Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ. 3. Η διανομή των εθνικών κτημάτων. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


3. Η διανομή των εθνικών κτημάτων


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 23-25)


Από τα πολλά προβλήματα που κληροδότησε η οθωμανική κατοχή στο νέο ελληνικό κράτος, ξεχώριζε για την έκταση, τη σημασία και την πολυπλοκότητα του το ζήτημα των «εθνικών γαιών». «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης).
Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα.
Η διανομή των «εθνικών γαιών», αν και αποτελούσε γενική επιθυμία, συναντούσε πολλά προβλήματα στην πράξη. Πολλοί από τους καλλιεργητές των κτημάτων αυτών είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης από τα προεπαναστατικά χρόνια. Καλλιεργούσαν δηλαδή για πολλές γενιές τα χωράφια, αποδίδοντας ένα ποσοστό (περίπου 15%) στον κατ' όνομα ιδιοκτήτη, καθώς και το φόρο επί της παραγωγής, τη δεκάτη. Οπωσδήποτε είχαν ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη γη και ήταν δύσκολο για το κράτος να τους ζητήσει να την εξαγοράσουν καταβάλλοντας υψηλό τίμημα. Η εξαγορά, εξάλλου, προϋπέθετε και ξεκάθαρους τίτλους ιδιοκτησίας, προσδιορισμό δηλαδή του προς εξαγορά αντικειμένου, πράγμα που ήταν ανύπαρκτο στον οθωμανικό χώρο, όπου υπήρχαν συνήθως επάλληλα δικαιώματα επί της γης.
Από την άλλη πλευρά, στη Στερεά Ελλάδα, ένα σημαντικό τμήμα των εθνικών γαιών, που δεν ήταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών στο τέλος του πολέμου, πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτών με απευθείας εξαγορά από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σε χαμηλή μάλιστα τιμή. Έτσι, το κράτος έχανε την ευκαιρία της διαμεσολάβησης και της αποκόμισης προσόδων. Δεν ήταν επίσης σπάνιες οι καταπατήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές ταραχών και κρίσης, καταπατήσεις που δύσκολα μπορούσαν να αποδειχθούν σε εδάφη με αμφισβητούμενα πιστοποιητικά ιδιοκτησίας. Στο χώρο της έγγειας ιδιοκτησίας, το οθωμανικό δίκαιο διέφερε σημαντικά από το βυζαντινορωμαϊκό, το οποίο υιοθέτησε το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η προσαρμογή των πραγματικών δεδομένων στη μεταβολή αυτή άφηνε μεγάλα περιθώρια για κάθε είδους ατασθαλίες.
Γενικότερα όμως, οι τάσεις οδηγούσαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες και όχι στη συγκέντρωση μεγάλων κτημάτων στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων αλλά και στην τάση απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις, στην Αθήνα ιδιαίτερα. Η απόκτηση μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας δεν ήταν στις προθέσεις των πλουσίων, γεγονός που άμβλυνε τις αντιθέσεις και δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις γύρω από το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, ευπρόσβλητων στις κρίσεις, έκθετων στις διαθέσεις της αγοράς και στις φορολογικές πιέσεις, ευνόησε την ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας: οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να περιορίσουν τις ασκούμενες πιέσεις, παρεμβαίνοντας στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του κράτους. Επρόκειτο για ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον των προεστών κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας.



Ερμηνευτική σημείωση:

