Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Ν. Γλώσσα-Λογοτεχνία Λυκείου. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ. Ορισμός, Περίγραμμα έννοιας, αναλύσεις, κείμενα.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ


Σχετικές έννοιες: Πρότυπα ζωής, Πολιτισμός, Μαζική κουλτούρα, ΜΜΕ, Διαφήμιση Οικονομία, Μόδα, Φυσικό περιβάλλον, Ανθρωπισμός, Παιδεία, Πνευματικοί άνθρωποι, κ.ά.

Ορισμός
Με τον όρο καταναλωτισμό προσδιορίζουμε την τάση της αλόγιστης απόκτησης υλικών αγαθών.

Περίγραμμα έννοιας

- Η κατανάλωση των αγαθών που παράγονται από την ανθρώπινη εργασία για την εξυπηρέτηση βιολογικών και άλλων αναγκών αποτελεί μια βασική παράμετρο της λειτουργίας των κοινωνιών.
- Η ενέργεια αυτή βρίσκεται στη βάση της παραγωγικής διαδικασίας και κατά συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης.
- Η ζήτηση προϊόντων είναι κίνητρο για την ανθρώπινη επινοητικότητα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση δημιουργικών δυνάμεων. Έτσι, προκύπτουν καινούργιες τεχνικές που συνεπιφέρουν την επιστημονική ανέλιξη αλλά και τη βελτίωση των όρων της καθημερινής ζωής.
- Οι καταναλωτικές παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, είναι κοινωνίες σε διαντίδραση· επικοινωνούν, γνωρίζονται, αλληλοεξαρτώνται.

Ο πιο πάνω κατάλογος θα μπορούσε να μακρύνει, μιας και ο καταναλωτισμός περιγράφει την ουσία της οικονομικής ανάπτυξης του νεότερου κόσμου. Όμως, η κατανάλωση υλικών αγαθών έχει υπερβεί κάθε λογική και μέτρο τις τελευταίες δεκαετίες. Στη βάση αυτή βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβάνονται το σύνολο του κόσμου οι άνθρωποι. Ο σημερινός πολιτισμός είναι απόλυτα υλιστικός, κάτι που χρωματίζει και τον τρόπο σκέψης. Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτισμός:

- Υπονομεύει βασικές ηθικές και πνευματικές αξίες. Η αναζήτηση της ευτυχίας, της πνευματικής και ηθικής δηλαδή ολοκλήρωσης στην άμετρη κτήση και απόλαυση υλικών αγαθών δημιουργεί μια καινούργια ατομοκεντρική κοσμοθεωρία. Η ατομική ολοκλήρωση αποκλείει τον συνάνθρωπο, εξοβελίζει την ηθική συμπεριφορά, τον σεβασμό σε κανόνες και αρχές που στηρίζουν την κοινωνική συνύπαρξη.
- Η εστίαση στο ατομικό συμφέρον ενισχύει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, υπονομεύοντας έτσι βασικές αρχές της δημοκρατίας, όπως είναι η ισονομία, η κοινωνική αλληλεγγύη, το κράτος δικαίου.
- Αλλοιώνει τον ανθρωποκεντρικό και προοδευτικό χαρακτήρα της τέχνης, μέσα από την επιβολή συγκρητιστικών προτύπων μαζικής κουλτούρας, που δεν σέβονται την εθνική ταυτότητα αλλά και τις ιδιαίτερες αναζητήσεις.
- Αποτελεί πραγματική απειλή για το φυσικό περιβάλλον, αφού η ανεξέλεγκτη άντληση πόρων ανοίγει τον ορίζοντα σε δυσοίωνες προοπτικές για τη βιωσιμότητά του.

Με δεδομένο ότι ο καταναλωτισμός συνδέεται στενότατα με τον τρόπο οργάνωσης της ανθρώπινης συλλογικής δραστηριότητας στους νεότερους χρόνους, δεν θα πρέπει να δαιμονοποιείται ως πρακτική. Αυτή είναι μια στείρα προσέγγιση που δεν δίνει λύση στις αρνητικές συνέπειες από τον μονόπλευρο προσανατολισμό του σύγχρονου ανθρώπου στον υλικό κόσμο. Είναι επίσης δεδομένο ότι θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να μεταβληθεί άρδην το υλιστικό πρόσημο του σημερινού πολιτισμού. Βασική διέξοδος στο αδιέξοδο αυτό είναι η ενίσχυση της πνευματικής διάστασης του ανθρώπου· η ανάδειξη των ανθρωποκεντρικών χαρακτηριστικών και όχι των ατομοκεντρικών.

- Η ενίσχυση της ανθρωπιστικής παιδείας στο σχολείο θα μπορούσε να συνεισφέρει πολλά· η καινούργια γενιά πολιτών αυτού του κόσμου, μεγαλωμένη με προσήλωση στις αξίες της αλληλεγγύης, του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, της συλλογικότητας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού προς το φυσικό περιβάλλον, θα συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο της σημερινής υλικής μονομέρειας και της παραβίασης του μέτρου και της λογικής. Τα φιλοσοφικά και πνευματικά διδάγματα για την αρμονία και την προτεραιότητα του πνευματικού έναντι του υλικού δείχνουν ότι η διαταραγμένη ισορροπία ανάμεσα στα δυο μόνο κακά προξεί.
- Η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των νέων, με την ανάδειξη των επικίνδυνων για το κλίμα αδιεξόδων, δεν μπορεί παρά να φέρει μια εντελώς καινούργια αντίληψη στη διαχείριση των φυσικών πόρων.
- Η ανάδειξη των κλασικών ιδεωδών του αθλητισμού θα δώσει υγιείς διεξόδους, μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στον επορευματοποιημένο αθλητισμό.
- Αυτονόητη είναι και η ευεργετική προφυλακτική δράση της κριτικής σκέψης των νέων απέναντι στην προβολή μαζικών προτύπων από τα ΜΜΕ. Τα πρότυπα αυτά είναι καλά σχεδιασμένα και συναντούν εμπόδια μόνο απέναντι σε σκεπτόμενους πολίτες.


Ιστορικό πλαίσιο του καταναλωτισμού

Η βελτίωση των όρων διαβίωσης συνδέθηκε πάντοτε με την τάση απόκτησης υλικών αγαθών, αρχικά για την εξυπηρέτηση άμεσων αναγκών (διατροφή, ένδυση, στέγαση, μετακίνηση, κ.λπ.) και σταδιακά για την ικανοποίηση αισθητικών και πνευματικών απαιτήσεων. Η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών συνεπέφερε και τη μεταβολή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, στο θέμα της διαχείρισης των υλικών αγαθών. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και πολλούς αιώνες.
Ο καταναλωτισμός δηλαδή δεν αποτελεί προνόμιο της νεότερης εποχής, απότοκο της επικράτησης του υλικού πολιτισμού, ως απόρροια των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού και των ανατροπών που έφερε η Βιομηχανική επανάσταση στην κοινωνική, οικονομική και πνευματική οργάνωση. Η τάση του ανθρώπου να υπερεκτιμά την ύλη είναι πανάρχαια, γι' αυτό και οι σημαντικότερες θρησκείες αλλά και τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα της αρχαιότητας τονίζουν την προτεραιότητα του πνευματικού έναντι του υλικού.
Βέβαια, ο καταναλωτισμός κυριάρχησε ως στάση ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες μεταπολεμικές δεκαετίες με την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την οικονομική εκτόξευση της λεγόμενης μεσαίας τάξης. Η ανάγκη των μεταπολεμικών κοινωνιών να αφήσουν πίσω τους τις αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις συνέπεσε με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, η δυνατότητα κτήσης αγαθών που διευκόλυναν την καθημερινότητα έγινε τρόπος ζωής. Αυτοκίνητα, ηλεκτρονικές συσκευές, άνετα ρούχα, κάθε είδους τρόφιμα και ποτά, έδιναν μια διαφορετική αντίληψη για την ευημερία και για το νόημα της ζωής.
Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς, η τεχνολογική επανάσταση του διαδικτύου όχι μόνο ευνόησαν την τάση αυτή, αλλά και την εκτόξευσαν, αφού ο καταναλωτισμός δημιούργησε μια πρωτοφανή κινητικότητα κεφαλαίων και ανθρώπων. Η επικράτηση της παγκοσμιοποίησης ως φαινόμενο που επηρεάζει καθολικά την οργάνωση και εξέλιξη του κόσμου μετέτρεψε τον καταναλωτισμό σε φρενίτιδα. Η απώλεια κάθε ελέγχου και μέτρου, μοιραία, προκάλεσε και προκαλεί σημαντικές παρενέργειες σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης: οικονομία, πολιτική οργάνωση, παιδεία, πολιτισμό, περιβάλλον. Αυτό είναι ευνόητο, αφού ο καταναλωτισμός αποτελεί κεντρικό πυλώνα της σημερινής ανθρωπότητας.


