Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. Α.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. 1. Τα δημογραφικά δεδομένα. β. Οι μετακινήσεις μέσα και έξω από την Ελλάδα. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών


Α.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

1. Τα δημογραφικά δεδομένα


(κείμενο βιβλίου, σελ. 14-15)


β. Οι μετακινήσεις μέσα και έξω από την Ελλάδα


Οι πόλεις μεγάλωναν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν κάποια ομοιότητα, στο διάστημα που μας απασχολεί, με τα βιομηχανικά, εμπορικά, χρηματιστικά, αστικά κέντρα της Δύσης. Για τα ευρωπαϊκά μέτρα οι πόλεις της μικρής Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με μεγάλα χωριά. Η μετακίνηση ανθρώπων από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δεν στόχευε αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό χώρο, όπου η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες.
Οι μεταναστεύσεις του αγροτικού πληθυσμού προς τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, προς το Δούναβη, τη Νότια Ρωσία, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο ήταν συχνό φαινόμενο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, άνοιξαν οι δρόμοι προς την Αμερική. Η σταφιδική κρίση εκείνης της εποχής προκάλεσε μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης πέρα από τον Ατλαντικό.

Σημείωση: Το συγκεκριμένο θέμα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να κατανοήσει ο μαθητής τη δυσκολία του μαθήματος. Πρόκειται δηλαδή για ένα από τα πολλά παραδείγματα που τίθενται στις εξετάσεις με τη μορφή των λεγόμενων "συνδυαστικών ερωτήσεων". Ειδικότερα, το ζήτημα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης δεν εξαντλείται στο συγκεκριμένο τμήμα του βιβλίου. Συμπληρωματικά στοιχεία μπορεί να αντλήσει ο μαθητής (σε περίπτωση, φυσικά, που του ζητηθεί κάτι τέτοιο) και από από τη σελ. 49, στη δεύτερη παράγραφο (Το 1919 οι πρόοδοι της εθνικής οικονομίας... μέσω των πολύ σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών).


Σχόλιο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου του βιβλίου:

Με δεδομένη την ασθενική ανάπτυξη των αστικών κέντρων του ελλαδικού χώρου (του Ελληνικού Βασιλείου δηλαδή, της Ελλάδας, αφού το μεγαλύτερο τμήμα του Ελληνισμού εξακολουθούσε να παραμένει σε επικράτειες της Οθωμανικής κυρίως αυτοκρατορίας), οι μετακινήσεις των κατοίκων της ελεύθερης Ελλάδας συνδέονται με την αγροτική οικονομία, η οποία αποτελεί και τον κεντρικό τομέα απασχόλησης. Ας σημειώσουμε εδώ, ότι η βιομηχανία είναι ανύπαρκτο μέγεθος για τη χώρα την περίοδο που εξετάζουμε. Έτσι, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις έχουν διττή κατεύθυνση: το εξωτερικό και το εσωτερικό. Στο εξωτερικό οι απελευθερωμένοι Έλληνες αναζητούν ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίες στο ελεύθερο κράτος είναι πενιχρές, και περιορίζονται κυρίως στον αγροτικό τομέα. Ακριβώς ο τομέας αυτός είναι που προκαλεί, ως επί το πλείστον και τις εσωτερικές μετακινήσεις. Παράλληλα, οποιαδήποτε κρίση στην αγροτική παραγωγή, προκαλεί μεταναστευτικά ρεύματα προς το εξωτερικό, αφού και το εμπόριο είναι πολύ περιορισμένο λόγω της απουσίας πρωτογενούς παραγωγής, της έλλειψης κεφαλαίων, αλλά και της απουσίας υποδομών και αξιοπρεπούς οδικού δικτύου.
Αυτός είναι ο λόγος που το σταφιδικό ζήτημα αποτελεί κεντρικό θέμα στο θέμα της εξωτερικής κυρίως μετανάστευσης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη καλλιέργεια αποτέλεσε για χρόνια τον πνεύμονα της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά, κυρίως, στο εξαγωγικό εμπόριο.
Μεθοδολογική επισήμανση: Κρίνεται σκόπιμο, ο μαθητής να αποκτήσει από πολύ νωρίς συνδυαστική σκέψη, να μπορεί δηλαδή να ανασύρει "συνειρμικά" πληροφορίες από διάφορα τμήματα του βιβλίου όταν μελετά και αναλύει ένα θέμα. Αυτή είναι και η δυσκολία του συγκεκριμένου μαθήματος, η σημαντικότερη ίσως, κάτι που οφείλεται στο γεγονός της δυσανάλογα μικρής έκτασης των πληροφοριών που δίνει το βιβλίο σε σύγκριση με τον όγκο του υφιστάμενου ιστορικού υλικού. Γι' αυτό επιλέγουμε να κάνουμε κάθε φορά ένα σχόλιο με πληροφορίες που διατρέχουν όλες τις σελίδες του βιβλίου.


