμβολογούσαν, ούτε πολύ περισσότερο τις πολιτικές επιλογές του Χαρίλαου Τρικούπη, που συμπυκνώνονται στη στήριξη του παροικιακού κεφαλαίου για την εκβιομηχάνιση της χώρας, την οικονομική απογείωση και το μετασχηματισμό των δομών της. Η «Κλειώ» της Τεργέστης θριαμβολογεί και συγκρίνει τους ομογενείς κεφαλαιούχους με τους Τουρκομάχους ήρωες του ’21. Το παράδειγμά της ακολουθούν και άλλες εφημερίδες της εποχής, πιστεύοντας ότι οι ομογενείς θα πετύχουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με μέσο την εκβιομηχάνιση. Ο ενθουσιασμός αυτός προκαλείται με την ίδρυση τραπεζών, στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Το παροικιακό κεφάλαιο όμως δε δικαίωσε ούτε στο ελάχιστο αυτές τις θριαμβολογίες. Η λειτουργία του στην Ελλάδα δεν είχε αντιστοιχίες και ομοιότητες με τη λειτουργία των ευρωπαίων κεφαλαιούχων στις χώρες τους, κατά την περίοδο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού αυτών. Αυτό είχε βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα στην ιστορία της χώρας ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στο είδος των διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ελληνικής διασποράς που διαμόρφωσαν την επιχειρηματική της παράδοση και νοοτροπία. Η επιχειρηματική της παράδοση ήταν έντονα εμπορική και εντελώς ξένη προς τη βιομηχανική δραστηριότητα. Επομένως, ο τομέας στον οποίο οι ομογενείς δε θα επενδύσουν ούτε κεφάλαια ούτε τις προσόδους από τις χρηματιστικές τους εργασίες στην Ελλάδα θα είναι ο βιομηχανικός. Το παροικιακό κεφάλαιο προσανατολίστηκε σε μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως στην αγορά αγροτικής και αστικής γης, στο εμπόριο, στα δημόσια έργα, και στις τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές των ομογενών κατέγραψαν και τα χαρακτηριστικά των επενδύσεών τους. Οι περισσότερες επενδύσεις ήταν κατάλληλες για εύκολη, ασφαλή ρευστοποίηση και μεταφορά του κεφαλαίου στο εξωτερικό σε επικίνδυνες ή αβέβαιες καταστάσεις.

Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός, σσ. 36-38.


7. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η εγκατάσταση των Ελλήνων χρηματιστών της διασποράς στην Ελλάδα, είχε επιπτώσεις που μακροπρόθεσμα αποβήκαν καίριες. Πραγματικά, η κυρίαρχη μορφή δραστηριοτήτων των Ελλήνων χρηματιστών αντιστοιχεί στην «τυπική» μορφή δραστηριοτήτων του δυτικού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, στη διαδικασία διείσδυσής τους στις χώρες της περιφέρειας: αξιοποίηση μεταλλείων, κατασκευή σιδηροδρόμων και ίδρυση τραπεζιτικών οργανισμών για τον έλεγχο των πιστώσεων και των δημόσιων προσόδων. Πρόκειται για τις κυρίαρχες μορφές δραστηριότητας του αγγλικού, γαλλικού και γερμανικού κεφαλαίου, τόσο στις ημιαποικιακές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτο, Οθωμανική Αυτοκρατορία), όσο και στη Λατινική Αμερική, και γενικότερα σ’ όλες τις χώρες της περιφέρειας, όσες για κάποιο λόγο δεν είχαν άμεσα υποστεί αποικιακή κατάκτηση. Η εντεινόμενη δυσχέρεια στην εξεύρεση προσοδοφόρων διεξόδων στις μητροπόλεις, και οι εγγενείς ανάγκες επέκτασης του καπιταλισμού που βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση νέων αγορών στις περιφέρειες, εκφράζονται με την προτίμηση των κεφαλαιούχων των μητροπόλεων για τέτοιου τύπου δραστηριότητες. Πράγματι, οι μορφές αυτές, παρουσιάζουν το τριπλό πλεονέκτημα να είναι εξαιρετικά κερδοφόρες, σε σχέση με τα τρέχοντα ποσοστά κέρδους των μητροπόλεων, να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας τεχνικο-οικονομικής υποδομής απαραίτητης για την εμπορική διείσδυση σε περιοχές με προκαπιταλιστικές ακόμη δομές, και να μην αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό και την αντίθεση της ντόπιας άρχουσας τάξης, ανίκανης να συγκεντρώσει και ν’ αξιοποιήσει τα σημαντικά ποσά που απαιτούν οι ανάλογες επιχειρήσεις. Επιπλέον, μπορούσαν και να οδηγήσουν βαθμιαία στον ολοκληρωτικό έλεγχο του μηχανισμού των κρατικών εισπράξεων.

Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σ. 253


8. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Και αν η νέα φάση, στην οποία βρισκόταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός μετά το 1880, υπήρξε αναμφίβολα ο δομικά απαραίτητος όρος για την εισροή των ξένων κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, η πολιτική του ελληνικού κράτους υπήρξε επίσης αποφασιστικής σημασίας για την προώθηση των κεφαλαίων αυτών προς τις συγκεκριμένες τους κατευθύνσεις.
Η άνοδος της ανακαινιστικής κυβέρνησης του Τρικούπη στην εξουσία -του βασικού εκπρόσωπου των αγγλόφιλων μερίδων της φιλελεύθερης αστικής τάξης- και η γενικευμένη ανάπτυξη της χώρας εκείνη την περίοδο, δεν μπορούν βέβαια ν’ αποδοθούν αποκλειστικά στην αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας. Μια τέτοιου είδους ερμηνεία θα ήταν καθαρά μηχανιστική. Όμως παρ’ όλο που χωρίς ειδική μελέτη θα ήταν αδύνατο ν’ αποσαφηνιστεί η άνοδος της φιλελεύθερης αστικής τάξης και η ριζική μεταμόρφωση της κρατικής οικονομικής πολιτικής, δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση η πλήρης αντιστοιχία των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων του πλήρους μετασχηματισμού του πολιτικού και οικονομικού χώρου. Και το σημαντικό στοιχείο, λοιπόν, είναι η εκ του μηδενός συγκρότηση μιας συμπαγούς οικονομικής ολιγαρχίας, που μέσα σε λίγα χρόνια κυριάρχησε απόλυτα στον οικονομικό χώρο της ανεξάρτητης Ελλάδας, και παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαίτερα γνωρίσματα …
Αντίθετα με το ντόπιο, υποτυπώδες κεφάλαιο, που βασικά κατευθύνεται προς το εξωτερικό εμπόριο, είτε προς τις νέες μεταποιητικές δραστηριότητες -κυρίως προς τις βιομηχανίες ειδών διατροφής και υφασμάτων- το κεφάλαιο το ελεγχόμενο από τη χρηματιστική ολιγαρχία, αδιαφορεί εντελώς για τους τομείς αυτούς, και μέχρι τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο συνεχίζει να διοχετεύει το δυναμικό του προς μη παραγωγικές δραστηριότητες. Από την άλλη μεριά, η οικονομική αυτή ολιγαρχία που ταχύτατα ξεπέρασε την παροδική κρίση (συνέπεια της πτώσης των αξιών και των μετοχών), συγχωνεύτηκε βαθμιαία με την ενδογενή παραδοσιακή άρχουσα τάξη, και στο πολιτικό επίπεδο ενήργησε σαν το ισχυρότερο τμήμα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης.

Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 256-257

Σχόλιο:

Στα δυο πιο πάνω παραθέματα περιγράφεται ο ρόλος μεγάλων κεφαλαιούχων στην Ελλάδα, ο οποίος σε αντίθεση με τα εμβάσματα των μεσοαστικών στρωμάτων της διασποράς χαρακτηρίζεται αρνητικά. Πράγματι, η συμπεριφορά τους δεν είχε καμιά διαφορά με εκείνη των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Προτεραιότητά τους δηλαδή δεν ήταν το εθνικό, το ευρύτερο, αλλά το ατομικό συμφέρον. Πέραν αυτού, για να επιτύχουν μεγάλύτερα κέρδη, ή για να διασφαλίσουν τις επενδύσεις τους δεν δίσταζαν να παρεμβαίνουν, με αντιδημοκρατικό και αντιθεσμικό τρόπο, στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.

Άσκηση: Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου και το περιεχόμενο των παραθεμάτων 7 και 8:
α) Να προσδιορίσετε τα αίτια και να περιγράψετε τις συνέπειες της εισροής κεφαλαίου των Ελλήνων επενδυτών της διασποράς στην Ελλάδα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
β) Να αναφέρετε τις κύριες μορφές δραστηριοτήτων των Ελλήνων ομογενών της διασποράς και να χαρακτηρίσετε, αφού παρουσιάσετε, τις σχέσεις τους με την φιλελευθεραστική τάξη στην Ελλάδα και τους πολιτικούς εκπροσώπους της.


9. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η αντιφατική και συνάμα καταλυτική επίδραση της ομογένειας

