Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. Ανάλυση πηγών. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ 2. Τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
2. Τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος




(κείμενο βιβλίου, σελ. 46-47)

Οι διαφορές του αγροτικού προβλήματος στην Ελλάδα, σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονταν στις ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το εργατικό κίνημα. Στο τέλος του 19ου αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα σοσιαλιστικές ομάδες και εργατικές ομαδοποιήσεις. Η πολιτική και κοινωνική τους επιρροή ήταν σαφώς μικρότερη από εκείνη που άσκησαν αντίστοιχα κινήματα σε βιομηχανικές χώρες της Δύσης αλλά και σε βαλκανικές (π.χ. Βουλγαρία). Η απουσία μεγάλων σύγχρονων βιομηχανικών μονάδων οδήγησε σ’ αυτήν την καθυστέρηση από κοινού με άλλους παράγοντες. Στα μεγάλα δημόσια έργα της περιόδου, σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού προερχόταν από το εξωτερικό (στη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου εργάστηκαν πολλοί Ιταλοί) ή ήταν πρόσκαιρης, βραχύχρονης απασχόλησης. Πιο σταθερό εργατικό δυναμικό δούλευε στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες καθαρά εργατικές εξεγέρσεις (Λαύριο, 1896). Στον ιδεολογικό τομέα η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας εμπόδιζε την ανάπτυξη και διάδοση ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο.
Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το τέλος των Βαλκανικών πολέμων. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό –για τα μέτρα της περιοχής– βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.
Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία, η εμπλοκή της σε διεθνείς υποθέσεις και ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης οδήγησαν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα σε ταχύτατη ωρίμανση. Προς το τέλος του πολέμου ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία, και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), που λίγο αργότερα προσχώρησε στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.



ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ


Στα τέλη του 19ου αι. το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει πολύ μικρή επιρροή γιατί:
1. απουσιάζουν σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες,
2. σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού προερχόταν από το εξωτερικό,
3. σημαντικό ποσοστό των εργατών ήταν βραχύχρονης και πρόσκαιρης απασχόλησης, και,
4. η Μεγάλη Ιδέα παρεμπόδιζε τη διάδοση ιδεολογιών με ταξικό περιεχόμενο.
Έτσι, θα πρέπει κάποιος να έχει κατά νου τα όσα αναφέρονται στο κεφάλαιο 6, της Β ενότητας (Η Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ) με τίτλο Η βιομηχανία (σελ. 29-31), αλλά και το κεφάλαιο 1 της παρούσας ενότητας με τίτλο Το αγροτικό ζήτημα. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα, ότι δηλαδή η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας στον ιδεολογικό τομέα εμπόδιζε την ανάπτυξη ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο.
Αναλυτικότερα, η απουσία σύγχρονων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, για λόγους που ήδη έχουν προαναφερθεί, δεν έδινε την ευκαιρία στους ανθρώπους να οργανωθούν σε ενώσεις, προκειμένου να διεκδικήσουν κάποια δικαιώματα. Ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, που δομήθηκε πάνω στη βάση της μικρής, οικογενειακής ιδιοκτησίας, δεν ευνοούσε όχι μόνο της βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά και την οργάνωση των εργαζομένων σε σωματεία. Αυτός ήταν και ο λόγος που για να εκτελεσθούν μεγάλα έργα χρησιμοποιήθηκαν ξένοι εργάτες, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, λόγω και του περιορισμένου χρονικού ορίζοντα των έργων, δεν οργανώνονταν (λ.χ., στη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, στην οποία απασχολήθηκαν ως επί το πλείστον εργάτες από την Ιταλία).
Έτσι, η Θεσσαλονίκη, πόλη η οποία διέθετε βιομηχανικό υπόβαθρο, αλλά και γνώριζε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, γίνεται ο αγωγός για τη διάδοση εργατικής ιδεολογίας στη χώρα, μετά την ενσωμάτωσή της σε αυτή (μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων, 1912-1913).
Οι ευνοϊκοί παράγοντες που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος ήταν:
1. ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος,
2. οι πιέσεις που δέχτηκε εξαιτίας του η ελληνική κοινωνία ,
3. η εμπλοκή της χώρας σε διεθνείς υποθέσεις, και
4. ο αντίκτυπος της ρωσικής επανάστασης (1917).
Φορείς των σοσιαλιστικών ιδεών υπήρξαν:
1. η ΓΣΕΕ, και
2. το ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ)
Προσοχή! Για το ΣΕΚΕ βλ. και σσ. 99-100 του σχολικού εγχειριδίου



Ορισμός

Φεντερασιόν: Μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με σημαντικό για τα μέτρα της περιοχής βιομηχανικό υπόβαθρο και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοικτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Η Φεντερασιόν αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.




