Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 1.2. Κοινωνιολογική θεώρηση. 1.2.1. Ένα παράδειγμα εφαρμογής της "κοινωνιολογικής φαντασίας". Ερμηνευτικά σχόλια, ανάλυση κειμένων



1.2. Κοινωνιολογική θεώρηση

(κείμενο βιβλίου, σελ. 15)

Η κοινωνιολογική θεώρηση ή οπτική μάς καθιστά ικανούς να αναπτύξουμε την "κοινωνιολογική φαντασία". Η "κοινωνιολογική φαντασία" είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Τ.Ρ. Μιλς και σημαίνει την ικανότητα των ατόμων να συνδέουν αυτό που συμβαίνει στην προσωπική τους ζωή με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Αυτή η σύνδεση γίνεται εφικτή, όταν μπορέσουμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας από κάποια απόσταση, όταν τον παρατηρήσουμε έξω από την καθημερινή μας ρουτίνα.


1.2.1. Ένα παράδειγμα εφαρμογής της "κοινωνιολογικής φαντασίας"

(κείμενο βιβλίου, σελ. 15-17)

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος μέσα στην οικογένειά μας είναι άνεργος ή ότι ο μεγαλύτερος αδελφός μας απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Σε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας προσπαθούμε να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία. Συνήθως καταφεύγουμε αβασάνιστα σε ερμηνείες κοινότοπες ή ψάχνουμε κάποιον άλλο για να επιρρίψουμε τις ευθύνες γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, αναζητούμε δηλαδή απο- διοπομπαίους τράγους*: "Είμαι άνεργος και δε βρίσκω δουλειά εξαιτίας όλων αυτών των μεταναστών που βρίσκονται στην πατρίδα μου". Από τη στιγμή που αρχίζουμε να σκεφτόμαστε γύρω από ένα θέμα που μας απασχολεί προσωπικά (είτε απασχολεί κάποιο φίλο ή κάποιο μέλος της οικογένειάς μας), έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε θεωρητικά.
"Η θεωρία συνιστά απόπειρα να εξηγήσουμε την καθημερινή μας εμπειρία με όρους που δε μας είναι τόσο οικείοι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τις πράξεις άλλων ανθρώπων ή για τις εμπειρίες μας από το παρελθόν ή για καταπιεσμένα συναισθήματά μας" (Ι. Craib,
2000:18).
Συζητώντας το θέμα με άλλους φίλους ή με συγγενικά πρόσωπα μπορούμε να συσχετίσουμε την ανεργία με κάποια επαγγέλματα ή με κάποιες ηλικίες. Ίσως ακόμη συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις ή δεξιότητες για να βρούμε δουλειά. Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο· για παράδειγμα, να συνδέσουμε την ανεργία με το ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινωνικο-οι-κονομικό πλαίσιο. Η σύνδεση αυτή όμως δε σχετίζεται άμεσα με την προσωπική μας εμπειρία, δηλαδή δεν μπορεί να διαπιστωθεί άμεσα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στηριζόμαστε σε έννοιες που δεν έχουν άμεση σχέση μόνο με τη δική μας περίπτωση. Αξιοποιούμε λοιπόν την κοινωνική θεωρία, για να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε μια εμπειρία μας με βάση άλλες εμπειρίες, αλλά και γενικές ιδέες για τον κόσμο γύρω μας. Έτσι συνδέουμε την κοινωνική θεωρία με τη βιωματική εμπειρία.
Όμως υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην κοινωνική θεωρία και την καθημερινή θεωρητική σκέψη:
• Η πρώτη διαφορά είναι ότι η κοινωνική θεωρία φιλοδοξεί να είναι πιο συστηματική σε ό,τι αφορά την εμπειρία, αλλά και τις ιδέες. Η συστηματοποίηση υπόκειται στους κανόνες της λογικής: δηλαδή οι ιδέες σε μία θεωρία πρέπει να απορρέουν η μία από την άλλη και όχι να αναιρούν η μία την άλλη. Πρέπει να έχουν σχέσεις λογικής ακολουθίας.
• Η δεύτερη διαφορά αφορά τα λεγόμενα "δευτερογενή" προβλήματα, που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της λογικής διάταξης των ιδεών της κοινωνικής θεωρίας και τα οποία εκτιμούμε ότι συνδέονται με το φαινόμενο που προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Για παράδειγμα, για να μελετήσουμε το φαινόμενο της ανεργίας, θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα της αγοράς εργασίας και των επαγγελμάτων που έχουν ζήτηση, την κατάρτιση που πιθανώς απαιτείται για την άσκηση αυτών των επαγγελμάτων και τέλος τη σχετική εκπαίδευση και τα ιδρύματα όπου αυτή παρέχεται.
