Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 2.1. Από την αγροτική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας. Σχεδιάγραμμα, ερμηνευτικό σχόλιο, ορισμοί, κείμενα.

2.1. Από την αγροτική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας

(κείμενο βιβλίου, σελ. 31-36)

Αγροτικές κοινωνίες

Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από:
• τη μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο (είτε ως ιδιοκτήτη γης είτε ως εξαρτημένου καλλιεργητή) και
• τη συστηματική καλλιέργεια του εδάφους, στην οποία στηρίζεται ουσιαστικά η οικονομία μιας κοινωνίας.
Σύμφωνα με ένα βασικό ταξινομικό σχήμα, οι αγροτικές κοινωνίες συναντώνται κάτω από διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Έτσι έχουμε:
1. Δουλοκτητικές αγροτικές κοινωνίες (όπως στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, και, κατά τους νεότερους χρόνους στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. καθώς και στη Λατινική Αμερική), οι οποίες στήριξαν την παραγωγή τους σε ένα ευρύ στρώμα καλλιεργητών που δεν αμείβονταν για την εργασία τους, θεωρούνταν "εργαλεία" και "εξαρτήματα" της γης και ονομάζονταν δούλοι.
2. Φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες, οι οποίες επέτρεψαν την ανάδυση του καπιταλισμού και στις οποίες ο αγρότης-καλλιεργητής υπόκειται σε ένα σύστημα ιδιόμορφων δεσμεύσεων με τη γη και τον ιδιοκτήτη της.
Η υποτέλεια αυτή του αγρότη αποτέλεσε τη βάση των φεουδαρχικών κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία κτλ.) και εκφράστηκε με την παροχή αφενός άμισθης υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία) και αφετέρου φόρων (σε είδος, αλλά και σε χρήμα αργότερα) που καθιστούσαν τη ζωή του αγρότη δύσκολη.
Εξαιτίας όλων αυτών των υποχρεώσεων, των επαχθών δεσμεύσεων και των φόρων που έπρεπε να δίνει ο αγρότης στο φεουδάρχη, συχνά ο πρώτος βρισκόταν κάτω από τα όρια της επιβίωσης. Η εξαθλίωση των αγροτικών πληθυσμών και στις δουλοκτητικές και στις φεουδαρχικές κοινωνίες εξηγεί και το μεγάλο αριθμό των πρόωρων θανάτων που χαρακτηρίζουν αυτές τις κοινωνίες. Οι άνθρωποι επομένως, σ’ αυτές τις κοινωνίες, είχαν μικρή προσδοκώμενη ζωή, δηλαδή μικρές πιθανότητες να φτάσουν σε κάποια μεγάλη ηλικία εξαιτίας των επιδημιών και των λιμών που προκαλούνταν από μια κακή σοδειά ή ακόμη εξαιτίας των άθλιων συνθηκών υγιεινής. Εξάλλου στις μικρές πιθανότητες για μεγάλη προσδοκώμενη ζωή οφειλόταν η υψηλή γεννητικότητα την εποχή εκείνη.
Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μελετητές ως "κλειστές και σχετικά αυτάρκεις* οικονομίες". Η ιστορία όμως δείχνει ότι σχεδόν πάντα υπήρχαν αγορές, όπου οι αγρότες πουλούσαν στους κατοίκους της πόλης, στους κληρικούς, στους ανθρώπους των όπλων ή της διοίκησης κάποια προϊόντα από αυτά που παρήγαγαν (το λεγόμενο υπερπροϊόν*). Σε ό,τι αφορά το χαρακτηρισμό "αυτάρκης" οικονομία, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρχε άνθρωπος που δε χρειαζόταν, για παράδειγμα λίγο αλάτι, δε χρειαζόταν κρασί (αν κατά τύχη η γη του δεν παρήγαγε τέτοια προϊόντα), δε χρειαζόταν εργαλεία ή όπλα. Είναι επομένως βέβαιο ότι αυτά που χρειαζόταν τα έβρισκε στην αγορά, η οποία, υπό μια ευρεία έννοια, σημαίνει σχέσεις με τους άλλους. Και οι σχέσεις αυτές αναιρούν το χαρακτηρισμό μιας αγροτικής κοινωνίας ως -υποτίθεται- κλειστής και αυτάρκους οικονομίας.