Ο ρόλος της ομογένειας ήταν ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο φαινόμενο, υποκατά-στατο και μεταμφίεση της ξενικής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας. Αν οι δυτικές κυβερνήσεις ενδιαφέρθηκαν άμεσα για την πολιτική εξάρτηση μιας χώρας που ήταν στρατηγικός συντελεστής του ανατολικού ζητήματος, η άμεση οικονομική εκμετάλλευση μιας τόσο μικρής αγοράς τους ήταν σχεδόν αδιάφορη. Αν οι δυτικοί επιχειρηματίες ενδιαφέρθηκαν κάπως για ληστρικές δανειοδοτήσεις προς το ελληνικό δημόσιο, οι άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα τους άφηναν ασυγκίνητους μπροστά στις ανεπανάληπτες ευκαιρίες της βιομηχανικής επανάστασης και της άνθησης του καπιταλισμού στη Δύση ...
Όργανα της ξενικής οικονομικής κυριαρχίας χωρίς και οι ίδιοι να το πολυκαταλαβαίνουν, οι ομογενείς ήταν ταυτόχρονα ποτισμένοι από την ιδεολογία του εθνικισμού. Αυτή η αντίφαση εξηγεί και τον αμφίρροπο και ιδιόρρυθμο ρόλο τους. Αλλοδαποί μεταπράτες, σώρευαν στο εξωτερικό τα κέρδη από τις συναλλαγές τους με την Ελλάδα και απέφευγαν κάθε εσωτερική οικονομική λειτουργία που θα θύμιζε μια τυπική εθνική αστική τάξη. Ρωμηοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, στρατολογούσαν τους ανθρώπους τους στην Ελλάδα και τροφοδοτούσαν, με το φάσμα της ελληνικής φυτοζωίας και το όραμα της επιτυχίας στα ξένα, το ποτάμι της μετανάστευσης προς τη μια κατεύθυνση, και τον πακτωλό των μεταναστευτικών εμβασμάτων προς την άλλη. Έλληνες στην εθνικιστική ιδεολογία, αλλά προσβλέποντας και στη χρησιμότητα ενός ισχυρού εθνικού κέντρου που θα τους παρείχε προστασία και στην ανάγκη το ύστατο καταφύγιο, χάριζαν στην Ελλάδα δωρεές μεγαλύτερης ίσως αξίας από τα εκμεταλλευτικά κέρδη τους. Δεν είναι περίεργο που τελικά συντελούσαν στην αναπαραγωγή όχι τόσο κάποιων ταξικών σχέσεων μέσα στην Ελλάδα, αλλά κυρίως των σχέσεων της εξάρτησής της από τη Δύση, διαιωνίζοντας ταυτόχρονα την προκαπιταλιστική αποτελμάτωση στις εσωτερικές οικονομικές και ταξικές δομές ...
Αγόραζαν από την Ελλάδα και πουλούσαν στους εισαγωγείς ή στο ελληνικό δημόσιο όπως έκανε οποιοσδήποτε αυστριακός η ρώσος έμπορος· ή δάνειζαν το χρήμα τους στην αθηναϊκή αγορά κεφαλαίου όπως κάθε άγγλος χρηματιστής ...
Όλες σχεδόν οι επενδύσεις ομογενών κεφαλαίων στην Ελλάδα είχαν ορισμένα πολύ διαφωτιστικά κοινά χαρακτηριστικά. Μερικές από αυτές ήταν κατάλληλες για εύκολη, ασφαλή ρευστοποίηση και μεταφορά του κεφαλαίου έξω από την Ελλάδα σε περίπτωση κινδύνου. Μερικές σήκωναν ασυνήθιστα μεγάλους συντελεστές απόσβεσης, που μείωναν στο ελάχιστο τη χρονική διάρκεια της διακινδύνευσης κεφαλαίου.
Αυτές πάλι που είχαν στοιχεία κινδύνου ήταν επικερδέστερες, είχαν δηλαδή την τυπική μορφή της κερδοσκοπίας. Υπήρχαν έτσι οι μεγάλες εμπορικές δουλειές σε μια χώρα ελεύθερου εμπορίου, μια δραστηριότητα που σήμαινε μικρές εγχώριες υποχρεώσεις, εύκολα εξαγόμενα κεφάλαια και μεγάλα ποσοστά κέρδους. Υπήρχαν μεταλλευτικές παραχωρήσεις με εξαιρετικούς όρους. Υπήρχαν τραπεζιτικές και χρηματιστικές επιχειρήσεις σε μια παρθένα αγορά που διψούσε για κεφάλαια και όπου επιτόκια ύψους 30-60% ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε εποχές που τα διεθνή επιτόκια περιορίζονταν σε 2.5-4.5%. Υπήρχε η ναυτιλία, όπου η αλλαγή της σημαίας είναι ασφαλιστική δικλείδα σ’ εποχές εγχώριας κρίσης και μέσο εκβιασμού σ’ εποχές παγκόσμιας ευφορίας. Υπήρχαν τα αστικά ακίνητα σε μια πρωτεύουσα με εκπληκτική πληθυσμιακή ανάπτυξη, όπως και οι τεράστιες αγροτικές εκτάσεις, οι αγορασμένες σε ευνοϊκές τιμές … Είναι, λοιπόν, πραγματικά εύστοχη η μαρτυρία του «Ραμπαγά», το 1882, για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ομογενών:
«Ούτε εις ανάπτυξιν βιομηχανίας, ούτε εις επιχειρήσεις, εξ’ ων θα ζωογονηθώσιν αι εργατικαί τάξεις χρησιμοποιούσι τα χρηματικά κεφάλαιά των. Η κυβεία, αι συμβάσεις, αι μετοχικαί ταχυδρακτυλουργίαι, είναι τα προσφιλή αυτών αντικείμενα».

Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, (1880-1909)
σσ. 59-65


10. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η παρουσία στην Ελλάδα Ελλήνων κεφαλαιούχων της Διασποράς