• Η τρίτη διαφορά σχετίζεται με το γεγονός ότι στη θεωρητική προσέγγιση ενός θέματος δεν είναι απαραίτητη η βιωματική σχέση με αυτό ή η άμεση εμπειρία. Δεν πιστεύουμε μόνο ό,τι βλέπουμε με τα μάτια μας. Αν πράγματι συνέβαινε αυτό τότε κανείς δε θα δεχόταν, λόγου χάριν, ότι η γη είναι στρογγυλή (για να δανειστούμε ένα παράδειγμα από το φυσικό κόσμο).
• Η τέταρτη διαφορά είναι ότι η κοινωνική θεωρία έρχεται συχνά να ανατρέψει αυτά που ισχυρίζεται μια απλοποιημένη και συχνά μη ορθολογική κατανόηση της πραγματικότητας.
Τι σημαίνει όμως απλοποιημένη και μη ορθολογική κατανόηση της πραγματικότητας; Παραθέτουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα από απόσπασμα εφημερίδας: "Οι μελέτες έδειξαν ότι η νεανική παραβατικότητα αυξάνεται όσο μειώνεται ο εκκλησιασμός των νέων". Με μια πρώτη ματιά μπορεί να μας φανεί σωστό ως συμπέρασμα. Είναι όμως έτσι;
Αν υποθέσουμε ότι η έλλειψη συχνού εκκλησιασμού είναι η αιτία της εγκληματικότητας, τότε κάνουμε ένα σοβαρό λάθος. Οι έρευνες ενδεχομένως να δείχνουν ότι η παραβατικότητα αυξάνεται όσο η επαφή με την εκκλησία μειώνεται, η μείωση όμως αυτή οφείλεται σε έναν τρίτο παράγοντα, που είναι η ηλικία. Με άλλα λόγια, είναι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έφηβοι που πηγαίνουν στην εκκλησία λιγότερο συχνά και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε παραβάσεις. Αυτό επομένως που φαίνεται να υπάρχει ως (αιτιώδης) σχέση ανάμεσα στον εκκλησιασμό και την παραβατικότητα εξηγείται από έναν τρίτο παράγοντα, την ηλικία, ο οποίος επηρεάζει άμεσα τους δύο προηγούμενους παράγοντες (εκκλησιασμός και παραβατικότητα). Αυτή η αναζήτηση και διατύπωση υποθέσεων είναι η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά της κοινωνιολογίας.
Η αμφισβήτηση για τη συμβατική γνώση, δηλαδή αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν αλήθεια ("όσοι δεν εκκλησιάζονται υποπίπτουν σε παραβάσεις"), μας κάνει πιο αποτελεσματικούς στην αξιολόγηση των δεδομένων της ζωής μας, μας βοηθά να στηριζόμαστε στην πραγματικότητα και όχι στις κοινωνικά αποδεκτές αληθοφανείς ιδέες. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε συμβατική γνώση είναι ψευδής. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα γεγονότα επηρεάζονται από κοινωνικές παραμέτρους (π.χ. οικογενειακή κατάσταση, εκπαιδευτικό επίπεδο, οικονομική κατάσταση κ.ά.).
Η κοινωνική γνώση μάς βοηθά να διαβάσουμε μια εφημερίδα και να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα ή να αντιληφθούμε τις πραγματικές αιτίες κάποιων κοινωνικών φαινομένων. Έτσι, αν κάποιος δημοσιογράφος συνδέει τη φτώχεια με την τεμπελιά, εμείς μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια υπεραπλουστευτική άποψη, αφού η φτώχεια συνδέεται με τις κοινωνικές παραμέτρους που την παράγουν (π.χ. εκμετάλλευση, άνιση κατανομή πλούτου κ.ά.).
Συνεπώς, η "κοινωνιολογική φαντασία" αμφισβητεί τις κοινότοπες ερμηνείες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αντιπαρατίθεται στη συμβατική κοινωνική γνώση, σε όλες εκείνες τις ιδέες που οι άνθρωποι, αβασάνιστα, θεωρούν αληθείς, χωρίς να τις έχουν υποβάλει σε κανέναν έλεγχο της λογικής.


Σχεδιάγραμμα:

Τι είναι η κοινωνιολογική θεώρηση:  Σε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας προσπαθούμε να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία. Από τη στιγμή, λοιπόν, που αρχίζουμε να σκεφτόμαστε γύρω από ένα θέμα που μας απασχολεί προσωπικά (είτε απασχολεί κάποιο φίλο ή κάποιο μέλος της οικογένειάς μας), έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε θεωρητικά.
"Η θεωρία συνιστά απόπειρα να εξηγήσουμε την καθημερινή μας εμπειρία με όρους που δε μας είναι τόσο οικείοι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τις πράξεις άλλων ανθρώπων ή για τις εμπειρίες μας από το παρελθόν ή για καταπιεσμένα συναισθήματά μας".