Το κεφάλαιο που αναφέρεται στα εθνικά κτήματα (ο μαθητής θα συναντήσει και τον συνώνυμο όρο εθνικές γαίες) είναι από τα απαιτητικότερα στην κατανόησή του. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι συνδέεται με σημαντικές πληροφορίες που βρίσκονται σε άλλα σημεία του σχολικού βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, με το κεφάλαιο 1 της Γ' ενότητας, το οποίο φέρει το τίτλο Το αγροτικό ζήτημα, καθώς και με διάσπαρτες αναφορές στην ενότητα που αφορά το Προσφυγικό ζήτημα (σελ. 154, 156-157 και 168). Με άλλα λόγια είναι ένα από τα λεγόμενα "συνδυαστικά θέματα". Οι εθνικές γαίες αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας μας, δυσεπίλυτο γρίφο για όλες τις κυβερνήσεις, μέχρι την οριστική λύση που δόθηκε το αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή διάστημα. Οι ανάγκες του Ελληνικού Κράτους και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα στάθηκαν εμπόδια στη διευθέτηση ενός ακανθώδους όντως προβλήματος. Στην ουσία, το νεότευκτο κράτος βρέθηκε να είναι ο κατά κανόνα ιδιοκτήτης όλης της έγγειας ιδιοκτησίας της απελευθερωμένης επικράτειας, λόγω της οθωμανικής νομοθεσίας που δεν επέτρεπε την κατοχή γης από ιδιώτες. Αυτή η μεγάλη ακίνητη περιουσία ήταν και το μοναδικό κρατικό περιουσιακό στοιχείο. Εύλογα, χρησιμοποιήθηκε ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων (από το εξωτερικό κυρίως), αλλά και για να εξασφαλίσει έσοδα μέσα από την εκποίησή της. Η συγκεκριμένη γη, όμως, αποτελούσε το έδαφος που για χρόνια καλλιεργούσαν οι Έλληνες κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, οι οποίοι, όπως είπαμε δεν είχαν σαφείς, δηλαδή έγκυρους τίτλους ιδιοκτησίας. Πώς μπορούσε, λοιπόν, το κράτος να τους στερήσει τη γη που από γενιές χρησιμοποιούσαν ή να απαιτήσει από τους πολίτες του να αγοράσουν κάτι που οι ίδιοι θεωρούσαν αυτονόητα κτήμα τους. Την κατάσταση περιέπλεκαν τα λεγόμενα "επάλληλα δικαιώματα επί της γης" (βλ. σελ. 271, στο Γλωσσάρι), η απευθείας εξαγορά των εθνικών κτημάτων από ιδιώτες χωρίς κρατική διαμεσολάβηση, οι καταπατήσεις και η δύσκολη μετάβαση από το οθωμανικό στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο.
Η τάση που επικράτησε στον χειρισμό του θέματος ήταν ο πολυτεμαχισμός των εθνικών γαιών, λόγω της έλλειψης μεγάλων κεφαλαίων, αλλά και της αυξανόμενης τάσης απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις. Έτσι, αποτράπηκαν οι κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις, από την άλλη, όμως, οι μικρές ιδιοκτησίες ήταν ευάλωτες σε κρίσεις, στις διαθέσεις της αγοράς και στους φόρους. Σε ένα άλλο επίπεδο, ευνοήθηκε η ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας, για το οποίο θα γίνει λόγος σε άλλο κεφάλαιο. Το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε οριστικά το υερα﷽﷽﷽﷽﷽﷽917.ικοκαι στην οριστικγια το οποόγοςσκε 1870-1871 με νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν ως στόχο από τη μια να εξασφαλιστούν οι ακτήμονες χωρικοί και από την άλλη το κράτος να εξασφαλίσει έσοδα μέσω της εκποίησης των επίμαχων κτημάτων. Γίνεται κατανοητό ότι επρόκειτο για αντιφατικούς στόχους, που οδήγησαν μεν σε σημαντική διανομή γαιών αλλά με τα μισά έσοδα για το κράτος. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η συνολική απόδοση των εθνικών γαιών στους ακτήμονες, κάτι που αποτελούσε και πάγιο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, δόθηκε μόλις το 1917 (βλ. Το αγροτικό ζήτημα, σελ. 43). Ο μαθητής θα πρέπει να έχει ξεκάθαρο αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα στη ρύθμιση του 1870-1 και στην οριστική επίλυση του αγροτικού ζητήματος το 1917.



ΟΡΙΣΜΟΣ

Εθνικές γαίες: «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης).
Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα.





ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)



1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Οι «εθνικές γαίες», τη στιγμή της ανεξαρτησίας, αντιπροσώπευαν πάνω από το μισό του καλλιεργήσιμου εμβαδού της χώρας, και συμπεριλάμβαναν αναγκαστικά και τις ευφορότερες περιοχές που άλλοτε ανήκαν στους Τούρκους. Η εκμετάλλευση και η αξιοποίησή τους αποτέλεσαν ένα από τα πιο καφτά πολιτικά προβλήματα της χώρας, για ένα σχεδόν αιώνα. Για άλλη μια φορά οι αριθμοί που δίνονται για τη συνολική έκταση των εθνικών γαιών είναι αμφισβητήσιμοι. Παρ’ όλ’ αυτά, χωρίς ν’ απέχει κανείς πολύ από την πραγματικότητα, μπορεί να πάρει υπόψη του αυτές τις κατά προσέγγιση εκτιμήσεις, και να σκεφτεί ότι αντιστοιχούν πράγματι περίπου στο μισό του συνόλου των εδαφών, περιλαμβάνοντας όλα σχεδόν τα πεδινά και τα παράλια μέρη. Αυτή η ιδιαιτερότητα της γαιοκτητικής δομής προσδιόρισε την εξέλιξη των γεωργικών σχέσεων στην Ελλάδα. Ώς το τέλος του αιώνα, το πιο επείγον υπήρξε το πρόβλημα της παραχώρησης των εδαφών στους φτωχούς άκληρους αγρότες.
Αλλά οι αγώνες που έγιναν για την κατανομή των εδαφών και η αντίδραση εκείνων που επωφελούνταν από τη συγκεχυμένη κατάσταση που επικρατούσε στη διαχείριση των εθνικών γαιών, επιβράδυναν τη διανομή. Μέχρι το 18711, οπότε αρχίζει να επιταχύνεται ο ρυθμός διανομής των εθνικών γαιών, είχαν μοιραστεί μονάχα 500.000 στρέμματα, ενώ κληρώθηκαν και μοιράστηκαν 3.300.000 στρέμματα ακόμα, που αναλογούσαν σε 40 ως 80 στρέμματα κατά κεφαλήν. Αλλά η επίσημα επικυρωμένη διανομή των εθνικών εδαφών, δεν καλύπτει παρά μονάχα ένα τμήμα του συνόλου. Με βάση τους αριθμούς που αναφέρονται, παρατηρούμε ότι απομένουν ακόμη τουλάχιστον 3.000.000 στρέμματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το μισό ή το ένα τρίτο του συνόλου των εθνικών γαιών, αλλά δεν εμφανίζονται πουθενά στις επίσημες στατιστικές.
Είναι φανερό, ότι αυτή η γη, που εμφανίζεται σα να χάθηκε από τον νόμιμο ιδιοκτήτη της, το κράτος, έγινε αντικείμενο ιδιωτικής οικειοποίησης. Η έλλειψη κτηματολογίου είναι μια από τις αιτίες που έκαναν εφικτή αυτή τη διαδικασία σφετερισμού, η οποία διευκολύνονταν από τη νομική και διοικητική αναρχία.
...Μερικά χρόνια αργότερα, το 1843, η καταγραφή των καλλιεργημένων εδαφών δίνει ένα σύνολο 8.700.000 στρεμμάτων, από τα οποία 5.000.000 στην Πελοπόννησο, 3.000.000 στη Στερεά και 700.000 στα νησιά (Κυριακίδης, «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού», 2 τόμοι, Αθήνα 1892, Ι, σελ. 385). Όμως η πρώτη επίσημη αγροτική στατιστική, που έγινε το 1861, αναφέρει αριθμούς πολύ μικρότερους από του Strong αλλά και από του Κυριακίδη. Σύμφωνα μ’ αυτή τη στατιστική, η Ελλάδα δεν είχε παρά 7.430.000 στρέμματα καλλιεργημένης γης, όπου θα μπορούσαμε να προσθέσουμε 11.720.000 στρέμματα δυνάμει καλλιεργήσιμης γης (Ευελπίδης ό.π., σελ. 48).
Έτσι, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι είναι αδύνατο να υπολογιστεί ακριβώς το τμήμα των εθνικών γαιών μέσα στο σύνολο των καλλιεργημένων εδαφών της χώρας, καθώς οι υπολογισμοί κυμαίνονται ανάμεσα στο 1/3 και τα 3/4 του συνόλου των εδαφών (Στεφανίδης, ό.π., σ. 28 κε.)
Η έγγεια πρόσοδος, που τελικά εισέπραττε το Κράτος, ήταν εξαιρετικά χαμηλή για την πλειοψηφία των χωρικών που κατείχαν τις εθνικές γαίες. Έτσι, οι ειδικές συνθήκες μίσθωσης των γαιών εξομοιώνουν σχεδόν τον κάτοχό τους με το μικροϊδιοκτήτη που έχει πλήρη κυριότητα. Πραγματικά, το Κράτος (ο ιδιοκτήτης γης), δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ταυτιστεί μ’ έναν απόντα ιδιοκτήτη, έστω και μόνον από το γεγονός της πολύ μειωμένης «έγγειας προσόδου» που εισπράττονταν και που τόσο εξαιτίας του χάους, που δημιουργήθηκε στη διαχείριση των γαιών, όσο και για πολιτικούς και ψηφοθηρικούς λόγους, έπαιρνε τη μορφή ενός συμπληρωματικού φόρου, αντιπροσωπεύοντας κατά βάση το 15% της παραγωγής. ...
Το Κράτος, σαν ιδιοκτήτης, είναι ανίκανο να επιτελέσει τον κύριο οικονομικό και «τυπικό» ρόλο του ιδιοκτήτη που ζει εκτός έδρας: να καθορίσει δηλαδή τους τρόπους εξαγωγής της εγγείας προσόδου. Πιο σημαντικό είναι πως ο εκμισθωτής, ο μικροκαλλιεργητής με τα διασφαλισμένα οικονομικά δικαιώματα, λειτουργεί απέναντι στη γη του σα να ήταν δικαιωματικά ο νόμιμος ιδιοκτήτης της. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, έγινε ο σφετερισμός των μισών περίπου εθνικών γαιών2.