Βιομηχανική κοινωνία

Η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Ήταν μια μακρά διαδικασία, με αφετηρία το 10ο και τον 11ο αιώνα, κατά την οποία συμμετείχαν αγρότες που κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι παρήγαγαν για την αγορά. Οι βιοτέχνες αυτοί που ζούσαν στην ύπαιθρο απέκτησαν μεγάλη οικονομική ισχύ και, ενώ κατ’ αρχάς συνυπήρχαν με τους φεουδάρχες, αργότερα μπόρεσαν να τους εκτοπίσουν. Αυτές οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.
Γίνεται φανερό ότι στην ύπαιθρο υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες που έδωσαν την ώθηση για άμεσες παραγωγικές επενδύσεις. Αντίθετα, στην πόλη οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώνονται μέσα από τις συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών που δεν επέτρεπαν την είσοδο σε καινούριους επαγγελματίες. Έτσι ο κάτοχος κεφαλαίου (μεγαλέμπορος) που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας (όπως π.χ. την αγορά πρώτων υλών) αναλάμβανε και τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

Σε μια δεύτερη φάση το παραγωγικό έργο καταμερίστηκε ανάμεσα σε περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία εργάζονταν για τον ίδιο έμπορο, γεγονός που συντέλεσε στη γέννηση της μανιφακτούρας*. Οι έμποροι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό. Ήταν εύπορες ομάδες που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου.
Έτσι η βιοτεχνία και αργότερα η βιομηχανία άρχισε να εξαπλώνεται σε μια ύπαιθρο που δεν ήταν πια στο σύνολό της φεουδαρχική, ενώ η αγροτική παραγωγή, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, μπορούσε να συντηρήσει τους ανθρώπους που ζούσαν στις πόλεις (μη γεωργικό πληθυσμό).
Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ (Ε. Hobsbaum), μόλις στη δεκαετία του 1840 το προλεταριάτο (η εργατική τάξη), αυτό το "παιδί της βιομηχανικής επανάστασης", εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Τι σημαίνει όμως βιομηχανική επανάσταση; Σημαίνει ότι η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα, που έλαβε χώρα στην Αγγλία, οδήγησε σε μια επανάσταση βιομηχανικού τύπου που περιελάμβανε:
1. Την εκτεταμένη εισαγωγή των μηχανών στη βιοτεχνική παραγωγή και τη δημιουργία των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων.
2. Τη μισθωτή εργασία, γεγονός που σημαίνει ότι ο εργάτης έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη.
3. Την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων διάφορων αγαθών και με μειωμένο κόστος.
4. Τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά από την ικανότητα παραγωγής αγαθών. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία: δεν ήταν η ζήτηση αυτοκινήτων που υπήρχε στη δεκαετία του 1890 που δημιούργησε τη βιομηχανία των σημερινών διαστάσεων, αλλά η ικανότητα παραγωγής φθηνών αυτοκινήτων που δημιούργησε τη σύγχρονη μαζική ζήτηση για τα προϊόντα αυτά (εξαιτίας της εισαγωγής της μηχανής και της οργάνωσης της εργασίας).
Το κύριο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν ότι μεταμορφωνόταν συνεχώς χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή ωθούσε (και συνεχίζει να ωθεί ως ένα βαθμό και σήμερα) τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την αβέβαιη ζωή της υπαίθρου και να συρρέουν κατά χιλιάδες στα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αστικοποίηση. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου. Φυσικά αυτά τα αστικά κέντρα δεν είχαν τη συνοχή των πόλεων του 20ού αιώνα, εντούτοις "...οι καμινάδες των εργοστασίων, συχνά παρατεταγμένες κατά μήκος της κοιλάδας ενός ποταμού, οι σιδηροδρομικές διασταυρώσεις, η μονοτονία του τούβλου με το ξεθωριασμένο χρώμα και το πέπλο της αιθάλης που κρεμόταν από πάνω τους, όλα αυτά τους έδιναν κάποια συνοχή..."
(Ε. Hobsbawm, 1996:317).