ΠΗΓΕΣ


1. Φεντερασιόν ετιτλοφορήθη η σοσιαλιστική οργάνωσις Θεσσαλονίκης. Ωνομάσθη υπό των υδρυτών αυτής ούτω, διότι εφρόνουν ότι εν Τουρκία όπου υπήρχον πολλαί εθνότητες, δεν ηδύνατο άλλως πως να οργανωθώσιν οι σοσιαλισταί.
Σχεδόν εις κάθε πόλιν της Τουρκίας υπήρχον αρκετά στοιχεία από κάθε εθνικότητα και οι σοσιαλισταί έδει να σχηματίσουν τμήματα εξ’ εκάστης, συνδεόμενα μεταξύ των αφ’ ένος μεν δια της συνδέσεώς των εις μιαν τοπικήν Ομοσπονδίαν, αφ’ ετέρου δε δια της συνενώσεως των κατά τόπους ομοσπονδιών εις μίαν οθωμανικήν. Τούτο άλλως τε επέβαλλον λόγοι τεχνικοί· πως ηδύνατο να γίνη η σύνδεσις Αρμενίων σοσιαλιστών (Αρμενίας, Πόντου και Κων/λεως), Τούρκων σοσιαλιστών (που ενεφανίσθησαν αργότερον), Βουλγάρων, Σέρβων, Ελλήνων, Ισραηλιτών και άλλων, αφού δεν υπήρχε καν μία κοινή γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας και αλληλεπιδράσεως; ...
Το σπουδαιότερον έργον της Φεντερασιόν ήτο η μεταξύ των Ισραηλιτών διδασκαλία, η παρακολούθησις των σωματείων, η οργάνωσις διαλέξεων, συζητήσεων κλπ. Υπήρχε όμως έλλειψις φιλολογίας, βιβλίων και εφημερίδων. Οι εργάται δεν ήξευραν άλλην γλώσσαν πλην της ισπανοεβραϊκής. Έπρεπε να εκδοθή εν φύλλον ...
Η εφημερίς αυτή εβαπτίσθη Εφημερίς των Εργατών και εξεδόθη κατ’ αρχάς μεν εις 4 γλώσσας, τουρκικήν, ελληνικήν, βουλγαρικήν και ισπανοεβραϊκήν (τέσσαρα φύλλα μόνον), ακολούθως δε εις δύο μόνον, βουλγαρικήν και ισπανοεβραϊκην (πέντε άλλα φύλλα). Αι 100 λίρες είχον εξατμισθή εις έξοδα μεταφράσεως κυρίως, και η Εφημερίς των Εργατών εξέπνευσε μαζί των. Αλλ’ η ιδέα της εκδόσεως εφημερίδος δεν εναυάγησεν. Απεναντίας αργότερον εκαρποφόρησε. Παραλλήλως προς την διδασκαλίας του σοσιαλισμού, η Φεντερασιόν εφρόντιζε και δια τα εργατικά σωματεία ...
Η Νεοτουρκική κυβέρνησις παρηκολούθει υπόπτως την αναπτυσσομένην ζύμωσιν. Απεργίαι των σιδηροδρομικών όλων των ευρωπαϊκών δικτύων ετάραξε τα νεύρα του κομιτάτου. Ο τότε υπουργός των Εσωτερικών Φερίτ πασάς συνέταξε και υπέβαλε εις την οθωμανικήν Βουλήν νομοσχέδιον δια του οποίου απηγορεύετο το δικαίωμα της απεργίας εις τους οπωσδήποτε εργαζομένους εις υπηρεσίας «δημοσίας ανάγκης» ως οι σιδηροδρομικοί, τροχιοδρομικοί κλπ. Εξ αφορμής του νομοσχεδίου τούτου εξαπελύθη εκ Θεσσαλονίκης κύμα αγανακτήσεως και διαμαρτυρίας, το οποίον, διατρέξαν την Μακεδονίαν και Θράκην, μετεδόθη εις όλην την Μικράν Ασίαν. Το πρώτον συλλαλητήριον ωργανώθη εν Θεσσαλονίκη, ουχί άνευ εμποδίων και προστριβών με τας αρχάς, αι οποίαι δεν ηννόουν να το επιτρέψουν…
Την ημέραν εκείνην όλος ο στρατός Θεσσαλονίκης ήτο εν επιφυλακή, το δε ιππικόν είχε περιζώσει την πλατείαν. Μ’ όλα ταύτα το συλλαλητήριον εσημείωσεν εξαρετικήν επιτυχίαν. Μία ανθρωποπλημμύρα κατέκλυσε τας οδούς και εγέμισε γρήγορα όχι μόνον την πλατείαν, αλλά και όλας τας παρόδους. Το ιππικόν ηναγκάσθη να ευρύνη διαρκώς περισσότερον την περιζωσθείσαν περιοχήν δια να περιλάβη όλον εκείνον τον ανθρώπινον όγκον. Εις έναν εξώστην των δύο μεγάλων κτιρίων έναντι του Τελωνείου εστήθησαν αι σημαίαι των σωματείων.
Γ. Κορδάτου, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, σσ. 241-244


Ανάλυση: Η πρώτη σημαντική επισήμανση που θα πρέπει να κάνει ο αναγνώστης του κειμένου του Γ. Κορδάτου είναι η πρόσθετη πληροφορία πως η εν λόγω οργάνωση πήρε τη συγκεκριμένη ονομασία της, γιατί οι ιδρυτές της θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να οργανωθούν οι σοσιαλιστές της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γίνεται φανερό ότι το κείμενο της πιο πάνω πηγής αναφέρεται στην περίοδο που η πόλη δεν αποτελούσε ακόμη οργανικό κομμάτι του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου.
Αναλυτικότερα, τονίζεται ότι η δραστηριότητα της Φεντερασιόν αρχικά περιοριζόταν ανάμεσα στα μέλη της εβραϊκής κοινότητας, που τροφοδοτούσε και τις τάξεις των εργατών. Πράγματι, μολονότι τα πρώτα κείμενα της οργάνωσης κυκλοφόρησαν στα τούρκικα, ελληνικά, βουλγαρικά και ισπανοεβραϊκά, στη συνέχεια περιορίστηκαν στις δυο τελευταίες γλώσσες. Η επιρροή, όμως, της Φεντερασιόν στο εργατικό κίνημα φάνηκε γρήγορα όταν έφτασε και στην Τουρκία το κύμα των ευρωπαϊκών απεργιακών κινητοποιήσεων στους σιδηροδρόμους. Η σπουδή των τουρκικών αρχών να απαγορεύσουν διά νόμου την οργάνωση απεργιακών κινητοποιήσεων σε δημόσιους οργανισμούς όπως οι σιδηρόδρομοι, δεν απέτρεψε την κάθοδο των εργατών σε απεργία. Πράγματι, παρά την έντονη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων, το συλλαλητήριο των εργατών στη Θεσσαλονίκη σημείωσε σημαντική επιτυχία.
α. ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽υγγραφττου 1887, στις οπο17).19ο ΑΙΩΝΑ)ύσουν