Έτσι, η διαδικασία της διανομής της γης, που συμβαδίζει με τον ιδιωτικό σφετερισμό σημαντικών εκτάσεων, είχε σαν αποτέλεσμα το γενικότερο ενδυνάμωμα του ισχύοντος καθεστώτος των γαιοκτημόνων, μετατρέποντας σταδιακά τους εκμισθωτές σε μικροϊδιοκτήτες. Αυτή η διαδικασία συμβαδίζει πιθανότητα με την κάθοδο των χωρικών προς τις πεδινές περιοχές και την εγκατάστασή τους στις εθνικές γαίες με την καλυτέρευση των συνθηκών ασφαλείας. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένα μεγάλο τμήμα των εδαφών, που είχαν παραμεληθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, άρχισαν βαθμιαία να εκχερσώνονται και να καλλιεργούνται.

1 Σε μια πρώτη φάση, η διανομή των γαιών παρεμποδίστηκε τυπικά από την αντίθεση των προστάτιδων δυνάμεων, που έστειλαν στην ελληνική κυβέρνηση μια νότα που απαγόρευε τη διανομή. (Ανδρεάδης, Έργα, ΙΙ, σ. 328. Βλ. ακόμα: Πιπινέλης, Πολιτική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1827, σσ. 216-217, και Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 3 τόμοι, Αθήνα 1992-1930, Ι, σσ. 136-137).

2 Παρατηρούμε άλλωστε, ότι αυτή η κατάσταση παγιώνεται χάρη στις διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου που ισχύει στην Ελλάδα. Πραγματικά, οι διατάξεις οι σχετικές με τη χρησικτησία οδηγούσαν στην πλήρη ιδιοκτησία μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα «διανοία κυρίου» νομής. Έτσι, απαραίτητος όρος για να απαιτήσει κανείς έναν τίτλο ιδιοκτησίας ήταν να μην πληρώνει γεώμορο, γιατί κάθε πληρωμή αποτελούσε νομικά απόδειξη για τη σχέση εκμίσθωσης κι έτσι ανέστειλε τη χρησικτησία. Ο αγώνας, λοιπόν, των αγροτών, για την παγίωση της ιδιοκτησίας τους, δεν περνούσε αναγκαστικά από μια γενική διεκδικητική πίεση, αλλά και από τη λαθραία καλλιέργεια των εδαφών, που μπορούσαν μέσα σε είκοσι χρόνια να περιέλθουν στην πλήρη κυριότητά τους, με τον όρο να μην έχουν εξοφλήσει τους φόρους τους. Αυτή είναι ίσως μια από τις κύριες αιτίες που τα αγροτικά διεκδικητικά κινήματα για τη διανομή των εθνικών γαιών δεν πήραν ποτέ μορφή ενός μαζικού και οργανωμένου αγώνα, καθώς οι «παράνομοι» κτήτορες των εδαφών αυτών προτιμούσαν πιθανότατα να αποσιωπούν το ζήτημα του νομικού καθεστώτος που καθόριζε τις σχέσεις τους προς τη γη τους. Έτσι, λοιπόν, ο σφετερισμός των εθνικών γαιών τελικά δεν ήτανε τίποτα άλλο από μια διαδικασία που συνέβαλλε στην εξομάλυνση μιας κατάστασης η οποία για πολύ καιρό στάθηκε νομικά, κοινωνικά και οικονομικά διφορούμενη.


Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 72-74

Άσκηση

α) Να κατανομάσετε τους παράγοντες που συνθέτουν την πολυπλοκότητα του ζητήματος της διανομής των εθνικών γαιών.
β) Να περιγράψετε το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε ο σφετερισμός πολλών εθνικών γαιών.

Ερμηνευτικό σχόλιο:

Το πιο πάνω απόσπασμα, από τη μελέτη του Κ. Τσουκαλά, μετά την παράθεση στατιστικών στοιχείων σχετικά με την έκταση των εθνικών γαιών, αναλύει μια σημαντική παράμετρο για τον τρόπο με τον οποίο οι κρατικές αυτές ιδιοκτησίες πέρασαν σταδιακά στα χέρια των μεταγενέστερων ιδιοκτητών τους. Είδαμε ότι το Κράτος με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των ετών 1870-1871 επεδίωκε από τη μια μεριά την αποκατάσταση των ακτημόνων, κι από την άλλη την είσπραξη σημαντικών εσόδων μέσα από την πώληση των εθνικών γαιών στους καλλιεργητές τους. Όπως σημειώθηκε ήδη, ο δεύτερος στόχος έφερε πενιχρά αποτελέσματα. Το πιο πάνω παράθεμα εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το Κράτος, ο τυπικός δηλαδή ιδιοκτήτης της εν λόγω γης, δεν κατάφερε να γεμίσει τα ταμεία του μέσα από τη διαδικασία εκποίησης των εθνικών γαιών. Πιο συγκεκριμένα, το ρωμαϊκό δίκαιο που ίσχυσε στο νεοελληνικό κράτος ευνοούσε τον θεσμό της χρησικτησίας, της απόκτησης δηλαδή δικαιώματος ιδιοκτησίας από τον επί χρόνια καλλιεργητή της γης. Με δεδομένο μάλιστα, όπως αναφέρεται και στο σχολικό βιβλίο, ότι δεν υπήρχαν ξεκάθαροι τίτλοι ιδιοκτησίας, κτηματολόγιο δηλαδή, ευνοήθηκε η καταπάτηση των εθνικών γαιών. Εξάλλου, το γεγονός ότι ενδεχόμενη καταβολή ενοικίου από τον καλλιεργητής μιας έκτασης προς το Κράτος, θα σήμαινε την έμμεση αναγνώριση του Κράτους ως νόμιμου ιδιοκτήτη, επικράτησε η απροθυμία των ιδιωτών να καταβάλλουν οποιαδήποτε εισφορά. Σ' όλα αυτά, προστίθενται και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Τσουκαλάς θεωρεί εύλογο το τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, αφού οι εθνικές γαίες αποτελούσαν, στην πλειονότητά τους, τα ευφορότερε εδάφη της επικράτειας.
Έτσι εξηγείται και η ένταση που θα προσλάβει το αγροτικό ζήτημα, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο.



