Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Λογοτεχνία - Γλώσσα. Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Καλημέρα θλίψη


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Καλημέρα θλίψη

Μια προσέγγιση από τη μεριά των ονείρων




Η Μαρία Νεφέλη λέει:

                        ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι...

Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν’ αποσπάσεις κάτι απ’ την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
τη διαβάζουμε και "βρίσκουμε τον εαυτό μας"
πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας

Ά τε να χαθούμε
παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

[Όταν η ομορφιά συμφέρει
                                                      λογάριαζέ την για πόρνη.]



Ο Παντελής Μπουκάλας χαρακτηρίζει τον Ελύτη στο συγκεκριμένο ποίημα "εσωτερικό, ... μελαγχολικό, ...σχεδόν καρυωτακικό. Τόσο μελαγχολικό που να μεταδίδει τη «νόσο» αυτή ακόμα και στη φρέσκια, επαναστατημένη ψυχή της Μαρίας Νεφέλης" (Ο "μικροσκoπικός Μινώταυρος της θλίψης", Καθημερινή, 16.08.2015).
Πράγματι, το "Καλημέρα θλίψη" είναι έντονα χρωματισμένο από την απαισιοδοξία. Ο Ελύτης βλέπει σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας έντονα τα σημάδια της θλίψης. Το σκοτεινό αυτο συναίσθημα καραδοκεί από το βράδυ και περιμένει το ξύπνημα για να εισβάλει αμέσως στην ημέρα, προτού καλά καλά ο άνθρωπος προλάβει να βγει από τη θολούρα του ύπνου. Με το άνοιγμα των ματιών, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι η θλίψη. Οι καθημερινές συνήθειες, οι απλές κινήσεις, όπως ο πρωινός καφές, το άνοιγμα του παραθύρου για να μπει το φως του ήλιου στο σκοτεινό δωμάτιο, το χτύπημα του τηλεφώνου που σημαίνει την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, το νερό του μπάνιου που θα αναζωογονήσει το νυσταγμένο κορμί, όλες αυτές οι απλές κινήσεις μιας συνηθισμένης καθημερινότητας, κυριαρχούνται από τη θλίψη, γιατί το συναίσθημα αυτό τρέφεται από τα απλά πράγματα.
Κι ενώ ο ποιητής θεωρεί ότι οι λεπτομέρειες της ζωής τρέφουν τη μελαγχολία, χαρακτηρίζει τη θλίψη τέρας, μικροσκοπικό Μινώταυρο· μια εξαίσια αντίθεση: Ο Μινώταυρος, το μυθικό τέρας που για να συντηρηθεί απαιτούσε ανθρωποθυσίες, εδώ μεταβάλλεται σε μικροσκοπικό τέρας, με τις ίδιες γιγάντιες, όμως, συνέπειες του μεγάλου μυθικού τέρατος:

είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.

Η θλίψη, λοιπόν, είναι ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος, γιατί δεν τρέφεται με ανθρώπους, αλλά με λεπτομέρειες, αλλά γιγαντώνεται, γιατί τρώει σάρκες ανθρώπινες, όχι αέρα, ώσπου στο τέλος αναλώνει τα πάντα. Διαφορετικό το αφετηριακό μέγεθος, ίδιο το καταστροφικό αποτέλεσμα.
Ο ποιητής μοιάζει "καρυωτακικά" απαισιόδοξος, για να δανειστούμε τον παράλληλο σύνδεσμο του Παντελή Μπουκάλα, βλέπει τη θλίψη να είναι κυρίαρχη στην ανθρώπινη ζωή, μόνιμα εγκατεστημένη μέσα μας, μια αρρώστια χειρότερη από τα πιο νοσογόνα μικρόβια, αντικείμενο της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, βαλμένη στο μικροσκόπιο της θεωρητικής εξέτασης, αλλά στην πράξη είναι μια καραμέλα μαύρη που πικραίνει μόνιμα τους κάλυκες της γεύσης μας, είναι αθέλητο κτήμα όλων μας.
Και καταλήγει με μια αποστροφή, μια θυμωμένη απόρριψη των ανθρώπινων επιλογών σε πρώτο πληθυντικό· αναζητούμε την ευτυχία στα υλικά αγαθά, σ' ένα άνετο διαμέρισμα σε ψηλό όροφο, νομίζουμε ότι η ευτυχία είναι βολική, εύκολη, μια άλλη Καλυψώ, μια Κίρκη που μας απομακρύνει από την ουσία της ύπαρξής μας, μια πόρνη που μας προσφέρει απατηλή, προσωρινή σαρκική απόλαυση, μαζί μια ψευδαίσθηση έρωτα.