2. Ο εργασιακός Μεσαίωνας των μεταλλωρύχων του Λαυρίου

Για την πρώτη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου, έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Γνωστό μονάχα είναι πως η απεργία του 1883 είναι η πρώτη, όχι όμως και η τελευταία που έγινε στα μεταλλεία του Λαυρίου.
Η δεύτερη απεργία έγινε το μήνα Ιούλη του 1887. Πρέπει να το τονίσουμε πως οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου δεν ήταν καθόλου οργανωμένοι στα χρόνια εκείνα. Το ταξικό τους ένστιχτο όμως τους έσπρωχνε στην απεργία, γιατί περνούσαν μια ζωή σκυλίσια. Δούλευαν 12-14 ώρες και παίρνανε μεροκάματο από 2 ίσαμε 3 δραχμές. Αν ρωτάτε το που κοιμόντουσαν, θα φρίξετε διαβάζοντας τις εφημερίδες της τοτινής εποχής. Οι σκλάβοι της αρχαιότητας δε ζούσαν χειρότερα από τους νεότερους σκλάβους του Σερπιέρη. Εξάλλου δεν περνούσε βδομάδα που να μη σκοτωθούν κι ένας δύο εργάτες από τα βουλιμέντα και τα φουρνέλα. Στην θέση Δασκαλειό, εκεί που ήταν στα χρόνια εκείνα ανοιγμένο μεταλλείο, παραχώθηκαν πολλοί εργάτες, χωρίς η Εταιρεία να δώσει πεντάρα τσακιστή γι’ αποζημίωση στις οικογένειές τους. Ακόμα οι παλιοί Λαυριώτες διηγούνται πως ο Σερπιέρης είχε φκιάσει στο δεύτερο πάτωμα του πηγαδιού της Καμάριζας, πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι’ εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε στα κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου.
Έτσι, κάτω από τις συνθήκες αυτές, που θύμιζαν μεσαίωνα, οι μεταλλωρύχοι για δεύτερη φορά σηκώνουν κεφάλι κι απεργούν.

Γ. Κορδάτου, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος., σ. 35


Ανάλυση: Η συγκεκριμένη πηγή δίνει αναλυτικές πληροφορίες για την οργάνωση των εργατικών εξεγέρσεων στο Λαύριο. Το σχολικό βιβλίο αναφέρεται σε εκείνη που εκδηλώθηκε το 1896. Στο μεταξύ είχαν προηγηθεί εκείνες του 1883 και του 1887, στις οποίες εστιάζει το πιο πάνω κείμενο.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι δυο παραπάνω πηγές δίνουν στοιχεία που δεν διευκρινίζουν απλά σημεία και πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, αλλά δίνουν επιπλέον στοιχεία. Είναι το είδος των πηγών, ας το πούμε έτσι συμβατικά, που συνήθως επιλέγονται στις εξετάσεις. Έτσι, ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει πολύ καλά το κείμενο των πηγών που καλείται να αναπτύξει, να διαχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες, και να αναπτύξει με κριτικό τρόπο τις συμπληρωματικές πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονίζεται το όνομα του συγγραφέα, αφού, μολονότι έχουμε να κάνουμε με μια επιστημονική μονογραφία, το υποκειμενικό στοιχείο είναι πάντα παρόν. Η ιστοριογραφία, όπως είναι γνωστό, προσεγγίζει και αναλύει με διαφορετικό τρόπο το ίδιο γεγονός. Θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τέτοια παραδείγματα.










ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ

Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το παράθεμα που σας δίνεται, να παρουσιάσετε και να εξηγήσετε τις ιδιομορφίες του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από το τέλος του 19ου αιώνα ως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.(μ. 25)
Ημερ. Επαν 2009.