ΣΧΕΤΙΚΟ ΘΕΜΑ: ΣΤΑΦΙΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις τους εμπορίου της σταφίδας στον 19ο αιώνα ήταν ίσως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός στην Ελλάδα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Η σταφιδική κρίση ήταν η κυριότερη αφορμή που επιτάχυνε τον άμεσο κρατικό παρεμβατισμό στην ιδιωτική οικονομία. Από αυτήν ξεκίνησε η διαδικασία για την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών της χώρας, στις σταφιδικές περιοχές πρωτοεμφανίσθηκαν, στην τελευταία δεκαετία του αιώνα, κινήματα με κοινωνικές διεκδικήσεις (σοσιαλισμός, αναρχισμός, κ.ά.), όπως επίσης και τα πρώτα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα στην Αμερική.
Στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η κορινθιανή σταφίδα είχε αναδειχθεί σαν το πρώτο εξαγόμενο είδος από την ελληνική οικονομία. Η σταφίδα ήταν για την ελληνική οικονομία ό,τι ο καφές για τη Βραζιλία. Το προϊόν αυτό έφτασε να καλύπτει το 50%-75% των συνολικών εξαγωγών της χώρας... Οι σταφιδέμποροι πραγματοποιούσαν κολοσσιαία κέρδη σε σχέση με τους λοιπούς κλάδους του ελληνικού εμπορίου.
Το σύνολο σχεδόν της κορινθιακής σταφίδας εξαγόταν, κυρίως στην Αγγλία, όπου υπήρχε αυξημένη ζήτηση για την παρασκευή πουτίγκας, για τη διατροφή των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η αύξηση της ζήτησης επέφερε και την αύξηση της παραγωγής. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα η σταφίδα να λειτουργεί ως χρηματιστηριακό είδος και η τιμή της να αυξομειώνεται όπως ο χρυσός. Παράλληλα, η πορεία των εσόδων από τη σταφίδα είχε άμεσο αντίκτυπο και στα δημόσια έσοδα, και κατ' επέκταση στην εθνική οικονομία...
Η ανάπτυξη της σταφιδικής οικονομίας εμπόδιζε τον σχηματισμό μεγάλης ιδιοκτησίας με δυο τρόπους: αφαιρούσε εργατικά χέρια από την ελεγχόμενοι από τους μεγάλους γαιοκτήμονες σιτοπαραγωγή, ενώ την ίδια ώρα έδινε στο κράτος τα έσοδα ώστε να κάνει εισαγωγές σιτηρών, αποτρέποντας έτσι την κερδοσκοπία των μεγαλοϊδιοκτητών.
Ωστόσο, η κρίση της σταφίδας, που εντάθηκε μετά το 1880, ανέτρεψε τα δεδομένα. Το 1880 εμφανίσθηκε κρίση στο διεθνές εμπόριο από τους προστατευτισμούς, όμως, η ελληνική σταφίδα πήρε μια ανάσα από την καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από φυλλοξήρα. Η αυξημένη ζήτηση, οδήγησε και στην αυξημένη παραγωγή, με την επέκταση των αμπελοκαλλιεργειών. Όταν, όμως, οι γαλλικοί αμπελώνες ανέκαμψαν, τότε η ζήτηση για την αυξημένη ελληνική παραγωγή έπεσε κατακόρυφα. Οι κρατικές παρεμβάσεις μόνο ανακούφιση έφεραν, αφού έγινε φανερό ότι η καλλιέργεια της σταφίδας δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.
Συνέπειες: α) εμφάνιση κοινωνικών κινημλατων στη δυτική Πελοπόννησο, β) η σταφιδική οικονομία εξασθένησε από τη μαζική μετανάστευση, η οποία εγκαινιάσθηκε από την αρχή της δεκαετίας του 1890-1900 προς την Αμερική και γ) σπουδαία ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης εκδηλώθηκαν την ίδια περίοδο και οδήγησαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών στα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς.
Το σταφιδικό ζήτημα αντιμετώπισε ο Θεοτόκης, με τον έλεγχο της παραγωγής. Οι περιορισμοί στην παραγωγή, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, έβλαψαν μακροπρόθεσμα, γιατί χώρες που προηγουμένως έπαιρναν ελληνική σταφίδα άυξησαν την παραγωγή τους κι έγιναν ανταγωνιστικές της Ελλάδας στο προϊόν αυτό. Αλλά η ορθή λύση του σταφιδικού ζητήματος προϋπέθετε οικονομικά εύρωστο κράτος που θα μπορούσε με επιδοτήσεις να ενισχδους﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιωγο ΤΟΥ 1854
ύσει τους παραγωγούς σε δύσκολες περιόδους.
Μπορούμε να πούμε ότι η σταφιδική κρίση λειτούργησε και σαν καταλύτης για τη μετατροπή του χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας.
(ΙΕΕ, ΙΔ, 65 εξ., 170 εξ.)


