Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. Α. 2. ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η "ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ"



Α. 2. ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ Η "ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ"





Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση, παρ' όλο που η τελευταία υπήρξε το ζητούμενο, το επιθυμητό, το σημείο αναφοράς όλα αυτά τα χρόνια. Απουσίαζαν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης, οι «ατμομηχανές» της οικονομικής και τεχνικής προόδου. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να υπάρξουν, όταν απουσίαζαν όλα όσα ήταν αναγκαία και προαπαιτούμενα για τη δημιουργία τους; Η χώρα δεν διέθετε σημαντικές πρώτες ύλες, δεν είχε πλεονάζον ειδικευμένο ή έστω φθηνό εργατικό δυναμικό, η συσσώρευση κεφαλαίου, ιδιωτικού και δημόσιου, ήταν ισχνή και η εσωτερική αγορά περιορισμένη έως ασήμαντη.
Επιπλέον, η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτό της. Έξω από τα σύνορά της υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι' αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στο μεταξύ η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ' αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.


ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Στο δεύτερο κεφάλαιο του Α' μέρους αναλύονται οι λόγοι που αποτελούσαν τροχοπέδη στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας, η οποία εξακολουθούσε να είναι οργανωμένη με βάση τις δομές ενός κράτους της Ανατολής. Η βιομηχανική επανάσταση που χαρακτήριζε τη Δύση δεν μπορούσε να αγγίξει τη μικρή Ελλάδα. Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι η χώρα ήταν μικρή και ολιγάνθρωπη, κάτι που καθιστούσε την αγορά της άγονο έδαφος για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Πέρα από αυτό, έλειπαν οι βασικές παράμετροι που θα μπορούσαν να την εντάξουν στα σύγχρονα δυτικά κράτη, δηλαδή άφθονες πρώτες ύλες, ειδικευμένο ή φθηνό εργατικό δυναμικό, καθώς και ιδιωτικά κεφάλαια, επενδύσεις με μια λέξη.
Εκτός από τα πιο πάνω, βασικός λόγος για την αναιμική οικονομική ανάπτυξη της χώρας αποτελούσε και το γεγονός ότι οι πιο προοδευτικές και παραγωγικές δυνάμεις του Ελληνισμού εξακολουθούσαν να παραμένουν έξω από τα σύνορα του μικρού βασιλείου. Οι Έλληνες της Διασποράς, του εξωτερικού δηλαδή, αποτελούσαν σημαντικούς οικονομικούς, και πολιτικούς ενίοτε, παράγοντες των περιοχών όπου δραστηριοποιούνταν, αλλά δεν έβλεπαν θετικά την προοπτική να μεταφέρουν την οικονομική τους δράση στην Ελλάδα. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα δημιούργησε την αντίληψη ότι το Ελληνικό Κράτος που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821 δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν πυρήνα για τη δημιουργία μιας μεγάλης Ελλάδας. Έτσι, η επέκταση των ορίων του μικρού βασιλείου, προκειμένου να συμπεριλάβει περιοχές όπου από αιώνες ανθούσε ο Ελληνισμός αποτέλεσε έναν στρατηγικό στόχο που επηρέαζε, αρνητικά και θετικά, την εσωτερική ανάπτυξη του ελεύθερου κράτους.




ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Εσωτερικοί οικονομικοί λόγοι στασιμότητας:
- η Ελλάδα εξακολουθεί να μοιάζει με την Ανατολή
- απουσιάζουν οι "ατμομηχανές" ανάπτυξης:
                  πρώτες ύλες
                  πλεονάζον, ειδικευμένο ή φθηνό εργατικό δυναμικό
                  η συσσώρευση κεφαλαίου (ιδιωτικού-δημοσίου)
                  η εσωτερική αγορά
Εξωτερικοί οικονομικοί λόγοι στασιμότητας:
- η χώρα ανταγωνίζεται τον εαυτό της: ύπαρξη ισχυρών κέντρων ελληνισμού εκτός των συνόρων, που θεωρούν το ελληνικό κράτος φτωχό και ανεπρόκοπο συγγενή
- τέλη 19ου αιώνα: αλλαγή στάσης των ομογενών λόγω επιδείνωσης των οικονομικών και πολιτικών  συνθηκών



Προσοχή! Αυτή η παράγραφος συνδέεται με τα κεφ. Β1 (Το εμπόριο, σελ. 17-20) και Β11 (Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο, σελ. 38-41).