«... Η μαζική εμφάνιση στην ελλαδική κοινωνία των ανθρώπων του παροικιακού ελληνισμού αποτέλεσε ένα νεωτερισμό πρώτου μεγέθους. Και αυτός ακόμη ο τόσο «ευρωπαιοστρεφής» Εμμανουήλ Ροΐδης, προσχωρώντας στο γενικό συναίσθημα της λαϊκής προπαγάνδας, χαρακτήρισε τους επαναπατριζόμενους ομογενείς σαν «σπείρα μεγαροκτιστών», οι οποίοι «ως νέοι Ηρακλειδείς, επέδραμον εις την Αθήνα εκ του Χαβσαροχάνου» (εννοεί την αγορά της Κων/πόλεως). Ακόμα πιο αναλυτικά, ο Ροΐδης έδινε την εξής γραφική περιγραφή στην επιθεώρηση «Ασμοδαίος»:
«... Επέδραμεν εκ των παραλίων του θρακικού Βοσπόρου εις την Αττικην φυλή ανθρώπων, οίτινες καυχώνται επί ελληνική καταγωγή και πατριωτισμώ. Ψωμάρπαγες, σαρκοβόροι και μάλιστα τρεφόμενοι εκ κρέατος αυτοχθόνων... Τρώγουν εις τα γεύματά των πλακούντια εκ κρέατος ιθαγενούς... Στρατηλάτης των Μέγας είναι ο Ανδρέας Τσιγκρός».
Η παρουσία στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, τόσων Ελλήνων κεφαλαιούχων και τόσων κεφαλαίων δημιούργησε ένα κλίμα κερδοσκοπίας σε έκταση πρωτοφανή. Στις δημοτικές εκλογές του 1883 ο Στέφανος Ξένος απένειμε στους πλούσιους ομογενείς το χαρακτηρισμό «χρυσοκάνθαροι», ο οποίος και ευτύχησε να υιοθετηθεί από τη σχετική φιλολογία της εποχής. Ο όρος αυτός φαίνεται ότι εξέφραζε όλη την αμηχανία, την ανασφάλεια και τη δυσφορία του εγχώριου μικροαστισμού απέναντι στην εισβολή των μεγιστάνων του κεφαλαίου».
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, σ. 57

Άσκηση: Με βάση πιο πάνω κείμενα (9 και 10) και τις πληροφορίες που αποκομίσατε από το σχολικό σας εγχειρίδιο:
α) Να εξηγήσετε τους λόγους της σπανιότητας επιχειρηματικής επανεπένδυσης μέσα στην Ελλάδα των κερδών της ομογένειας, εκτός από εκείνα που δαπανήθηκαν σε επιδεικτική κατανάλωση.
β) Να ερμηνεύσετε τον «αμφίρροπο και ιδιόρρυθμο ρόλο της ομογένειας στην Ελλάδα».
γ) Να σχολιάσετε τον χαρακτηρισμό των πλουσίων ομογενών ως «χρυσοκανθάρων».











Στο πιο κάτω κείμενο του Πατρώνη, μπορεί κάποιος να δει σταχυολογημένα τα σημαντικότερα κείμενα της ιστοριογραφίας πάνω στο θέμα που μας απασχολεί στο εν λόγω κεφάλαιο
και κριτική ανιμετώπισή τους


11. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

6.2 Ο ρόλος του ελληνισμού της ομογένειας και του παροικιακού κεφαλαίου
6.2.1 Ο ελληνισμός της ομογένειας

Ο όγκος του Ελληνισμού της ομογένειας κατά τον 19ο αιώνα και η τεράστια οικονομική δύναμη που είχε στο μεταξύ αποκτήσει, έχουν οδηγήσει σε ορισμένες παρερμηνείες του ρόλου του ως προς την ανεξάρτητη Ελλάδα.
Σε πολύ γενικές γραμμές, το κύριο ελάττωμα των ερμηνειών αυτών είναι ότι δεν διαφοροποιούν αρκετά τις εγχώριες κυριαρχικές τάξεις από τους αστούς της ομογένειας και της διασποράς. Άλλωστε, η συνεισφορά των Ελλήνων της ομογένειας και της διασποράς στη διατήρηση του Ελληνισμού πριν από την ανεξαρτησία, οι πολιτισμικοί τους δεσμοί με την Ελλάδα, ο ενεργός τους ρόλος στο Εικοσιένα, δεν σημαίνουν απαραιτήτως ότι είχαν την διάθεση, όταν επιτέλους η χώρα ελευθερώθηκε, να περιοριστούν στα όρια του νέου κράτους και να παίξουν τον, συνήθη στις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες, ρόλο μιας εγχώριας αστικής τάξης: να αγωνιστούν, δηλαδή, όχι μόνο για οικονομική κυριαρχία αλλά και για