Ανάλυση:

Η πιο πάνω πηγή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των κειμένων εκείνων που δίνουν στον εξεταζόμενο πληροφορίες που δεν περιέχονται στο κείμενο του βιβλίου, αλλά το συμπληρώνουν. Δεν δίνουν δηλαδή στοιχεία που να έρχονται σε αντίθεση με τις ιστορικές γνώσεις που αντλεί κάποιος από το σχολικό κείμενο, αλλά παρέχουν επιπλέον δεδομένα. Από το εν λόγω απόσπασμα, που αποτελεί δευτερογενή πηγή, τμήμα δηλαδή μιας επιστημονικής μελέτης, πιο συγκεκριμένα από το συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, μαθαίνουμε ότι η σταφίδα είχε κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Η μεγάλη σημασία του προϊόντος αυτού καταδεικνύεται από το γεγονός και μόνο ότι αποτελούσε πάνω από το μισό των ελληνικών εξαγωγών. Όπως θα δούμε και πιο κάτω, οι εξαγωγές είναι πολύ σημαντικές, αφού με τον τρόπο αυτό ένα κράτος αποκτά συνάλλαγμα, με το οποίο καλύπτει σημαντικές ανάγκες, όπως εισαγωγή πρώτων υλών. Για την Ελλάδα, μάλιστα, η οποία την εποχή εκείνη δεν διέθετε επάρκεια ούτε στα δημητριακά, και έπερεπε συνεπώς να εισάγεια τεράστιες ποσότητες, η ύπαρξη συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν ζωτικής σημασίας. (Σημείωση: Μόνο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, το 1881, η χώρα άρχισε να καθίσταται αυτόνομη στα σιτηρά).
Πέρα από τις πληροφορίες που θα πρέπει να αναπαραχθούν από τον μαθητή, όπως οι χώρες που απορροφούσαν τη σταφιδική παραγωγή, στη συνέχεια δίνεται μια σημαντική πληροφορία, την οποία θα πρέπει να έχου κατά νου για τη συνέχεια, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη καλλιέργεια εμπόδιζε τον σχηματισμό μεγάλης ιδιοκτησίας, θέμα για το οποίο θα ξαναγίνει λόγος πιο κάτω στο τμήμα που αφορά το αγροτικό ζήτημα. "Συνειρμικά", ο μαθητής θα πρέπει να κάνει μια συνδυαστική σκέψη πάνω στους λόγους που απέτρεψαν τη δημιουργία ταξικών κομμάτων στην Ελλάδα, θέμα που θα διερευνηθεί αργότερα.
Τέλος, στο κείμενο που εξετάζουμε περιγράφονται ανάγλυφα οι μεταναστευτικές ροές που προκλήθηκαν από τη σταφιδική κρίση, αλλά και η αναδιάρθρωση ολόκληρου του μέχρι τότε οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας.