Σύνδεση της κοινωνικής θεώρησης με τη βιωματική εμπειρία, με βάση το παράδειγμα για την κατανόηση της ατομικής εργασιακής κατάστασης: Η σύνδεση αυτή δε σχετίζεται άμεσα με την προσωπική μας εμπειρία, δηλαδή δεν μπορεί να διαπιστωθεί άμεσα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στηριζόμαστε σε έννοιες που δεν έχουν άμεση σχέση μόνο με τη δική μας περίπτωση. Αξιοποιούμε λοιπόν την κοινωνική θεωρία, για να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε μια εμπειρία μας με βάση άλλες εμπειρίες, αλλά και γενικές ιδέες για τον κόσμο γύρω μας. Έτσι συνδέουμε την κοινωνική θεωρία με τη βιωματική εμπειρία.

Διαφορές ανάμεσα στην κοινωνική θεώρηση και τη βιωματική εμπειρία (καθημερινή θεωρητική σκέψη):
• Η πρώτη διαφορά είναι ότι η κοινωνική θεωρία φιλοδοξεί να είναι πιο συστηματική σε ό,τι αφορά την εμπειρία, αλλά και τις ιδέες. Η συστηματοποίηση υπόκειται στους κανόνες της λογικής: δηλαδή οι ιδέες σε μία θεωρία πρέπει να απορρέουν η μία από την άλλη και όχι να αναιρούν η μία την άλλη. Πρέπει να έχουν σχέσεις λογικής ακολουθίας.
• Η δεύτερη διαφορά αφορά τα λεγόμενα "δευτερογενή" προβλήματα, που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της λογικής διάταξης των ιδεών της κοινωνικής θεωρίας και τα οποία εκτιμούμε ότι συνδέονται με το φαινόμενο που προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Για παράδειγμα, για να μελετήσουμε το φαινόμενο της ανεργίας, θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα της αγοράς εργασίας και των επαγγελμάτων που έχουν ζήτηση, την κατάρτιση που πιθανώς απαιτείται για την άσκηση αυτών των επαγγελμάτων και τέλος τη σχετική εκπαίδευση και τα ιδρύματα όπου αυτή παρέχεται.
• Η τρίτη διαφορά σχετίζεται με το γεγονός ότι στη θεωρητική προσέγγιση ενός θέματος δεν είναι απαραίτητη η βιωματική σχέση με αυτό ή η άμεση εμπειρία. Δεν πιστεύουμε μόνο ό,τι βλέπουμε με τα μάτια μας. Αν πράγματι συνέβαινε αυτό τότε κανείς δε θα δεχόταν, λόγου χάριν, ότι η γη είναι στρογγυλή (για να δανειστούμε ένα παράδειγμα από το φυσικό κόσμο).
• Η τέταρτη διαφορά είναι ότι η κοινωνική θεωρία έρχεται συχνά να ανατρέψει αυτά που ισχυρίζεται μια απλοποιημένη και συχνά μη ορθολογική κατανόηση της πραγματικότητας.

Παράδειγμα απλοποιημένης και μη ορθής κατανόησης της πραγματικότητας: Το άρθρο που αναφέρει μελέτες σχετικές με τη στενή σύνδεση εκκλησιασμού και εγκληματικότητας.

Θετικές συνέπειες από την αμφισβήτηση της συμβατικής γνώσης με την υιοθέτηση της "κοινωνιολογικής φαντασίας": Η αμφισβήτηση για τη συμβατική γνώση, δηλαδή αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν αλήθεια ("όσοι δεν εκκλησιάζονται υποπίπτουν σε παραβάσεις"), μας κάνει πιο αποτελεσματικούς στην αξιολόγηση των δεδομένων της ζωής μας, μας βοηθά να στηριζόμαστε στην πραγματικότητα και όχι στις κοινωνικά αποδεκτές αληθοφανείς ιδέες. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε συμβατική γνώση είναι ψευδής. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα γεγονότα επηρεάζονται από κοινωνικές παραμέτρους (π.χ. οικογενειακή κατάσταση, εκπαιδευτικό επίπεδο, οικονομική κατάσταση κ.ά.).
Η κοινωνική γνώση μάς βοηθά να διαβάσουμε μια εφημερίδα και να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα ή να αντιληφθούμε τις πραγματικές αιτίες κάποιων κοινωνικών φαινομένων. Έτσι, αν κάποιος δημοσιογράφος συνδέει τη φτώχεια με την τεμπελιά, εμείς μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια υπεραπλουστευτική άποψη, αφού η φτώχεια συνδέεται με τις κοινωνικές παραμέτρους που την παράγουν (π.χ. εκμετάλλευση, άνιση κατανομή πλούτου κ.ά.).
Συνεπώς, η "κοινωνιολογική φαντασία" αμφισβητεί τις κοινότοπες ερμηνείες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αντιπαρατίθεται στη συμβατική κοινωνική γνώση, σε όλες εκείνες τις ιδέες που οι άνθρωποι, αβασάνιστα, θεωρούν αληθείς, χωρίς να τις έχουν υποβάλει σε κανέναν έλεγχο της λογικής.