Ορισμοί

Μεγάλη Ιδέα: Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν η εθνική ιδεολογία που εκπορεύθηκε από την αντίληψη ότι το υπάρχον κράτος, που προέκυψε από την Ελληνική Επανάσταση, δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο, δημιουργώντας προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας φαίνεται να γίνεται απτή πραγματικότητα με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, καθώς η μικρή Ελλάδα των παραμονών των Βαλκανικών πολέμων γίνεται «η Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών».

Σημείωση: Πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο «Μεγάλη Ιδέα» ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, το 1844.

Αλύτρωτοι Έλληνες: οι Έλληνες που κατοικούσαν εκτός της ελληνικής επικράτειας και πρόσβλεπαν στην ένωση των περιοχών όπου διέμεναν με τον ελληνικό κρατικό κορμό.
Αλυτρωτισμός: Η πολιτική αντίληψη επέκτασης των συνόρων για την απελευθέρωση υπόδουλων τμημάτων ενός έθνους, ενίοτε και η επεκτατική πολιτική εν
ΗΓΗ 1Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ
ός κράτους.





ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ
(Αποσπάσματα από την Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΓ', σελ. 10 εξ., 54 εξ., 82 εξ.)

Η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλόπνοα προγράμματα εθνικής ολοκληρώσεως και αναπτύξεως στη Ν. Βαλκανική: προέβλεπε την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση όλων των ιστορικών ελληνικών χωρών, δηλαδή της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης, των Επτανήσων, των Δωδεκανήσων, της Κρήτης, της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Πόντου σε μια «Ελληνική Αυτοκρατορία». Παράλληλα και ταυτόχρονα υπήρξε ένα άλλο ελληνικό ρεύμα που συνέδεε την απελευθέρωση των ιστορικών ελληνικών χωρών, το οποίο προϋπήρξε της Μεγάλης Ιδέας. Ηταν ο φωτισμός της Ανατολής διά των φώτων της Δύσεως. Στον φωτισμό αυτό, η Ελλάς θα είχε τον ρόλο του «φάρου» της Δύσεως στην Ανατολή. Η Μεγάλη Ιδέα γεννήθηκε στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821, μολονότι πολλά χαρακτηριστικά της κυοφορούνταν πριν από τον Αγώνα. Μάλιστα δε, η ιδέα της επικράτειας του έθνους, υπήρξε σε αντιδιαστολή με αυτή του ελληνικού κράτους προγενέστερη αυτής.
Ο Ρήγας στη Χάρτα του, σιωπηρά και υπαινικτικά, προβάλλει την επικράτεια αυτή του έθνους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ελληνικών ιστορικών χωρών, καθώς και μερών της ελληνικής Διασποράς και της Β. Βαλκανικής. Βέβαια, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδος, ήταν αυτός που εξήγγειλε στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου τη Μεγάλη Ιδέα, όταν μίλησε με θέρμη υπέρ των ετεροχθόνων, κατά τη συζήτηση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος, στη συζήτηση για τη διάκριση των αυτοχθόνων από τους ετερόχθονες και τα δικαιώματά τους, το 1844.