Στη συνέχεια παρατίθενται κείμενα που μπορούν να αξιοποιηθούν στη διάρκεια της διδασκαλίας, για την απόκτηση εμπειρίας από τους μαθητές πάνω στην ανάλυση των πηγών, οι οποίες και αποτελούν τον καθοριστικότερο δείκτη στην επιτυχή δοκιμασία.


1. Πληθυσμιακές μετακινήσεις
… Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αδιάκοπη ανακατανομή πληθυσμού στον οθωμανικό χώρο. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους παράγοντες, η αναζωπύρωση των εμπορικών σχέσεων της Αυτοκρατορίας με τη Δύση, η παρακμή των ιταλικών εμπορικών πόλεων και η παραίτησή τους από το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η εσωτερική αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας που επέτρεψε το σχηματισμό τοπικών πασαλικιών και η αργή διείσδυση αυστριακών και ρωσικών επιδράσεων, είχαν σαν αποτέλεσμα την αδιάκοπη μετατόπιση των «εμπορικών δρόμων» και την επαναλειτουργία του οδικού συγκοινωνιακού δικτύου, που ένωνε την Ανατολή με την Κεντρική Ευρώπη και είχε διακοπεί στην Τουρκοκρατία.
Αυτό επέφερε μια σταδιακή μετατροπή των κοινωνικών αιτίων που βρίσκονται στη βάση των αδιάκοπων πληθυσμιακών μετακινήσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη βαλκανική χερσόνησο. Την οικονομική ανασφάλεια, τους πολέμους και τις περιοδικές σκληρύνσεις της οθωμανικής καταπίεσης, τις διαδέχονταν απόπειρες λαϊκών εξεγέρσεων, που αποτελούν την αφετηρία μιας ολόκληρης σειράς μεταναστευτικών ρευμάτων «φυγής», από τα χαρακτηριστικά των πρώτων χρόνων της Pax Ottomanica. Μετά το 1700 θα προστεθούν και τ’ αποτελέσματα του οικονομικού ανοίγματος του Βαλκανικού χώρου στην παγκόσμια αγορά.
Σημαντικά αποτελέσματα προκύπτουν από αυτή τη μεταβολή του χαρακτήρα των πληθυσμιακών μετακινήσεων: Ενώ οι προηγούμενες μεταναστεύσεις είχαν χαρακτήρα μαζικής εκκένωσης των περιοχών που εγκαταλείπονταν, συνεπιφέροντας διαδοχικές αποδιαρθρώσεις του οικονομικού βαλκανικού χώρου, αντίθετα, οι μετακινήσεις πληθυσμών του 18ου αιώνα, στην πλειοψηφία τους συντελέσανε σε μια αυξανόμενη οικονομική ανασύνθεση του αυτού χώρου.
Αποτέλεσμα ήταν να συμβεί μια κάποια οικονομική «απογείωση», αισθητή σ’ ολόκληρη την περιοχή. Η επαναλειτουργία του εμπορίου διηπειρωτικής κλίμακας, σε μια ολοένα και ευρύτερη έκταση, έδωσε νέο προσανατολισμό στις καλλιέργειες, δηλαδή προς εξαγώγιμα προϊόντα που θα κατευθύνονταν σε μια ευρωπαϊκή αγορά που επεκτεινόταν συνεχώς. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε μιαν απαρχή συστηματικών βιοτεχνικών δραστηριοτήτων που προσανατολίζονται επίσης προς την εξαγωγή. Συγκεντρωμένες κυρίως στις ορεινές περιοχές, τόσο η εξαγωγική αγροτική παραγωγή, όσο και η βιοτεχνία που στηριζόταν στα εγχώρια προϊόντα, αποτέλεσαν τη βάση της δόμησης των εμπορευματικών στρωμάτων τα οποία στο σύνολό τους σχεδόν απασχολούνταν με τις εξαγωγές. Αυτός ακριβώς ο προσανατολισμός προς την εξαγωγή σημαδεύει τη γενικότερη ανάπτυξη των νέων αυτών στρωμάτων, στα οποία προστίθεται το δίκτυο των μεταφορέων. Αν πάρουμε υπόψη μας την υποτυπώδη κατάσταση των δρόμων και των μεταφορικών μέσων, η εγκαθίδρυση ενός συστήματος εμπορικών σχέσεων στηρίζεται αναγκαστικά σ’ ένα μόνιμο δίκτυο υποχρεωτικών σταθμών των μεταφορέων και διαμεσολαβητών, σ’ όλο το δρόμο που οδηγούσε από τους τόπους παραγωγής στα καταναλωτικά κέντρα της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης.