εγχώρια συσσώρευση κεφαλαίου· όχι μόνο για πολιτική επιρροή που να προστατεύει επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά για πολιτική δράση και για συμμετοχή στην εξουσία, έστω και έμμεση. «Ο ρόλος της ομοιογένειας ήταν ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο φαινόμενο, υποκατάστατο και μεταμφίεση της ξενικής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας. Αν οι δυτικές κυβερνήσεις ενδιαφέρθηκαν άμεσα για την πολιτική εξάρτηση μιας χώρας που ήταν στρατηγικός συντελεστής του ανατολικού ζητήματος, η άμεση οικονομική εκμετάλλευση μιας τόσο μικρής αγοράς, τους ήταν σχεδόν αδιάφορη. Αν οι δυτικοί επιχειρηματίες ενδιαφέρθηκαν κάπως για ληστρικές δανειοδοτήσεις προς το ελληνικό δημόσιο, οι άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα τους άφηναν ασυγκίνητους μπροστά στις ανεπανάληπτες ευκαιρίες της βιομηχανικής επανάστασης και της άνθησης του καπιταλισμού στην ανατολή. Εβραίοι και Λεβαντίνοι, Αρμένιοι και Έλληνες, μπορούσαν να διατηρήσουν τον πατροπαράδοτο ρόλο τους στην οικονομική εκμετάλλευση του χώρου γύρω και μέσα στην ετοιμόρροπη οθωμανική αυτοκρατορία. Και οι ομογενείς ήταν φυσικό να κρατήσουν την Ελλάδα μέσα στην ευρύτερη περιοχή των δραστηριοτήτων τους». Βλ. Δερτιλής Γ., «Ο Ελληνισμός της ομογένειας και η εγχώρια αστική τάξη» στο Δερτιλής Γ.Β.- Κωστής Κ., (Εισαγωγή-επιμέλεια), Θέματα νεοελληνικής ιστορίας (18ος- 20ός αι.), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σελ. 148.
Όργανα της ξενικής οικονομικής κυριαρχίας χωρίς και οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται, οι ομογενείς ήταν ταυτόχρονα ποτισμένοι από την ιδεολογία του εθνικισμού. Αυτή η αντίφαση εξηγεί και τον αμφίρροπο και ιδιόρρυθμο ρόλο τους. Αλλοδαποί μεταπράτες, σώρευαν στο εξωτερικό τα κέρδη από τις συναλλαγές τους με την Ελλάδα και απέφευγαν κάθε εσωτερική οικονομική λειτουργία που θα θύμιζε μια τυπική, εθνική αστική τάξη. Ρωμιοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, στρατολογούσαν τους ανθρώπους τους στην Ελλάδα και τροφοδοτούσαν, με το φάσμα της ελληνικής φυτοζωίας και το όραμα της επιτυχίας στα ξένα, το ποτάμι της μετανάστευσης προς τη μια κατεύθυνση και τον πακτωλό των μεταναστευτικών εμβασμάτων προς την άλλη.
Έλληνες στην εθνικιστική ιδεολογία, αλλά προσβλέποντας και στη χρησιμότητα ενός ισχυρού εθνικού κέντρου που θα τους παρείχε προστασία και στην ανάγκη στο ύστατο καταφύγιο, χάριζαν κάποτε στην Ελλάδα δωρεές μεγαλύτερης ίσως αξίας από τα εκμεταλλευτικά κέρδη τους. Δεν είναι περίεργο που τελικά συντελούσαν στην αναπαραγωγή όχι τόσο των ταξικών σχέσεων μέσα στην Ελλάδα, αλλά κυρίως των σχέσεων της εξάρτησής της από τη Δύση, διαιωνίζοντας ταυτόχρονα την προκαπιταλιστική αποτελμάτωση στις εσωτερικές οικονομικές και ταξικές δομές. Ούτε είναι ανεξήγητο το ότι δεν τροφοδοτούσαν την αναπαραγωγή μιας καθαρά αστικής οικονομικής ιδεολογίας, αλλά μιας νοοτροπίας μεταπρατισμού, μετανάστευσης και οικονομικού μικροϊμπεριαλισμού ενώ, αντίθετα, στους άλλους τομείς της ιδεολογίας εκτός από τον οικονομικό, επέβαλαν τις αστικές τους ιδέες με ραγδαία αποτελεσματικότητα (για το ζήτημα αυτό, βλ. και Ψυρούκης Ν., Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1975).