Υπάρχουν για τους εργοδότες και άλλες πηγές εργατικού δυναμικού εκτός από την εσωτερική αγορά. Εκατοντάδες ισπανοί και ιταλοί μεταλλωρύχοι δουλεύουν στο Λαύριο. και γενικότερα, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι αλλοδαποί εργάτες είναι ενδημικό φαινόμενο: σε όλα σχεδόν τα δημόσια έργα και σε πολλές βιομηχανίες εργάζονται Αλβανοί, Αρμένιοι, Ιταλοί. Έτσι, καθώς η ελληνική αγορά εργασίας πάσχει από χρόνια στενότητα, καθώς δεν υπάρχουν στην χώρα δεξαμενές εργατικού δυναμικού, οι επιχειρηματικές τάξεις αντλούν από την παγκόσμια δεξαμενή με ικανοποιητικούς όρους. […] Το δικαίωμα των εργατών να αλλάξουν εργοδότη ισοσταθμίζεται με το δικαίωμα των εργοδοτών να τηλεγραφήσουν στην Καλαβρία ή την Καταλωνία ζητώντας εργάτες προς αντικατάσταση των οποιωνδήποτε απεργών.
Οι συνθήκες αυτές έχουν δύο συνέπειες. Αφενός, τα ημερομίσθια των Ελλήνων δεν εκτοξεύονται προς τα πάνω, αλλά κυμαίνονται σταθερά σε επίπεδο αντίστοιχο προς αυτά που ζητούν οι ξένοι. αφετέρου, όμως, παραμένουν αρκετά ικανοποιητικά επειδή, άλλωστε, πολλοί από τους ξένους είναι ειδικευμένοι. Έτσι, η εξαθλίωση των ελλήνων εργατών δεν προχωρεί πέρα από κάποιο σημείο. ούτε, βεβαίως, και η εργατική ταξική τους συνείδηση που, για να αναπτυχθεί, θα έπρεπε να συντρέχουν συνθήκες εξαθλίωσης και μάλιστα χωρίς την διέξοδο της επιστροφής στα χωριά και τα χωράφια-διέξοδο που οι έλληνες εργάτες, στην πλειονότητά τους, διατηρούν ανοιχτή. Παράλληλη συνέπεια: οι απεργίες σπανίζουν.
Στην Ελλάδα δεν είναι μόνο το ότι πολλές ιδέες εισάγονται, άρα είναι φυσικό και να καθυστερούν. υπάρχουν επιπλέον και οι συνθήκες μιας οικονομίας που δεν έχει ακόμη εκβιομηχανιστεί. Δεν αρκεί η συντεχνιακή κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ψήφου και του συνεταιρίζεσθαι για να εδραιωθεί, στο Δίκαιο, το δικαίωμα της απεργίας. χρειάζεται και η ουσιαστική εμπειρία της απεργίας στην καθημερινή πραγματικότητα των ανθρώπων-δηλαδή, χρειάζεται εργασία στο εργοστάσιο, άρα βιομηχανία.

(Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, τ. Α΄, εκδ. Εστία, Αθήνα 2005, σσ. 347, 350


Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα, να παρουσιάσετε:
α) τους παράγοντες, οι οποίοι έδωσαν ώθηση στο ελληνικό εργατικό κίνημα, από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα έως και την ίδρυση του ΣΕΚΕ (μονάδες 15) και β) τις αρχές και το πρόγραμμα του ΣΕΚΕ (μονάδες 10). Μονάδες 25
Ημερήσια Επαν 2013


ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Οἱ βαλκανικοὶ πόλεμοι μὲ τὴν ἐπιστράτευσιν εἶχον νεκρώσει πᾶσαν σοσιαλιστικὴν ζύμωσιν εἰς τὴν Παλαιὰν Ἑλλάδα. Ἡ ἐπιστράτευσις, ὁ στρατιωτικὸς νόμος καὶ αἱ ἐθνικαὶ νίκαι μετέβαλον τὴν κατάστασιν. Ἀλλὰ συγχρόνως οἱ πόλεμοι ἤνοιξαν νέους καὶ ἀνελπίστους ὁρίζοντας καπιταλιστικῆς ἀναπτύξεως διὰ τὴν μικρὰν ἄλλοτε Ἑλλάδα. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τῆς βιομηχανίας, τῆς ναυτιλίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, τῆς μεταφορᾶς καὶ τῆς συγκοινωνίας, ἀναπτύσσεται καὶ ἡ ἐργατικὴ τάξις. Ἡ σοσιαλιστικὴ ἰδέα ἐπανευρίσκει τὴν ἐκδήλωσίν της. Ἡ ἀπήχησις τῆς Φεντερασιὸν ἔχει καὶ αὐτὴ εὐνοϊκὴν ἐπίδρασιν. […] Τὸ 1918 εἰς 700 καὶ πλέον μεγάλας ἐπιχειρήσεις ἠσχολοῦντο περὶ τοὺς 70.000 ἐργάτας βιομηχανίας. Ἄλλοι 60-70.000 τοὐλάχιστον ἐργάται βιοτεχνίας καὶ ἐμπορίου δέον νὰ προστεθοῦν εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν βιομηχανικῶν ἐργατῶν. Ἡ συντεχνιακή μορφὴ τῆς οἰκονομίας παρεχώρησε τὴν θέσιν της εἰς τὴν καθαρῶς κεφαλαιοκρατικήν.
(Α. Μπεναρόγιας, Ἡ πρώτη σταδιοδρομία τοῦ ἑλληνικοῦ προλεταριάτου, ἐπιμ. Α. Ἐλεφάντη, Αθήνα: «Κομμούνα», 1986, σσ. 86, 110).