Έτσι, η αδιάκοπη πληθυσμιακή μετακίνηση, όχι μόνον δεν αποτέλεσε στοιχείο αποδιάρθρωσης αλλά, αντίθετα, συνετέλεσε άμεσα στη σφυρηλάτηση μιας κοινής εθνικής συνείδησης: Η ελληνική διασπορά των Βαλκανίων, της εγγύς Ανατολής και του εξωτερικού ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός γεωγραφικός κατακερματισμός: αποτέλεσε ένα πάγιο δίκτυο μόνιμης επικοινωνίας, ένα ολοένα συνθετότερο πλέγμα οδών, ανθρώπινων συναλλαγών και κυοφορούμενων συμφερόντων. Με την έννοια αυτή η εγχάραξη της εθνικής συνείδησης δεν προηγήθηκε, αλλά ακολούθησε τη διαδικασία της αποσύνθεσης των τουρκικών περιοχών που κατοικούνταν από μόνιμους ντόπιους πληθυσμούς. Και η ελληνική ιδεολογική κοινότητα, στην εποχή της Ανεξαρτησίας, συγκροτείται με βάση τις νέες μορφές του γεωγραφικού της κατακερματισμού …
  1. Η ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού πραγματώνεται παράλληλα με έναν κατακερματισμό του ελληνόφωνου πληθυσμού στο χώρο, ο οποίος εκφράζεται στο γεωγραφικό του διασκορπισμό. Σε μεγάλο βαθμό, το ελληνικό εθνικό σώμα συγκροτήθηκε από ένα άθροισμα μειονοτήτων που εισχώρησαν στα επικρατούντα εθνικά και γλωσσικά σύνολα. Αν εξαιρέ-σουμε το νοτιότερο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου και τα νησιά, μπορούμε να πούμε πως ο ελληνικός εθνικισμός, από τη στιγμή που εμφανίστηκε με την «αστική» του μορφή, δομήθηκε ιδεολογικά πάνω σε μια ευρύτατη και κατακερματισμένη εδαφική βάση.
  2. Η ιδεολογική ομοιογένεια του ελληνικού εθνικού συνόλου διασφαλίστηκε από τους παραδοσιακούς εκκλησιαστικούς μηχανισμούς, με τη μεσολά-βηση μιας αδιάκοπης πληθυσμιακής μετακίνησης. Αυτή δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη συνεχή επαναδραστηριοποίηση της εθνικής ιδεο-λογίας στους κόλπους τελείως ανομοιογενών πληθυσμιακών συνόλων. Ακριβώς αυτή η μετακίνηση πάλι, είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση διοχέτευση της ευρωπαϊκής αστικής ιδεολογίας στο βαλκανικό χώρο.
  3. Το κοινωνικό στρώμα που υπήρξε ο κύριος φορέας της εθνικής ιδεολογίας, δηλαδή η εμπορευματική αστική τάξη, ήταν ελληνόφωνο και πανβαλκανικό, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την ανερχόμενη αστική τάξη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
  4. Η ελληνόφωνη αυτή τάξη, διέδωσε τον ελληνικό εθνικισμό που χρονικά προηγήθηκε από αντίστοιχα εθνικά κινήματα στους κόλπους άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρα-τορίας.
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 46-50

Λαμβάνοντας υπόψη σας το περιεχόμενο της πιο πάνω πηγής:
α) Να παρουσιάσετε το χαρακτήρα της αδιάκοπης ανακατανομής πληθυσμού στον οθωμανικό χώρο κατά τον 18ο αιώνα.
β) Να αναλύσετε τα αποτελέσματα αυτών των μεταναστεύσεων.
γ) Να τεκμηριώσετε την άποψη ότι «η ελληνική αστική τάξη που εμφανίστηκε δομήθηκε πάνω σε μια ευρύτατη και κατακερματισμένη εδαφική βάση».