Ορισμός:

"Κοινωνιολογική φαντασία": είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Τ.Ρ. Μιλς και σημαίνει την ικανότητα των ατόμων να συνδέουν αυτό που συμβαίνει στην προσωπική τους ζωή με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Αυτή η σύνδεση γίνεται εφικτή, όταν μπορέσουμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας από κάποια απόσταση, όταν τον παρατηρήσουμε έξω από την καθημερινή μας ρουτίνα.


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Ο όρος "κοινωνιολογική φαντασία" περιγράφει την ερμηνευτική διαδικασία για την κατανόηση γεγονότων μικρής κλίμακας (ατομικών αλλά και κοινωνικών) με δεδομένα και εξελίξεις σε ευρύτερη ή και καθολική κλίμακα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια του ερευνητή (αλλά και κάθε σκεπτόμενου υποκειμένου) να αναλύσει μια είδηση, ένα συμβάν, μια εξέλιξη (πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική) στο στενό του περιβάλλον (κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα, χώρα) με τα τεκατινόμενα σε ευρύτερους κοινωνικούς ή κρατικούς σχηματισμού. Λ.χ., η ανάλυση των πολιτικών στην υγεία ή στην παιδεία στη χώρα μας δεν μπορεί να αγνοήσει τις ευρύτερες ευρωπαϊκές πολιτικές στους εν λόγω τομείς.
Αυτή η θεωρητική διεργασία, η προσπάθεια δηλαδή να αναλύσει κάποιος με λογικά κριτήρια γεγονότα, έννοιες, ανθρώπινες δράσεις κ.ά., εμπλέκει στην κοινωνική θεωρία τη βιωματική εμπειρία, την ερμηνευτική σύνδεση δηλαδή του μερικού με το γενικότερο. Φυσικά, η κοινωνική θεωρία, η προσπάθεια δηλαδή να αναλύσουμε τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, μπορεί να διευκολύνεται και να προϋποθέτει την ατομική ή μερική εμπειρία (καθημερινή θεωρητική σκέψη), όμως, α) είναι πιο συστηματική γιατί κινείται στο αυστηρό πλαίσιο της λογικής, β) με την εμπλοκή της λογικής στην έρευνα προχωράει στην ενδελεχή εξέταση και πολλών "δευτερογενών" προβλημάτων που συνδέονται με τη γένεση ενός φαινομένου, γ) δεν προϋποθέτει την άμεση, προσωπική εμπειρία ή σχέση με αυτό και δ) συχνά ανατρέπει απλοποιημψη﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ν καωματικηράσεις που μελετούν οι κοινωνιολόγοι﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽σεις﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ης ανθρώπινης ζωής﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αίσθημα σου﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ένες αντιλήψεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άστοχη συσχέτιση εκκλησιασμού και εγκληματικότητας.
Με άλλα λόγια, η "κοινωνιλογική φαντασία" έρχεται να ελέγξει την ορθότητα αντιλήψεων που είναι σχετικές με τη λειτουργία κοινωνικών ομάδων.

Διευκρίνιση: Η βιωματική εμπειρία είναι ταυτόσημη με την καθημερινή θεωρητική σκέψη, είναι δηλαδή οι αναλύσεις και οι επιχειρούμενες ερμηνείες γεγονότων, κοινωνικών φαινομένων κ.ά. σε ατομικό ή σε "μικρής κλίμακας" επίπεδο (τοπικό, λ.χ.). Με την έννοια αυτή, συνδέεται (πολλές φορές) με την απλοποιημένη και μη ορθολογική κατανόηση της πραγματικότητας, στον βαθμό που αγνοεί ή δεν αξιοποιεί με συστηματικό τρόπο την κοινωνική θεώρηση (βλ. το χαρακτηριστικό παράδειγμα του άρθρου που αναφέρεται στη σύνδεση εκκλησιασμο
 "﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽κοινωνιολογικ.χ. εκμε-μελετούν οι κοινωνιολόγοι﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽σεις﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ης ανθρώπινης ζωής﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αίσθημα σου﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ύ και εγκληματικότητας).


Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου


Κοινωνιολογική φαντασία. Όπως την ορίζει ο εισηγητής της...