ΚΕΙΜΕΝΟ Β:
[ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΕΚΕ]: «Τὸ συνέδριο τοῦ Κόμματος δέχεται: τὴν κατάργησιν τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ καὶ τὴν ἐκδημοκράτησιν τῆς νομοθετικῆς, ἐκτελεστικῆς καὶ δικαστικῆς ἐξουσίας, δηλαδὴ τὴν ἐγκαθίδρυσιν τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας ὡς μεταβατικῆς περιόδου διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῆς σοσιαλιστικῆς πολιτείας».
(Γ. Κορδάτος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐργατικοῦ Κινήματος, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Μπουκουμάνης, 71972, σ. 315).
Τὸ σχέδιο πάνω στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸ Σοσιαλιστικὸ Ἐργατικὸ Κόμμα Ἑλλάδος (ΣΕΚΕ), ἦταν τὸ ἀκόλουθο: […]
       Καταγγελία ὅλων τῶν μυστικῶν συνθηκῶν καὶ κατάργησις τῆς μυστικῆς διπλωματίας.
       Ἄμεσος ἀποστράτευσις καὶ γενικὸς ἀφοπλισμὸς καὶ κατεδάφισις ὅλων τῶν φρουρίων καὶ ὀχυρώσεων.
       Ἀποκατάστασις ὅλων τῶν Ἐθνῶν μικρῶν καὶ μεγάλων μὲ πλῆρες δικαίωμα ν’ ἀποφασίζουν περὶ τοῦ συστήματος τῆς διοικήσεώς των.
       Κατάρτισις τῶν τωρινῶν συμμαχιῶν καὶ ἄμεσος σχηματισμὸς τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς ἀνεξαρτησίας ἁπάντων.
Πρὸς πραγματοποίησιν τῶν ἀνωτέρω ὅρων τὸ Σοσιαλιστικὸν Ἐργατικὸν Κόμμα τῆς Ἑλλάδος κρίνει ἀναγκαίαν καὶ ἐπείγουσαν τὴν σύγκλησιν διεθνοῦς σοσιαλιστικοῦ συνεδρίου οὗ αἱ ἀποφάσεις νὰ εἶναι ὑποχρεωτικαὶ δι’ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κόμματα.
(Γ. Β. Λεονταρίτης, Τὸ Ἑλληνικὸ Σοσιαλιστικὸ Κίνημα κατὰ τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετ. Σ. Ἀντίοχος, Ἀθήνα: Ἑξάντας, 1978, σ. 270).


Ερωτήσεις Πανελληνίων

1. Φεντερασιόν: ορισμός ( μον. 5) Εσπερινά 2001
2. Τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα έως την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. (μον. 12) Εσπερινά 2002
3. Φεντερασιόν: Ορισμός ( μον. 4) Ημερήσια 2003
4. Φεντερασιόν: Ορισμός (μον. 5) Εσπερινά-Επαναληπτικές 2003
5. Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην καθυστέρηση της εμφάνισης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα σε σχέση με άλλες χώρες; (μον.14) Ημερήσια Επαν 2004
6. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ)μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.) Σωστό ή Λάθος (μον.  2) Εσπερ. 2004
7. Φεντερασιόν: ορισμός (μον. 4) Ημερήσια 2005
8. Ποιες ήταν οι βασικές θέσεις και ποια ήταν η εξέλιξη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από την ίδρυσή του το 1918 ως και το 1924; (μον. 12) Εσπερ 2005
9. Φεντερασιόν: ορισμός (μον. 5) Ημερήσια 2009
10. Στον ιδεολογικό τομέα η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας ευνόησε την ανάπτυξη και τη διάδοση ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο. Σωστό ή Λάθος (μον. 2) Ημερ Επαν 2010
11. Φεντερασιόν: ορισμός (μον. 5) Ημερήσια 2012
12. Η πολιτική και κοινωνική επιρροή των σοσιαλιστικών ομάδων και των εργατικών ομαδοποιήσεων, στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην Ελλάδα από εκείνη που άσκησαν αντίστοιχα κινήματα σε βιομηχανικές χώρες της Δύσης αλλά και σε βαλκανικές. Σωστό ή Λάθος (μον. 2) Ημερήσια 2014
13. Φεντερασιόν: ορισμός (μον. 5)  Ημερήσια 2015
14. Να αναφερθείτε στην κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. Μονάδες 15 Ημερ 2015
15. Φεντερασιόν: ορισμός (μον. 5)  Ημερήσια 2019







Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Σκέψεις πάνω στα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση




ΔΙΑΒΑΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Δημοσιεύτηκε στο thinkfree.gr, 29 Ιανουαρίου 2018







