Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών. 1.1. Η γέννηση της κοινωνιολογίας. Ερμηνευτικά σχόλια, ανάλυση κειμένων


1.1. Η γέννηση της κοινωνιολογίας

(κείμενο βιβλίου, σελ. 13-14)

Η κοινωνιολογία γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη πριν από 150 χρόνια. Υπήρχαν συγκεκριμένες αιτίες γι’ αυτό, οι οποίες σχετίζονται με δύο επαναστάσεις: τη Γαλλική Επανάσταση (1789) και τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία κατά το 18ο αιώνα, γεγονότα που προκάλεσαν βαθιές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων. Μερικές από τις αλλαγές που συγκλόνισαν την Ευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης ήταν η εισαγωγή της μηχανής στους χώρους δουλειάς, η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου, η έξοδος των αγροτών από την ύπαιθρο, η εμφάνιση της εργατικής τάξης, η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις.
Οι αλλαγές που συντελούνται την περίοδο αυτή προκαλούν στον κόσμο μεγάλη ανασφάλεια και ανησυχία, αφού διαλύονται οι παραδοσιακοί κοινωνικοί δεσμοί, επηρεάζονται οι λειτουργίες της οικογένειας, δημιουργούνται νέες τεχνικές παραγωγής και αναδύονται νέες κοινωνικές τάξεις. Εμφανίζονται νέα ήθη και μαζί προβλήματα δυσεπίλυτα. Έτσι, ο ενοχλητικός ζητιάνος της προβιομηχανικής κοινωνίας, που ζούσε σε άσυλα εγκλεισμού, δίνει τη θέση του στο σύγχρονο φτωχό, που εξαναγκάζεται να δουλέψει, αφού θεσπίζεται νόμος που απαγορεύει την επαιτεία.
Οι πολιτικοί της εποχής εκείνης ξεκινούν μια προσπάθεια να θεραπεύσουν αυτά που αποκαλούν κοινωνικά προβλήματα και να ελέγξουν καλύτερα την κοινωνία, η οποία έμοιαζε να ξεφεύγει από τα καθορισμένα μέτρα. Έτσι ορίζουν επιτροπές που κάνουν επιτόπιες παρατηρήσεις και έρευνες, όπως αυτές των Επιθεωρητών Εργασίας στη Βρετανία, στις οποίες περιγράφονται η ζωή και οι συνθήκες εργασίας της νεοεμφανιζόμενης εργατικής τάξης.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί στοχαστές ξαφνιάστηκαν από αυτές τις αλλαγές και άρχισαν να ασχολούνται με την επιστημονική διερεύνηση των κοινωνικών μετασχηματισμών και των αιτίων τους. Αυτό είναι το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε η
κοινωνιολογία.


Σχεδιάγραμμα:

Γέννηση της κοινωνιολογίας στη Δυτική Ευρώπη πριν από 150 χρόνια [περίπου].
Αιτίες: Δυο γεγονότα, η Γαλλική Επανάσταση (1789) και η Βιομηχανική Επανάσταση (Αγγλία, δεύτερο μισό 18ου αιώνα).
Αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων:
                  Εισαγωγή της μηχανής στον χώρο δουλειάς,
                  ανάπτυξη σιδηροδρομικού δικτύου,
                  έξοδος των αγροτών από την ύπαιθρο,
                  εμφάνιση εργατικής τάξης,
                  συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις [αστικοποίηση].
Επιπτώσεις από τις αλλαγές αυτές:
                  διαλύονται οι παραδοσιακοί κοινωνικοί δεσμοί,
                  επηρεάζονται οι λειτουργίες της οικογένειας,
                  δημιουργούνται νέες τεχνικές παραγωγής,
                  αναδύονται νέες κοινωνικές τάξεις.
Εμφανίζονται νέα ήθη και μαζί προβλήματα δυσεπίλυτα.
                  ο ενοχλητικός ζητιάνος της προβιομηχανικής κοινωνίας, που ζούσε σε άσυλα εγκλεισμού, δίνει τη θέση του στο σύγχρονο φτωχό, που εξαναγκάζεται να δουλέψει, αφού θεσπίζεται νόμος που απαγορεύει την επαιτεία.
Ρόλος πολιτικών εποχής:
                  ξεκινούν μια προσπάθεια να θεραπεύσουν αυτά που αποκαλούν κοινωνικά προβλήματα και να ελέγξουν καλύτερα την κοινωνία, η οποία έμοιαζε να ξεφεύγει από τα καθορισμένα μέτρα. Έτσι ορίζουν επιτροπές που κάνουν επιτόπιες παρατηρήσεις και έρευνες, όπως αυτές των Επιθεωρητών Εργασίας στη Βρετανία, στις οποίες περιγράφονται η ζωή και οι συνθήκες εργασίας της νεοεμφανιζόμενης εργατικής τάξης.
Παρέμβαση στοχαστών:
                  ξαφνιάστηκαν από αυτές τις αλλαγές και άρχισαν να ασχολούνται με την επιστημονική διερεύνηση των κοινωνικών μετασχηματισμών και των αιτίων τους. Αυτό είναι το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε η
κοινωνιολογία.

﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Ερμηνευτικό σχόλιο:

Η μελέτη της σχέσης ατόμου και κοινωνίας απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη από πολύ παλιά. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Τα πορίσματά τους αποτελούν ακόμη και σήμερα χρήσιμη βάση για τη σύγχρονη κοινωνιολογική σκέψη. Η Κοινωνιολογία ως αυτόνομη επιστήμη, όμως, θεμελιώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, προκειμένου να μελετηθούν οι μεταβολές στη ζωή των ατόμων και των κοινωνιών από τη Γαλλική Επανάσταση (1789) και τη Βιομηχανική Επανάσταση (Αγλλία, δεύτερο μισό του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα). Πρόκειται για δυο κομβικές εξελίξεις που βρίσκονται στη βάση της σύγχρονης εποχής. Η αυξημένη κινητικότητα και οι τεχνολογικές πρόοδοι είχαν ως αποτέλεσμα την επαφή των ανθρώπων με πολιτισμούς και κοινωνίες διαφορετικά από τα δικά τους. Η επίδραση από αυτή την επαφή ήταν διαφορετική, αλλά για κάποιους ανθρώπους επέφερε την κατάρρευση παραδοσιακών κανόνων και ηθών, με την παρλάλληλη εισαγωγή νέους τρόπους κατανόησης της λειτουργίας του κόσμου. Οι κοινωνιολόγοι ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση αυτών των αλλαγών, προσπαθώντας να κατανοήσουν τι συνέχει τις κοινωνικές ομάδες, αλλά και να δώσουν κάποιες λύσεις για την αντιμετώπιση της διάλυσης της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Τον 18ο αιώνα, την Εποχή του Διαφωτισμού, οι φιλόσοφοι διατύπωσαν γενικές αρχές που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την κοινωνική ζωή. Στοχαστές όπως ο Λοκ, ο Βολταίρος, ο Καντ και ο Χομπς προσπάθησαν να αναδείξουν τις κοινωνικές δυσλειτουργίες και πρότειναν ιδέες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια κοινωνική μεταρρύθμιση.
Ο όρος κοινωνιολογία εισήχθη επίσημα από τον Α. Κοντ (για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια), το 1838.



Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου


Α. Η Γαλλική Επανάσταση

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. H αρχή έγινε με την ανατροπή του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Régime), για να ακολουθήσουν οι εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στη θεμελιακή αναδιάρθρωση των πολιτικο-κοινωνικών δομών στη Γαλλία. Με το ριζοσπαστικό αυτό τρόπο τέθηκε ένα τέλος στα κατάλοιπα του φεουδαρχισμού και της μέχρι τότε ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας Η επαναστατική περίοδος (1789-1799) άσκησε σημαντική επιρροή σε βασικούς τομείς της γαλλικής κοινωνίας, καθώς και στις μετέπειτα πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις του IΘ΄ και του Κ΄ αιώνα...
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση του επαναστατικού κινήματος διαδραμάτισε, κυρίως, η αστική τάξη. Επρόκειτο για μια νέα κοινωνική δύναμη, η οποία, αφού απέκτησε οικονομική ευρωστία, επιχείρησε να διεκδικήσει και την εξουσία. Ως εκ τούτου, ο γαλλικός λαός, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, μην έχοντας εναλλακτική λύση την ακολούθησε. Επίσης, τα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας φαίνεται ότι δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και αντιτίθεντο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ακόμη, ο Διαφωτισμός, με τη γένεση νέων θεωρητικών προβληματισμών και ορθολογικών συστημάτων, δημιούργησε το κατάλληλο διανοητικό κλίμα, το οποίο ευνόησε τις επαναστατικές διεργασίες. Επιπλέον, συνέβαλε στη διάβρωση του συστήματος των αξιών της προεπαναστατικής κοινωνίας, καθώς και στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Η αστική τάξη, λοιπόν, διακήρυττε την ελευθερία και την ισότητα σε όλα τα επίπεδα της γαλλικής κοινωνίας, σε αντίθεση με το Ancien Régime, το οποίο είχε τότε περιέλθει σε τέλμα.
(Βλ. Ζωή Χ. Εξάρχου, Ισοτριογραφικές απόψεις για τη Γαλλική Επανάσταση).

﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Β. Η Βιομηχανική Επανάσταση