Η καταναλωτική κοινωνία

Στις δυτικές κοινωνίες το σύστημα της κατανάλωσης επηρεάζει όλο το πολιτισμικό σύστημα. Επικρατεί η λογική του πόθου και όχι της ανάγκης. Η λειτουργία του αντικειμένου, του προϊόντος δηλαδή, βασίζεται στη συμβολική, ανταλλακτική και σημασιολογική του αξία και όχι στη χρηστική. Το αντικείμενο με άλλα λόγια, ορίζεται σύμφωνα με την ιδέα και τα νοήματα και όχι με την αξία χρήσης του. Σύμφωνα με τον γνωστό γάλλο κοινωνιολόγο J. Baudrillard, η σημερινή εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται εποχή της κατανάλωσης, είναι η ιστορική κατάληξη ολόκληρης της διαδικασίας της παραγωγικότητας που ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και επιταχύνθηκε με την επικράτηση του καπιταλισμού, είναι η εποχή της ριζικής αλλοτρίωσης του ανθρώπου.
Στη βάση της πιο πάνω τοποθέτησης βρίσκεται η διαπίστωση ότι στη σημερινή κοινωνία καθετί είναι εμπόρευμα, ικανό να πουληθεί και να αγοραστεί, γι' αυτό και μιλάμε για μια καθολική αλλοτρίωση. Για να φτάσουμε στο σημείο αυτό, προηγήθηκε η εμπέδωση της μαζικής παραγωγής προϊόντων που ξεκίνησε τη δεκαετία του '20 και κορυφώθηκε της δεκαετία του '60. Στη μαζική παραγωγή και κατ΄επέκταση στη μαζική κατανάλωση των υλικών αγαθών καθοριστικός ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ και της διαφήμισης μέσω κυρίως της τηλεόρασης αλλά και του κινηματογράφου.


Προεκτάσεις του καταναλωτισμού

Πέρα από το οικονομικό πεδίο σε όλες του τις μορφές, ο καταναλωτισμός, ως κυρίαρχη στάση ζωής των ανθρώπων των δυτικών κοινωνιών, επηρέασε όλους τους τομείς της ατομικής και συλλογικής δράσης.
Πιο συγκεκριμένα, στην τέχνη έκαναν την εμφάνισή τους και κυριάρχησαν μορφές μαζικής έκφρασης με αρνητικό πρόσημο, πολιτιστικά προϊόντα δηλαδή που αντί να βελτιώσουν τις πνευματικές επιδόσεις υπονόμευσαν την πολιτισμική ανέλιξη.
Φυσικά, ο αρνητικά κομβικός ρόλος των ΜΜΕ στην επικράτηση του καταναλωτισμού έγινε πιο συστηματικός και επεκτατικός, με ρογράμματα που αδιαφορούν για την προαγωγή ανθρωπιστικών αξιών.
Ακόμη και δράσεις όπως ο αθλητισμός δεν έμειναν έξω από την επιρροή του καταναλωτικού μοντέλου. Είναι εμφανής η πλήρης εμπορευματοποίηση του αθλητικού ιδεώδους, με αρνητικές προεκτάσεις την επικράτηση του αθέμιτου ανταγωνισμού και της βίας.
Αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν πληγεί βαθύτατα, αφού η μανία για την κτήση και την κατανάλωση ευνοεί την ανάπτυξη του εγωισμού, της ιδιοτέλειας, της αποβολής κάθε ηθικής αξίας, ενώ και οι συλλογικές αξίες έχουν υποχωρήσει προς όφελος της ατομικής επικράτησης.
Κατ΄επέκταση, οι συλλογικές πολιτικές δράσεις δεν στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του ομαδικού συμφέροντος, με σαφείς τις αρνητικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Δεν προκαλεί απορία που η κοινωνική αλληλεγγύη έδωσε τη θέση της στην αποξένωση. Έτσι, ο εθελοντισμός, μια έννοια αυτονόητη κάποτε, συνώνυμη της κοινωνικής αλληλεγγύης, επανακάμπτει με δυσκολίες.


Ο καταναλωτισμός είναι πολιτισμική στάση.  Επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.
Η κριτική του πολιτισμού της κατανάλωσης από τον Κορνήλιο Καστοριάδη


"Δεν υπάρχει μόνο η μη αντιστρεπτή κατασπατάληση του περιβάλλοντος και των μη ανανεώσιμων πόρων. Υπάρχει, επίσης, η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων, που μετασχηματίζονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά ζώα, σε αποκτηνωμένους τηλεθεατές του ζάπινγκ"

"Με δεδοµένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανοµής των πόρων µεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, την αδυναµία να συνεχίσει το σύστηµα τη σηµερινή του πορεία, το απαιτούµενο είναι µια νέα δυναµική πραγµατικότητα που η σηµασία της δεν µπορεί να συγκριθεί µε τίποτε άλλο στο παρελθόν. Αναφέροµαι σε µια πραγµατικότητα που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σηµασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης και στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα µπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο.
Αυτό θα απαιτούσε, φυσικά, µια αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσµών, των εργασιακών, των οικονοµικών, των πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων. Ένας τέτοιος προσανατολισµός, όµως, απέχει ανυπολόγιστα από τα όσα σκέπτονται και, ίσως, από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήµερα. Αυτή είναι η µεγάλη δυσκολία που πρέπει να αντιµετωπίσουµε.
Θα έπρεπε, σκέπτοµαι, να θέλουµε µια κοινωνία στην οποία οι οικονοµικές αξίες θα έχουν παύσει να κατέχουν κεντρική θέση, όπου η οικονοµία θα έχει ξαναµπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό µέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία, εποµένως, θα έχουµε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς µια συνεχώς αυξανόµενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο, για να αποφύγουµε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως, για να βγούµε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων. Θα έπρεπε, ακόµα, από εδώ και εµπρός οι άνθρωποι (µιλάω για τις πλούσιες χώρες) να δεχτούν ένα αξιοπρεπές αλλά λιτό βιοτικό επίπεδο και να παραιτηθούν από την ιδέα ότι ο κεντρικός στόχος της ζωής τους είναι να αυξάνεται η κατανάλωσή τους κατά 2 µε 3% το χρόνο. Για να το δεχτούν αυτό, θα έπρεπε κάτι άλλο να δίνει νόηµα στη ζωή τους. Αυτό το άλλο είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροϊόντων.
Η ανάπτυξη, βέβαια, των ανθρώπων αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροϊόντων θα απαιτούσε µιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να παύσει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου˙ µιαν αληθινή δηµοκρατία που θα συνεπαγόταν τη συµµετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων˙ µιαν άλλη οργάνωση παιδείας, ώστε να διαπλάθονται πολίτες ικανοί «να άρχουν και να άρχονται βάσει των νόµων» σύµφωνα µε τη θαυµάσια έκφραση του Αριστοτέλη.
Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν τεράστια προβλήµατα. Προβλήµατα µεγάλης δυσκολίας που όµως, κατά τη γνώµη µου, µπορούν να λυθούν, µε την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δηµιουργία λύσεων, αντί να προβληµατίζεται για το πότε θα µπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση. Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουµε µπροστά µας και η τραγωδία της εποχής µας είναι ότι η ανθρωπότητα δεν νοιάζεται γι’ αυτά. Πόσον καιρό ακόµα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις µαταιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονοµάζουµε εµπορεύµατα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους - οικολογική για παράδειγµα - θα προκαλέσει άραγε µια βίαιη αφύπνιση ή µήπως την εµφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δεν µπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήµατα.
Εκείνο, πάντως, που µπορούµε να πούµε, είναι ότι όλοι όσοι έχουν συνείδηση του σοβαρού χαρακτήρα των ζητηµάτων πρέπει να προσπαθήσουν να µιλήσουν, να ασκήσουν κριτική σ’ αυτή την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο, να ξυπνήσουν τη συνείδηση των συµπολιτών τους.
(Η Άνοδος της ασηµαντότητας)