Κάποιες σκέψεις με αφετηρία τα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση. Ο γνωστός προσωκρατικός φιλόσοφος υποστηρίζει στο πρώτο από αυτά, το Παράδοξο του Σταδίου ή της Διχοτομίας, ότι η κίνηση έχει μέσα της μια αντινομία και γι’ αυτό είναι αδύνατη. Ο Ζήνων αποδείκνυε την πρότασή του με το επιχείρημα ότι ένα σώμα που προσπαθεί να διανύσει μια συγκεκριμένη απόσταση, πρέπει πρώτα να διανύσει το μισό αυτής της απόστασης, και ακολούθως το υπόλοιπο μισό. Προτού, όμως, διανύσει το πρώτο μισό, είναι αναγκασμένο να διανύσει το μισό αυτού του μισού και μετά το μισό του μισού του μισού… Με δεδομένο δε ότι τα μισά αυτά είναι άπειρα, λόγω του ότι από κάθε τμήμα μπορεί να προκύψει ένα καινούργιο μισό, είναι αδύνατο το σώμα να διανύσει σε πεπερασμένο χρόνο άπειρα τμήματα. Κατά συνέπεια, επειδή ένα σώμα δεν μπορεί να διανύσει ένα άπειρο διάστημα σε πεπερασμένο χρόνο, η κίνηση είναι πρακτικά αδύνατη. Βέβαια, η σύγχρονη έρευνα έχει διευκρινίσει πως η αντινομική μορφή των επιχειρημάτων του, όπως για παράδειγμα στα Παράδοξα του Σταδίου ή της Διχοτομίας, τουΠετώντος βέλους, ή του Αχιλλέα και της Χελώνας, οργανώνεται πάνω στην αποδεδειγμένα εσφαλμένη θέση ότι η πορεία διαίρεσης και σύνθεσης της χωρικής και χρονικής έκτασης οδηγεί στο άπειρο.
Οι φτωχές μου γνώσεις στα μαθηματικά και τη φυσική, με ώθησαν να βάλω μια σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό μου στο στόμα του πρωταγωνιστή μιας ιστορίας μου. Πρόκειται για έναν καθηγητή φιλοσοφίας, ο οποίος δίνει τη δική του λύση στο παράδοξο αυτό ξεκινώντας από ένα άλλο σημείο. Τον έβαλα δηλαδή, να παίρνει ως λογικά βάσιμους τους συλλογισμούς του Ζήνωνα, τοποθετώντας στη θέση του σώματος την εικόνα της ανθρώπινης ψυχής, η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αναγκάζεται να περάσει από άπειρα σημεία στον πεπερασμένο χρόνο της επίγειας ζωής της.
Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Φαίνεται λιγάκι παράλογο. Αυτή υπήρξε η αντίδραση της γυναίκας του καθηγητή στην πιο πάνω τοποθέτησή του, μια εύλογη απορία. Μα πρόκειται για μια αντινομία, αντιγύρισε εκείνος, αδιαφορώντας για τον σκεπτικισμό της συντρόφου του. Είναι γνώρισμα των φιλοσοφούντων μυαλών, να θεωρούν ότι οι άλλοι δεν είναι συνομιλητές τους, αλλά απλοί ακροατές, μάρτυρες μιας αποκαλυπτόμενης αλήθειας. Ξέρουμε πολύ καλά, συνέχισε ο καθηγητής, ότι ο άνθρωπος συχνά θάβει στο υποσυνείδητό του πολλές εμπειρίες από το παρελθόν. Αυτές τις εμπειρίες τις αποκαλώ στο βιβλίο μου εκείνο σημεία-σταθμούς. Πρόκειται για σημαντικά γεγονότα ή ανθρώπους που μας σημαδεύουν και γι’ αυτό αποτελούν σημεία όπου σταματάμε. Κάθε σημείο-σταθμός αποτελεί και μια εμπειρία, την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να μεταφέρει μέχρι τον επόμενο σταθμό της ζωής του. Εδώ ακριβώς είναι που ο ήρωάς μου βλέπει με διαφορετικό μάτι την αντινομία του Ζήνωνα. Λέει δηλαδή ότι αυτό που φορτώνει στο σημείο Α ο άνθρωπος, πολύ πιθανόν να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο στο σημείο Β, στην επόμενη στάση του. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή μας είτε κάνει λάθος επιλογές φορτίων, είτε νιώθει αδύναμη να σηκώσει το βάρος κάποιων φορτίων του παρελθόντος και τα αποθέτει. Ανακουφίζεται  με την κίνηση αυτή, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται ότι αυτό είναι προσωρινό μονάχα και ατελέσφορο, γιατί κάποια άλλη στιγμή αργότερα, σ’ ένα από τα επόμενα σημεία-σταθμούς στο χωροχρόνο, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι πρέπει να γυρίσει πίσω και να ξαναφορτώσει στις πλάτες της κάποια από τα φορτία που είχε αποθέσει, διαφορετικά δεν μπορεί να τραβήξει το δρόμο μπροστά. Ως άτομα, κάνουμε άπειρες κινήσεις στην πεπερασμένη μας ζωή, αφού η ψυχή και ο νους μας είναι καταδικασμένα σ’ αυτή τη συνεχή εναλλαγή, που καταλήγει να είναι άπειρη, γιατί απλούστατα είναι ακαθόριστη και απρόβλεπτη.