Τα βασικά συστατικά χαρακτηριστικά της

Τα βασικά χαρακτηριστικά συστατικά στοιχεία της Μεγάλης Ιδέας υπήρξαν ορισμένες περίοδοι και συμβάντα που τέμνουν την εξέλιξή της. Τέτοια συμβάντα και χαρακτηριστικά ήσαν τα εξής: πρώτον, οι άτακτοι του Αγώνος και οι πρόσφυγες από τα αλύτρωτα ελληνικά μέρη, οι οποίοι αποτελούσαν τρόπον τινά ένα μοχλό πιέσεως προς την κυβέρνηση, ένα είδος λόμπι πανίσχυρου, επειδή επηρέαζαν τον Τύπο της εποχής και ιδιαίτερα διά των επαφών που είχαν εξέχοντα μέλη των προσφύγων και των ατάκτων με ανθρώπους της εξουσίας της Ελλάδος.
Αλλο χαρακτηριστικό στοιχείο υπήρξε ο Ρωμαντισμός, ο οποίος εξέθρεψε την ιστοριογραφία της εποχής. Ρωμαντικά στοιχεία διακρίνουμε ακόμα και στις επιβιώσεις του Διαφωτισμού, στα ζητήματα κυρίως της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, κατά την εποχή εκείνη, το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος, τις ιδιότητες δηλαδή που είχαν αποκτήσει κυρίως κατά την εποχή του Διαφωτισμού, ως αγαθά που συνέβαλλαν στην τελείωση του ανθρώπου. Από τότε η ελληνική γλώσσα και η παιδεία που προήγαγε το ελληνικό εκκλησιαστικό και κοινοτικό σχολείο είχαν συγκινήσει τους Ελληνες, τους Δυτικοευρωπαίους αλλά και τους συνοίκους αλλοφώνους λαούς της Ορθόδοξης Οικουμένης: τους Βουλγάρους, τους Νοτιοσλάβους, τους Σέρβους, τους Αλβανούς και τους Ρουμάνους.
...
Ο Κωλέττης από πολλούς θεωρείται πατέρας της Μεγάλης Ιδέας: ήταν αυτός που όρισε τον όρο και το περιεχόμενο. Ηταν γνωστός ως ο προστάτης των παλληκαριών της Ρούμελης μολονότι είχε σπουδάσει στην Ιταλία στη νεότητά του. Αυτή του η ιδεολογία προδιέγραψε εν πολλοίς και το περιεχόμενο και τη μορφή που πήρε η Μεγάλη Ιδέα, αλλά και ο Κωλέττης να μην υπήρχε, κάποιος άλλος σαν αυτόν θ' αναλάμβανε να ορίσει το περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας.
Προϊόν αυτής της πολιτικής υπήρξε και ο λεγόμενος «παλληκαρισμός», ο θαυμασμός δηλαδή προς τα παλληκάρια, τους φουστανελοφόρους της εποχής και κατοπινών εποχών. Ο παλληκαρισμός υπάκουε, όχι στη λογική, αλλά στο θυμικό και από αυτήν την άποψη ο ρόλος του υπήρξε καταλυτικός στις δημόσιες σχέσεις. Τα παλληκάρια ήσαν ήρωες του έθνους.
....