Με τον όρο Βιομηχανική Επανάσταση περιγράφονται οι ταχύτατες αλλαγές σε τομείς όπως ο πολιτισμός, η βιομηχανία, η πολιτική, η τεχνολογία, η επιστήμη και η επικοινωνία, που δρομολογήθηκαν στο δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια μετάβαση από την αγροτική κοινωνία στην αστική, η οποία στηρίζεται στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας. (Βλ. Marshall,  A Dictionary of Sociology, 1998).
Με την εμφάνιση και εξάπλωση της βιομηχανίας, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιφέρεια προκειμένου να εργαστούν σε βιομηχανίες με μισθούς ικανούν να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους και μόνο. Οι πληθυσμοί αυτοί που εγκαταστάθηκαν στις ταχύτατα επεκτεινόμενες αστικές περιοχές παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού των νέων βιομηχανικών μονάδων και αποτέλεσαν τη βάση της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Πέρα από τον ανδρικό πληθυσμό, ακόμη και γυναίκες και παιδιά αναγκάζονταν να εργάζονται για πολλές ώρες, σε άθλιες συνθήκες με πενιχρούς μισθούς. Οι κυβερνητικές πολιτικές στον βιομηχανικό τομέα ήταν από λιγοστές έως ανύπαρκτες, κάτι που επέτρεψε στους ευκατάστατους ιδιοκτήτες των βιομηχανιών να κερδοσκοπούν σε βάρος της ασφάλειας και της ευημερίας των εργαζομένων τους (Βλ. σχετικά, The Industrial Economy, 2010). Τα ποσοστά γεννήσεων αυξήθηκαν την περίοδο αυτή και ήταν κοινή πρακτική για τις γυναίκες να έχουν πολλά παιδιά. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την αύξηση των οικογενειακών βαρών, ενώ οι γυναίκες συχνά αναγκάζονταν να επιστρέφουν στην εργασία τους αμέσως μετά τη γέννα. Η αύξηση του πληθυσμού, λόγω της αστικοποίησης, δημιούργησε πυκνοκατοικημένες πόλεις. Η εξάπλωση ασθενειών και το χαμηλό επίπεδο διαβίωσης ήταν αναπόφευκτα αποτελέσματα. Οι άνθρωποι ήρθαν αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν νέο τρόπο ζωής, αλλά και με καινούργιες τεχνολογίες και καινοτομίες. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η αντικατάσταση των ανθρώπων στην παραγωγική διαδικασία από τις μηχανές, οι οποίες μπορούσαν να παράξουν τα ίδια αγαθά με τους ανθρώπους, αλλά σε πολύ μικρότερο χρόνο (βλ. περισσότερα στο The Industrial Economy, 2010).
Από την άλλη, η γεωργική παραγωβλ. ﷽﷽﷽﷽﷽﷽ωγερικωγικασταθογή αυξήθηκε με την εισαγωγή βελτιωμένων καλλιεργητικών μεθόδων, οι οποίες βελτίωσαν και τη θέση των αγροτών. Επρόκειτο για μια αναγκαία συνέπεια από την αυξημένη ζήτηση αγαθών. Η αυξημένη ζήτηση προκλήθηκε από την αστική βιομηχανία και ευνοήθηκε από τη βελτίωση των δικτύων δαινομής. Μην ξεχνάμε ότι η απόδοση των τεράστιων κεφαλαίων που επενδύονταν στην παραγωγή υφασμάτων, εξόρυξης άνθρακα και παραγωγής μεταλλευμάτων, βασίζονταν τόσο στην εσωτερική αγορά, όσο και σε υπεράκτιες εξαγωγές (βλ. Montagna, The Industrial Revolution, 2010).
Μια ακόμη συνέπεια της Βιομηχανικής Επανάστασης υπήρξε η εκτόξευση του κλάδου των μεταφορών. Ανοίχτηκαν δρόμοι, κατασκευάστηκαν κανάλια, ενώ αναπτύχθηκε γρήγορα το σιδηροδρομικό δίκτυο. Τα πιο πάνω μεταφορικά συστήματα βελτίωσαν ριζικά την ευκολία και την ταχύτητα με την οποία μεταφέρονταν τα παραγόμενα αγαθά. Το σύστημα μεταφορών έγινε πολύ σημαντικό για τη διακίνηση πρώτων υλών και βιομηχανικών προϊόντων. Οι τεχνολογικές εφευρέσεις, όπως ο ατμός, ήταν κομβικής σημασίας για την κίνηση των τρένων, των πλοίων, αλλά και των μεγάλων βιομηχανιών (βλ. The Industrial Economy).
Όλες οι πιο πάνω ριζικές αλλαγές υπήρξαν επαναστατικές λόγω της ταχύτητας με την οποία οι περισσότερες εφαρμόσθηκαν. Η επιθυμία της κατανόησης και της ανάλυσης τέτοιων δραματικών αλλαγών αποτέλεσε καταλύτη για τους πρώτους κοινωνιολόγους για να αναπτύξουν θεωρίες σχετικά με την κατανομή εργασίας, τον καπιταλισμό και τη γραφειοκρατία, καθώς και με την επίδραση που είχαν στις αλλαγές μέσα στην κοινωνία (βλ. Marshall, όπ. π.).


ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ:

 Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης

Η βιομηχανική επανάσταση έφερε σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.

Πληθυσμιακές μεταβολές
Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου προκάλεσε στην Ευρώπη, ιδίως μετά το 1850, εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση, ένα μέρος της οποίας διοχετεύτηκε στη μετανάστευση. Η εσωτερική μετανάστευση προς τις βιομηχανικές πόλεις πύκνωσε τις στρατιές των εργατών. Τότε, άρχισαν να δημιουργούνται εργατικά προάστια, κοντά ή και ανάμεσα στα εργοστάσια. Η εξωτερική μετανάστευση κατευθύνθηκε στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία.

Κοινωνικοί μετασχηματισμοί
Παράλληλα, άλλαζαν τα κοινωνικά δεδομένα. Οι αριστοκράτες-μεγαλογαιοκτήμονες παρέμεναν πανίσχυροι στην ανατολική και μεσογειακή Ευρώπη, καθώς η περιορισμένη διάδοση της βιομηχανίας στις περιοχές αυτές δεν έθιγε τις προΰπάρχουσες κοινωνικές δομές. Στην Αγγλία, όπου είχαν αρχίσει να ασχολούνται με επιχειρήσεις καπιταλιστικού χαρακτήρα, έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Αντιθέτως, στη Γαλλία, όπου η αριστοκρατία δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νέου τύπου οικονομικές δραστηριότητες, η επιρροή της περιοριζόταν διαρκώς.
Οι αστοί ήταν, πλέον, η κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Διακρίνονταν σε μεγαλοαστούς (βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες), μεσοαστούς (βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες) και μικροαστούς (δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι). Οι μεγαλοαστοί συγκροτούσαν την άρχουσα κοινωνική τάξη. Διέθεταν πλούτο, υψηλό κοινωνικό κύρος και πολιτική επιρροή.
Οι αγρότες αποτελούσαν την πλειονότητα των Ευρωπαίων κατά τον 19ο αιώνα και ζούσαν υπό εξαιρετικά ασταθείς συνθήκες, εκτεθειμένοι στις διαθέσεις των μεγαλοκτηματιών και στις διακυμάνσεις των τιμών. Πολλοί μετανάστευαν αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Οι εργάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αυξάνονταν όσο αναπτυσσόταν η βιομηχανία. Εργάζονταν 12-16 ώρες καθημερινά, δίχως ούτε μια μέρα ανάπαυσης, και έπαιρναν μισθούς πείνας. Ζούσαν, στριμωγμένοι πολλοί μαζί, σε μικρά και ανθυγιεινά σπίτια και πέθαιναν νέοι. Το 1827 ο μέσος όρος ζωής των εργατών της γαλλικής βιομηχανικής πόλης Μιλούζ ήταν τα 27 χρόνια!