Η ...μόδα του κατανάλωσης


"Τα ψέματα περί αειφορίας της βιομηχανίας της μόδας

Tο σημερινό αποτύπωμα άνθρακα της βιομηχανίας της μόδας είναι πάνω από το 8% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μεγαλύτερο και από αυτό που προκαλούν όλες οι διεθνείς μετακινήσεις.
«Οι μεγάλες εταιρείες λιανικής πώλησης ενδυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο δεν επιδιώκουν να αλλάξουν το θεμελιώδες επιχειρησιακό μοντέλο τους ή να δημιουργήσουν κουλτούρα αειφορίας. Αυτό θα απαιτούσε την εκ νέου λειτουργία ολόκληρης της επιχειρηματικής δομής τους» (Ανίκα Κοσλόβσκι, επίκουρη καθηγήτρια Μόδας).
Η παραγωγή ειδών ένδυσης υπερδιπλασιάστηκε από το 2000 έως το 2014. Ο μέσος καταναλωτής αγόρασε 60% περισσότερα ενδύματα το 2014 σε σχέση με το 2000, αλλά κράτησε κάθε ρούχο τον μισό χρόνο. Η κατανάλωση ενδυμάτων αναμένεται να αυξηθεί κατά 63% τα επόμενα 10 χρόνια. Και λιγότερο από το 1% όλων των ρούχων που παράγονται παγκοσμίως ανακυκλώνεται. Με αριθμούς παραγωγής όπως αυτοί, μπορούν οι μεγάλες φίρμες της «ταχείας μόδας» να ισχυρίζονται ότι ακολουθούν πρακτικές αειφορίας;
Πρόσφατα, η εταιρεία ένδυσης Zara ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει την αειφορία σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί για την παραγωγή των ενδυμάτων της.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Ανίκα Κοσλόβσκι, επίκουρη καθηγήτρια Μόδας, Δεοντολογίας και Αειφορίας στη Σχολή Μόδας στο Πανεπιστήμιο Ράιερσον, η Zara δεν μπορεί να μιλάει για αειφορία. Ως η μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής της αποκαλούμενης «ταχείας μόδας» στον κόσμο παράγει περίπου 450 εκατομμύρια ενδύματα ετησίως και κυκλοφορεί 500 νέα σχέδια την εβδομάδα, περίπου 20.000 ετησίως.
Το μοντέλο της «ταχείας μόδας» της Zara -όπου σχεδιαστές και κατασκευαστές ρούχων αλλάζουν τις συλλογές τους συνεχώς, χρησιμοποιώντας φτηνά υλικά και εργατικά χέρια- ήταν τόσο επιτυχημένο που ενέπνευσε ολόκληρη τη βιομηχανία να παράγει έναν πρωτοφανή αριθμό ενδυμάτων όλο τον χρόνο.

Αλληλοσυγκρουόμενες πρακτικές
Οπως γράφει η Κοσλόβσκι στον ιστότοπο Conversation, το επιχειρηματικό μοντέλο της ταχείας μόδας είναι αντίθετο στην αειφορία. Κάποιες από τις εταιρείες «ταχείας μόδας» αναφέρουν ότι στις πρακτικές τους περιλαμβάνεται η ανακύκλωση. Ωστόσο, ακόμη και αν τα ενδύματα συλλέγονται στο κατάστημα, δεν υπάρχουν οι δυνατότητες ανακύκλωσης ενδυμάτων στην κλίμακα που απαιτείται για τους τρέχοντες ρυθμούς παραγωγής. Εξάλλου, συνήθως είναι πιο ενεργοβόρο το να ανακυκλώσεις από το να παράξεις νέα προϊόντα.
Η πρακτική που ανέδειξε πρόσφατα η Zara αφορά τη χρησιμοποίηση αποκλειστικά βιώσιμων υφασμάτων. Ωστόσο, η μετάβαση σε βιώσιμα υφάσματα, ενώ συνεχίζεται η παραγωγή ρούχων με το μοντέλο της «ταχείας μόδας», δεν μπορεί να καταστήσει μια εταιρεία αειφορική. Επιπλέον, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούν 100% βιώσιμο ύφασμα.
Τα υφάσματα απαιτούν τεράστια ποσότητα ενέργειας και φυσικών πόρων για να παραχθούν και αυτό που ισχύει είναι ότι τα βιώσιμα υφάσματα είναι λιγότερο επιβλαβή, καθώς μειώνονται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους.
Η Κοσλόβσκι ξόδεψε πολύ χρόνο διαβάζοντας εκθέσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που έχουν εκδώσει οι μεγαλύτερες φίρμες ένδυσης και λαμβάνοντας συνεντεύξεις από μικρές επιχειρήσεις για να διαπιστώσει πώς προσεγγίζουν την αειφορία. Οπως αναφέρει, η μεγαλύτερη σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο οντοτήτων είναι η κουλτούρα.
Οι μικρές φίρμες επικεντρώνονται στη δημιουργία μιας κουλτούρας βιωσιμότητας με την παραγωγή λιγότερων προϊόντων από την αρχή. Χρησιμοποιούν στρατηγικές όπως την παραγωγή μέσω παραγγελιών και, έτσι, δεν παράγουν περισσότερα από όσα πωλούν. Και το αυτό κάνουν επειδή τα απόβλητα αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες τους.
Επίσης, τα είδη ένδυσης που παράγουν είναι υψηλής ποιότητας, εξασφαλίζοντας ανθεκτικότητα και μακροζωία ώστε τα ρούχα να διαρκούν πολύ καιρό, και επιδιορθώνουν τα ρούχα, έτσι ώστε να αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Η πιο σημαντική διαφορά είναι ότι οι περισσότερες μικρές μάρκες επιλέγουν να μην ακολουθήσουν το εποχικό ημερολόγιο που εφαρμόζει η μόδα. Αντ’ αυτού, παράγουν όσο απαιτείται. Αυτό είναι εντελώς αντίθετο από τον τρόπο που λειτουργούν οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι μεγάλες εταιρείες λιανικής πώλησης ενδυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο δεν επιδιώκουν να αλλάξουν το θεμελιώδες επιχειρησιακό μοντέλο τους ή να δημιουργήσουν κουλτούρα αειφορίας. Αυτό θα απαιτούσε την εκ νέου λειτουργία ολόκληρης της επιχειρηματικής δομής τους, επισημαίνει η Κοσλόβσκι.

Εταιρική ανευθυνότητα
Η ανάπτυξη του μοντέλου «ταχείας μόδας» που χρησιμοποιείται από όλες τις μεγάλες εταιρείες βασίζεται στην απεριόριστη ανάπτυξη και στην κατανάλωση μιας χρήσης. Τα εταιρικά σήματα και οι έμποροι λιανικής παρέχουν στατιστικές σχετικά με τις μειώσεις των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων στις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Σε αντίθεση με τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις, οι εκθέσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης είναι εθελοντικές και δεν επαληθεύονται από κάποιον ανεξάρτητο αξιολογητή. Επίσης, ο τρόπος που μετρούν τις βελτιώσεις τους δεν είναι σταθερός ή τυποποιημένος. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές δεν μπορούν να συγκρίνουν τη μία εταιρεία με την άλλη.
Οι ετήσιες οικονομικές εκθέσεις συνήθως περιλαμβάνουν φιλόδοξους στόχους για ανάπτυξη και επέκταση. Για παράδειγμα, η H&M άνοιξε 145 νέα καταστήματα φέτος και έχει επεκταθεί σε τέσσερις νέες αγορές: την Ουκρανία, το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Inditex, η μητρική εταιρεία της Zara, αναμένεται να ανοίξει 300 νέα καταστήματα φέτος και να ξεκινήσει πωλήσεις στο διαδίκτυο στο Ντουμπάι, την Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Ισραήλ, τον Λίβανο, το Μαρόκο, τη Σαουδική Αραβία, τη Σερβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οπως γίνεται φανερό, η «ταχεία μόδα» εξακολουθεί να εξάγει τον δυτικό καταναλωτισμό στον Παγκόσμιο Νότο, κάτι που θα μπορούσε να έχει καταστροφικές για το περιβάλλον συνέπειες. Ομως, οι νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές οικονομίες απαιτούν συνεχή κατανάλωση και καθορίζουν την επιτυχία μέσω της ανάπτυξης, αντιλήψεις που αντιβαίνουν την αειφορία.
Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που το σημερινό αποτύπωμα άνθρακα της βιομηχανίας της μόδας είναι πάνω από το 8% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μεγαλύτερο και από αυτό που προκαλούν όλες οι διεθνείς μετακινήσεις.