2. ΚΕΙΜΕΝΟ (Μελέτη)

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871
Γενικώς, το ελληνικό κράτος, εθνικοποιώντας την γη στα 1828, εμφανίζεται ως πρωτοποριακό μεταξύ των συγχρόνων καπιταλιστικών κρατών, επί του θέματος της γεωργικής πολιτικής. Ομοίως, η εν συνεχεία διανομή της εθνικοποιημένης γης στα 1871 δεν ήταν παρά μια λογική συνέπεια του ίδιου θεμελιώδους κρατικού προσανατολισμού: η διανομή της γης, κατακερματισμένης σε μικρούς οικογενειακούς κλήρους, δεν ήταν αντίθετη με την προηγηθείσα εθνικοποίηση, αλλά μάλλον μια ρεαλιστικότερη εφαρμογή της ίδιας αρχής. Ο κοινός στόχος και στις δύο περιπτώσεις ήταν να εμποδιστεί η μεγάλη γαιοκτησία. Η πρόοδος της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, ισοδυναμώντας με μια de facto εθνικοποίηση της γης, είχε ακόμη ως συνέπεια την ευρύτερη εθνικοποίηση της αγροτικής οικονομίας στο σύνολό της, θεωρούμενης ως όλου. Στο σημείο αυτό, η πολιτική του ελληνικού κράτους προανάγγελλε ή την ανάλογη πολιτική των συγχρόνων καπιταλιστικών κρατών υπέρ μιας μικροαγροτικής γεωργίας, όπως αυτή εφαρμόστηκε στα ευρωπαϊκά κράτη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Το ελληνικό κράτος, είτε εθνικοποιώντας την γη στα 1828 είτε διανέμοντάς την στα 1871, ετήρησε πάντα μια καθαρώς δύσπιστη και εχθρική στάση απέναντι της μεγάλης γαιοκτησίας και του αγροτικού καπιταλισμού εν γένει. Εκ παραλλήλου, το Κράτος ευνόησε πάντα την κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, δια μέσου του προνομιούχου χώρου της αγοράς, επί τη βάσει της μικρής οικογενειακής επιχείρησης και ιδιοκτησίας.

Κ. Βεργόπουλου, Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, σ. 115


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Ο Κ. Βεργόπουλος βλέπει τη διανομή των εθνικών γαιών από μια άλλη πλευρά, προσδίδει δηλαδή ιδεολογική χροιά στην όλη διαδικασία.
Να επισημανθεί εδώ η διαφορά στην προσέγγιση του θέματος ανάμεσα στον Τσουκαλά και στον Βεργόπουλο. Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς βλέπει το θέμα να ρυθμίζεται από τον ρεαλισμό της εποχής και από τη δυναμική των μικροκαλλιεργητών να διεκδικήσουν τίτλους ιδιοκτησίας πάνω στη γη που είτε καλλιεργούσαν επί χρόνια, είτε θεωρούσαν ότι μπορούσαν να καταχραστούν μέσα από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Ο Τσουκαλάς, επιπλέον, θεωρεί ότι η διαδικασία αυτή ευνόησε και τους μεγάλους γαιοκτήμονες στη συγκέντρωση περισσότερης γης.
Αντίθετα, ο Βεργόπουλος βλέπει κρατική πρωτοβουλία στη διευθέτηση του ζητήματος, προκειμένου να εμποδιστεί η δημιουργία μεγαλοϊδιοκτησίας. Η αλήθεια είναι, ότι ο Όθωνας υιοθέτησε τη συγκεκριμένη λογική, προκειμένου να προσεταιρισθεί πολιτικά τους πολλούς μικροϊδιοκτήτες, με σκοπό να αποδυναμώσει τους ισχυρούς αντιπάλους του, έστω κι αν στην πράξη η Αντιβασιλεία υπονόμευσε την πολιτική αυτή (Βλ. Πετρόπουλος - Κουμαριανού, ΙΕΕ, ΙΓ, σελ. 19). Στην ουσία, και ο Βεργόπουλος συμφωνεί ότι στη χώρα δεν ευνοήθηκε η μεγαλοϊδιοκτησία, απλά μεταθέτει το αποτέλεσμα σε κρατικές πρωτοβουλίες. Φυσικά, θα πρέπει να επισημάνουμε την ιδιαιτερότητα των μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσσαλίας, που ανέκυψε ύστερα από την προσάρτηση της περιοχής αυτής στον εθνικό κορμό το 1881, αλλά για το θέμα θα γίνει λόγος σε επόμενο κεφάλαιο.