Η Mεγάλη Iδέα και η αλυτρωτική πολιτική

Το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας προϋπήρξε ως πηγή έμπνευσης για τη Φιλική Εταιρεία, η οποία οργανώθηκε στην Οδησσό το 1814 και σχεδίασε την ελληνική εξέγερση. Ωστόσο, ως όρος πρωτοεμφανίστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1844, με την ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση. Από τότε και για όλο το 19ο αιώνα καθίσταται διαρκής ιδεολογική αναφορά του νεαρού ελληνικού κράτους, καθώς θέτει την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου, άλλοτε ως σημείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νομιμοποίησης της εκάστοτε προτεινόμενης πολιτικής. Ωστόσο, αποσυνδέεται γοργά από το πρόσωπο του Κωλέττη και γίνεται κτήμα της εκάστοτε πολιτικής διακυβέρνησης, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης.
Η Μεγάλη Ιδέα συνδέεται άρρηκτα με μια άλλη έννοια, σχεδόν ταυτόσημη, εκείνη του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός είναι ο κεντρικός πολιτικός άξονας του νεαρού πολιτικού κράτους. Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών είναι ταυτόχρονα φυσική επιταγή και θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής να κινητοποιούν συχνά πολύ κόσμο. Αυτός ο κόσμος δραστηριοποιείτο συχνά υπέρ μιας ανεδαφικής επεκτατικής πολιτικής, η οποία είχε ουσιαστικά καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική υπόθεση, αλλά ήταν ικανή να νομιμοποιήσει το θρόνο και τους πολιτικούς που τη χρησιμοποιούσαν.
Ο αλυτρωτισμός και η Μεγάλη Ιδέα συμβαδίζουν στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν είναι έννοιες τυχαίες που παρουσιάστηκαν στην εκφορά του λόγου ενός πολιτικού όπως ο Κωλέττης. Διαθέτουν ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που χτίστηκε με συγκεκριμένες προσπάθειες. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της Ευρώπης γενικότερα συνδέθηκε με την αναζήτηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε λαού, που στην προκειμένη περίπτωση για την Ελλάδα ήταν τα δημοτικά τραγούδια. Η πρώτη προσπάθεια ενοποίησης και έκδοσης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε από τον Claude Fauriel στο Παρίσι το 1824. Η σημαντικότερη έκδοση έγινε από το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στην Κέρκυρα, με την ταυτόχρονη προβολή της άποψης για τη στενή συγγένεια των δημοτικών τραγουδιών με αντίστοιχα της αρχαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να τονιστεί η θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
Τη Μεγάλη ιδέα και τη σχέση της με τη θρησκεία εκφράζει η υπόθεση της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, μιας συνομωτικής οργάνωσης η οποία δημιουργήθηκε πιθανώς τον Ιούνιο του 1939, με τη συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων του φιλορωσικού κόμματος. Στόχος της ήταν η προάσπιση των παραδοσιακών αξιών και κυρίως της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας και η εξάπλωση των ιδεών του αλυτρωτισμού. Τα αποτελέσματα της δράσης της και του ρεύματος που εκπροσωπούσε, ενάντια στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, φάνηκαν ιδιαίτερα στη διαμάχη για το εκκλησιαστικό ζήτημα και τις πρώτες εξεγέρσεις από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, για την ολοκλήρωση του αναγκαίου μύθου πάνω στον οποίο στηρίζεται η Μεγάλη Ιδέα, απαιτείται κάτι παραπάνω, η απόδειξη της ενότητας του Ελληνισμού στο χώρο και το χρόνο και η αδιάσπαστη συνέχειά του στο ποτάμι του χρόνου. Αυτό το στόχο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος αποκαθιστά στο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο της ελληνικής αρχαιότητας και του νεότερου Ελληνισμού. Θεωρεί μάλιστα την προσφορά του Βυζαντίου σημαντικότερη, γιατί τότε ενοποιήθηκε πολιτικά ο Ελληνισμός.
Η Μεγάλη Ιδέα κυοφορεί ένα πολιτικό πρόταγμα, για την πραγματοποίηση του οποίου η ελληνική κοινωνία φαίνεται αισιόδοξη. Παρόλα αυτά το νεαρό ελληνικό κράτος δεν έχει τις απαιτούμενες οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, ούτε τους απαιτούμενους συμμάχους. Έτσι, στα αποκαλούμενα Ηπειροθεσσαλικά, στις απαρχές του Κριμαϊκού Πολέμου, γίνεται η πρώτη από μια σειρά αποτυχημένες προσπάθειες να υλοποιηθεί η αλυτρωτική πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Στις αρχές του 1854 πυρήνας εθελοντών εισέβαλε στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για τη δημιουργία απελευθερωτικού κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά αρνητικών ενεργειών για τη χώρα, οι οποίες κορυφώθηκαν με τον αποκλεισμό του Πειραιά από τον αγγλογαλλικό στόλο, την κατοχή της Αθήνας, την πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και το σχηματισμό του Υπουργείου Κατοχής με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική δεν είναι ο μοναδικός τομέας που επηρεάστηκε από τη Μεγάλη Ιδέα. Επηρεάστηκε αναμφισβήτητα και η εσωτερική πολιτική, η οποία εξαρτάτο σε ένα μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση των ιδεών περί αλυτρωτισμού. Ως