Για την καλύτερη κατανόηση του ποιήματος αυτού, νομίζω κομβικές είναι οι αντιλήψεις του Ελύτη για τα όνειρα. "Κάποτε", γράφει ο Ελύτης,  "όταν ρώτησα ένα θείο μου, τι είδους όνειρα έβλεπε, μ’ απάντησε με ιερή αγανάκτηση: Όνειρα; τρελός είμαι παιδάκι μου να βλέπω όνειρα;» και συνεχίζει: «Καταλαβαίνετε, δηλαδή: το ένα τρίτο της ζωής μας είναι αμελητέο και καταδικαστέο, ίσως και ανήθικο». Η θέση του για το σημαντικό αυτό κομμάτι του ανθρώπινου χρόνου περιγράφεται λίγο πιο κάτω: «Ανάμεσα στη φροϋδική Επιστήμη των Ονείρων και στους λαϊκούς Ονειροκρίτες έτρεφα πάντοτε την ελπίδα να βρω έναν τρίτο δρόμο, έναν τρόπο λιγότερο επιστημονικό, και συνάμα λιγότερο αφελή, που να μου επιτρέπει να χειρίζομαι το υλικό των ονείρων, ανεξάρτητα και πάνω από την ψυχαναλυτική ή την προφητική σημασίας τους". Διαλέγει δε αυτόν τον δύσκολο, άγνωστο δρόμο, γιατί θεωρεί ότι τις στιγμές των ονείρων "δρούμε... εναντίον όλων των φυσικών νόμων... πρόκειται για το μόνο μέρος όπου ενεργούμε χωρίς δεσμεύσεις· χωρίς αίσθηση του χρόνου· χωρίς ντροπή. Κυκλοφορούμε ξεκούμπωτοι... ασχημονούμε - αν μη και σκοτώνουμε κάποτε, στο πείσμα όλων των αστυνομιών του κόσμου. Η μακραίωνη συνήθεια των ανθρώπων να ταυτίζουν οτιδήποτε ωραίο ή ανέφικτο με το όνειρο εκεί οφείλεται, πιστεύω: στην πλασματική έννοια ενός κόσμου αναστυνόμευτου περισσότερο παρά στην απολαβή στιγμών ευτυχισμένων, που κατά κανόνα είναι σπανιότερες από τις αγχώδεις και τις εφιαλτικές" (Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, 203 εξ.)
Καλημερίζει, λοιπόν, στο πιο πάνω ποναι ﷽﷽﷽﷽﷽﷽υ κυρντη είδηση ίσως.
ίημα τη θλίψη, χαρακτηρίζοντάς την "έντομο" καραδοκεί πότε το ποιητικό υποκείμενο θα ανοίξει μάτι, πότε θα ξυπνήσει, πότε θα βγει από τον χρόνο των ονείρων, για να μπει στη ζωή των συμβάσεων.
Η συνείδηση, η κατάσταση δηλαδή της ημέρας, είναι ο ζωτικός χώρος της θλίψης, η οποία εισχωρεί σε κάθε γωνιά της, ακόμη και στον πρωινό καφέ, ακόμη και στη χαρά που κρύβει η ελάχιστη χειρονομία του ανοίγματος του παραθύρου, κίνηση που εισάγει τον άνθρωπο σ' έναν καινούργιο κόσμο, ακόμη και στο σπάσιμο της ακύμαντης επιφάνειας του νερού στην μπανιέρα, στο πρώτο τηλεφώνημα, που θα μεταφέρει από την άλλη γραμμή μια δυσάρεστη είδηση ίσως.
Ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος χαρακτηρίζεται η θλίψη από τον Ελύτη, που "τρέφεται με το ελάχιστο". Ο Ελύτης επιμένει στο έργο του στο μεγαλείο της απλότητας, στις λεπτομέρειες της ζωής. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει για τη λιτή ζωή του Παπαδιαμάντη, για τον οποίο θεωρεί ότι με το έργο του έφτασε στο σημείο "τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές" να τα κάνει να έχουν "τη σημασία ολόκληρης ηπείρου" (Εν λευκώ, 67). Είναι χαρακτηριστικό πως δικαιολογεί τη λιτή και απέριττη ζωή του εμβληματικού πεζογράφου λέγοντας πως "χωρίς αγαθά υλικά, ο χώρος ο ανθρώπινος ήτανε τόσο αδειανός, που το θαύμα χωρούσε πιο εύκολα" (όπ. π., 69).
Κι έτσι, εξηγείται η φαινομενική αντίφαση, που δείχνει τη θλίψη, η οποία συντηρείται με τα μικρά, την ίδια ώρα να είναι ένα τέρας, ένας μικροσκοπικός Μινώταυρος, ο οποίος, ήθελε ανθρωποθυσίες για να συντηρηθεί (είσαι τέρας/μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή/και συντηρείται με το ελάχιστο...). Μα, στο τέλος, όπως ήδη σημειώσαμε, και η θλίψη αυτό το μικροσκοπικό τέρας που συντηρείται με τα μικρά, η τροφή που καταναλώνει δεν είναι μικρά, "είναι σάρκες", όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.
Γίνεται έτσι ακόμη περισσότερο κατανοητή η σπουδαιότητα που αποδίδει ο Ελύτης στον χρόνο των ονείρων, στον χρόνο που ο άνθρωπος απελευθερώνεται από όλα αυτά που τον γεμίζουν θλίψη, που τον καθιστούν θύμα της. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την παρατήρηση του Προυστ, ότι δηλαδή ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου δεν είναι ο θάνατος, αλλά το τέλος των ονείρων, ο φόβος μήπως δεν ξανακάνει όνειρα.
Εξάλλου, στα Ρω του έρωτα, ο Ελύτης, καταλήγει: "Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν". Ενώ αλλού αναφέρεται στη λύση του ανθρώπινου δράματος, όταν θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!" (Το Άξιον Εστί, Τα πάθη, Ανάγνωσμα έκτο προφητικό).
Με άλλα λόγια, η καθημερινότητα, η ημέρα, είναι τα δυο τρίτα της θλιβερής ανθρώπινης ζωής, το τμήμα εκείνο που κυριαρχείται από τη θλίψη, γιατί είναι το κομμάτι του χρόνου του που κυρίαρχες είναι οι συμβάσεις, οι υποχωρήσεις, οι αδυναμίες, τα πάθη, οι μικρότητες, είναι το κομμάτι του χρόνου που ο ποιητής θέλει να υποτάξει στη λυτρωτική δύναμη των ονείρων. Γιατί τα όνειρα είναι μια επικράτεια όπου η θλίψη δεν μπορεί να απλώσει τη μαύρη σκιά της. Αυτός είναι ο λόγος που περιμένει να την καλημερίσει ο άνθρωπος καθώς βγαίνει από τον χρόνο των ονείρων.