Η κοινωνιολογική φαντασία διευκολύνει στην κατανόηση του ευρύτερου ιστορικού σκηνικού, όσον αφορά τη σημασία του για την εσωτερική ζωή και την εξωτερική καριέρα διαφόρων ατόμων... Ο πρώτος καρπός της είναι ότι το άτομο είναι σε θέση να κατανοήσει τη θέση μόνο όταν είναι γνώστης της πραγματικότητας όλων των ατόμων που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση... Γνωρίζουμε πλέον ότι κάθε άτομο ζει, από γενιά σε γενιά, σε μια κοινωνία... συμβάλλει έτσι, έστω ελάχιστα, στη διαμόρφωση της κοινωνίας που ζει και στη ροή της ιστορίας, μολονότι είναι φτιαγμένος από την κοινωνία και από την ιστορική της εξέλιξη.

(C. Wright Mills, The Sociological Imagination, Oxford University Press, 1959, 5-6).


Η κοινωνιολογία του καφέ. Ένα παράδειγμα "κοινωνιολογικής φαντασίας"

Σκεφτείτε μια απλή πράξη, όπως είναι να πιούμε ένα φλιτζάνι καφέ. Τι μπορούμε να βρούμε, για να μιλήσουμε από κοινωνιολογική άποψη, για μια εκ πρώτης όψεως τόσο λίγο ενδιαφέρουσα μορφή συμπεριφοράς;  Υπερβολικά πολλά πράγματα. Μπορούμε πρώτα απ' όλα να σημειώσουμε ότι ο καφές δεν είναι απλώς ένα ρόφημα. Έχει μια συμβολική αξία ως μέρος των καθημερινών κοινωνικών δραστηριοτήτων μας. Πολύ συχνά, το τελετουργικό της καφεποσίας είναι τόσο σημαντικό όσο η ίδια πόση του καφέ. Δυο πρόσωπα που κανονίζουν να συναντηθούν για έναν καφέ ενδιαφέρονται κατά πάσα πιθανότητα πολύ περισσότερο να συναντηθούν και να κουβεντιάσουν παρά γι' αυτό που θα πιον. Στην πραγματικότητα το ποτό και το φαγητό αποτελούν σε όλες τις κοινωνικές ευκαιρίες για κοινωνικές συναλλαγές και για τελετουργικές πρακτικές πράγματα που συνιστούν πλούσια θέματα κοινωνιολογικής μελέτης.
Δεύτερον, ο καφές είναι μια ψυχότροπη ουσία. Περιέχει καφεΐνη, η οποία διεγείρει τον εγκέφαλο. Στον δυτικό πολιτισμό οι περισσότεροι δεν θεωρούμε τους εθισμένους στον καφέ ως τοξικομανείς... Παρά ταύτα, υπάρχουν κοινωνίες που ανέχονται την κατανάλωση μαριχουάνας, ακόμη και κοκαΐνης, αν και αποδοκιμάζουν τόσο τον καφέ όσο και το οινόπνευμα. Η κοινωνιολόγοι ενδιαφέρονται να μάθουν γιατί υπάρχουν αυτές οι αντιθέσεις.
Τρίτον, ένα άτομο που πίνει καφέ βρίσκεται ενταγμένο σε ένα περίπλοκο δίκτυο κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο. Η παραγωγή, μεταφορά και διανομή του καφέ απαιτούν συνεχείς δοσοληψίες μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά από τον συγκεκριμένο πότη του καφέ Η μελέτη των παγκόσμιων αυτών δοσοληψιών αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του έργου της κοινωνιολογίας, αφού πολλές όψεις της ζωής μας δέχονται σήμερα τις επιδράσεις από παγκόσμιες κοινωνικές επιρροές και επικοινωνίες.
Τέλος, Η πράξη της πόσης ενός καφέ προϋποθέτει μια ολόκληρη διαδικασία παρελθούσας κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Μαζί με άλλα συνηθισμένα σήμερα στοιχεία της δυτικής δίαιτας, όπως το τσάι, οι μπανάνες, οι πατάτες και η λευκή ζάχαρη, ο καφές άρχισε να καταναλίσκεται μαζικά μόνον από το τέλος του 19ου αιώνα και ύστερα. Παρόλο που το ποτό κατάγεται από τη μέση Ανατολή, η μαζική του κατανάλωση χρονολογείται από την δυτική αποικιακή επέκταση εδώ και ενάμιση αιώνα. Στην πραγματικότητα όλος σχεδόν ο καφές που καταναλίσκουμε στις δυτικές χώρες σήμερα έρχεται από περιοχές (Νότιος Αμερική, Αφρική) που αποικίστηκαν από Ευρωπαίους. Δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο "φυσικό" μέρος του δυτικού διαιτολογίου.