6.2.2 Οικονομικές λειτουργίες της ομογένειας

Θα εξετάσουμε εδώ την κατηγορία των ομογενών που ασκούσαν επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ελλάδα. Όχι μόνο έλειπε το στοιχείο της φυσικής εγκατάστασης στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως η κοινωνική ενσωμάτωση των ελλήνων μεταναστών στις χώρες που τους δέχτηκαν ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, αρκετά προχωρημένη. Έτσι οι Έλληνες της Βιέννης, π.χ., μπορούν να θεωρούνται ως μέλη της αυστριακής αστικής τάξης. Ακόμα και οι Έλληνες, των οποίων η κοινωνική ενσωμάτωση τους στην ξένη χώρα δεν είχε ολοκληρωθεί, μπορούν να ταξινομηθούν ως μια περιφερειακή κοινωνική ομάδα στη χώρα εκείνη, όχι όμως ως μέλη της αστικής τάξη στην Ελλάδα. Έπειτα, ο όγκος των οικονομικών συμφερόντων των επιχειρηματιών αυτών ήταν συγκεντρωμένος έξω από τη χώρα και ούτε επιθυμία ούτε πρακτικός λόγος υπήρχε για τη μεταφορά στο εσωτερικό αυτών των συμφερόντων. Από αυτούς τους επιχειρηματίες ορισμένοι ασκούσαν, από τις βάσεις τους στην αλλοδαπή και πρόσθετα προς τις έξω-ελλαδικές δραστηριότητές τους, μια οποιαδήποτε δευτερεύουσα επιχείρηση σχετική με την Ελλάδα, πάντοτε στο εξωτερικό εμπόριο, στο χρηματιστικό - τραπεζικό τομέα ή στα μεταλλεία, ποτέ, όμως, στη βιομηχανία. Ελάχιστοι ήταν οι γνωστοί μεγαλοεπιχειρηματίες που πραγματοποιούσαν επενδύσεις μέσα στη χώρα, σε μεταλλεία και σε τράπεζες. Οι υπόλοιποι, έκαναν από τα γραφεία τους στην αλλοδαπή εξαγωγές στην Ελλάδα, αγορές προϊόντων της ή ευκαιριακές χρηματιστικές πράξεις. Διατηρούσαν την έδρα τους έξω από τα ελληνικά σύνορα κι εκεί πλήρωναν τους φόρους τους. Αγόραζαν από την Ελλάδα και πουλούσαν στους έλληνες εισαγωγείς ή στο ελληνικό δημόσιο, όπως έκανε οποιοσδήποτε αυστριακός ή ρώσος έμπορος· ή δάνειζαν το χρήμα τους στην αθηναϊκή αγορά κεφαλαίου όπως κάθε άγγλος χρηματιστής. «Πρόκειται δηλαδή για κεφάλαιο που χαρακτηρίζεται έντονα από μια τάση βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας και επωφελείται κυρίως από την ασταθή και κυμαινόμενη οικονομική συγκυρία των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου». Βλ. Τσουκαλάς Κ., Εξάρτηση και αναπαραγωγή …όπ.πρ., σελ. 341-342.
Υπάρχει, τέλος, και μία ακόμα κατηγορία: οι μεγαλοεπιχειρηματίες που σκηνοθετούσαν τα μεγάλα χρηματιστικά παιχνίδια και είχαν τον έλεγχο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Όλες σχεδόν οι επενδύσεις ομογενειακών κεφαλαίων στην Ελλάδα, αυτή την εποχή, είχαν ορισμένα πολύ διαφωτιστικά κοινά χαρακτηριστικά: Μερικές από αυτές ήταν και κατάλληλες για εύκολη, ασφαλή ρευστοποίηση και μεταφορά του κεφαλαίου έξω από την Ελλάδα, σε περίπτωση κινδύνου. Άλλες, λόγω των υψηλών κερδών που απέφεραν, σήκωναν ασυνήθιστα μεγάλους συντελεστές απόσβεσης, που μείωναν στο ελάχιστο τη χρονική διάρκεια της διακινδύνευσης κεφαλαίου. Αυτές πάλι που είχαν στοιχεία κινδύνου ήταν ακόμη επικερδέστερες, είχαν δηλαδή την τυπική μορφή της κερδοσκοπίας: «Υπήρχαν έτσι ο μεγάλες εμπορικές δουλειές σε μια χώρα ελεύθερου εμπορίου, μια δραστηριότητα που σήμαινε μικρές εγχώριες υποχρεώσεις, εύκολα εξαγόμενα κεφάλαια και μεγάλα ποσοστά κέρδους. Υπήρχαν μεταλλευτικές παραχωρήσεις με εξαιρετικούς όρους. Υπήρχαν τραπεζιτικές και χρηματιστικές επιχειρήσεις σε μια παρθένα αγορά που διψούσε για κεφάλαια και όπου επιτόκια ύψους 30%-36% ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, σε εποχές που τα διεθνή επιτόκια περιορίζονταν σε 2.5%-4.5%. Υπήρχε η ναυτιλία, όπου η αλλαγή της σημαίας ήταν ασφαλιστική δικλείδα σε εποχές εγχώριας κρίσης και μέσο εκβιασμού σε εποχές παγκόσμιας ευφορίας. Υπήρχαν τα αστικά ακίνητα σε μια πρωτεύουσα με εκπληκτική πληθυσμιακή ανάπτυξη, όπως και οι τεράστιες αγροτικές εκτάσεις, οι αγορασμένες σε ευνοϊκές τιμές. Είναι, αντίθετα, ενδεικτικό ότι στη βιομηχανία, όπου κυριαρχούν συνήθως οι μακροχρόνιες αποσβέσεις, τα κάπως πιο φυσιολογικά κέρδη και οι
συνηθισμένοι κίνδυνοι, δεν έγιναν επενδύσεις από τους ομογενείς μεγαλοεπιχειρηματίες. Είναι λοιπόν πραγματικά εύστοχη η μαρτυρία του «Ραμπαγά», το 1882, για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ομογενών: «Ούτε εις ανάπτυξιν βιομηχανίας, ούτε εις επιχειρήσεις, εξ ων θα ζωογονηθώσιν αι εργατικαί τάξεις χρησιμοποιούσι τα χρηματικά κεφάλαιά των. Η κυβεία, αι συμβάσεις, αι μετοχικαί ταχυδακτυλουργίαι, είναι τα προσφιλή
αυτών αντικείμενα». Βλ. Δερτιλής Γ., «Ο Ελληνισμός της ομογένειας… όπ.πρ. σελ. 152-153.