Τάσος Σαραντής, ΕΦΣΥΝ, 05/08/2019




Ηθική μόδα

"Η µόδα ως πολυεθνικός φορέας δηµιουργίας, ταυτότητας και πολιτισµού λειτουργεί καταλυτικά στη διαμόρφωση της ζωή μας. Η πλειονότητα δεν βλέπει τον κόσμο να προχωρά μέσα από τα προστάγματα του συστήματος της μόδας. Μέσα από την αντίληψη «το νέο για το νέο», καλλιτεχνικές δημιουργίες και «επαναστάσεις» δημιουργήθηκαν –πολύ προσοδοφόρες οικονομικά– και διαδέχονταν η μια την άλλη χάρη του νεωτερισμού, και της αντίληψης ότι «είναι καλό γιατί είναι καινούργιο» (Κ. Καστοριάδης). Έτσι, αναπτύχθηκε μια ακόρεστη παραγωγική αλυσίδα, µε σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον άνθρωπο.
Όλα θυσιάζονται στον βωμό της κατανάλωσης. Φτάσαμε να καταναλώνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Γιατί το να γίνεις από πολίτης καταναλωτής απαιτεί να γίνεις οπαδός μιας ιδεολογίας, με ένα άλλο αξιακό σύστημα στο οποίο το προηγούμενο δεν έχει θέση. Φτάσαμε στα όρια μιας εμπειρίας, ατομικά και συλλογικά, για να επανεκτιμήσουμε τα πράγματα. Να ξαναδούμε όλα αυτά τα οποία συλλήβδην απεμπολίσαμε για χάρη του εκσυγχρονισμού και σήμερα φτάσαμε να συζητάμε για την ηθική διάσταση του ρούχου. Την ηθική, που έχει σχέση με την ύλη που κατασκευάζονται τα ρούχα, ανακυκλώσιμη ή μη, και τις συνθήκες παραγωγής, που έχουν σχέση με την παιδική εργασία και τις αμοιβές. Αυτές οι διοργανώσεις και δράσεις μπορούν να γίνουν αφορμή για έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με το φυσικό και κοινωνικό μας περιβάλλον...
Η «ηθική μόδα δεν είναι πια trend. Είναι ένα παγκόσμιο κίνημα». Η ηθική όμως σε όλα τα επίπεδα έχει κόστος. Η δυσκολία για την αλλαγή αγγίζει τα όρια του ανέφικτου γιατί απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας. Θέλει πολύ δουλειά για να φτάσουμε σε μια καθηµερινότητα που θα χαρακτηρίζεται από µηδενικά απορρίµµατα, και είμαστε πολύ μακριά από τα θέματα της συνειδητής κατανάλωσης και της βιώσιµης πολυτέλειας. Αν σήμερα η κυκλική οικονομία και η βιώσιμη ανάπτυξη είναι στην αιχμή των διεθνών συζητήσεων και αναζητήσεων, για τον παραδοσιακό κόσμο αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιβίωσε, λειτούργησε και δημιούργησε. Ο φόβος μπροστά στη δύναμη της φύσης τον είχε οδηγήσει σε μία σχέση σεβασμού με αυτήν, που ήταν σύμμαχός του αλλά και εχθρός του. Σήμερα, παρά τη γνώση για την επικείμενη οικολογική καταστροφή, ούτε ο φόβος υπάρχει...

(Από την εισήγηση της Αγγελικής Γιαννακίδου στο πλαίσιο του 2ου Athens Fashion Film Festival «When Ethics Meet Aesthetics»)


Καταναλωτισμός. Μια πραγματικότητα

"«Η οικονομική μεγέθυνση»... ο κύριος δείκτης μιας κοινωνίας που λειτουργεί όπως θα έπρεπε, στην καταναλωτική κοινωνία θεωρείται ότι εξαρτάται όχι τόσο από την «παραγωγική δύναμη του έθνους» (υγιής και πολυάριθμη εργατική δύναμη, γεμάτα δημόσια ταμεία και τολμηρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες των κατόχων κεφαλαίου και των διευθυντών) όσο από το ζήλο και την ευρωστία των καταναλωτών της. Ο ρόλος που κάποτε διαδραμάτιζε η εργασία αναφορικά με τη διασύνδεση των ατομικών κινήτρων, την κοινωνική ενσωμάτωση και τη συστημική αναπαραγωγή έχει τώρα ανατεθεί στην καταναλωτική δραστηριότητα...
Η σύγχρονη παγκόσμια τάση οδηγεί «τις οικονομίες προς την παραγωγή του εφήμερου, του ευμετάβλητου... Είτε χρησιμοποιούνται για διαρκή είτε για στιγμιαία κατανάλωση, τα καταναλωτικά αγαθά δεν προορίζονται, εξ ορισμού, να διαρκέσουν για πάντα... Τα καταναλωτικά αγαθά προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και να εξαφανιστούν. Η ιδέα της προσωρινότητας και της μεταβατικότητας είναι εγγενής στην ίδια την κατηγοριοποίησή τους ως αντικειμένων κατανάλωσης: τα καταναλωτικά αγαθά έχουν γραμμένο επάνω τους memento mori, ακόμα και με αόρατο μελάνι...
Η εκπλήρωση του λειτουργήματος του καταναλωτή σημαίνει μεγαλύτερο αριθμό επιλογών, ανεξάρτητα εάν αυτό συνεπάγεται και περισσότερη κατανάλωση. Τ ο να ενστερνιστείς τον τρόπο ζωής του καταναλωτή σημαίνει πρωτίστως ότι είσαι ερωτευμένος με την επιλογή. Μόνο σε ένα δεύτερο και όχι ιδιαίτερα απαραίτητο επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι καταναλώνεις περισσότερο".

(Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Μεταίχμιο, σελ. 84-92)



Η εσωτερική αυτάρκεια ως αντίδοτο της πλεονεξίας και του καταναλωτικού πνεύματος της εποχής μας