(Γκίντενς, Κοινωνιολογία, 52-53).
﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 1.1.1 Αντικείμενο της κοινωνιολογίας. Ερμηνευτικά σχόλια, ανάλυση κειμένων


1.1.1 Αντικείμενο της κοινωνιολογίας

(κείμενο βιβλίου, σελ. 14-15)

Η κοινωνιολογία ερευνά την ανθρώπινη συμπεριφορά όπως αυτή εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας ομάδας και πάντα σε σχέση με άλλα άτομα και με άλλες ομάδες. Είναι μοναδική επιστήμη, γιατί δεν εστιάζει στο άτομο, αλλά ασχολείται με το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου και των ομάδων των σύγχρονων κοινωνιών. Μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν την κοινωνιολογία είναι τα εξής:
Γιατί οι συνθήκες της ζωής μας είναι τόσο διαφορετικές από αυτές των γονιών ή των παππούδων μας; Προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι μεταβολές στο μέλλον; Πώς επιδρούν οι μεταβολές αυτές στη συναισθηματική ή την επαγγελματική ζωή μας; Τι σημαίνει βιομηχανική κοινωνία; Τι είναι η αστικοποίηση και πώς επηρεάζει τις οικογενειακές σχέσεις; Ποιοι λόγοι οδήγησαν την πολιτεία στη δημιουργία σχολείων και ποια είναι η σχέση της εκπαίδευσης με την κοινωνική ανέλιξη των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων; Γιατί υπάρχει φτώχεια στον κόσμο, ποια είναι τα αίτιά της και ποιες οι συνέπειές της για την υγεία και την εκπαίδευση; Γιατί υπάρχουν προκαταλήψεις, συγκρούσεις, πόλεμοι και ποια είναι η σχέση τους με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα; Πώς γεννήθηκε το κράτος στο δυτικό κόσμο; Τι είναι εξουσία, ποιος την ενσαρκώνει και ποια είναι η σχέση της με την οικονομία; Γιατί τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική είναι χαμηλά; Πώς επιδρούν η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες στις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο ζωής;
Τα ερωτήματα αυτά, αλλά και πολλά άλλα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτελούν το βασικό προβληματισμό της κοινωνιολογικής επιστήμης. Λόγω της φύσεως των ζητημάτων που την απασχολούν καταλαβαίνουμε ότι η επιστήμη αυτή έχει να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο σύγχρονο υλικό και πνευματικό πολιτισμό. Η κοινωνιολογία λοιπόν έχει ως αντικείμενο μελέτης τα κοινωνικά φαινόμενα, τη δράση των κοινωνικών ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τις κοινωνικές διαδικασίες και ειδικότερα το μετασχηματισμό των κοινωνιών.
Ο κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς (2002:50), προκειμένου να περιγράψει το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, επιστρατεύει ένα παράδειγμα που καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το ερώτημα που θέτει είναι "ποια είναι η σχέση του έρωτα με το γάμο". Ο έρωτας εκφράζει μια αμοιβαία έλξη που αισθάνονται δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Αν και στις μέρες μας δεν πιστεύουμε ότι ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει για πάντα, εντούτοις πιστεύουμε ότι είναι σχεδόν πανανθρώπινο συναίσθημα.
Ιστορικές μελέτες έδειξαν ότι στην Ευρώπη του Μεσαίωνα σχεδόν κανείς δεν παντρευόταν από έρωτα και συνεπώς ο έρωτας δεν ήταν μια εμπειρία που είχαν ζήσει οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε συνδεόταν αναγκαστικά με το γάμο. Υπήρχε μάλιστα και γνωμικό της εποχής που έδειχνε τις σχετικές αντιλήψεις: "είναι μοιχεία να αγαπάς τη γυναίκα σου ερωτικά". Ο γάμος την εποχή εκείνη είχε καθαρά πρακτικούς σκοπούς: οι άνθρωποι παντρεύονταν για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια. Μετά το γάμο έρχονταν πιο κοντά και γίνονταν στενοί σύντροφοι. Αυτό γινόταν πάντα μετά το γάμο και ποτέ πριν. Οι σεξουαλικές σχέσεις πριν από το γάμο ή μέσα σ’ αυτόν δεν είχαν σχέση με αυτό που σήμερα αποκαλούμε έρωτα.
Σήμερα οι αντιλήψεις και η στάση απέναντι στον έρωτα έχουν αλλάξει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσον αφορά τον έρωτα ισχύει ακριβώς το αντίθετο με αυτό που μόλις περιγράψαμε. Αυτή η αλλαγή δείχνει ότι ο έρωτας και η σχέση του με το γάμο δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα φυσικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Διαμορφώθηκαν μέσα από σύνθετες ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες. Αυτές τις διαδικασίες μελετά η κοινωνιολογία.

Σχεδιάγραμμα:

Αντικείμενο μελέτης-έρευνας της κοινωνιολογίας: Η ανθρώπινη συμπεριφορά όπως αυτή εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας ομάδας και πάντα σε σχέση με άλλα άτομα και με άλλες ομάδες. Εστιάζει στο άτομο, αλλά ασχολείται με το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου και των ομάδων των σύγχρονων κοινωνιών.