Η συλλογιστική του καθηγητή-πρωταγωνιστή της ιστορίας μου εκείνης, δεν είναι παρά μια από τις άπειρες προσπάθειες της ατομικής ψυχής να τα βάλει με τον χρόνο. Να αναμετρηθεί με τον χρόνο. Να μακρύνει τον χρόνο. Αυτό το τελευταίο είναι κυρίαρχο μέγεθος στη σκέψη κάθε ανθρώπου. Να μακρύνει τον χρόνο. Γιατί, όση πνευματικότητα κι αν διαθέτει κάποιος, όση πίστη κι αν δίνει στα λόγια του Σωκράτη λίγο προτού πειθαρχήσει στην απόφαση των συμπολιτών του ότι τίποτα δεν τελειώνει με το πέρας του παρόντος βίου, στο βάθος τον κεντρίζει η ωμή βεβαιότητα του Επίκουρου: η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου είναι η θνητότητά του, ο πεπερασμένος επίγειος βίος του. Έστω ότι ένας άλλος πρωταγωνιστής, μιας άλλης ιστορίας, συνταχθεί με τον Επίκουρο και απορρίψει τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής, δεν μπορεί σε κάποια στιγμή της εξέλιξης της πλοκής να μην αποδεχτεί με την ίδια αισιοδοξία ενός κήρυκα της αιώνιας ζωής την ιδέα ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Είναι ένας πειρασμός. Ο δημιουργός του σίγουρα θα τον έβαζε σε μια στιγμή αδυναμίας να βιώσει αυτόν τον πειρασμό. Όπως οι ασκητές των πρώτων αιώνων, αν και κατέφευγαν στην έρημο για να ξεφύγουν από τους πειρασμούς, εντούτοις δεν κατάφερναν να κερδίσουν πάντα με επιτυχία τη μάχη με τη θνητότητά τους, έτσι και οι ασκητές που καταφεύγουν στην έρημο της θνητής καθημερινότητας, δεν γλιτώνουν από τον πειρασμό της αθανασίας.
Ακόμη και στα πιο «ρεαλιστικά μυθιστορήματα», οι πρωταγωνιστές πέφτουν ενίοτε στην παγίδα της παραδοξολογίας του Ζήνωνα. Χωρίζουν κι αυτοί τον χρόνο σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε 365 μέρες, σκέφτονται ή ομολογούν, έχουμε μια καινούργια χρονιά. Μια χρονιά που τη γεμίζουμε με άπειρα σχέδια, με άπειρες προσδοκίες. Κάθε μήνα τον γεμίζουμε με άπειρες στιγμές. Το ίδιο τις εβδομάδες, τις ημέρες, τις ώρες, τα λεπτά, τα δυτερόλεπτα. Ακόμη κι αυτά τα υποδιαιρούμε σε μικρότερες στιγμές. Μπαίνουμε στη θέση του πρωταγωνιστή που βλέπει μια κούρσα των 100 μέτρων, την οποία ο τζαμαϊκανός αθλητής διατρέχει με μια ανάσα στην κυριολεξία, παρακολουθούμε νοερά κρατώντας και μεις την ανάσα μας, κι όμως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κρατάει μια αιωνιότητα· κι εμείς και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας – εκτός κι αν υπάρχει έλλειμμα ενσυναίσθησης ή συγγραφικής ικανότητας. Τη βλέπουμε, λοιπόν, την ξαναβλέπουμε, όσοι, φυσικά, καταφέρνουμε να τη δούμε. Ξανά και ξανά. Από την άλλη, κάποιος κριτικός βαθαίνει, θελημένα ή άθελα, ακόμη περισσότερο τη διάσταση του χρόνου, αφού παρακολουθεί τον αθλητή στην κοπιαστική πολύμηνη προπόνησή του, που θα τον φέρει στο σημείο να είναι ικανός να τρέξει αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα· σπαταλάει ώρες αμέτρητες στο στάδιο να προπονείται. Όπως ένας μαθητής αφιερώνει ώρες ατέλειωτες στη μελέτη. Όπως ένας συγγραφέας προσπερνάει μήνες κοπιαστικής δουλειάς στην συμπυκνωμένη θριαμβευτική εμφάνιση του βιβλίου του· λίγες στιγμές δημοσιότητας για τους περισσότερους. Απέναντι στα θρησκευτικά και φιλοσοφικά κηρύγματα της ματαιότητας, ο νέος μαθαίνει, από ένα σύστημα που γεννιέται μέσα από την ίδια λογική της ματαιότητας, να επενδύει στο μέλλον.
Αντιφάσεις. Από καταβολής χρόνου. Στη διήγηση της Γένεσης, οι πρωτόπλαστοι εμφανίζονται να έχουν τα πάντα, για πάντα. Εκτός από τη γνώση της πραγματικότητας. Έκανα να μη βλέπουν μπροστά τους τον θάνατο οι θνητοί, καυχιέται ο αλυσοδεμένος Προμηθέας, για να ομολογήσει αμέσως μετά ότι το φάρμακο που επινόησε για να πολεμήσει την αρρώστια αυτή ήταν οι ελπίδες· Τυφλές ελπίδες μες στην ψυχή τους έβαλα, ομολογεί ο τραγικός ήρωας. Το θέμα του –άπειρου ή πεπερασμένου– χρόνου απλώνεται σε σελίδες άπειρες. Ακόμη και σε εποχές όπου η θνητότητα, η αδυναμία απέναντι στη φύση και στο πεπρωμένο προκαλούσε τρόμο στους ανθρώπους, εντούτοις, ανοίγονταν παραθυράκια αισιοδοξίας. Στον Όμηρο οι θνητοί ήρωες σκεπάζονται από την ομπρέλα των αθάνατων θεών, οι θνητοί άνθρωποι μπορούν να κουβεντιάζουν με τους αγαπημένους τους που έχουν περάσει το κατώφλι του επέκεινα. Η περίπτωση της Άλκηστης είναι χαρακτηριστική της λαχτάρας των ανθρώπων να δουν έναν δικό τους να σπάει τα δεσμά του θανάτου· πεθαίνει για χάρη του άντρα της, και για το μεγαλείο της ψυχής της «ανασταίνεται» με τη βοήθεια του ημίθεου Ηρακλή.