Μεταβιομηχανική κοινωνία

Αυτό που δείχνει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η παραγωγή και η αξιοποίηση της πληροφορίας και της γνώσης, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν την αλματώδη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Οι νέες τεχνολογίες (εξελιγμένοι υπολογιστές, ρομποτική, τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι) είναι τα επιτεύγματα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτή την κοινωνία η πληροφορία δείχνει να είναι το "κλειδί" για τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, για την αύξηση της παραγωγικότητας και για την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Δείχνει όμως να είναι το "κλειδί" και για σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης αλλά και διαχείρισης των επιχειρήσεων, των οργανισμών κτλ. Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι.
Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η μεταβιομηχανική κοινωνία σηματοδοτεί μια φάση στην ιστορία κατά την οποία γίνεται εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώπινης ευφυΐας και λογικής κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό, γεγονός που οδήγησε στην παραγωγή των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας.
Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όπως η βιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, των επενδύσεων και της παραγωγής, κατά έναν ανάλογο τρόπο η λεγόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τον τομέα της γνώσης. Φυσικά καμιά οικονομική διαδικασία και κανενός είδους παραγωγή δεν είναι εφικτές χωρίς ένα ελάχιστο επίπεδο τεχνογνωσίας. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία όμως -και εξαιτίας της επιστημονικής ανάπτυξης- η γνώση έγινε το σταυροδρόμι για την οργάνωση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων. "Ενώ η βιομηχανική κοινωνία εστίαζε στο εργοστάσιο ως κύρια πηγή προϊόντων, η μεταβιομηχανική κοινωνία εστιάζει στο πανεπιστήμιο ως κύρια πηγή θεωρητικής γνώσης" (Ε. Εtzioni Haleνy, 1999:49). Έτσι, παρατηρείται ότι η ανάπτυξη της γνώσης και της βιομηχανίας της πληροφορίας σηματοδοτεί τη σύγχρονη κοινωνία.
Είναι φανερό από τις μελέτες που αφορούν τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης ότι η βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση εργοδοτών και εργαζομένων. Η σύγκρουση αυτή, που οδήγησε στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος (με τη διατύπωση αιτημάτων που αφορούν το ύψος των ημερομισθίων, την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας), συνεχίζεται. Βέβαια το πλαίσιο των διεκδικήσεων έχει αλλάξει (π.χ. αλλαγές που επήλθαν στο εργασιακό περιβάλλον λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων), όμως και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι "φωνές" και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών.










ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Αγροτικές κοινωνίες

Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από:
τη μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο (είτε ως ιδιοκτήτη γης είτε ως εξαρτημένου καλλιεργητή) και
τη συστηματική καλλιέργεια του εδάφους, στην οποία στηρίζεται ουσιαστικά η οικονομία μιας κοινωνίας.
Οι αγροτικές κοινωνίες συναντώνται κάτω από διαφορετικά κοινωνικά συστήματα:
1. Δουλοκτητικές αγροτικές κοινωνίες (Αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. και Λατινική Αμερική). Οι καλλιεργητές δεν αμείβονταν για την εργασία τους, αλλά θεωρούνταν "εργαλεία" και "εξαρτήματα" της γης και ονομάζονταν δούλοι.
2. Φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες. Ο αγρότης-καλλιεργητής υπόκειται σε ένα σύστημα ιδιόμορφων δεσμεύσεων με τη γη και τον ιδιοκτήτη της.
Η υποτέλεια αυτή του αγρότη αποτέλεσε τη βάση των φεουδαρχικών κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία κτλ.) και εκφράστηκε με την παροχή αφενός άμισθης υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία) και αφετέρου φόρων (σε είδος, αλλά και σε χρήμα αργότερα) που καθιστούσαν τη ζωή του αγρότη δύσκολη.
Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις κοινωνίες, είχαν μικρή προσδοκώμενη ζωή, δηλαδή μικρές πιθανότητες να φτάσουν σε κάποια μεγάλη ηλικία εξαιτίας των επιδημιών και των λιμών που προκαλούνταν από μια κακή σοδειά ή ακόμη εξαιτίας των άθλιων συνθηκών υγιεινής.
Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίστηκαν "κλειστές και σχετικά αυτάρκεις* οικονομίες". Η ιστορία όμως δείχνει ότι σχεδόν πάντα υπήρχαν αγορές, όπου οι αγρότες πουλούσαν στους κατοίκους της πόλης, στους κληρικούς, στους ανθρώπους των όπλων ή της διοίκησης κάποια προϊόντα από αυτά που παρήγαγαν (το λεγόμενο υπερπροϊόν*). Οι σχέσεις αυτές αναιρούν το χαρακτηρισμό μιας αγροτικής κοινωνίας ως -υποτίθεται- κλειστής και αυτάρκους οικονομίας.