Σοσιαλιστικές θεωρίες
Τα έντονα κοινωνικά προβλήματα γέννησαν, τον 19ο αιώνα, μια σειρά θεωρίες που, επειδή τόνιζαν την προτεραιότητα του κοινωνικού (social) συμφέροντος έναντι του ατομικού, έγιναν γνωστές με τον γενικό όρο σοσιαλισμός.
Οι πρώτοι σοσιαλιστές (Σαιν Σιμόν, Φουριέ, Όουεν, Μπλαν, Προυντόν) μιλούσαν για μια εξιδανικευμένη μορφή κοινωνίας που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να επικρατήσει. Γι’ αυτό και οι απόψεις τους ονομάστηκαν ουτοπικός σοσιαλισμός.
Το 1848 οι Γερμανοί Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς δημοσίευσαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αργότερα ο Μαρξ δημοσίευσε ένα τρίτομο έργο, Το Κεφάλαιο (Das Kapital). Σε αυτό υποστήριζε την άποψη ότι κύρια αιτία της κοινωνικής αδικίας ήταν το γεγονός ότι οι σχετικά ολιγάριθμοι αστοί ήταν ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βλέπε γλωσσάριο).
Κατά τον Μαρξ, η εργατική τάξη θα έπρεπε να οργανωθεί σ’ ένα δικό της πολιτικό κόμμα, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής. Έτσι, θα δημιουργούνταν μια νέα κοινωνία δίχως τάξεις (αταξική κοινωνία), όπου δεν θα υπήρχε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Οι θέσεις αυτές έγιναν γνωστές ως μαρξισμός.

Η ανάπτυξη του συνδικαλισμού
Οι άθλιες συνθήκες ζωής έκαναν τους εργάτες να ξεσηκώνονται αυθόρμητα. Όμως, μόνο μετά το 1830, άρχισαν να διεκδικούν οργανωμένα την ικανοποίηση αιτημάτων, όπως η οκτάωρη εργασία. Το 1838 η αγγλική Ένωση Εργατών δημοσίευσε τη Χάρτα του Λαού, με την οποία οι χαρτιστές, όπως ονομάστηκαν τα μέλη της, διατύπωναν πολιτικά αιτήματα (θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες κ.ά.).
Κύριος τρόπος διεκδίκησης ήταν οι απεργίες, που συχνά καταστέλλονταν βίαια. Την 1η Μαΐου 1886 μια εργατική απεργία στο Σικάγο των ΗΠΑ με αίτημα την καθιέρωση οκτάωρης εργασίας πνίγηκε στο αίμα. Έτσι, από το 1890 τα σοσιαλιστικά κόμματα και τα συνδικάτα άρχισαν να γιορτάζουν την Πρωτομαγιά ως παγκόσμια μέρα των εργατών, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το εργατικό κίνημα είχε πετύχει τη μείωση των ωρών εργασίας σε δέκα, τη δημιουργία ταμείων ασφάλισης που στήριζαν οικονομικά τους εργάτες σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ασθένειας ή απόλυσης και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τους εργοδότες που όριζαν τις κατώτερες αμοιβές προστατεύοντας τους εργάτες, σε κάποιο βαθμό, από την υπερεκμετάλλευση.
Η πολιτική οργάνωση των εργατών Το 1864 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η πρώτη Διεθνής Ένωση Εργατών (πρώτη Διεθνής), που διαλύθηκε, ωστόσο, το 1876 εξαιτίας διαφωνιών μεταξύ των σοσιαλιστών. Το 1889, στο Παρίσι, ιδρύθηκε η δεύτερη Διεθνής, με τη συμμετοχή μόνο πολιτικών κομμάτων που δέχονταν, τουλάχιστον θεωρητικά, τον μαρξισμό. Τα επόμενα χρόνια δημιουργήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα. Πολλά από αυτά επιδίωκαν να ανέλθουν στην κυβέρνηση μέσα από εκλογές. Με την τακτική αυτή διαφωνούσαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία, ο Λένιν στη Ρωσία και άλλοι σοσιαλιστές, που πίστευαν ότι έπρεπε να επιδιώκεται η ανατροπή του καπιταλισμού με επανάσταση και η εγκαθίδρυση ενός νέου σοσιαλιστικού καθεστώτος.

Το κίνημα για τη χειραφέτηση της γυναίκας

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα πολλές γυναίκες άρχισαν να εργάζονται σε εργοστάσια και άλλες επιχειρήσεις. Απέκτησαν, έτσι, οικονομική ανεξαρτησία και άρχισαν να διεκδικούν τη νομική και πολιτική τους χειραφέτηση. Το 1903 η Αγγλίδα Έμελιν Πάνκχορστ ίδρυσε την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών, που μαχόταν για την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, πράγμα που επιτεύχθηκε, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

(Από το βιβλίο Ιστορίας της Γ' Γυμνασίου)


Γ. "Ο ενοχλητικός ζητιάνος της προβιομηχανικής κοινωνίας..."

Στην προβιομηχανική εποχή ο ζητιάνος που χτυπάει στην πόρτα του πλουσίου θεωρείται αγγελιαφόρος του Θεού, ενδεχόμενα και προσωποποίηση του ίδιου του Χριστού, ο Οποίος εμφανίζεται αηδιασμένος από τη μη φιλάνθρωπη στάση του πλουσίου. Αυτή η χριστιανική διδασκαλία περί αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, αλλάζει ριζικά πολύ προτού φτάσουμε στις κοινωνικές μεταβολές που φέρνει η Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα της νέας εποχής που ανατέλλει. Όπως φαίνεται και στα επιλεγμένα κείμενα που ακολουθούν, η αύξηση του αριθμού των φτωχών και των επαιτών, δημιούργησε από πολύ νωρίς αντιδράσεις στις δυτικές κοινωνίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τον στιγματισμό της συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Η περιθωροποίησή τους ακόμη και σε γκέτο υπήρξε η φυσική εξέλιξη, μέχρι που κάποια δυτικά κράτη προχώρησαν στον εγκλεισμό τους σε ιδρύματα, ώστε να περιοριστούν η εγκληματικότητα και άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές που επιδείκνυαν πολλές φορές οι επαίτες. Γίνεται δηλαδή φανερό ότι η χριστιανική ηθική πάνω στο θέμα αυτό είχε υποχωρήσει από πολύ νωρίς, πριν και από τον Μεσαίωνα. Η δραματική αλλαγή που επέρχεται με τη βιομηχανική επανάσταση, δεν είναι τόσο η υποχώρηση της χριστιανικής ηθικής, όσο η θέσπιση της υποχρεώσής τους να εργαστούν σε βιομηχανίες καταναγκαστικά.