Κι αν κάποιος δεν θέλει να ανακατέψει στα πόδια του τη μυθολογία (πόσο, άραγε, ο μύθος απέχει από την πραγματικότητα;) ή τη θρησκεία, ή τον Πλάτωνα, τον διαπρύσιο κήρυκα της ατέρμονης ύπαρξης της ατομικής ψυχής μέσα από πολλές ενοικήσεις στα σώματα διαφόρων έμβιων όντων, δεν θα προλάβει να κάνει πολλά βήματα και θα νιώσει το τροχοπέδη του χρόνου να τον σταματά.
Ο Carl Sagan, στην εισαγωγή του στο Χρονικό του Χρόνου του Stephen Hawking, υποστηρίζει: «Πέρα από τα παιδιά –απ’ όσα δεν έχουν μάθει ακόμη να μην κάνουν έξυπνες ερωτήσεις–, ελάχιστοι από εμάς διαθέτουν λίγο χρόνο να αναρωτηθούν, γιατί η Φύση είναι έτσι όπως είναι· αν δημιουργήθηκε ο Κόσμος ή αν υπήρχε από πάντα· αν ο χρόνος κάποια μέρα θα αρχίσει να ρέει αντίθετα και τα αποτελέσματα θα προηγούνται από τις αιτίες…» Θα διαφωνήσω με την τοποθέτηση αυτή, όσον αφορά το υποκείμενο της δράσης. Τα παιδιά δεν αναρωτιούνται ποτέ για τον χρόνο. Δεν χρειάζεται να το κάνουν, γιατί έχουν την αίσθηση-ψευδαίσθηση ότι μπροστά τους απλώνεται ένας ασύνορος ορίζοντας. Τα πρώην παιδιά, οι νυν μεγάλοι, είναι εκείνοι που περισσότερο μεγεθύνουν αυτή την ψευδαίσθηση.
Στο σκηνικό του Τιμήματος, του γνωστού έργου του Άρθουρ Μίλερ, οι πρωταγωνιστές του παλεύουν ηρωικά με τις επιλογές της ζωής τους όταν έρχεται η ώρα να ξεπουλήσουν σ’ έναν παλαιοπώλη τα ενθυμήματα μιας ζωής. Φαίνεται εύκολο στην αρχή. Θα πάρουν μια προσφορά και θα ξεφορτωθούν όλα τα παλιά έπιπλα. Η σύγκρουση που ακολουθεί είναι εκκωφαντική. Ο Βίκτωρ δεν μπορεί να κάνει πίσω, να συγχωρέσει τον αδερφό του για ό,τι ο ίδιος τον κατηγορεί για χρόνια ως ένοχο, γιατί φοβάται ότι όλα θα έχουν γίνει για το τίποτα, για ένα ψέμα. Ο αδερφός του πάλι θέλει να λειάνει τις γωνίες του παρλεθόντος με κάθε μέσο, ίσως όχι με κάθε τίμημα. Δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο. Η γυναίκα του Βίκτορα τον πιέζει, να πάνε μπροστά. Αλλά ο παλαιοπώλης, με το σαρδόνιο γέλιο του στο πέσιμο της αυλαίας μοιάζει με υπερκόσμια πατρική φιγούρα που χλευάζει  τα γεννήματά του. Αν δεν συναντηθεί κάποιος με μια ασθένεια, ικανή να υπονομεύσει την επίγεια παρουσία του, τότε, όσο περνάει ο χρόνος, θα αρχίσει να τον βλέπει με την παραδοξότητα του Ζήνωνα, όταν θα βρεθεί εκεί κοντά στην ηλικία των ηρώων του Μίλερ.
Δεν θα πιαστώ από την παραδοξότητα του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι, αν και στην ουσία εκφράζει γλαφυρά τη λαχτάρα της ανθρώπινης φύσης να γευτεί την αιωνιότητα. Η τέχνη, μαζί με τη θρησκεία, μπορούν να δώσουν τέτοιες ανάσες. Ιστορία, αρχαιολογία, μυθοπλασία, ποίηση, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, όλα στην υπηρεσία της ανάγκης μας να απλώσουμε τον χρόνο. Ταυτιζόμαστε με ανθρώπους που έζησαν στο μακρινό παρελθόν. Ένα μπέρδεμα, ένα ανακάτεμα της διάστασης του χρόνου. Και του τόπου. Αναπαριστούμε με λεπτομέρειες το παρελθόν. Πολλούς λόγους μπορεί να βρει κάποιος πίσω από αυτή τη μανία. Μα το βασικό κίνητρο μοιάζει να είναι το ίδιο· να βιώσουμε την απεραντοσύνη του χρόνου. Μια δικαίωση, έμμεση, της σωκρατικής σκέψης, που με πείσμα θεωρεί τη μάθηση ως ανάμνηση μιας γνώσης από τα παλιά.
Στο πλαίσιο αυτό θα τολμούσα να βάλω τον Προυστ, που στο τέλος πια της επίγειας ζωής του, καθώς το νιώθει ότι έρχεται, μανιασμένα προσπαθεί να σπάσει τα όρια του πεπερασμένου χρόνου. Το παραμικρό, μια οσμή, η γεύση ενός γλυκού, ένας μακρινός θόρυβος, μια απόχρωση, είναι ικανά να γεννήσουν άπειρες στιγμές αφήγησης.
Ο χρόνος, λοιπόν, μια έννοια χιλιοαναλυμένη, είναι σκεπασμένη ακόμη από ένα σύννεφο ασάφειας. Ο Βιτγκενστάιν το είπε ξεκάθαρα· η φιλοσοφία είναι απλή, οι έννοιες που αναλύει απλές και ξεκάθαρες, το μυαλό του ανθρώπου είναι μπερδεμένο και τις καθιστά πολύπλοκα λογικά οικοδομήματα. Μια από αυτές τις έννοιες είναι και ο χρόνος. Χρόνος. Μια λέξη, μια μήτρα από την οποία, αιώνες τώρα, γεννιούνται άπειρες, λογικές και μη, κατασκευές. Ο χρόνος έχει αρχή, μέση και τέλος, θα πει κάποιος. Ο χρόνος είναι άπειρος θα πει κάποιος άλλος. Όσοι άνθρωποι, τόσες θεάσεις, τελικά.
Ο χρόνος μπορεί και να είναι ένα πάρκο. Στα σοκάκια του περπατάνε, αιώνες τώρα, άνθρωποι, διαβάτες που κάνουν έναν ατέρμονο διάλογο με τα όνειρά τους, τις απογοητεύσεις τους, τις χαρές και τις λύπες, τις κορυφώσεις και τις πτώσεις, σ’ ένα συνεχές γέμισμα μιας κλεψύδρας που δεν θέλουν να αδειάσει.