Βιομηχανική κοινωνία

Η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία ήταν μια μακρά διαδικασία, με αφετηρία το 10ο και τον 11ο αιώνα, κατά την οποία συμμετείχαν αγρότες που κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι παρήγαγαν για την αγορά. Οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.
Στην πόλη οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώνονται μέσα από τις συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών που δεν επέτρεπαν την είσοδο σε καινούριους επαγγελματίες. Έτσι ο κάτοχος κεφαλαίου (μεγαλέμπορος) που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας αναλάμβανε και τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.
Σε μια δεύτερη φάση το παραγωγικό έργο καταμερίστηκε ανάμεσα σε περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία εργάζονταν για τον ίδιο έμπορο, γεγονός που συντέλεσε στη γέννηση της μανιφακτούρας*. Οι έμποροι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό. Ήταν εύπορες ομάδες που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου.
Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ (Ε. Hobsbaum), μόλις στη δεκαετία του 1840 το προλεταριάτο (η εργατική τάξη), αυτό το "παιδί της βιομηχανικής επανάστασης", εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Τι σημαίνει όμως βιομηχανική επανάσταση; Σημαίνει ότι η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα, που έλαβε χώρα στην Αγγλία, οδήγησε σε μια επανάσταση βιομηχανικού τύπου που περιελάμβανε:
1. Την εκτεταμένη εισαγωγή των μηχανών στη βιοτεχνική παραγωγή και τη δημιουργία των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων.
2. Τη μισθωτή εργασία, γεγονός που σημαίνει ότι ο εργάτης έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη.
3. Την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων διάφορων αγαθών και με μειωμένο κόστος.
4. Τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά από την ικανότητα παραγωγής αγαθών. Παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία.
Το κύριο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν ότι μεταμορφωνόταν συνεχώς χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή ωθούσε (και συνεχίζει να ωθεί ως ένα βαθμό και σήμερα) τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την αβέβαιη ζωή της υπαίθρου και να συρρέουν κατά χιλιάδες στα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αστικοποίηση. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου.


Μεταβιομηχανική κοινωνία

Αυτό που δείχνει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η παραγωγή και η αξιοποίηση της πληροφορίας και της γνώσης, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν την αλματώδη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Οι νέες τεχνολογίες είναι τα επιτεύγματα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτή την κοινωνία η πληροφορία δείχνει να είναι το "κλειδί" για τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, για την αύξηση της παραγωγικότητας και για την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Δείχνει όμως να είναι το "κλειδί" και για σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης αλλά και διαχείρισης των επιχειρήσεων, των οργανισμών κτλ. Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι.
Η μεταβιομηχανική κοινωνία σηματοδοτεί μια φάση στην ιστορία κατά την οποία γίνεται εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώπινης ευφυΐας και λογικής κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό.
Στη μεταβιομηχανική κοινωνία η γνώση έγινε το σταυροδρόμι για την οργάνωση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων.
Και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι "φωνές" και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών.










Ερμηνευτικό σχόλιο:

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται με περισσότερες λεπτομέρειες η κοινωνική εξέλιξη από την περίοδο της λεγόμενης αγροτικής κοινωνίας, στη βιομηχανική κοινωνία, μέχρι τη μεταβιομηχανική κοινωνία, περίοδο που διανύουμε σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, αρχικά επισημαίνονται τα δυο κύρια χαρακτηριστικά της αγροτικής κοινωνίας, δηλαδή η μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο και η συστηματική καλλιέργεια του εδάφους. Στα παραγόμενα προϊόντα από αυτή τη διαδικασία στηρίζεται η οικονομία της αγροτικής κοινωνίας.
Περαιτέρω, οι αγροτικές κοινωνίες ταξινομούνται με βάση τα κοινωνικά συστήματα σε 1. δουλοκτητικές (οι εργάτες-καλλιεργητές ήταν δούλοι) και 2. φεουδαρχικές (οι εργάτες-καλλιεργητές είχαν συγκεκριμένη σχέση εξάρτησης από τον φεουδάρχη-κύριο της καλλιεργούμενης γης). Και στις δυο περιπτώσεις δηλαδή οι εργάτες-καλλιεργητές είχαν μια ισχυρή, σχεδόν ακατάλυτη, σχέση εξάρτησης από συγκεκριμένη καλλιεργήσιμη γη και, κατά συνέπεια, από τον ιδιοκτήτη της εν λόγω εδαφικής έκτασης.
Ο εργάτης-καλλιεργητής της αγροτικής κοινωνίας, ενώ ήταν ο βασικός μοχλός παραγωγής των προϊόντων, της βάσης δηλαδή πάνω στην οποία ήταν οργανωμένη η οικονομική και κατ' επέκταση η κοινωνική δραστηριότητα, εντούτοις απολάμβανε ελάχιστο τμήμα του παραγόμενου πλούτου, το οποίο δεν αρκούσε ούτε για τη συντήρησή του. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν ζοφερές και τον καθιστούσαν ευάλωτο σε φυσικές καταστροφές και ενδημικές ασθένειες. Εύλογη συνέπεια, το προσδόκιμο ζωής να είναι πολύ χαμηλό την εποχή εκείνη.
Οι αγροτικές κοινωνίες, μολονότι από μια πρώτη ματιά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν "κλειστές και σχετικά αυτόνομες οικονομίες" (όπως και χαρακτηρίσθηκαν από κάποιους μελετητές), στην ουσία ήταν ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων. Μιλάμε για τη διάθεση του "υπερπροϊόντος", του περισσεύματος δηλαδή από τη διαδικασία της αγροτικής παραγωγής, το οποίο ο εργάτης-καλλιεργητής αξιοποιούσε για την αγορά-κτήση προϊόντων που παρήγαν άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Είναι αυτό που αποκαλείται "ανταλλακτική οικονομία" πριν από την εμφάνιση και καθιέρωση ως βασικού ανταλλακτικού μέσου της νομισματικής μονάδας. Είναι σαφές έτσι ότι η αλληλεξάρτηση και οικονομιών αποτελούσε μια πραγματικότητα ήδη από την αγροτική κοινωνία.
Η μετάβαση από την αγροτική κοινωνία στη βιομηχανική κοινωνία δεν συντελέσθηκε ξαφνικά με τη βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα στην Αγγλία, όπως είδαμε (σελ. 11, Η γέννηση της κοινωνιολογίας), με την έννοια ότι οι εξελίξεις στην Αγγλία αποτέλεσαν την κορύφωση μιας σειράς από διεργασίες που είχαν ήδη δρομολογηθεί με αφετηρία τον 10ο και τον 11ο αιώνα. Σημαντικός σταθμός στο ξεκίνημα υπήρξε η μετεξέλιξη των αγροτών σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι απέκτησαν σημαντική οικονομική ισχύ κι έφτασαν μάλιστα να ανταγωνίζονται τους φεουδάρχες. Οι παραγωγικές μονάδες που δημιούργησαν οι βιοτέχνες, οι βιοτεχνίες, αποτέλεσαν το πρόπλασμα των κατοπινών μεγάλων βιομηχανικών μονάδων.
Κι ενώ αυτή η σημαντική εξέλιξη σημειωνόταν στην ύπαιθρο, στις πόλεις οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώθηκαν μεν μέσα από κλειστές συντεχνίες, τα ηνία τους, όμως, την κατοχή δηλαδή του κεφαλαίου, πήραν στα χέρια τους οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι πέρα από την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας μιας βιοτεχνίας ήλεγξαν και τη διακίνηση των παραγόμενων προϊόντων. Στην πορεία, κάθε έμπορος έπαιρνε τον έλεγχο περισσότερων βιοτεχνικών εργαστηρίων, παρακάμπτοντας έτσι τα κλειστά συμφέροντα των συντεχνιών, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας εύπορης, πανίσχυρης αστικής τάξης, που ήλεγχε την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα.
Αυτά ήταν τα στάδια που οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση που είχε ως χαρακτηριστικά της την εισαγωγή της μηχανής στη βιοτεχνική παραγωγή, την καθιέρωση της μισθωτής εργασίας, την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αγαθών με μειωμένο κόστος και τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από τη ζήτηση, αλλά, αντίθετα, την προκαλούσε. Χαρακτηριστική κοινωνική μεταβολή της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν η αστικοποίηση.
Περνάμε έτσι, στη μεταβιομηχανική κοινωνία, στη σημερινή δηλαδή κοινωνία, στην οποία κινητήριος μοχλός της οικονομίας είναι η αξιοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας. Αυτό εξηγεί και την αντικατάσταση των παραγόμενων αγαθών ως κομβικού παράγοντα κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο: "Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι" (σελ. 35).
Είναι φανερό γιατί η κυριαρχία της πληροφορίας στη σημερινή εποχή έχει ακυρώσει τους συνοριακούς περιορισμούς των επιμέρους κρατών και αγορών. Η αναζήτηση της γνώσης είναι μια κοινή υπόθεση της ανθρωπότητας και υπερβαίνει από μόνη της τα εθνικά όρια των αγορών, όσο αυτάρκεις κι αν είναι σε πρώτες ύλες ή παραγόμενα προϊόντα. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση, με τα τρωτά της σημεία και τις παρενέργειές της στην ανάπτυξη των εσωτερικών αγορών, είναι μια πραγματικότητα αναντίρρητη που έχει επιβληθεί από το μοντέλο ανάπτυξης της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Η εξέλιξη αυτή είχε, όπως είναι φυσικό, επιπτώσεις και πάνω στη σχέση εργοδοτών και εργαζομένων και, κατ΄ επέκταση, στην οργάνωση και εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Φυσικά, και στη μεταβιομηχανική κοινωνία οι διεκδικήσεις επιμέρους κοινωνικών ομάδων είναι ενεργές και δυναμικές, αλλά έχουν διαφορετικό περιεχόμενο.





