3. ΚΕΙΜΕΝΟ (Μελέτη σε συλλογικό έργο)

Η γεωργία και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871
Τελικά το Μάρτιο του 1871, ο Κουμουνδούρος, με υπουργό το Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση νόμου με αποτέλεσμα να διανεμηθούν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους με αγοραία αξία 90.000.000 δρχ.
Η σημασία της αγροτικής αυτής μεταρρυθμίσεως εκτιμάται πληρέστερα, όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων χωρικών της εποχής εκείνης αποκαταστάθηκαν ως ιδιοκτήτες στη γη που καλλιεργούσαν. Οι μικροί ιδιοκτήτες καλλιεργητές επιδόθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες και ιδιαίτερα σε εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή. Μέσα σε διάστημα μιας τριετίας, τα 40% και πλέον των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτονταν από φυτείες (σταφιδαμπελώνες, βαμβακοφυτείες, καπνοφυτείες, κλπ.). Οι αγαθές για την οικονομία επιπτώσεις υπήρξαν άμεσες. Από την μια πλευρά παρατηρήθηκε ραγδαία εισροή ξένου συναλλάγματος και από την άλλη τα έσοδα του Δημοσίου από τους τελωνειακούς δασμούς εξαγωγής πολλαπλασιάσθηκαν.

Η επέκταση όμως των φυτειοκαλλιεργειών επηρέασε αρνητικά την παραγωγή δημητριακών. Από την εποχή εκείνη σημειώνεται το χρόνιο έλλειμμα της χώρας με συνεπακόλουθο τη δαπάνη τεράστιων συναλλαγματικών αποθεμάτων για εισαγωγές.

Η αγροτική μεταρρύθμιση έλυσε το πρόβλημα της εθνικής γης. Δεν έθιξε όμως καθόλου των μεγάλων ιδιωτικών εκτάσεων της Αττικής (170.000 στρέμματα ή 40% περίπου του συνόλου), τα οποία είχαν τσιφλικοποιηθεί από την εποχή της Ανεξαρτησίας. Οι γαιοκτήμονες των τσιφλικιών αυτών είχαν πετύχει μια σειρά δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες του αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας.
Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που σημειώθηκαν στον αγροτικό τομέα στη δεκαετία αυτή, η γεωργία θα συνεχίσει ακόμή για καιρό να υποφέρει από βασικές ελλείψεις: Η αγροτική δανειοδότηση παρέμεινε υποτυπώδης. Η εισαγωγή νεωτεριστικών μεθόδων καλλιέργειας, κυρίως με τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων, δεν προχώρησε. Το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και η έλλειψη μεταφορικών μέσων στις περισσότερες περιφέρειες δεν επέτρεπε την εμπορία αγροτικών προϊόντων σε μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών να περιορίζεται σε καλλιέργειες που μόλις επαρκούν για τις βιοτικές ανάγκες των οικογενειών τους.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, σσ. 310-311


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Η καινούργια πληροφορία, σε σχέση με το βιβλίο, που προκύπτει από το κείμενο που δημοσιεύεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, είναι ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 1871 οφείλονται στον Κουμουνδούρο. Εξάλλου, επιβεβαιώνεται και η πληροφορία που ήδη έχουμε λάβει από τα προηγούμενα παραθέματα, ότι δηλαδή προσδιοριστική παράμετρος στη διανομή της εθνικής γης υπήρξε η χρησικτησία. Με άλλα λόγια, οι υφιστάμενοι επί χρόνια καλλιεργητές μιας έκτασης, αναγνωρίστηκαν από το Κράτος και τυπικά ως ιδιοκτήτες της. Στη συνέχεια αναλύονται οι συνέπειες από την εν λόγω μεταρρύθμιση.

Άκησηση:
Λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο του πιο πάνω παραθέματος:
α) Να παρουσιάσετε το περιεχόμενο της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871.
β) Να επισημάνετε τις συνέπειες της μεταρρύθμισης στη γεωργία, στην εθνι-κή οικονομία γενικότερα.


Τελική επισήμανση: Αν και στην Ιστορία δεν υπάρχουν θέματα "SOS", εντούτοις, το θέμα των "εθνικών γαιών" θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, ιδιαίτερα για τις εξετάσεις του 2020.