Ένα ακόμη στοιχείο δείχνει ότι οι ομογενείς έπαιξαν ρόλο διαφορετικό από το ρόλο μιας τυπικής αστικής τάξης: ήταν η τάση τους να εξάγουν στην αλλοδαπή τα κέρδη από τις άλλες δραστηριότητες τους, αντί να τα επανεπενδύουν στο εσωτερικό της χώρας. Αυτή βέβαια ήταν η στάση και των εγχώριων επιχειρηματιών. Αλλά η σώρευση ρευστού χρηματικού κεφαλαίου από τους Έλληνες επιχειρηματίες δεν μπορούσε επ’ άπειρον να αποθησαυρίζεται, να καταναλώνεται επιδεικτικά και να μεταφέρεται στο εξωτερικό. Αφενός επειδή το χρήμα τους είχε ανάγκη για διεξόδους, αφετέρου επειδή η καθημερινή τους επαφή με την ελλαδική αγορά έκανε πιο φανερές τις καλές ευκαιρίες για επενδύσεις, οι ιθαγενείς επιχειρηματίες θα έφταναν οπωσδήποτε να επενδύσουν κάποτε, αργά ή γρήγορα, και μέσα στο εσωτερικό της χώρας. Αντίθετα οι ομογενείς είχαν το τεράστιο πλεονέκτημα να είναι οργανωμένοι και σε άλλες, ξένες αγορές, όπου μπορούσαν να προσανατολίζουν τις μελλοντικές τους δραστηριότητες και να επανεπενδύουν με ασφάλεια ακόμη και τα κέρδη από τις ελλαδικές δραστηριότητές τους. «Και αυτό, γιατί τα κέρδη αυτά μπορούσαν και να μετατρέπονται ελεύθερα σε ξένο συνάλλαγμα και να μεταφέρονται νόμιμα στο εξωτερικό: η Ελλάδα ήταν χώρα ελευθέρου εμπορίου και η δραχμή ήταν μετατρέψιμη στην ελεύθερη αγορά συναλλάγματος μέχρι τη δεκαετία του 1920. Στην περίοδο 1885-1905 οι ομογενείς έμποροι και χρηματιστές δεν αρκέστηκαν στα κέρδη από το εκάστοτε ποσοστό υποτίμησης της δραχμής: προσπαθούσαν και να το αυξήσουν με επιδέξιους συναλλαγματικούς ελιγμούς». Βλ. Ψυρούκης Ν., Το νεοελληνικό παροικιακό …όπ.πρ., σελ. 37. Με αυτούς τους φορείς και με αυτές τις συνθήκες, η κερδοσκοπία είχε μια σοβαρή συνέπεια: λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγορά ήταν συνεχώς προσανατολισμένη προς την υποτίμηση της δραχμής, ο επιχειρηματίας κερδοσκόπος μπορούσε να ακολουθήσει μία μόνο στρατηγική: αυτήν που θα του εξασφάλιζε τη μεταφορά του μεγαλύτερου δυνατού πλεονάσματος έξω από τη χώρα. Με άλλα λόγια τα κερδοσκοπικά του κεφάλαια έπρεπε να παραμένουν όσο γινόταν λιγότερο στην Ελλάδα, αν ήθελε να μεγιστοποιήσει το κέρδος του από τη δίδυμη συναλλαγή του, που το ένα μέρος της γινόταν στην αγορά συναλλάγματος και το άλλο στην αγορά αγαθών ή κεφαλαίου. Σοβαρή ένδειξη ότι οι ομογενείς ακολουθούσαν με συνέπεια την τακτική να μην επανεπενδύουν τα κέρδη τους αλλά να τα εξάγουν, είναι και η χρονική κατανομή των επενδύσεών τους σε ολόκληρη την περίοδο πριν από το 1909. Δεν είναι τυχαίο ότι άρχισαν να επενδύουν σε ελληνικά μεταλλεία ή τράπεζες και να δανείζουν το δημόσιο κυρίως μετά το 1873, όταν πια η μεγάλη διεθνής κρίση είχε ήδη οδηγήσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στο παγκόσμιο κυνήγι για αποδοτικές τοποθετήσεις. «Δύο από τις τέσσερις τράπεζες που λειτουργούσαν το 1883 είχαν ιδρυθεί με κονδύλια ομογενών, η μία το 1873 -δηλαδή, χαρακτηριστικά, στην αρχή της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης του 19ου αιώνα, που οδήγησε τους ευρωπαίους κεφαλαιούχους στην αναζήτηση καλύτερης τύχης έξω από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα- και η άλλη το 1882. Και οι τέσσερις, όμως, καθώς και η Τράπεζα Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1893, είχαν τόσα προνόμια, που οι μετοχές τους ήταν πραγματικά μια πολύ καλή τοποθέτηση. Τελικά, στην ελληνική οικονομία παρέμεινε τελικά μόνο τμήμα των κερδών της ομογένειας. Πρόκειται για τα σωρευμένα κέρδη που επανεπενδύθηκαν αφενός σε τραπεζικά κεφάλαια και αφετέρου σε δάνεια προς το ελληνικό δημόσιο που ήταν πολύ δελεαστικά και άξιζαν τη διακινδύνευση του κεφαλαίου. Τέλος πολλοί ομογενείς οδηγήθηκαν προς τις εφοπλιστικές επενδύσεις, πράγμα που μπορεί κατά ένα μέρος να εξηγήσει την ανάρρωση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας μετά το 1892 και κυρίως στη δεκαετία του 1900. Αλλά στην πραγματικότητα οι μαζικές εφοπλιστικές επενδύσεις σήμαιναν επίσης ότι το κεφάλαιο σωρευόταν έξω από τα ελληνικά σύνορα: η έπαρση μιας ξένης σημαίας ήταν εύκολη διέξοδος σε ώρα ανάγκης». Βλ. Δερτιλής Γ., «Ο Ελληνισμός της ομογένειας … όπ.πρ. σελ. 155-156.
Ανακεφαλαιώνοντας τα μέχρι τώρα συμπεράσματα: η σπανιότατα επιχειρηματικής αποταμίευσης και επανεπένδυσης μέσα στην Ελλάδα σε όλη την πριν από το 1909 περίοδο σημαίνει ότι, παράλληλα με το μικρό μέρος των κερδών της ομογένειας που δαπανήθηκαν σε επιδεικτική κατανάλωση μέσα στη χώρα, ένα ποσοστό διοχετεύθηκε προς τις ιδιωτικές μεταλλευτικές επενδύσεις και τα μεγάλα έργα δημοσίων επενδύσεων της δεκαετίας του 1880. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος, ιδίως των κερδών της περιόδου 1886-1909, μεταφέρθηκε στο εξωτερικό, είτε άμεσα με τους μηχανισμούς των τιμών εξαγωγής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών είτε έμμεσα με την επένδυση στη ναυτιλία μεταξύ 1892 και 1909.