ΚΕΙΜΕΝΑ:

1. "Η πολεμική του Μάλθους στρεφόταν εναντίον του ιστορικού οπτιμισμού, που έβλεπε στην αναδυόμενη βιομηχανική επανάσταση μιαν επιπρόσθετη επιβεβαίωση της σταθερής πορείας της ανθρωπότητας προς την πρόοδο και προς ανώτερα στάδια του πολιτισμού.
Το πρόβλημα που έθετε ο Μάλθους ήδη από την πρώτη σελίδα της πρώτης έκδοσης είναι το «αν ο άνθρωπος θα μπορεί στο εξής να προχωράει με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα προς μιαν απεριόριστη και μέχρι τώρα αδιανόητη βελτίωση· ή αν είναι καταδικασμένος να μετεωρίζεται διαρκώς μεταξύ ευτυχίας και αθλιότητας, και μετά από κάθε προσπάθεια να παραμένει ακόμα σε μιαν απροσμέτρητη απόσταση από τον επιθυμητό στόχο».
Ο Μάλθους διαπίστωνε ότι η αύξηση του πληθυσμού είναι μεγαλύτερη από την ικανότητα της γης να παράγει μέσα διαβίωσης για τον άνθρωπο.
Ενώ τα μέσα διαβίωσης αυξάνονται με αριθμητική πρόοδο (2, 4, 6, 8), ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο (2, 4, 8, 16). Αυτή είναι η μεγάλη και ανυπέρβλητη δυσκολία που εμποδίζει τη θεμελίωση μιας τέλειας και αρμονικής κοινωνίας, στην οποία οι ελεύθεροι άνθρωποι θα ζουν ήρεμα και ευτυχισμένα, χωρίς να βασανίζονται από την κοπιώδη μέριμνα για την εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων διαβίωσης για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους.
Το κεντρικό ζήτημα που έθετε ο Μάλθους ήταν η ικανότητα των ατόμων και του κοινωνικού συστήματος να ρυθμίζουν και να ελέγχουν την αύξηση του πληθυσμού.
Στους αιώνες που προηγούνταν της βιομηχανικής επανάστασης ο πληθυσμός αυξανόταν πολύ αργά. Οταν οι μεταβολές των κοινωνικών και υγειονομικών συνθηκών επέτρεψαν μια μείωση της θνησιμότητας, άρχισε εκείνη η αύξηση του πληθυσμού στην οποία οι ιστορικοί αποδίδουν ένα θετικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και η αγγλική βιομηχανική επανάσταση βρήκε στην αύξηση του πληθυσμού –και ιδιαίτερα εκείνου των πόλεων– μιαν ανεξάντλητη δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης, ικανή να τροφοδοτεί τη ραγδαία επέκταση της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Το 1750 ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτανε τα 730 εκατομμύρια. Οι θέσεις του Μάλθους διαφοροποιούνταν ριζικά από την κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία της εποχής του, που έτεινε να βλέπει την αύξηση του πληθυσμού ως πηγή νέου πλούτου.
Ο Μάλθους επικαλούνταν το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου –και εξαιτίας της σχετικής αφθονίας των φυσικών πόρων– ο πληθυσμός διπλασιάστηκε μέσα σε 25 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Μάλθους, η γρήγορη αύξηση του αγγλικού πληθυσμού οφειλόταν κυρίως στη μεγάλη γονιμότητα των φτωχών τάξεων, των οποίων η πείνα και η αθλιότητα μετριαζόταν από τα –ισχνά και διόλου γενναιόδωρα άλλωστε– βοηθήματα που καθιέρωσαν οι «Νόμοι για τους φτωχούς».
Ο Μάλθους πρότεινε την κατάργηση αυτής της νομοθεσίας, προκειμένου να υποχρεωθούν οι φτωχοί να κάνουν λιγότερα παιδιά. Στη δεύτερη έκδοση του έργου του, ο Μάλθους διατύπωνε την πρόταση οι φτωχοί να καθυστερούν τον γάμο μέχρις ότου αποκτήσουν τα αναγκαία μέσα διαβίωσης. Στο μεταξύ, οι μελλοντικοί γεννήτορες θα έπρεπε να συμπεριφέρονται ενάρετα και να απέχουν από σεξουαλικές επαφές, αφού θα γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσαν να συντηρούν τα παιδιά που ενδεχομένως θα αποκτούσαν.
Σύμφωνα με τον Μάλθους, αυτή η ηθική εγκράτεια, εκτός του ότι θα οδηγούσε σε πιο ευτυχισμένους γάμους (!), θα συνέβαλλε και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων τάξεων. Προφανώς για θρησκευτικούς λόγους, ο κληρικός Μάλθους δεν εξέταζε την πιθανότητα να αναζητηθούν άλλα «τεχνικά» εργαλεία για τον έλεγχο των γεννήσεων.
Σε αυτή τη δεύτερη έκδοση του 1803 διαβάζουμε και την ακόλουθη απειλητική φράση
«Ενας άνθρωπος που γεννιέται σε έναν κόσμο τον οποίο ήδη κατέχουν άλλοι, αν δεν μπορεί να έχει τα μέσα διαβίωσης από τους γονείς του, από τους οποίους έχει δικαίωμα να τα ζητάει, και αν η κοινωνία δεν έχει ανάγκη την εργασία του, δεν έχει κανένα δικαίωμα να ζητάει ούτε καν μια μικρή μερίδα φαγητού, δεν έχει καν λόγο να υπάρχει σε έναν τέτοιο κόσμο. Στο πλούσιο συμπόσιο της φύσης δεν υπάρχει μια κενή θέση γι’ αυτόν. Η φύση τού λέει να φύγει, και θα εκτελέσει αμέσως τις εντολές της, αν αυτός δεν μπορεί να βασιστεί στη συμπόνια κάποιου από τους συνδαιτυμόνες. Και αν κάποιος από τους συνδαιτυμόνες σηκωθεί και του παραχωρήσει τη θέση του, άλλοι αποκλεισμένοι θα εμφανιστούν αμέσως για να ζητήσουν την ίδια χάρη και συνεπώς, πολύ γρήγορα, η αίθουσα του συμποσίου θα γεμίσει με ικέτες. Η τάξη και η αρμονία του συμποσίου θα διαταραχθούν, η αφθονία που υπήρχε πριν θα μετατραπεί σε σπάνιν και η ευτυχία των φιλοξενούμενων θα καταστραφεί από το θέαμα της αθλιότητας και από την πείνα, που θα υπάρχει σε όλες τις γωνιές της αίθουσας»..."