2. Αγροτική Έξοδος

Οι χωρικοί της Ρούμελης, της Ηπείρου, του ανατολικού Μωρηά, όλο και πολυπληθέστεροι, εγκαταλείπουν το χωριό και καταφεύγουν στις πόλεις· στην Αθήνα ο πληθυσμός, όπως θα δούμε, δεκαπλασιάζεται μέσα σε ογδόντα χρόνια, από τα 1830 ως τα 1909. Όπως η ζήτηση για τα αδύνατά τους χωράφια είναι μηδαμινή, συχνά μη καταφέρνοντας να ρευστοποιήσουν την αγροτική περιουσία τους, οι οικογένειες χωρίζονται, τα γυναικόπαιδα παραμένουν στο χωριό, ενώ τα αρσενικά μέλη καταφεύγουν για εργασία στις πόλεις και επιστρέφουν μόνο το θέρος και την εποχή της σποράς. Για μια μεταβατική περίοδο που βαστάει κάποτε ολόκληρη γενιά, ο εργάτης ή ο οικιακός υπηρέτης στην Αθήνα ζει ακόμα με το ψωμοτύρι που του στέλνει το χωριό, εξακολουθεί ακόμα να στηρίζεται στο χωριό· η προλεταριοποίηση της οικονομικής αλλά και της ιδεολογικής ύπαρξης του μετατίθεται έτσι για δεκαετίες ολόκληρες …
Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής Τάξης.
Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σσ. 122-123


3. Διαδικασία Αστικής Συγκέντρωσης. Μετανάστευση
Είναι αλήθεια πως ο σχηματισμός των ελληνικών πόλεων (που στην ουσία ήταν ανύπαρκτες την εποχή που δημιουργήθηκε το ελεύθερο βασίλειο), προκύπτει βασικά από τη συρροή των αγροτών στα αστικά κέντρα. Όμως σ’ ολόκληρο το 19ο αιώνα είναι εντελώς αδύνατο να δώσουμε ακριβείς αριθμούς. Αποκαλυπτικό όμως είναι το γεγονός, ότι το 1890 ενώ το σύνολο του αυστηρά αστικού πληθυσμού της χώρας, που περιλαμβάνει τα είκοσι τρία σημαντικότερα αστικά κέντρα, φτάνει τις 404.000 (από τις οποίες οι 190.000 αντιπροσωπεύουν το συνολικό ποσό αύξησης των κατοίκων των πόλεων από το 1853, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικούσαν στο εξωτερικό έφτασε σε 180.000. Ο αριθμός, λοιπόν, των μεταναστών το 1890 είναι της ίδιας τάξεως με το σύνολο της αύξησης του αστικού πληθυσμού σε απόλυτους όρους. Η αύξηση όμως αυτή, περιλαμβάνει και τη φυσική αύξηση του αστικού πληθυσμού: την περίοδο αυτή πρέπει να είναι της τάξεως των 50%. Το τμήμα εκείνο του αστικού πληθυσμού που αυξήθηκε λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης δε θα πρέπει συνεπώς να ξεπερνάει πολύ τις 100.000 κατοίκους. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι το μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό, ήταν αριθμητικά ισχυρότερο από το ρεύμα αστικοποίησης· μ’ άλλα λόγια: περισσότεροι κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας οδηγούνται προς το εξωτερικό, παρά προς τις πόλεις.
……………………………………………………………………………………………………………
Το αποδημητικό ρεύμα κατευθύνεται αρχικά προς την Κωνσταντινούπολη και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.
……………………………………………………………………………………………………………
Όμως οι πληθυσμιακές μετακινήσεις δεν κατευθύνονται μόνο προς την Τουρκία αλλά και προς τη μεσημβρινή Ρωσία, όπου υπήρχαν 600.000 Έλληνες το 1920, και τη Ρουμανία.
……………………………………………………………………………………………………………
Για τις Η.Π.Α. μεταναστεύουν 376.000 κάτοικοι, ενώ 390.000 προστίθενται στον πληθυσμό των αστικών κέντρων στο διάστημα 1889-1920 (εδώ συμπεριλαμβάνεται και η φυσική αύξηση του αστικού πληθυσμού).
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, σσ. 107-108