«Πλεονεξία μέγιστον ανθρώποις κακόν», έλεγαν οι αρχαίοι. Και τούτο εί­ναι αληθινό γιατί ο πλεονέχτης μοιάζει μ' ένα τεράστιο απύθμενο πιθάρι. Έχει τη σφαλερή αντίληψη ότι γίνεται πλούσιος με τη συσσώρευση υλι­κών αγαθών και αγνοεί τη μεγάλη αλήθεια ότι ο πλούτος βρίσκεται στην εσωτερική αυτάρκεια και στην ελαχιστοποίηση των αναγκών του.
«Πλουσιώτερος ο ελαχίστοις αρκούμενος- αυτάρκεια φύσεως γαρ πλούτος», δίδασκε ο Σωκράτης. Και γι' αυτό κάποτε ο σοφός δάσκαλος, απευθυνόμενος σε κάποιον, που ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τη συσσώ­ρευση υλικών αγαθών, τον μάλωσε αυστηρά και του σύστησε να μην προσπαθεί να αυξήσει την περιουσία του αλλά να μειώσει την επιθυμία του.
Πραγματικά, όσο αυξάνονται οι επιθυμίες του ανθρώπου, τόσο αισθά­νεται εντονότερη την έλλειψη των υλικών αγαθών. Αυτό δικαιώνει από­λυτα κάτι που με πολύ σοφία έλεγαν οι παλαιοί: φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα αλλ' αυτός που επιθυμεί πολλά.
Ας μη μας εξαπατά η αίσθηση της επάρκειας. Ποτέ η αφθονία των αγαθών δε θα κορέσει την ψυχή ενός άπληστου. Αυτός είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί, όσα αγαθά κι αν απολαύσει. Γι' αυτό, προσφυέστατα, παρομοιάζεται με αδηφάγο[1] όρνεο.
Αντίθετα, αν ο άνθρωπος χαλιναγωγήσει τις ορέξεις του και περιορίσει τις επιθυμίες του, θα λυτρωθεί από πιεστικές, κατά τη γνώμη τον, ανάγκες. Θ' απαλλαγεί από την έλξη των υλικών αγαθών και θα είναι πραγματικά πλούσιος. Χαραχτηριστική η περίπτωση του πάμφτωχου Σωκράτη, που όταν έβλεπε την αφθονία των αγαθών στην αγορά των Αθηνών συνήθιζε να λέει: «Πόσο πλούσιος είμαι που δεν τα έχω ανάγκη».
Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι μόνο πραγματικά πλούσιος είναι και αληθινά ελεύθερος. Γιατί η χειρότερη φυλακή του ανθρώπου είναι οι ανάγκες του. Σε μια τέτοια φυλακή βρίσκεται κλεισμένος ο σημερινός άνθρωπος. Ζει σε μια κοινωνία απληστίας που ευφημιστικά[2]ονομάσαμε Κοινωνία της Αφθονίας. Ποτέ ο άνθρωπος δεν απόλαυσε τόσα όσα απολαμβάνει σήμερα, μα ποτέ δεν ήταν τόσο ανικανοποίητος όσο σήμερα. Ζει τη φτώχεια του πλούτου. Ο κατακλυσμός των υλικών αγαθών τού έφερε ηθική ναυτία και ψυχική αδηφαγία. Ζει για να καταναλώνει και δεν καταναλώνει για να ζει.
Οι μηχανισμοί παραγωγής τεχνητών αναγκών, όπως η διαφήμιση, τον μεταμόρφωσαν σ' ένα ακόρεστο καταναλωτικό ον. Όλη τη δραστηριότητά του απορροφούν οι καταναλωτικές του ανάγκες. Αγοράζει συνεχώς, πιστεύοντας ότι λυτρώνεται από τα δεσμά της ανάγκης και χωρίς να το καταλαβαίνει γίνεται δέσμιος νέων αναγκών. Γιατί η καταναλωτική μανία μοιάζει με τη Λερναία Ύδρα, που όταν ο Ηρακλής της έκοβε ένα κεφάλι στη θέση του φύτρωναν δύο.
Έτσι οδηγηθήκαμε σ' έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο μπορούμε να ξεφύγουμε μόνο με την εσωτερική μας αυτάρκεια, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να στραφούμε προς τον εσωτερικό μας κόσμο, για ν' ασχοληθούμε περισσότερο με το πνεύμα μας, ώστε να μη γινόμαστε δούλοι αναγκών που δεν είναι απόλυτα αναγκαίες. Αίτημα του καιρού μας είναι μια ζωή με ποιότητα. Αυτό μπορεί να γίνει εφικτό, αν λυτρώσουμε τον εαυτό μας από τη μανία για ποσότητα.
Θα ήταν βέβαια παράλογο ν' αρνηθούμε τη σημασία του πλούτου και των άλλων υλικών αγαθών. Ο ασκητισμός μπορεί να λειτουργεί σαν εξαίρεση μα όχι σαν κανόνας της κοινωνικής ζωής. Η χρήση του μέτρου μπορεί ν' αποτελέσει τη χρυσή τομή και για την απόκτηση και για την απόλαυση των υλικών αγαθών.
[1]Αδηφάγος: Αχόρταγος. Άδην (επίρρ). = αρκετά, μέχρι κορεσμού.
[2]Ευφημισμός: Η χρησιμοποίηση ευοίωνης αντί δυσοίωνης λέξης (π.χ. γλυκάδι αντί για ξίδι). Ο ευφημισμός ξεκινάει από την πρόληψη πως κάτι κακό εξευμενίζεται ή αποτρέπεται, όταν του δώσουμε καλή ονομασία.

(Σαράντος Καργάκος)




Γεννήθηκα για να 'χω τόσα

ΓΎΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ' ένα
στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά,
ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου
που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντίκρυ στον τοίχο της
μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα
δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω
αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η
καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' άσπρα
και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να
παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο
σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο.
Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά
θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού
υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να
της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

(Οδυσσέας Ελύτης
Από τη συλλογή του
«Ο μικρός Ναυτίλος»)






Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 1.3. Η διεπιστημονική προσέγγιση. Σχεδιάγραμμα, ερμηνευτικά σχόλια.

1.3. Η διεπιστημονική προσέγγιση

(κείμενο βιβλίου, σελ. 24)

Οι κοινωνικές επιστήμες (κοινωνιολογία, οικονομία, ιστορία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία κτλ.) προσπαθούν με τις επιστημονικές μεθόδους - που διαθέτει, η καθεμιά- να κατανοήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην προσπάθεια αυτή, και σε ερευνητικό επίπεδο, οι επιστήμες αυτές συνεργάζονται. Αν πάρουμε για παράδειγμα την οικογένεια, θα δούμε ότι, ενώ το θέμα είναι το ίδιο, τα ερωτήματα ή οι υποθέσεις εργασίας κάθε επιστήμης είναι διαφορετικές. Έτσι, η κοινωνιολογία μπορεί να μελετήσει τη σχέση του επαγγέλματος της γυναίκας και του μεγέθους της οικογένειας. Η ψυχολογία μπορεί να μελετήσει τη νοητική ανάπτυξη των παιδιών σε μια πολυμελή οικογένεια. Η οικονομία μπορεί να μελετήσει την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η πολιτική επιστήμη μπορεί να μελετήσει την εκλογική συμπεριφορά της οικογένειας σε σχέση με την κοινωνική της προέλευση (ή ακόμα τις πολιτικές προτιμήσεις μιας οικογένειας και το πώς αυτές διαφοροποιούνται στο πλαίσιό της). Η ιστορία μπορεί να μελετήσει τη φύση και το ρόλο της οικογένειας σε μια συγκεκριμένη περίοδο (π.χ. φεουδαρχία). Συνεπώς το πλεονέκτημα της διεπιστημονικής προσέγγισης είναι η σφαιρική κατανόηση του εξεταζόμενου θέματος.

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Κοινωνιολογία: Περιγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά από την οπτική της κοινωνικής ομάδας. Επικεντρώνεται στους τύπους των κοινωνικών σχέσεων.

Κοινωνική ανθρωπολογία: Μελετά την κοινωνική ζωή στις αγροτικές κυρίως κοινωνίες.

Ψυχολογία: Ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα και τους νόμους που τα καθορίζουν.

Οικονομική επιστήμη: Μελετά την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.

Πολιτική επιστήμη: Μελετά θέματα εκλογικής συμπεριφοράς, και θέματα σχετικά με την εξουσία σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης.

Ιστορία: Μελετά το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν.



Ερμηνευτικό σχόλιο:

Η διεπιστημονική προσέγγιση ενός φαινομένου που εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, η προσέγγισή του δηλαδή με την αξιοποίηση των πορισμάτων διαφόρων επιστημονικών κλάδων, προσφέρει μια σφαιρικότερη καταγραφή του και μια εγκυρότερη ανάλυσή του. Κι αυτό γιατί κάθε χωριστός επιστημονικός κλάδος προσεγγίζει ένα θέμα από τη δική του σκοπιά. Το παράδειγμα που χρησιμοποιείται στο βιβλίο είναι το θέμα της οικογένειας, και πώς αυτό προσεγγίζεται με διαφορετικά εργαλεία από τους διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Έτσι, η κοινωνιολογία αναζητά την επίδραση που έχουν οι επαγγελματικές επιλογές της γυναίκας στο θέμα των γεννήσεων, θέμα που αφορά και την οικογένεια ειδικότερα, αλλά και την κοινωνία γενικότερα· η κοινωνική ανθρωπολογία προσπαθεί να βρει τη σύνδεση ανάμεσα στον βαθμό συγγένειας και τη μεταβίβαση της περιουσίας αλλά και του κύρους από γενιά σε γενιά· η ψυχολογία ανάμεσα στα θέματα που εξετάζει είναι η επίδραση της σειράς γέννησης ενός παιδιού στην ψυχοσύνθεσή του, επικεντρώνει δηλαδή το ενδιαφέρον στη μελέτη της ατομικής συμπεριφοράς· η οικονομική επιστήμη μεταξύ των άλλων ενδιαφερόντων της γύρω από την οικογένεια προσεγγίζει τις εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στις αστικές και τις αγροτικές οικογένειες, η πολιτική επιστήμη ασχολείται και με την επίδραση της κοινωνικής καταγωγής στην εκλογική συμπεριφορά· τέλος, η ιστορία μελετά διαφορές στην οργάνωση των οικογενειών σε διαφορετικές εποχές και επικράτειες.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ένας αντικειμενικός και συστηματικός μελετητής-ερευνητής οφείλει να αξιοποιεί τα πορίσματα συγγενών επιστημονικών κλάδων προκειμένου να καταλήξει σε έγκυρα συμπεράσματα στη μελέτη ενός θέματος. Παρά την εξειδίκευση, δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στους επιστημονικούς κλάδους που αφορούν την κοινωνική οργάνωση και την ατομική δράση.






Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 1.2.3. Κοινωνιολογικές σχολές. Ερμηνευτικά σχόλια, κείμενα εργασίας, ερωτήσεις.


1.2.3 Κοινωνιολογικές σχολές

(κείμενο βιβλίου, σελ. 21-23)


Στην προσπάθειά τους να συστηματοποιήσουν τη σκέψη τους οι κοινωνιολόγοι έχουν προχωρήσει στην ταξινόμηση των διάφορων θεωριών των θεμελιωτών της επιστήμης τους, αλλά και των σύγχρονων κοινωνιολόγων από διάφορες σχολές. Αν και οι σχολές είναι πολλές, το παρόν εγχειρίδιο θα περιοριστεί στην παρουσίαση των τριών κυρίαρχων σχολών: της σχολής των λειτουργιστών (ή της συναίνεσης ισορροπίας), της σχολής των συγκρούσεων και της σχολής της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης.

Η σχολή του λειτουργισμού

Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε "λειτουργισμός" (ή "φονξιοναλισμός") εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει από το περιβάλλον ό,τι της είναι απαραίτητο για να επιβιώσει (τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες) και να αναπαραχθεί. Εξάλλου η κοινωνία χρειάζεται να διασφαλίσει τη λειτουργία της με έναν επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεξιότητες. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους.
Σε κάθε κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979) κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου-κοινωνίας.
Κατά τον Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003), η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι’ αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.
Το μοντέλο του λειτουργισμού χρησιμοποιήθηκε -και χρησιμοποιείται ακόμη- από την κοινωνιολογία, προκειμένου αυτή να μελετήσει και να ερμηνεύσει την κοινωνία, τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες τους.


Η σχολή των συγκρούσεων

Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών αυτών ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Ο Μαρξ μελέτησε την εργασία και διατύπωσε την έννοια της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος. Τι είναι η υπεραξία; Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν· ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Η σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης

Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η συνεχής αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον (ή τους άλλους) είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας. Οι γλωσσικές κατηγορίες ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και στο πλαίσιο της ιδίας της κοινωνίας.
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C. Cooley, 1864-1929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 1863-1932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε. Γκόφμαν (Ε. Goffman, 1922-1982).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον "κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας" (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική εικόνα γι’ αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν αρνητική εικόνα γι’ αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση.
Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν "σημαντικούς άλλους" όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας.
Ο Ε. Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους. Είναι στιγμές που θεωρούνται "παραστάσεις επί σκηνής" και που συχνά απαιτούν τη συνεργασία με άλλα άτομα. Για παράδειγμα, δύο πολιτικοί από το ίδιο κόμμα μπορεί να δείξουν μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης αγαπημένοι και φίλοι, παρά το γεγονός ότι αντιπαθούν ο ένας τον άλλο. Ένα αντρόγυνο μπροστά στα παιδιά του δείχνει ότι είναι αγαπημένο όταν κοιμούνται όμως τα παιδιά, ξεσπά άγριος καβγάς.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα "παρασκήνια", χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται "πάνω στη σκηνή". Σε αυτές τις στιγμές της χαλάρωσης επιτρέπονται πράγματα που δεν επιτρέπονται "επί σκηνής" όπως, για παράδειγμα, οι απροκάλυπτες σεξουαλικές κουβέντες, το ατημέλητο ντύσιμο, η χρήση κάποιας διαλέκτου, πειράγματα και τολμηρές χειρονομίες, αγενείς προς τους άλλους ενέργειες που αποφεύγονται μπροστά στο κοινό.
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευής (ή σχολής του κονστρουκτιβισμού). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κοινωνική ζωή είναι ένα ρευστό και διαρκώς "επαναδιαπραγματευόμενο" σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή αναδιαμόρφωση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων. Τα άτομα μοιράζονται τρόπους σκέψης, ιδέες, αξίες και έννοιες, καθώς αλληλεπιδρούν. Έτσι, "κατασκευάζουν" "κοινωνικούς κόσμους", δηλαδή δίνουν ευρύτερο νόημα στις άμεσες εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Οι κοινές πρακτικές, τα νοήματα και η γλώσσα που μοιράζονται τα άτομα μεταξύ τους συνιστούν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η κοινωνική ζωή διαμορφώνεται σε συνεκτικό σύνολο. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μέσα από τις κοινωνικές τους σχέσεις "κατασκευάζουν" την καθημερινή πραγματικότητα και την αντιλαμβάνονται ως δεδομένη, νομιμοποιημένη και "φυσική". Η συνεχής αυτή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε αφενός τους κοινωνικούς θεσμούς ως τους επαναλαμβανόμενους και παγιωμένους τρόπους αμοιβαίων πρακτικών και αμοιβαίας (διυποκειμενικής) κατανόησης και συμπεριφοράς, και αφετέρου την κοινωνία ως μια πολιτισμική και συμβολική "κατασκευή" (Berger & Luckmann, 1967).



ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Κοινωνιολογικές σχολές: Ταξινόμηση των διαφόρων θεωριών των θεμελιωτών της κοινωνιολογίας, καθώς και των σύγχρονων κοινωνιολόγων.

Η σχολή του λειτουργισμού (φονξιοναλισμού): Η σχολή αυτή ονομάστηκε "λειτουργισμός" (ή "φονξιοναλισμός") εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον).
Θεωρία λειτουργιστών: Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους. Για να διασφαλιστεί, όμως, η επικοινωνία των ατόμων, θα πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Εκπρόσωποι του λειτουργισμού: Τ. Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979): κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι’ αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003): η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.

Η σχολή των συγκρούσεων: οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων.
Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών της σχολής αυτής ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Υπεραξία: Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν· ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Η σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης: Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας.
Θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C. Cooley, 1864-1929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 1863-1932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε. Γκόφμαν (Ε. Goffman, 1922-1982).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον "κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας" (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν "σημαντικούς άλλους" όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας.
Ο Ε. Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο.
Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα "παρασκήνια", χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται "πάνω στη σκηνή".
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευήςσχολής του κονστρουκτιβισμού). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κοινωνική ζωή είναι ένα ρευστό και διαρκώς "επαναδιαπραγματευόμενο" σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή αναδιαμόρφωση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων. Τα άτομα μοιράζονται τρόπους σκέψης, ιδέες, αξίες και έννοιες, καθώς αλληλεπιδρούν. Έτσι, "κατασκευάζουν" "κοινωνικούς κόσμους", δηλαδή δίνουν ευρύτερο νόημα στις άμεσες εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Η συνεχής αυτή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε αφενός τους κοινωνικούς θεσμούς ως τους επαναλαμβανόμενους και παγιωμένους τρόπους αμοιβαίων πρακτικών και αμοιβαίας (διυποκειμενικής) κατανόησης και συμπεριφοράς, και αφετέρου την κοινωνία ως μια πολιτισμική και συμβολική "κατασκευή".


﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Ερμηνευτικό σχόλιο:

Οι σχολές σκέψης είναι μια συνήθης κατηγοριοποίηση των τάσεων που διαμορφώνονται σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Η κατηγοριοποίηση αυτή είναι πολύ σημαντική όχι μόνο για την καλύτερη μελέτη και ανάλυση της υπάρχουσας γνώσης, αλλά και για την περαιτέρω επιστημονική πρόοδο.
Στο βιβλίο αυτό εξτάζονται οι τρεις από τις σημαντικότερες κοινωνιολογικές σχολές: α) των λειτουργιστών (ή της συναίνεσης ισορροπίας), β) των συγκρούσεων και γ) της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης.
Σημείωση: Στην επόμενη ενότητα, παραθέτουμε ένα κείμενο που ξεκαθαρίζει τη διαφορά ανάμεσα στους όρους κοινωνική θεωρία και κοινωνιολογική θεωρία. Είναι καλό να έχουμε ξεκάθαρη στο μυαλό το περιεχόμενο καθεμιάς από αυτές. Ήδη στο κεφ. 1.2 (Κοινωνιολογική θεώρηση), στις σελ. 15-16 του σχολικού βιβλίου έγινε λόγος για τη θεωρία στη σύνδεσή της με τη βιωματική εμπειρία, την καθημερινή δηλαδή θεωρητική σκέψη.

Σχολή λειτουργισμού

Ο λειτουργισμός περιγράφεται ως η κοινωνιολογική σχολή που έδωσε έμφαση στις λειτουργίες των (κοινωνικών) θεσμών. Πιο συγκεκριμένα, οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους. Σε κάθε κοινωνία δηλαδή πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Οι θεωρητικοί της εν λόγω σχολής, όμως, από τους κλασικούς (Κοντ, Σπένσερ, Ντυρκέμ), μέχρι τους μεταγενέστερους (Πάρσονς, Μέρτον), ανέπτυξαν απόψεις που διαφέρουν μεταξύ τους ή απομακρύνονται, λιγότερο ή περισσότερο, από το πιο πάνω βασικό πλαίσιο. Έτσι, ο Πάρσονς μελέτησε τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, διατυπώνοντας την άποχη ότι η κοινωνική ζωή είναι ένα σύστημα, ένα πλέγμα σχέσεων που τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι' αυτόν τον λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η αρχή του συστήματος.
Από την άλλη, ο Μέρτον προσεγγίζει την κοινωνική πραγματικότητα με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα, εξειδικεύοντας ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Πιο συγκεκριμένα, επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς, όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.

Σχόλιο: Αναφορικά με τις θέσεις του Μέρτον, ο Γκίντενς παραθέτει ένα άλλο από τα παραδείγματα (βλ. κι εκείνο που περιγράφεται στο σχολικό βιβλίο, στο πλαίσιο της σελίδας 21) που χρησιμοποίησε ο Μέρτον για να στηρίξει τις θεωρίες του, οι οποίες αναλύουν βαθύτερα το λειτουργιστικό μοντέλο, το οποίο μπορεί ο αναγνώστης να δει πιο κάτω.

Σχολή συγκρούσεων

Εδώ περνάμε από την κοινωνική συνοχή του λειτουργισμού στην κοινωνική σύγκρουση. Η κοινωνία θεάται όχι ως ένα οργανικό σύστημα, τα μέλη της οποίας επιτελούν το καθένα συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά ως ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από διαρκείς κοινωνικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις.
Οι θέσεις που εκφράστηκαν από τις θεωρητικούς της σχολής αυτής είναι βαθιά επηρεασμένες από τις απόψεις του Μαρξ. Βασική τοποθέτηση αποτελεί η θέση ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Σύμφωνα με τον Μαρξ, υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, ο μοχλός της ιστορίας.
Ένα από τους βασικούς εκπροσώπους της σχολής αυτής είναι ο Ρ. Ντάρεντορφ, ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους. Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης

Είναι ίσως η σχολή που εξετάζει περισσότερο συστηματικά και σε βάθος την ατομική συμπεριφορά στο πλαίσιο του κοινωνικού φαινομένου. Εστιάζει στα αποτελέσματα που παράγονται από τη συνάντηση των ατόμων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η γλώσσα είναι το βασικό μέσο αυτής τη αλληλεπίδρασης.
Σημαντική είναι η συμβολή στη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης του Κούλεϋ, ο οποίος θεωρεί ότι η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων, από τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο μας βλέπουν οι άλλοι ("κοινωνικός καθρεφτισμός του εαυτού μας").
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του Γκόφμαν, ο οποίος διακρίνει την κοινωνική ζωή του ανθρώπου σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στην πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους σαν να υποδύονται έναν ρόλο πάνω σε μια σκηνή, ενώ στη δεύτερη φέρονται περισσότερο αυθόρμητα.
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευής (κονστρουκτιβισμού), σύμφωνα με την οποία η κοινωνική ζωή βρίσκεται σε συνεχή αναδιαμόρφβση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων.



Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου


Α. Κοινωνική θεωρία και κοινωνιολογική θεωρία

Κοινωνική θεωρία είναι η θεωρητική μελέτη των κοινωνικών δομών και θεσμών για την αναζήτηση γενικών κοινωνικών τάσεων. Η κοινωνική θεωρία επεξεργάζεται σχήματα ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας και προχωράει στην διατύπωση θεωρητικών προτάσεων και υποθέσεων για τις μορφές και τα περιεχόμενα των κοινωνικών δομών και των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική θεωρία αντιστοιχείται στις καθολικές θεωρητικές προσεγγίσεις σε σχέση με τις κοινωνικές μορφές και δομές, ενώ η κοινωνιολογική θεωρία σε θεωρητικό πλαίσιο και ερευνητική πράξη, συγκεκριμένου επιστημολογικού και μεθοδολογικού προσανατολισμού σε σχέση με συγκεκριμένα προβλήματα. Η κοινωνιολογική θεωρία δηλαδή χρησιμοποιεί τις θεωρητικές έννοιες και τις προτάσεις της κοινωνικής θεωρίας προκειμένου να τις εμπλέξει, κατά κάποιο τρόπο, στη διαδικασία σύνθεσης του θεωρητικού με το εμπειρικό επίπεδο της κοινωνιολογικής ανάλυσης του κοινωνικού κόσμου. Με άλλα λόγια τα θεωρητικά σχήματα της κοινωνικής θεωρίας εντάσσονται στο θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνιολογικής θεωρίας, η οποία είναι προσανατολισμένη στη διερεύνηση, τη μελέτη, την ανάλυση και την ερμηνεία συγκεκριμένων κάθε φορά κοινωνικών φαινομένων.

 (Βλ. Δ.Ι. Δασκαλάκης, Εισαγωγή στη σύγχρονη κοινωνιολογία, 129 εξ.).

﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Β. Τάλκοτ Πάρσονς (1902-1979) - Λειτουργισμός

Υπήρξε ο διασημότερος αμερικανός θεωρητικός της κοινωνιολογίας της μεταπολεμικής περιόδου. Ήταν ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, ο οποίος έγραψε έργα σε πολλούς τομείς της εμπειρικής κοινωνιολογίας αλλά και της κοινωνιολογικής θεωρίας. Υπήρξε ένας από εκείνους που συνέβαλαν ιδιαίτερα στην ανάδειξη του λειτουργισμού, μια θεωρητική προσέγγιση που αρχικά διαμορφώθηκε από τον Ντιρκέμ και τον Κοντ. Σύμφωνα με την άποψη του λειτουργισμού, όταν μελετάμε μια δεδομένη κοινωνία, πρέπει, να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα διάφορα "μέρη" ή θεσμοί ώστε να προσδίδουν στην κοινωνία την συνέχειά της στον χρόνο.

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 714).