ΟΡΙΣΜΟΙ:

Αστικοποίηση: Η διαδικασία μαζικής μετακίνησης των ανθρώπων από τις αβέβαιες συνθήκες της ζωής της υπαίθρου στα αστικά κέντρα, λόγω της συνεχούς μεταμόρφωσης της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου.

Αυτάρκης οικονομία (κοινωνία): Ονομάζεται η κοινωνία η οποία μπορεί να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της με ό,τι παράγει στο πλαίσιό της και δείχνει να μην εξαρτάται καθόλου από την αγορά.

Βιοτέχνες: Είναι αγρότες που κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε παραγωγικές μονάδες για την αγορά προϊόντων. Ζούσαν στην ύπαιθρο, απέκτησαν μεγάλη οικονομική ισχύ και, ενώ κατ' αρχάς συνυπήρχαν με τους φεουδάρχες, αργότερα μπόρεσαν να τους εκτοπίσουν. Οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.

Έμποροι: Εύπορες ομάδες της βιομηχανικής κοινωνίας που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου. Αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό.

Μανιφακτούρα: Παραγωγική μονάδα στην οποία εργάζονταν επαγγελματίες χειροτέχνες. Χειροτεχνικός ήταν και ο τρόπος παραγωγής.

Μεγαλέμπορος: Ήταν ο κάτοχος κεφαλαίου που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας (όπως π.χ. την αγορά πρώτων υλών) και αναλάμβανε επιπλέον τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

Προσδοκώμενη ζωή (μικρή ή μεγάλη): Είναι η πιθανότητα ενός ανθρώπου να φτάσει σε μια ηλικία (μικρή ή μεγάλη).

Συντεχνίες: Ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών, που δεν επέτρεπαν δηλαδή την είσοδο σε καινούργιους επαγγελματίες, μέσα από τις οποίες οργανώνονταν οι παραγωγικές δραστηριότητες στην πόλη.

Υπερπροϊόν: Το πλεόνασμα των παραγόμενων προϊόντων, που δεν χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του παραγωγού, αλλά διατίθεται στην αγορά.












Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου μέσα από κείμενα


Α. Η οικονομία της πληροφορίας

Στη δεκαετία του 1980 αναδύθηκε μια καινούργια, ολοένα και πιο επικερδής, παγκόσμια οικονομία της πληροφορίας. Ονομάζεται έτσι γιατί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητά της εξαρτάται από την ικανότητά της να παράγει, επεξεργάζεται και εφαρμόζει αποτελεσματικά τη βασιζόμενη στη γνώση πληροφορία. Αυτό έγινε εφικτό, για πρώτη φορά, χάρη στις νέες τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνίας. Η ονομασία της οφείλεται στο γεγονός ότι τα πολιτισμικά και θεσμικά χαρακτηριστικά του εν γένει κοινωνικού συστήματος πρέπει να συμπεριληφθούν στη διάδοση και εφαρμογή του νέου τεχνολογικού μοντέλου. Μολονότι είναι παγκόσμια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις τοπικές.


 (G. Ritzer, Sociological Theory, 570).

Β. Νέες τεχνολογίες - Ταυτότητα

Η ταυτότητά μας μετασχηματίσθηκε σε πολλά επίπεδα μέσα από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, οι οποίες μεταμορφώνουν τις ικανότητες και την γνώση μας... Για όσους μπορούν να έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες αυτές, απαιτείται μιας διαρκής ανανέωση των ικανοτήτων και των γνώσεων. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτημα αν χρησιμοποιούμε αυτά τα μέσα για να εξυπηρετήσουμε τους σκοπούς μας, ή τα μέσα καθίστανται αυτοσκοπός...

(Zygmunt Bauman, Thinking Sociologically, 157).