Ερωτήματα-ζητήματα που απασχολούν την κοινωνιολογία:
- Γιατί οι συνθήκες της ζωής μας είναι τόσο διαφορετικές από αυτές των γονιών ή των παππούδων μας;
- Προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι μεταβολές στο μέλλον;
- Πώς επιδρούν οι μεταβολές αυτές στη συναισθηματική ή την επαγγελματική ζωή μας;
- Τι σημαίνει βιομηχανική κοινωνία;
- Τι είναι η αστικοποίηση και πώς επηρεάζει τις οικογενειακές σχέσεις;
- Ποιοι λόγοι οδήγησαν την πολιτεία στη δημιουργία σχολείων και ποια είναι η σχέση της εκπαίδευσης με την κοινωνική ανέλιξη των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων;
- Γιατί υπάρχει φτώχεια στον κόσμο, ποια είναι τα αίτιά της και ποιες οι συνέπειές της για την υγεία και την εκπαίδευση;
- Γιατί υπάρχουν προκαταλήψεις, συγκρούσεις, πόλεμοι και ποια είναι η σχέση τους με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα;
- Πώς γεννήθηκε το κράτος στο δυτικό κόσμο;
- Τι είναι εξουσία, ποιος την ενσαρκώνει και ποια είναι η σχέση της με την οικονομία;
- Γιατί τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική είναι χαμηλά;
- Πώς επιδρούν η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες στις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο ζωής;

Το παράδειγμα του Γκίντενς για την περιγραφή του αντικειμένου της κοινωνιολογίας: Ο κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς (2002:50), προκειμένου να περιγράψει το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, επιστρατεύει ένα παράδειγμα που καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το ερώτημα που θέτει είναι "ποια είναι η σχέση του έρωτα με το γάμο". Ο έρωτας εκφράζει μια αμοιβαία έλξη που αισθάνονται δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Αν και στις μέρες μας δεν πιστεύουμε ότι ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει για πάντα, εντούτοις πιστεύουμε ότι είναι σχεδόν πανανθρώπινο συναίσθημα.
Ιστορικές μελέτες έδειξαν ότι στην Ευρώπη του Μεσαίωνα σχεδόν κανείς δεν παντρευόταν από έρωτα και συνεπώς ο έρωτας δεν ήταν μια εμπειρία που είχαν ζήσει οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε συνδεόταν αναγκαστικά με το γάμο. Υπήρχε μάλιστα και γνωμικό της εποχής που έδειχνε τις σχετικές αντιλήψεις: "είναι μοιχεία να αγαπάς τη γυναίκα σου ερωτικά". Ο γάμος την εποχή εκείνη είχε καθαρά πρακτικούς σκοπούς: οι άνθρωποι παντρεύονταν για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια. Μετά το γάμο έρχονταν πιο κοντά και γίνονταν στενοί σύντροφοι. Αυτό γινόταν πάντα μετά το γάμο και ποτέ πριν. Οι σεξουαλικές σχέσεις πριν από το γάμο ή μέσα σ’ αυτόν δεν είχαν σχέση με αυτό που σήμερα αποκαλούμε έρωτα.
Σήμερα οι αντιλήψεις και η στάση απέναντι στον έρωτα έχουν αλλάξει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσον αφορά τον έρωτα ισχύει ακριβώς το αντίθετο με αυτό που μόλις περιγράψαμε. Αυτή η αλλαγή δείχνει ότι ο έρωτας και η σχέση του με το γάμο δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα φυσικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Διαμορφώθηκαν μέσα από σύνθετες ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες. Αυτές τις διαδικασίες μελετά η κοινωνιολογία.

Ορισμός:

Αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας: Η κοινωνιολογία έχει ως αντικείμενο μελέτης τα κοινωνικά φαινόμενα, τη δράση των κοινωνικών ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και ομάδων, τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τις κοινωνικές διαδικασίες και ειδικότερα το μετασχηματισμό των κοινωνιών.
﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Όσον αφορά το ανεικείμενο της κοινωνιολογίας, ο Γκίντενς αναφέρει χαρακτηριστικά: "Οι περισσότεροι από μας βλέπουμε τον κόσμο σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της δικής μας ζωής. Η κοινωνιολογία αποδεικνύει την ανάγκη να αποκτήσουμε μια πολύ ευρύτερη θεώρηση του γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε και γιατί δρούμε όπως δρούμε. Μας διδάσκει πως αυτό που εμείς θεωρούμε ως φυσικό, αναπόδραστο, καλό ή κακό, μπορεί να μην είναι τέτοιο, και ότι τα "δεδομένα" της ζωής μας έχουν έντονα επηρεαστεί από ιστορικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η κατανόηση των ανεπαίσθητων αλλά σύνθετων και ανεξιχνίαστων τρόπων με τους οποίους η ζωή μας αντανακλά τα πλαίσια της κοινωνικής μας εμπειρίας είναι ένα βασικό στοιχείο της κοινωνιολογικής θεώρησης". (Κοινωνιολογία, Gutenberg, 51).
Γίνεται φανερό ότι ναι μεν ο άνθρωπος παραμένει στο επίκεντρο της κοινωνιολογίας, όμως, η προτεραιότητα μπαίνει στην κοινωνική του διάσταση, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το άτομο επιδρά στα πλαίσια μιας ομάδας και στις συνέπειες που έχουν πάνω στο άτομο οι συλλογικές διαδικασίες και εξελίξεις. Με άλλα λόγια, στην ουσία αντικείμενο της κοινωνιολογίας είναι η μελέτη της συμπεριφοράς του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος.
Τα ερωτήματα που απασχολούν την κοινωνιολογική σκέψη-έρευνα είναι απόρροια του αντίκτυπου της Βιομηχανικής Επανάστασης, κυρίως, πάνω στη ζωή των ατόμων και των κοινωνιών της εποχής, για τα οποία έγινε ακροθιγώς λόγος σε προηγούμενο κεφάλαιο του βιβλίου (1.1). Εξάλλου, τα ερωτήματα αυτά αποτελούν και τον άξονα περί τον οποίο δομείται το υλικό του σχολικού εγχειριδίου (αλλά και κάθε εισαγωγικού στην επιστήμη αυτή έργου).
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί η σημαντική συμβολή της κοινωνιολογικής έρευνας στην παρακολούθηση και ερμηνεία των κοινωνικών μετασχηματισμών, των αλλαγών δηλαδή στη δομή και λειτουργία των κοινωνικών ομάδων, οι οποίες είναι κομβικές για την κατανόηση της εξέλιξης ή της ριζικής μεταβολής των ανθρώπινων συμπεριφορών, αντιλήψεων, ιδεών, κ.ά. Στο σημείο αυτό γλαφυρό είναι το παράδειγμα για τις αντιλήψεις σχετικά με τον έρωτα και τον γάμο.




Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου
Κειμενικές αναφορές


Α. Αντικείμενο της κοινωνιολογίας

"Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς, της δράσης των ατόμων και των κοινωνικών σχέσεων εντός των οποίων δρουν. Οι κοινωνικές, δηλαδή, σχέσεις επηρεάζουν, διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των ατόμων, καθώς υπαγορεύουν ρόλους, αποδίδουν κοινωνικές ταυτότητες, μαθαίνουν και εμπεδώνουν κανόνες, αξίες, ιδέες και τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς. Από την άλλη, η δράση των ατόμων διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις, με την έννοια ότι αφενός μπορεί να τις αναπαράγει κι αφετέρου να τις μετατοπίζει, να τις μετασχηματίζει, να τις αμφισβητεί ακόμα και να τις ανατρέπει, επιχειρώντας να εγκαθιδρύσει, να δημιουργήσει, να θεσμίσει άλλες κοινωνικές σχέσεις. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια δυναμική κοινωνιολογική οπτική, η οποία θα αναγνωρίζει μια διαρκή διαδικασία δόμησης/αποδόμησης μες στην ιστορική πορεία της κοινωνίας".

(Δημήτρης Λάλας, Αρχές Κοινωνιολογίας, Μάθημα 1ο, 2)


Β. Το παράδειγμα του Γκίντενς για τον έρωτα και τον γάμο

Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη-παρατήρηση που έκανε ο ιστορικός της μεσαιωνικής Ευρώπης Τζων Μπόσγουελ. Επιγραμματικά: "Η σεξουαλικότητα παρατηρείται μόνο στη σύγχρονη εποχή. Στην Ευρώπη του μεσαίωνα ουσιαστικά κανένας δεν παντρευόταν από έρωτα. Υπήρχε μάλιστα ένα μεσαιωνικό γνωμικό σύμφωνα με το οποίο "είναι μοιχεία να αγαπάς την γυναίκα σου με το συναίσθημά σου"... Μερικές φορές οι άνθρωποι μπορεί να είχαν σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου, σπάνια όμως οι σχέσεις αυτές οδηγούσαν σε συναισθήματα που σήμερα συνδέονται με τον έρωτα. Στην καλύτερη περίπτωση ο ρομαντικός έρωτας εθεωρείτο ως αδυναμία και στη χειρότερη ένα είδος αρρώστιας... Ρομαντικός έρωτας δεν μπορεί επομένως να εννοηθεί απλά ως ένα φυσικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Διαμορφώθηκε μάλλον από ευρύτερες κοινωνικές και ιστορικές επιδράσεις. Αυτές είναι οι αντιδράσεις που μελετούν οι κοινωνιολόγοι" (Γκίντενς, Κοινωνιολογία, 51).