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των πιο πάνω πηγών (2 και 3) και τις σχετικές πληροφορίες του βιβλίου σας να παρουσιάσετε τα χαρακτηριστικά των μετακινήσεων των αγροτικών πληθυσμών εντός των ορίων της χώρας και προς το εξωτερικό.



4. Όψεις της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια

Στην πραγματικότητα, την εποχή της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, η πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού ζούσε σ’ ένα καθεστώς κλειστής οικονομίας. Άλλωστε, η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε μόνο σταδιακά.
Ο Τίρς (Thiersch) έγραφε το 1830: «Τα ρούχα της φαμελιάς γίνονται στο σπίτι χωρίς καμιά ξένη βοήθεια. Ο χωρικός ετοιμάζει ακόμα και το πετσί που φτιάνει παπούτσια, που τα δένουν ακόμα με τον τρόπο των αρχαίων, ενώ η γυναίκα του και οι κόρες του γνέθουν με το αδράχτι και υφαίνουν το βαμπάκι και το μαλλί, απ’ τα οποία φτιάχνουν κάθε είδους ρούχα. Για τη δουλειά που ο χωρικός δεν μπορεί να την κάνει μοναχός, όπως και για τους φόρους που πρέπει να πληρώσει στο κράτος, τα καταφέρνει με ένα μέρος των προϊόντων του: ο σιδεράς που του φτιάχνει το υνί του αλετριού του και τα άλλα εργαλεία τα γεωργικά, ο ιδιοκτήτης των αλόγων που του αλωνίζουν το στάρι του, ο παπάς που βαφτίζει τα παιδιά του και ευλογεί τους καρπούς του, παίρνουν ο καθένας από τα προϊόντα αυτά ένα μέρος συμφωνημένο προκαταβολικά. Όσο για το κράτος, πρέπει να πληρώσει τη δεκάτη, για όλα του τα προϊόντα, είτε σε στάρι, είτε σε καπνά, είτε σε βαμπάκι. («Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της. – Η Ελλάδα του Όθωνα», Αθήνα 1972, σσ. 302-303, εκδ. Λιψίας 1833, τομ. 1). Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Αμπού διαπιστώνει παρόμοια γεγονότα: «Το νόμισμα είναι είδος τόσο σπάνιο στην ύπαιθρο, που δεν έχει κανείς παρά να συμβιβαστεί μ’ αυτό τον τρόπο είσπραξης (σε είδος)».
Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρείται μια επαναστροφή της ελληνικής υπαίθρου προς μια αυτοκατανάλωση εντονότερη από εκείνη του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Η παρακμή των πρώτων βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων, που αφανίζονται από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, κι αργότερα οι λεηλασίες που έγιναν στην επανάσταση, ανάτρεψαν τις τάσεις που είχαν εκδηλωθεί πριν το 1820. Επιπλέον, η καταστροφή της κοινωνικής και γεωγραφικής ισορροπίας, μετά την ανεξαρτησία, που προκύπτει από τη διείσδυση ενός εξαιρετικά συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος, αποτέλεσε τροχοπέδη για την όποια ανάλογη εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή. Τον πρώτο καιρό της ανεξαρτησίας, η στασιμότητα που χαρακτήριζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Μόνο σταδιακά στάθηκε δυνατό να μεταβληθεί η κατάσταση, με την παρεμβολή νέων παραγόντων. Από το 1850-1860, και 18
κυρίως από το 1875-1880, αρχίζουν να εμφανίζονται μαζικά, καλλιέργειες που προόριζαν τα προϊόντα τους για την αγορά.
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, σσ. 89-90