Γ. Κοινωνικές τάξεις - Μαρξ

Ο Μαρξ δεν περιορίστηκε στην ανάδειξη μόνο των δύο κεντρικών κοινωνικών τάξεων στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Άλλοτε κάνει λόγο για πέντε, άλλοτε για οκτώ και άλλοτε για εφτά τάξεις. Στα έργα που προηγούνται του Κομμουνιστικού Μανιφέστου διακρίνει πέντε τάξεις: α) γαιοκτήμονες, β) αστοί, γ) μικροαστοί, δ) αγρότες και ε) προλετάριοι. Στο έργο που συνέγραψε με τον Φ. Ένγκελς, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Γερμανία, αναφέρει οκτώ διαφορετικές τάξεις για την Γερμανία μέχρι το 1848: ευγενείς φεουδάρχες, αστοί, μικροαστοί, μεγάλοι και μικροί μορτίτες, μικροί ελεύθεροι χωρικοί, δουλοπάροικοι, αγρεργάτες και βιομηχανικοί εργάτες. Στο βιβλίο του Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, διακρίνει επτά τάξεις: αστική τάξη του χρήματος, βιομηχανική αστική τάξη, εμπορική αστική τάξη, μικροαστοί, αγροτική τάξη, προλεταριακή τάξη και το υπο-προλεταριάτο. Ο Μαρξ υποστήριζε ότι στην πορεία της καπιταλιστικής κοινωνίας αυτές οι τάξεις θα περιοριζόταν στις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις, την αστική και την εργατική τάξη. Τις υπόλοιπες, ενδιάμεσες τάξεις τις ονόμαζε «μεταβατικές τάξεις», με την έννοια ότι επρόκειτο για ταξικές ομάδες οι οποίες ήταν επιβιώσεις του προηγούμενου συστήματος παραγωγής. Μια άλλη σημαντική επισήμανση του Μαρξ, η οποία φαίνεται στην τελευταία κατηγοριοποίηση των τάξεων, είναι ότι ουσιαστικά αναδεικνύονται όχι τόσο διαφορετικές τάξεις όσο ενδοταξικές διαιρέσεις («μερίδες τάξεων» ή «υπο-τάξεις). Για παράδειγμα, στο εσωτερικό της αστικής τάξης βλέπει τις διακρίσεις και τους ενδοταξικούς ανταγωνισμούς μεταξύ του χρηματιστικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Για τον Μαρξ, ως βάση της ταξικής διαφοροποίησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε το εισόδημα, ούτε το επάγγελμα, ούτε ακόμα και το μέγεθος της ιδιοκτησίας. Η βάση των κοινωνικών τάξεων είναι ο ρόλος που έχουν οι τάξεις στην παραγωγή, την κυκλοφορία και τη διανομή των οικονομικών αγαθών. Για τον Μαρξ, ο ρόλος αυτός καθορίζει το επίπεδο ζωής, την ταξική συνείδηση, την κουλτούρα, την ιδεολογία και τις πολιτικές στάσεις των κοινωνικών τάξεων.

(Από τις σημειώσεις του Δημήτρη Λάλλα, Μάθημα 8ο, Κοινωνική στρωμάτωση και Κοινωνικές τάξεις).