6.2.3 Οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία

Με βάση τα προηγούμενα, φαίνεται καθαρά η αρνητική σημασία που είχε για την ελληνική οικονομία η εκροή του πλεονάσματος. Η θετική σημασία που είχε η αντίστροφη κίνηση χρήματος, η εισροή κεφαλαίων για τις πρωτογενείς επενδύσεις της διασποράς, δεν πρέπει να παραπλανά: θα ήταν καίριο λάθος να θεωρηθεί ότι η εισροή «εξουδετέρωνε» κατά κάποιον τρόπο την εκροή. «Με άλλα λόγια θα ήταν λάθος να συγχέονται οι έννοιες της επένδυσης και της επανεπένδυσης. Γιατί η επανεπένδυση είναι εκείνη ακριβώς η λειτουργία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εγχώρια σώρευση κεφαλαίου και στον καπιταλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Το γεγονός, π.χ., ότι ένας ομογενής έκανε μια μεταλλευτική επένδυση δεν σημαίνει ότι είχε και την πρόθεση να επανεπενδύσει τα κέρδη του στην ίδια ή σε άλλες επιχειρήσεις μέσα στην Ελλάδα. Καθαρή απόδειξη είναι άλλωστε το ότι οι ομογενείς δεν προχώρησαν σε επενδύσεις με στόχο την προχωρημένη επεξεργασία της παραγωγής των μεταλλείων τους. Η διάκριση έχει κεφαλαιώδη σημασία, γιατί είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τους εγχώριους επιχειρηματίες από τους ξένους, και αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά οι. οποιαδήποτε χώρα και σε οποιαδήποτε εποχή. Οι ξένοι, όπως είναι φυσικό, ενδιαφέρονται να επενδύσουν κεφάλαια που μπορούν να επαναπατριστούν το συντομότερο δυνατό, μαζί με τα κέρδη τους: και σε αυτό το σημείο οι ομογενείς ήταν τόσο αμείλικτοι όσο οποιοσδήποτε ξένος». Βλ. Δερτιλής Γ., «Ο Ελληνισμός της ομογένειας … όπ.πρ. σελ. 157.
Μια παρόμοια σύγχυση μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στις επιπτώσεις της δραστηριότητας των ομογενών πάνω σε τρία διαφορετικά οικονομικά μεγέθη: στο ισοζύγιο πληρωμών, στην ποσότητα και την κυκλοφορία του χρήματος, και στο εθνικό προϊόν ή εισόδημα. Ορισμένες δραστηριότητες των ομογενών ήταν πράγματι ευνοϊκές για το ισοζύγιο πληρωμών, αφού συντελούσαν στην κάλυψη των ελλειμμάτων του, με τις εισαγωγές συναλλάγματος είτε για επενδύσεις είτε για αγορά ακινήτων και τσιφλικιών και καταναλωτικές δαπάνες. Εξάλλου, η αυξημένη ποσότητα και κυκλοφορία του χρήματος των ομογενών τόνωνε βραχυχρόνια την οικονομία και διευκόλυνε μακροχρόνια τον εκχρηματισμό της. Από την άλλη μεριά, όμως, οι δραστηριότητές τους ήταν και επιβλαβείς για το εθνικό εισόδημα, καθώς συνεπαγόταν τη μεταφορά στην αλλοδαπή ενός σημαντικού μέρους του πλεονάσματος της οικονομίας. Έτσι, το γεγονός ότι οι ομογενείς κεφαλαιούχοι έφερναν συνάλλαγμα στην Ελλάδα για τις επενδύσεις τους σε επιχειρήσεις, σε δάνεια ή σε
ακίνητα, καθώς και για τις καταναλωτικές τους δαπάνες, δεν αποκλείει το ότι από την άλλη πλευρά, με διαφορετικούς μηχανισμούς, αντλούσαν πλεόνασμα με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και το μετέφεραν στο εξωτερικό. Ή όπως το έθεσε ο Κ. Μοσκώφ: «[…] Έτσι οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει, η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς». Βλ. Μοσκώφ Κ., Εισαγωγή στην ιστορία του κινήματος …όπ.πρ., σελ. 89.
Συμπερασματικά, δεν είναι μόνο η φυσική εγκατάσταση στην αλλοδαπή που ξεχωρίζει τους ομογενείς από την εγχώρια αστική τάξη· είναι και η ίδια η φύση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Οι οικονομικές λειτουργίες της ομογένειας, όχι μόνο αποκλείουν το χαρακτηρισμό της ως εγχώριου αστικού στοιχείου, αλλά δείχνουν καθαρά το δρόμο που πρέπει να πάρει μια ερμηνεία της ελληνικής οικονομίας του 19ου αιώνα. Η ομογένεια δεν θα παίξει ποτέ το ρόλο μιας ολοκληρωμένης, με τα δυτικά πρότυπα, αστικής τάξης· και η Ελλάδα με τα διάτρητα οικονομικά της σύνορα θα οδηγηθεί, μέσα από δυτικούς θεσμούς και μικτές ιδεολογίες, στον δικό της, ιδιότυπο δρόμο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης.

Β. Πατρώνης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, 143-147