Γ. Ρ. Μέρτον (1910-2003) - Λειτουργισμός

Ο Μέρτον  διακρίνει μεταξύ έκδηλων και λανθανουσών λειτουργιών. Η έκδηλες λειτουργίες είναι εκείνες που της γνωρίζουν και τις επιδιώκουν οι συμμετέχοντες σε μια συγκεκριμένη κοινωνική δραστηριότητα. Ενώ οι λανθάνουσες λειτουργίες είναι τα μη προβλεπόμενα από τους συμμετέχοντες αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής. Για να εξηγήσει τη διαφορά αυτή ο Μέρτον χρησιμοποιεί το παράδειγμα του χορού της βροχής των Ινδιάνων Χόπι στο Νέο Μεξικό. Οι Χόπι πιστεύουν ότι το τελετουργικό αυτό θα προκαλέσει την βροχή που χρειάζονται για τα σπαρτά τους (έκδηλη λειτουργία). Αυτός είναι ο λόγος που οργανώνουν την τελετή και μετέχουν σε αυτήν. Ο χώρος όμως της βροχής, παρατηρεί ο Μέρτον, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Ντιρκέμ για την θρησκεία, έχει επίσης ως αποτέλεσμα να ενισχύσει τη συνοχή της κοινωνίας (λανθάνουσα λειτουργία). Ένα σημαντικό μέρος της κοινωνιολογικής εξήγησης συνίσταται, σύμφωνα με τον Μέρτον, στην αποκάλυψη των λανθανουσών λειτουργιών των δραστηριοτήτων και των θεσμών.
Ο Μέρτον διακρίνει επίσης μεταξύ λειτουργιών και δυσλειτουργιών. Οι μικροί πολιτισμοί τους οποίους μελετούν οι ανθρωπολόγοι, παρατηρεί ο Μέρτον, τείνουν να είναι πιο ολοκληρωμένοι και συνεκτικοί από τις μεγάλες σε κλίμακα βιομηχανικές κοινωνίες, οι οποίες αποτελούν το κύριο αντικείμενο της κοινωνιολογίας... Οι δυσλειτουργίες αναφέρονται στις όψεις εκείνες των κοινωνικών δραστηριοτήτων που τείνουν να προκαλούν μεταβολές επειδή θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Το να ψάχνεις να βρεις τις δυσλειτουργικές όψεις της κοινωνικής συμπεριφοράς σημαίνει να εστιάζεις την προσοχή σου στα χαρακτηριστικά εκείνα της κοινωνικής ζωής που αμφισβητούν την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, είναι λάθος να πιστεύουμε πως η θρησκεία είναι πάντοτε λειτουργική, ότι συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Όταν δυο ομάδες υποστηρίζουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας θρησκείας το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η εμφάνιση σημαντικών κοινωνικών συγκρούσεων, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένη κοινωνική αναστάτωση. Πόλεμοι ξέσπασαν συχνά μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων...

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 716-717).


Δ. Ραλφ Ντάρεντορφ

Για τον Ντάρεντορφ, η κοινωνία συνίσταται από άνισες δυνάμεις και ανταγωνιζόμενα ομαδικά συμφέροντα. Θα πρέπει να κατανοηθεί με όρους καταναγκασμού και περιορισμού, παρά με όρους εκούσιας υπακοής ή συναίνεσης. Η δύναμη, υποστηρίζει "είναι καταμερισμένη άνισα και γι' αυτό αποτελεί μια διαρκή πηγή σύγκρουσης"... Ο Ντάρεντορφ δεν βλέπει τη σύγκρουση ως μια απειλή για την κοινωνία, μολονότι κάποιες συγκρούσεις παράγουν βία, η οποία υπονομεύει καίρια την κοινωνική τάξη. Ως επί το πλείστον, η μη βίαιη σύγκρουση χαρακτηρίζει τις δημοκρατικές βιομηχανικές κοινωνίες· η σύγκρουση ενυπάρχει στην κοινωνική ζωή, ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής δύναμης και εξουσίας, και δεν παράγει απαραίτητα αταξία και χάος.
(Michele Dillon, Introduction to Sociological Theory, 222-223).




E. Η μαρξιστική προοπτική - σχολή των συγκρούσεων

Τα έργα του Μαρξ αποτέλεσαν μια ισχυρή πρόκληση για την κοινωνιολογική ανάλυση... Ο Μαρξ βλέπει τις σύγχρονες κοινωνίες ως καπιταλιστικές. Η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής μεταβολής στη σύγχρονη εποχή είναι η πίεση για συνεχή οικονομικό μετασχηματισμό που αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο καπιταλισμός είναι ασύγκριτα δυναμικότερο σύστημα από όλα τα προηγούμενα. Οι κεφαλαιοκράτες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να πουλήσουν τα αγαθά τους στους καταναλωτές και, για να επιβιώσουν σε μια ανταγωνιστική αγορά, οι επιχειρήσεις πρέπει να παράγουν τα αγαθά τους όσο πιο φτηνά και αποδοτικά μπορούν. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε συνεχή τεχνολογική καινοτομία, διότι η αύξηση της αποτελεσματικότητας της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται σε μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μια εταιρεία μπορεί να επιτύχει έστω και ένα ελάχιστο προβάδισμα από τους ανταγωνιστές τους.
Υπάρχουν επίσης ισχυρά κίνητρα για την αναζήτηση νέων αγορών για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, για να προμηθευτούν φθηνές πρώτες ύλες, για να χρησιμοποιήσουν φτηνά εργατικά χέρια. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο καπιταλισμός είναι ένα αδιάκοπα εξαπλούμενο σύστημα, που διαχέεται δυναμικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο, Ο Μαρξ εξηγεί την παγκόσμια διάδοση της δυτικής βιομηχανίας.
Η ερμηνεία του Μαρξ για την επίδραση του καπιταλισμού βρήκε πολλούς θιασώτες και μεταγενέστεροι συγγραφείς επεξεργάστηκαν σε σημαντικό βαθμό την περιγραφή που έκανε εκείνος.

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 731).



ΣΤ. Έρβινγκ Γκόφμαν, Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή

Μια κοινωνική εγκατάσταση είναι οποιοσδήποτε χορός περιβάλλεται από σταθερούς φραγμούς στην αντίληψη, στον οποίο σημειώνεται τακτικά ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας. Υποστήριξα ότι κάθε τέτοια εγκατάσταση μπορεί να μελετηθεί γόνιμα από την άποψη του χειρισμού εντυπώσεων. Μέσα στο περίβλημα μιας κοινωνικής εγκατάστασης, βρίσκουμε μία ομάδα ερμηνευτών που συνεργάζονται προκειμένου να παρουσιάσουν σ' ένα κοινό έναν συγκεκριμένο ορισμό της κατάστασης. Τούτος περιλαμβάνει την αντίληψη που έχουν για την ομάδα τους και για το κοινό, καθώς και ορισμένες παραδοχές σχετικά με το ήθος που πρέπει να επιδειχθεί μέσα από κανόνες ευγένειας και ευπρέπειας. Συχνά διαπιστώνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε παρασκηνιακή περιοχή, όπου προετοιμάζεται η ερμηνεία ενός ρόλου, και προσκηνιακή περιοχή όπου αυτή παρουσιάζεται. Η πρόσβαση σε αυτές τις περιοχές ελέγχεται προκειμένου να μην μπορεί το κοινό να δει το παρασκήνιο και να μην μπορούν οι ξένοι να παρεισφρήσουν σ' ένα δρώμενο που δεν απευθύνεται σε αυτούς. Διαπιστώνουμε ότι τα μέλη της ομάδας έχουν οικειότητα μεταξύ τους, ότι πιθανότατα αναπτύσσουν αλληλεγγύη και τη μοιράζονται και φυλάσσουν μυστικά που θα μπορούσαν να προδώσουν την παράσταση.  Μεταξύ ερμηνευτών και κοινού τηρείται μια σιωπηρή συμφωνία να ενεργούν σα να υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός αντιπαλότητας και συγγενείας μεταξύ τους. Η λειτουργική συναίνεση που απορρέει έρχεται συνήθως σε αντίθεση με την στάση προς το κοινό που εκφράζουν οι ερμηνευτές όταν εκείνο δεν είναι παρόν, καθώς και με την προσεκτικά ελεγχόμενη επικοινωνία τόσο μεταξύ των ερμηνευτών ενόσω το κοινό είναι παρόν...
(Έρβινγκ Γκόφμαν, Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή, 295-296).





Ερωτήσεις σύντομης απάντησης

1. Να αναφέρετε τι είναι ο λειτουργισμός και ποιο είναι το αντικείμενό του.
2. Να εξηγήσετε τι είναι τα λειτουργικά προαπαιτούμενα κατά τους λειτουργιστές.
3. Να αναπτύξετε τις απόψεις του Ραλφ Ντάρεντορφ που αφορούν το ρόλο των συγκρούσεων.
4. Να παρουσιάσετε τις απόψεις του Έρβιν Γκόφμαν που αφορούν τις σχέσεις αλληλεπίδρασης των ατόμων.


Ερώτηση ανάπτυξης
«Κύρια πηγή έμπνευσης του λειτουργισμού υπήρξε η αναλογία μεταξύ βιολογικού οργανισμού και κοινωνικού συστήματος». Να εξηγήσετε με ποιο τρόπο οι λειτουργιστές χρησιμοποίησαν αυτή την αναλογία προκειμένου να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν τα κοινωνικά φαινόμενα.