5. Ο αγροτικός χώρος
Στα χωριά της αυτοκατανάλωσης η τυπική οικονομική μονάδα συγκροτείται από μια αγροτική οικογένεια, την κατοικία και τα μέσα παραγωγής της –αροτριώντα ζώα, συνήθως ένα βόδι, το ησιοδικό, ακόμα ξύλινο, άροτρο, διάφορα μικροεργαλεία τοπικής κατασκευής, δυο-τρία αιγοπρόβατα, λίγα πουλερικά και τη γη, είκοσι ως πενήντα στρέμματα ξερικά για σιτάρι, καλαμπόκι ή σίκαλη, ένα στρέμμα περιβόλι.
Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής Τάξης, σ.120


6.  Τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομίας το 1832
Όπως συνέβαινε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου κατά το 19ο αιώνα η ελληνική οικονομία το 1832 βασιζόταν στην αγροτική κυρίως παραγωγή, η δομή της οποίας δεν είχε εξελιχθεί σημαντικά από τα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Χαρακτηριστικό της οικονομίας (σημ. το 1832) ήταν ο χωρισμός στον τομέα της επιβιώσεως και σε εκείνον της αγοράς. Η οικονομία της επιβιώσεως υπονοεί σχετική αυτάρκεια και ασχολία του ατόμου με ποικιλία παραγωγικών ενεργειών για να εξασφαλισθεί η αυτάρκεια αυτή. Μια οικονομία αγοράς, αντίθετα, προϋποθέτει καταμερισμό εργασίας, εξειδίκευση, και ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών με χρήματα και με το μηχανισμό της προσφοράς και της ζητήσεως. Την εποχή που έφθασε ο Όθων η οικονομία της επιβίωσης ίσχυε στην ενδοχώρα της ηπειρωτικής Ελλάδος, ενώ η πιο εξελιγμένη οικονομία της αγοράς λειτουργούσε στα παράλια και τα νησιά. Το πιο κτυπητό χαρακτηριστικό της οθωνικής οικονομίας ήταν η κατάσταση υπαναπτύξεως στην οποία βρισκόταν. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς, οποιοδήποτε κριτήριο και αν χρησιμοποιήσει για να εκτιμηθεί η κατάσταση της οικονομίας: α) Ο βαθμός αξιοποιήσεως των υπαρχόντων μέσων και πόρων, β) Η σύγκριση με το παρελθόν, γ) Οι δυνατότητες αναπτύξεως που πρόσφερε η πρόοδος της τεχνολογίας στη Δύση. Έτσι η Ελλάς το 1832 αντιμετώπιζε ένα τεράστιο έργο ανασυγκροτήσεως με τις καλές προοπτικές ευοδώσεως που πρόσφεραν οι δυτικοί τρόποι και τις δυσχέρειες που δημιουργούσαν οι αντίξοες εσωτερικές συνθήκες.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, σσ. 94-96.

Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των πιο πάνω πηγών να παρουσιάσετε τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομίας στην Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων.





Πηγές Πανελληνίων
ΕΣΠΕΡ ΕΠΑΝ 2004

Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: α.  Να αιτιολογήσετε την άποψη ότι «η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν  γενικευμένο φαινόμενο». Μονάδες 12.  β. Να αναφέρετε τους λόγους, εξαιτίας των οποίων η Ερμούπολη αναδείχτηκε σε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου.  Μονάδες 12

«Με λίγα λόγια, η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν γενικευμένο φαινόμενο. Για  πολλαπλούς λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία, όλες οι τοπικές αστικές δραστηριότητες  ξολοθρεύονται. Τα μόνα αστικά κέντρα που δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν από τότε, εκτός από την  πρωτεύουσα,  υπήρξαν η Ερμούπολη, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, και τα λιμάνια εξαγωγών. Και στις δυο  περιπτώσεις, οι δραστηριότητές τους συνδέονται με τις οικονομικές σχέσεις που είχε ο ελληνικός χώρος με  το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα αστικά κέντρα μένουν στάσιμα ή παρακμάζουν οριστικά».
(Κ. Τσουκαλάς,  Εξάρτηση και αναπαραγωγή, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1977, σ. 176)