(Θ. Γιαλκέτσης, Η δυσοίωνη προφητεία του Μάλθους, ΕΦΣΥΝ, 23/12/2018)


2. "...Εργασία για τους τροφίμους των ιδρυμάτων, εργασία στα νέα εργοστάσια και για τους υπολοίπους, τους οποίους η πείνα θα έσπρωχνε μέχρι τις εισόδους τους. Μια τέτοια πολιτική είχε στα μέσα του 19ου αιώνα καταστεί απολύτως απαραίτητη... επειδή η ίδια η αποτυχία της επιδοματικής πολιτικής σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή της, είχε εκθρέψει έναν πληθυσμό που γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να ελεγχθεί. Έναν συρφετό ανθρώπων ο οποίος δεν ήθελε να γνωρίσει τους αστικούς κανόνες, δεν παντρεύονταν, δεν βάφτιζε τα παιδιά του και δεν αναγνώριζε τις ηθικές του υποχρεώσεις. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Φουκώ, από τις αρχές του 19ου αιώνα οι λεγόμενες λαϊκές ανομίες έλαβαν νέες διαστάσεις όταν διασταυρώθηκαν με τις κοινωνικές συγκρούσεις, την αντίσταση στην εκβιομηχάνιση ή με τα αποτελέσματα των οικονομικών κρίσεων. Έλαβαν δηλαδή τα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε σε όλα τα κινήματα που εκτυλίχθηκαν από το 1780 μέχρι το 1848... Έπρεπε να πιέσουν τη μεγάλη πλειοψηφία των ανέργων να στραφεί στη μετανάστευση και στα νέα εργοστάσια, όχι μόνο επειδή η οικονομική χρησιμότητα μιας τέτοιας κίνησης ήταν προφανής, αλλά και γιατί η ένταξη τους στην ανελαστική διαδικασία της παραγωγής αυτήν την εποχή θα είχε προφανή αποτελέσματα στην πειθάρχησή τους. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αντέξουν μια τέτοιας κλίμακας διαδικασία, μπορούσαν να καταφύγουν στα Workhouses. Εκεί το ίδιο τους το σώμα θα γινόταν, με τη χρήση λελογισμένης βίας, αντικείμενο μιας άλλου είδους, αυστηρότερης πειθάρχησης.

 (Μαλάνος Σταμάτης, Από την αρωγή στην περιθωριοποίηση: Τα Βρετανικά Workhouses στα σύνορα δύο κόσμων 1770-1860.  Διπλωματική Εργασία)