παράδειγμα αρκεί να αναφέρουμε το διπολισμό της πολιτικής ζωής στην περίοδο 1883-1895. Στις εκλογές του 1881 ο Χ. Τρικούπης σχημάτισε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και προώθησε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό έλεγχο, με βάση το αγγλικό πρότυπο. Στόχος ήταν η ανόρθωση της οικονομίας, έτσι ώστε το ελληνικό βασίλειο να προωθήσει αποτελεσματικά τις διεκδικήσεις του στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Θ. Δηλιγιάννης από την άλλη πλευρά, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του τις αντιμαχόμενες προς τον Τρικούπη δυνάμεις, επιθυμούσε τον κρατικό έλεγχο και έβλεπε την οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους μέσω της εκμετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωματώνονταν. Και οι δύο μεθοδεύσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχουν ως στόχο τους τον επεκτατισμό. Έναν επεκτατισμό που ευνοούσε τα όνειρα και τις προσδοκίες ενός φτωχού ουσιαστικά λαού για ένα ανθηρό μέλλον, οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν πραγματικότητα. Η επεκτατική πολιτική απαιτεί μάλλον οικονομικές θυσίες εξαιτίας των υπέρογκων δαπανών για τη συντήρηση τακτικών στρατευμάτων παρά οικονομικές παροχές και ελαφρύνσεις.
Το τέλος του 19ου αιώνα έφερε και το τέλος μιας αυταπάτης. Η Ελλάδα χρεωκοπημένη οικονομικά, ηττήθηκε και πολιτικά και στρατιωτικά με τον πόλεμο του 1897. Εκεί, μέσα σε ένα μήνα έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που της δόθηκαν μέσω της διπλωματίας πριν από μια δεκαπενταετία. Αν και οι τελικές εδαφικές απώλειες μετά την ανακωχή ήταν μικρές, οι πληγές που δημιούργησε η ήττα στον κοινωνικό ιστό ήταν μεγάλες. Παρόλα αυτά η Μεγάλη Ιδέα θα επιζήσει στον 20ο αιώνα και εφαρμοσμένη στην εξωτερική πολιτική θα προκαλέσει νέες καταστροφές.
Η μακροβιότητά της -ακόμα και στη σύγχρονη εποχή μας- είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, αν δεχθούμε ότι πέρα από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε στα χείλη της εξουσίας, οι επαγγελίες της είχαν μια έντονη απήχηση στις μάζες και ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Επίσης, ως ένα βαθμό λειτουργούσε ως κανάλι εκτόνωσης των εσωτερικών κοινωνικών πιέσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο παρά σε φαντασιώσεις πολιτικού ρομαντισμού.
Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν αρνούνται πως εφαρμοσμένη σε άλλους κοινωνικούς τομείς η Μεγάλη Ιδέα και το ιδεολογικό της υπόβαθρο είχαν μια θετική απήχηση. Ο Διαφωτισμός και η χρήση της ιδεολογίας του Εθνικισμού και του Φιλελευθερισμού επέβαλε μια σύγκρουση με τις παραδοσιακές και τοπικά προσανατολισμένες απόψεις των αυτόχθονων ομάδων, οι οποίες έκλιναν προς τη διατήρηση του παλαιού φεουδαρχικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την αναταραχή σε διαφορετικά σημεία του κοινωνικού ιστού. Ένα τέτοιο σημείο ήταν και η γέννηση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, η οποία έχει τη βάση της στην ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να ξεφύγει από τις ανατολίτικες παραδόσεις και να στραφεί στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η γυναίκα των μεσαίων αστικών στρωμάτων στην Ελλάδα μεταβάλλει τη συμπεριφορά της και να διεκδικεί τις δικές της ιδέες για τη θέση της στην κοινωνία. Το προηγούμενο ήδη υπάρχει από τις πρώτες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμά τους να καταταγούν στον τακτικό στρατό ή τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία για την εκλογή του νέου βασιλέα των Ελλήνων. Οι ιδέες περί Ισότητας και Ελευθερίας πάνω στις οποίες στηρίζεται υποθετικά η νέα κοινωνική οργάνωση, της δίνουν το δικαίωμα να συμμετέχει, να εκπαιδεύεται, να εργάζεται και να διεκδικεί.
Σημαντική είναι, επίσης, η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας σε θέματα που αφορούν στην εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, απαιτείται ομοιογένεια σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο. Έτσι γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να στηθούν σχολεία ακόμη και εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας σε μια προσπάθεια εξελληνισμού των βαλκανικών πληθυσμών. Αρχικά -έως το 1830- η ελληνοφώνηση ατόμων ή και συνόλων δε συνάντησε αντιστάσεις, καθώς δεν είχαν συγκροτηθεί οι υπόλοιπες βαλκανικές συνειδήσεις. Αργότερα ο εξελληνισμός των Βαλκανίων υποχώρησε, ενώ τα βουλγαρικά και τα ρουμανικά σχολεία άρχισαν να ανταγωνίζονται με επιτυχία τα ελληνικά. Τα υψηλά ποσοστά των μαθητών που παρατηρούνταν, τόσο σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της χώρας όσο και σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δείχνουν πως δεν υπήρχαν κοινωνικοί ή οικονομικοί φραγμοί σε σχέση με την εκπαίδευση. Σε μια χώρα κατά βάση αγροτική η ολοκλήρωση ενός κύκλου σπουδών οδηγούσε στο δημόσιο και την κοινωνική καταξίωση, παράγοντας έτσι μια νοοτροπία που ακόμη και σήμερα ταλαιπωρεί τον επαγγελματικό προσανατολισμό των Ελλήνων.