Δ. Η κοινωνία της πληροφορίας

Τι είναι η Επανάσταση της Πληροφορίας; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση μοιάζει να είναι προφανής. Ένα ενωμένο πλήθος από βιομηχάνους, πολιτικούς, και ακαδημαϊκούς είναι τώρα απασχολημένο στο να σιγουρεύει ότι ξέρουμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην σμίκρυνση των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων (η ‘’μικροηλεκτρονική επανάσταση’’) τοποθετούν τα θεμέλια, ειδικά μέσω της επίδρασής τους στους υπολογιστές και στις τηλεπικοινωνίες, για μια νέα εποχή πληροφοριών πλούσιων και άφθονων. Μια παράταξη επιστολών και δημοσιεύσεων μας ξεκαθαρίζουν ότι η δεκαετία του ’80 σηματοδοτεί μια μοναδική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστορία καθώς τώρα βιώνουμε μια δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Σύμφωνα με έναν παρατηρητή, "η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση ενίσχυσε έντονα την μικρή μυϊκή δύναμη του ανθρώπου και των ζώων. Αυτή η νέα εξέλιξη ομοίως θα διευρύνει και την ανθρώπινη σκέψη σε ένα βαθμό που μόλις τώρα μπορούμε κατανοήσουμε αμυδρά".
Είναι η εκμετάλλευση (και βιομηχανοποίηση) της πληροφορίας και της γνώσης που σηματοδοτεί μια αλλαγή εποχής από την βιομηχανική στην μεταβιομηχανική κοινωνία. Η υπόσχεση είναι ότι μέσω νέων τεχνολογιών (αναπτυγμένοι υπολογιστές, ρομποτική, δορυφόροι επικοινωνίας, κ.ά.) οι μικροσκοπικές δυνάμεις της ανθρώπινης ευφυΐας και του λόγου μπορεί να ενισχυθούν πέρα από τα πιο τρελά μας όνειρα. Έτσι λοιπόν, η "Επανάσταση της Πληροφορίας" αντανακλά την συμβιωτική σχέση μεταξύ ανθρώπινης εξέλιξης και επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου.
Σε αυτό το ασυνάρτητο κοκτέιλ επιστημονικής φιλοδοξίας και εμπορικής υπερβολής, υπάρχουν πολλές υπονοούμενες αλλά σημαντικές υποθέσεις. Πρώτα, θεωρείται ότι η καθοριστική αλλαγή έχει προκληθεί από πρόσφατες τεχνολογικές καινοτομίες: η σχέση της επανάστασης της πληροφορίας με τις τεχνολογίες της πληροφορίας μοιάζει ταυτολογικά προφανής. Έτσι, η συζήτηση της Επανάστασης της Πληροφορίας τοποθετείται μεταξύ της ιστορίας της τεχνολογικής εξέλιξης και της διάλεξης της τεχνολογικής ‘’προόδου’’. Δεύτερον, η υπόθεση που γίνεται για αυτή την τεχνολογική επανάσταση, όπως την πρόσφατη Βιομηχανική Επανάσταση, σηματοδοτεί την έναρξη μίας νέας ιστορικής περιόδου. Οι χαλαροί όροι ‘’βιομηχανική’’ και ‘’μεταβιομηχανική’’ κοινωνία – που, μέσω μιας διαδικασίας ιδεολογικής έκθλιψης, συχνά μεταφράζοντα ΄΄καπιταλιστική’’ και ‘’μετακαπιταλιστική’’ – σηματοδοτούν αυτή τη μετάβαση από μια περίοδο περιορισμών και ορίων σε μια με ελευθερία, δημοκρατία και αφθονία. Μια τρίτη υπόθεση είναι αυτή του νεωτερισμού της Επανάστασης της Πληροφορίας. Για πρώτη φορά, στα τέλη του εικοστού αιώνα, σαν απόρροια της εξέλιξης και της σύγκλισης των τηλεπικοινωνιών και της προώθησης δεδομένων, έχει γίνει πιθανό να χρησιμοποιηθεί η ανθρώπινη ευφυΐα και ο λόγος με ένα συστηματικό και επιστημονικό τρόπο. Συσχετιζόμενη με αυτή, φυσικά, είναι η αδιαμφισβήτητη υπόθεση ότι η οργανωμένη γνώση και πληροφορία είναι κοινωνικά ευεργετικές.
Οι πληροφορίες είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και πηγή μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας: ‘’είναι… το ακατέργαστο υλικό της αλήθειας, της ομορφιάς, της δημιουργικότητας, της καινοτομίας, της παραγωγικότητας, του συναγωνισμού, και της ελευθερίας. Πληροφόρηση σε όλα τα μέρη και κάθε στιγμή – αυτή είναι η συνταγή της Ουτοπίας. Τελικά, το θέμα παρακολουθείται ουσιαστικά σαν ένα οικονομικό ζήτημα, και η πληροφόρηση κυρίως σαν μια οικονομική κατηγορία. Η επανάσταση πρόκειται για την ‘’δημιουργία μιας επιχείρησης πληροφοριών’’. Σύμφωνα με τον Tom Stonier, ‘’η συσσώρευση πληροφοριών είναι τόσο σημαντική όσο και η συσσώρευση του κεφαλαίου’’ , επειδή ‘’καθώς η γνώση μας διαδίδεται ο κόσμος γίνεται πλουσιότερος’’. Η πληροφόρηση είναι το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη και παραγωγικότητα, και στην μεγαλύτερη πίτα από την οποία θα πρέπει όλοι να έχουμε μεγαλύτερα κομμάτια...

(Κώστας Θεολόγου, Σημειώσεις Κοινωνιολογίας, σελ. 129-130).


Ε. Προς μια μεταβιομηχανική κοινωνία;

Μερικοί παρατηρητές διατύπωσαν την άποψη ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η μετάβαση προς μια νέα κοινωνία που δεν βασίζεται πια κατά κύριο λόγο στην εκβιομηχάνιση. Μπαίνουμε, υποστηρίζουν, σε μια αναπτυξιακή φάση που αφήνει πίσω της τελείως την βιομηχανική εποχή. Πολλοί και διάφοροι είναι οι όροι που προτάθηκαν για να περιγράψουν την νέα κοινωνική οργάνωση, όπως κοινωνία της πληροφορίας, κοινωνία των υπηρεσιών και κοινωνία της γνώσης... Ο τρόπος ζωής μας, που βασίζεται στην παραγωγή υλικών αγαθών, με επίκεντρο την ηλεκτροκίνητη μηχανή και τη βιομηχανία, αντικαθίσταται από έναν τρόπο ζωής όπου η πληροφορία είναι η βάση του παραγωγικού συστήματος...

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, σελ. 681εξ.).