3. "Στην προβιομηχανική Δύση, οι φτωχοί αντιμετωπίζονταν ως αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής κοινοπολιτείας και ως απαραίτητο κίνητρο για την αγαθοεργία των πλουσίων. Η φτώχεια συνεπώς δεν σήμαινε απλά την έλλειψη υλικών αγαθών, αλλά αποτελούσε πρώτιστα μια δεσμευτική σχέση ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους όσο και στην Πρώιμη Νεότερη Περίοδο, ο όρος «φτώχεια» είχε πολύ περισσότερες σημασιολογικές αποχρώσεις, απ’ό,τι στις κοινωνίες του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης, η λέξη «Φτώχεια» είχε τις ακόλουθες σημασίες στα αγγλικά της Πρώιμης Νεότερης Περιόδου: 1) παντελής έλλειψη πλούτου ή ελάχιστη προσωπική ιδιοκτησία 2) κοινωνική μειονεξία, 3) αφορία, σπανιότητα, 4) κακή φυσική κατάσταση, απόρροια υποσιτισμού. Ο όρος «φτωχός» δεν σήμαινε μόνον το πολικό αντίθετο του «πλουσίου», αλλά υποδείκνυε τους διαφορετικούς βαθμούς ένδειας, ήταν επομένως καθαρά αξιολογικός....
Οι χιλιάδες περιπλανώμενοι επαίτες που κατέκλυζαν τα αστικά κέντρα της Δύσης άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως κοινωνική απειλή και μίασμα από τις τοπικές κοινότητες. Ρακένδυτοι και βρωμεροί, κυκλοφορούσαν άσκοπα στους δρόμους και μπορούσαν να υποπέσουν σε οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον τους δινόταν η αφορμή. Πέρα από τους περιπλανώμενους επαίτες, οι κοινωνίες του 15ου και 16ου αιώνα γνώριζαν και πλήθος άλλων περιφερόμενων ξένων, όπως οι πλανόδιοι θεραπευτές, οι τροχιστές μαχαιριών, οι διάφοροι θίασοι και ακροβάτες. ωστόσο, μόνον οι επαίτες στιγματίζονταν και περιθωριοποιούνταν από τις κοινότητες. Η γενική κατακραυγή εναντίον τους θεμελιωνόταν και πάλι στη διάκριση του «άξιου» από τον «ανάξιο» φτωχό. Οι περιπλανώμενοι επαίτες θεωρούνταν υπεύθυνοι για την κακοδαιμονία τους ενώ, από τα τέλη του 15ου αιώνα, άρχιζαν να αντιμετωπίζονται και ως κοινοί απατεώνες, εκμεταλλευτές της φιλανθρωπίας των χριστιανών....
Στη διάρκεια των ταραγμένων δύο πρώτων δεκαετιών του 16ου αιώνα, τα κείμενα των ουμανιστών (σημαντικότερη η πραγματεία του Ισπανού Juan Luis Vives De Subventione Pauperum, Brugges, 1525) εξέφρασαν τη νέα κοινωνική αντίληψη της φτώχειας: Αυτή ταυτίσθηκε με την οκνηρία, τη δόλια αποφυγή της τίμιας εργασίας. Ο φτωχός συνιστούσε κοινωνικό μίασμα αλλά και κίνδυνο, έπρεπε να επανενταχθεί στην κοινωνία ως ισότιμα παραγωγικό μέλος, εξαναγκαζόμενος σε εργασία. Η επαιτεία έπρεπε να απαγορευθεί δια νόμου, ενώ η όλη υπόθεση της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής έπρεπε να ανατεθεί σε ένα κεντρικό γραφειοκρατικό όργανο. Οι απόψεις των ουμανιστών βρήκαν ισχυρούς συμμάχους στα κείμενα των πρωταγωνιστών της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης: Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, οι Λούθηρος, Ζβίγγλιος και Καλβίνος υποστήριζαν από κοινού την ποινικοποίηση της επαιτείας, την καταναγκαστική εργασία των φτωχών και τη συγκεντροποίηση όλων των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας, με στόχο τη χορήγηση των ελάχιστων επιδομάτων....
Η ιδέα του εγκλεισμού των περιπλανώμενων φτωχών σε ειδικά ιδρύματα «κοινωνικής αναμόρφωσης», φυλακές όπου η καταναγκαστική εργασία των εγκλείστων αποτελούσε βασικό μέρος της αναμορφωτικής διαδικασίας, ανάγεται στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και αποτελεί αγγλική επινόηση. Tο 1553, ο Εδουάρδος ΣΤ΄, επηρεασμένος από τις προτροπές του επισκόπου Nicolas Ridley, παραχώρησε μια παλιά έπαυλη, το παλάτι του Bridewell στην πόλη του Λονδίνου για τη συγκέντρωση και τον εγκλεισμό των οκνηρών και των περιπλανώμενων φτωχών. Η Πράξη Περί Αρωγής των Φτωχών (Poor Relief Act) του 1576, όριζε την ίδρυση «αναμορφωτηρίων» σε όλες τις κομητείες και τις αυτοδιοικούμενες πόλεις του βασιλείου....
Τον 16ο αιώνα, η ανθρώπινη εργασία έφερε ακόμη μια έντονη ηθική-θρησκευτική χροιά, ως θεραπεία ενάντια στην αμαρτωλή αδράνεια. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα, και με την επικράτηση του θεσμού του πτωχοκομείου στο σύνολο των δυτικών χωρών, η παραδοσιακή σύλληψη της εργασίας ως τρόπου καταπολέμησης της κύριας αιτίας της φτώχειας που ήταν η οκνηρία, αντικαταστάθηκε από μια νέα, πιο πραγματιστική προσέγγιση, η οποία θεωρούσε τον εγκλεισμό και την καταναγκαστική εργασία ως τα μόνα ορθά μέσα πειθαρχικού παραδειγματισμού και αναμόρφωσης των επαιτών και των υπόλοιπων αντικοινωνικών στοιχείων. Το πατερναλιστικό Κράτος του ancien régime αποπειράθηκε με αυτό τον τρόπο να συνδυάσει τον κοινωνικό παραδειγματισμό με το οικονομικό όφελος. Αυτό αποτέλεσε και τη μεγαλύτερη τομή στην ιστορία της δυτικής αντιμετώπισης της φτώχειας από το Μεσαίωνα ως και τον 19ο αιώνα...."

ς﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ορνωνικσμμμώστας Γαγανάκης, Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Β')
                                                                      
Δ. "Αλλαγές που συντελούνται την περίοδο αυτή"... (της βιομηχανικής επανάστασης)

Βλ. πληροφορίες στα όσα πιο πάνω (παρ. Β. αναφέρονται για τη βιομηχανική επανάσταση).


Ε. Κοινωνικός στοχασμός και κοινωνιολογία

ΚΕΙΜΕΝΟ:

Το ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης της κοινωνιολογίας και η συγκρότησή της ως επιστήμη

Η ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, της καθημερινής κοινωνικής ζωής δεν είναι ένα σύγχρονο νεωτερικό φαινόμενο. Οι T. Adorno και M. Horkheimer (κύριοι εκπρόσωποι της Σχολής της Φραγκφούρτης) επισημαίνουν ότι ο Πλάτωνας στην Πολιτεία επιδίδεται σε μια κριτική ανάλυση της συγκαιρινής του κοινωνικής ζωής και συνάμα προτείνει ένα ιδανικό μοντέλο δίκαιης και ορθής κοινωνίας. Η προσέγγιση, όμως, της κοινωνικής πραγματικότητας με συστηματικό και επιστημονικό τρόπο, δηλαδή με τη χρήση συγκεκριμένων μεθόδων, εργαλείων και μεθοδολογικών αρχών, εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Το ιστορικό συγκείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντικές και ριζικές αλλαγές και ανατροπές στο πνευματικό, πολιτισμικό, οικονομικό, τεχνολογικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, ευνόησε την εμφάνιση της κοινωνικής επιστήμης. Ακριβώς αυτό το συγκείμενο διαμόρφωσε και τον αρχικό θετικιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής επιστήμης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το πέρασμα από το παλαιό θεοκρατικό και φεουδαρχικό σύστημα (ancient regime) στο νεωτερικό, καπιταλιστικό αστικό σύστημα πραγματοποιήθηκε βάσει και διά της επιστημονικής επανάστασης, του πνεύματος του Διαφωτισμού, της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των μηχανικών εφαρμογών της, της σταδιακής κατάρρευσης του φεουδαρχικού συστήματος και της εδραίωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της ανόδου της αστικής τάξης, της δημιουργίας μεγάλων βιομηχανικών παραγωγικών μονάδων, της εξώθησης μεγάλων κομματιών του αγροτικού πληθυσμού στις νέες βιομηχανικές πόλεις και της προλεταριοποίησής τους, της εδραίωσης της αγοράς εργασίας και της σταδιακής συγκρότησης του αστικού πολιτικού συστήματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού διαμόρφωσε ριζικά το πνευματικό σύμπαν της εποχής, εκτοπίζοντας τη θεοκρατική αντίληψη του κόσμου και τις δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις...
Η ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, η οποία βασίστηκε στην αξιοποίηση των πορισμάτων της λεγόμενης επανάστασης των επιστημών του 16ου και 17ου αιώνα, συνέβαλε στην εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να μετασχηματίσει τον τρόπο παραγωγής και εργασίας. Η εκμηχάνιση, βέβαια, δεν περιορίζεται μόνο στη διάσταση της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, αλλά αναφέρεται και στο σύνολο της κουλτούρας, δηλαδή σε αυτό που αποκαλεί ο Λιούις Μάμφορντ (1895-1990) «μηχανοποίηση της κουλτούρας». Όπως λέει χαρακτηριστικά, «η εισαγωγή της μηχανής, όπως και όλες οι μεγάλες αλλαγές, ήταν κατ’ ουσίαν μια αλλαγή πνεύματος, και δεν εξαρτιόταν από κάποια ιδιαίτερη βιομηχανία ή από κάποια μεμονωμένη εφεύρεση, π.χ. την ατμομηχανή».
Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες άρχισαν να συγκροτούνται αντικαθιστώντας σταδιακά τον αγροτικό τρόπο παραγωγής (και εκμηχανίζοντάς τον) και τις συντεχνίες. Η λειτουργία των εργοστασίων απαιτούσε ένα μεγάλο απόθεμα διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, το οποίο θα έπρεπε να είναι πειθαρχημένο, υπάκουο και παραγωγικό. Ο βίαιος εξαστισμός αγροτικών πληθυσμών (περιφράξεις κοινοτικών γαιών και αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης) οδήγησε στην προλεταριοποίηση αυτών των πληθυσμών, καθώς βγαίνοντας από τις φεουδαρχικές σχέσεις, στις οποίες διατηρούσαν το δικαίωμα της νομής, της χρήσης της γης υπό την σχέση βέβαια εξάρτησης από τον φεουδάρχη, βρέθηκαν στις νέες βιομηχανικές πόλεις χωρίς να κατέχουν κανένα περιουσιακό δικαίωμα ή/και δικαίωμα νομής των μέσων αυτοσυντήρησης. Το μόνο που κατείχαν ήταν η εργατική τους δύναμη, που καλούνταν τώρα να την πουλήσουν στον εργοδότη-εργοστασιάρχη, δηλαδή σε αυτόν που αγόραζε την εργατική τους δύναμη και κατείχε τα μέσα παραγωγής. Οι νέες συνθήκες ζωής και εργασίας ήταν πολύ σκληρές για αυτούς τους πληθυσμούς, καθώς η επιβίωσή τους εξαρτιόταν από την αγορά (εργασίας και εμπορευμάτων). Η εργασία στην εκμηχανισμένη παραγωγική διαδικασία χρειαζόταν ένα πειθαρχημένο στις κινήσεις και τους ρυθμούς εργατικό δυναμικό, το οποίο πια δεν έλεγχε την διαδικασία της εργασίας. Η σταδιακή αποειδίκευση των τεχνιτών-εργατών, ο αυστηρός καταμερισμός των καθηκόντων, η επιβολή των ρυθμών εργασίας και οι σκληρές συνθήκες (εξαντλητικά ωράρια, παιδική εργασία) της στο πλαίσιο της μαζικής παραγωγής αποτέλεσαν βασικά εργαλεία πειθάρχησης του εργατικού δυναμικού. Επίσης, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των νέων εργατικών πληθυσμών των πόλεων, όπου η έλλειψη παροχής νερού, η απουσία αποχετευτικού συστήματος, οι μικρές κατοικίες, συμπληρώνουν την εικόνα της νέας κοινωνικής συνθήκης και των κοινωνικών ζητημάτων που τη χαρακτήριζαν...
Οι αλλαγές στον τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις παραγωγής, στο κράτος, στο χώρο και το χρόνο8 της καθημερινής ζωής των ανθρώπων στις πόλεις, στις κοινωνικές αξίες σηματοδότησαν μια περίοδο κρίσης του συστήματος ιδεών και αξιών, των νομικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, και μετάβασης σε ένα καινούριο. Σε αυτή την περίοδο μετάβασης, ριζικών μετασχηματισμών των αντιλήψεων, των κοσμοθεωριών, των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, των σχέσεων και των υλικών συνθηκών ύπαρξης των κοινωνικών υποκειμένων εμφανίσθηκε η κοινωνιολογία ως επιστήμη της κοινωνίας και του ανθρώπου.

(Δημήτρης Λάλας, Αρχές Κοινωνιολογίας, 3 εξ.)