Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. 1. Γ. 1. Το αγροτικό ζήτημα. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ


1. Το αγροτικό ζήτημα


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 38-41)


Οι ραγδαίες εξελίξεις που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος στον οικονομικό τομέα άσκησαν σοβαρές πιέσεις στον αγροτικό χώρο. Ο τελευταίος κυριαρχούσε παραγωγικά αλλά και κοινωνικά στην ιστορία των ανθρώπινων πολιτισμών ως το 19ο αιώνα. Με τη βιομηχανική επανάσταση, η κυριαρχία αυτή άρχισε προοδευτικά να υποχωρεί σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, οι οποίες συνοπτικά ονομάστηκαν «δυτικός κόσμος». Η Ευρώπη βρισκόταν ήδη ανάμεσα σ' αυτές, ενώ η Ελλάδα βάδιζε με ρυθμούς αργούς, «μεσογειακούς», προς την ίδια κατεύθυνση. Καθώς η κατοχή γης έπαυε προοδευτικά να είναι πηγή εξουσίας και κοινωνικού -ταξικού- κύρους, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση. Την κατάργηση δηλαδή των μεγάλων ιδιοκτησιών και την κατάτμηση των αξιοποιήσιμων εδαφών σε μικρές παραγωγικές μονάδες, οικογενειακού χαρακτήρα, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες
Στον ελληνικό χώρο, το πρόβλημα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η προοδευτική διανομή των εθνικών γαιών που προέκυψαν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821-1828 δημιούργησε πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες. Τα λίγα εναπομείναντα «τσιφλίκια» στην Αττική και την Εύβοια δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα. Αργότερα όμως, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Τα «τσιφλίκια» της Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι, πέρα από το γεγονός ότι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων, άσκησαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να μπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές για το εγχώριο, προκαλώντας μάλιστα μερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις.
Οι πρακτικές αυτές δημιούργησαν εντάσεις και οδήγησαν στην ψήφιση νόμων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει μεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να μπορεί να τις διανέμει σε ακτήμονες. Η εφαρμογή τους αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν συγκρούσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ (1910). Οι εξελίξεις προχώρησαν αργά μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1913), οπότε το ζήτημα έγινε πιο περίπλοκο, καθώς μέσα στα νέα όρια της χώρας υπήρχαν πλέον και μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων.
Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.
Η αναδιανομή που έγινε έφτασε στο 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%. Μετά από λίγα χρόνια, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε καθεστώς μικροϊδιοκτησίας. Με τη σειρά της η νέα κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα. Οι μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και έπεφταν συχνά θύματα των εμπόρων. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών. Το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.).


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Αρχικά, να σημειώσουμε ότι το παρόν κεφάλαιο συνδέεται με το κεφ. 3, Η διανομή των εθνικών κτημάτων, σελ. 23-25, το κεφ. 1. Η εδραίωση του δικομματισμού, σελ. 81, που αναφέρεται στη στάση των δυο κομμάτων απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, το κεφ. 3, Από τη χρεοκοπία στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, σελ. 85. Επίσης, αναφορές υπάρχουν στις σελ. 89, 91, 156, κ.α.
Το αγροτικό ζήτημα άρχισε να τίθεται ως μείζον κοινωνικό-ιδεολογικό θέμα με την ανατολή της βιομηχανικής επανάστασης, ιδιαίτερα στον λεγόμενο "δυτικό κόσμο", όπου η συγκέντρωση του πλούτου και κατά συνέπεια της εξουσίας συνδέθηκε με τη βιομηχανική επέκταση. Με άλλα λόγια, ο πλούτος μεταφέρεται πλέον από την κατοχή γης στη βιομηχανική παραγωγή. Αυτό πέρα από τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που προκάλεσε, είχε ως συνέπεια και την αναδιανομή των μεγάλων εκτάσεων σε περισσότερους ιδιοκτήτες, αφού το μέγεθος της κατοχής γης έπαψε να είναι ανάλογο με την κατοχή κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Έτσι, η κατάργηση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας μπορούσε να προχωρήσει χωρίς μεγάλα εμπόδια και αντιδράσεις από τους μεγαλογαιοκτήμονες. Αυτή η κατάτμηση της ιδιοκτησίας γης, παράλληλα οδήγησε στη δημιουργία μικρών παραγωγικών μονάδων οικογενειακού χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα μέχρι το 1881 δεν υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις με αφορμή το ιδιοκτησιακό καθεστώς της έγγειας ιδιοκτησίας, αφού, όπως είδαμε, η γη διανεμήθηκε ή βρισκόταν ήδη στην κατοχή πολλών μικρών ιδιοκτητών. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας, όμως, το 1881, έφερε στα καινούργια όρια του νεοελληνικού κράτους και μεγάλες ιδιοκτησίες, τα λεγόμενα τσιφλίκια, τα οποία στο μεσοδιάστημα είχαν περάσει στα χέρια πλούσιων Ελλήνων του εξωτερικού [Τη διαδικασία μπορεί να τη δει κάποιος σε επόμενες σελίδες του παρόντος κεφαλαίου, ιδιαίτερα στο εκτενές απόσπασμα από την Ιστορία του Β. Πατρώνη]. Οι τσιφλικάδες, όπως ονομάστηκαν οι διάδοχοι των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων, δημιούργησαν με τη στάση τους σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, αφού, εκτός από τη διατήρηση του αναχρονιστικού θεσμού του κολίγων, χρησιμοποιούσαν την πολιτική τους δύναμη ώστε να κερδοσκοπούν από την παραγωγή του σιταριού. [Θα πρέπει να αναλύεται στους μαθητές ο οικονομικός όρος "επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη Ρωσία σιτάρι", αφού δεν είναι πάντα αυτονόητη μια τέτοια γνώση].
Η πρώτη απόπειρα νομοθετικής ρύθμισης του μεγάλου αυτού ζητήματος έγινε το 1907, αλλά οι κυβερνητικές προσπάθειες προσέκρουσαν στην ισχύ των τσιφλικάδων, ενώ προκλήθηκαν και σημαντικές αντιδράσεις από τη μεριά των ακτημόνων, που οδήγησαν στις συγκρούσεις του Κιλελέρ (1910). Η προσάρτηση νέων εδαφών μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) περιέπλεξε το πρόβλημα, αφού μέσα στα καινούργια όρια του κράτους βρέθηκαν και μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες.
Το αποφασιστικό βήμα για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος έγινε από τον Βενιζέλο το 1917, την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, από την κυβέρνησή του στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τη στήριξη και τον πολλαπλασιασμό των ελληνικών ιδιοκτησιών στις νεοαποκτηθείσες περιοχές, την αποκατάσταση των προσφύγων, και την πρόληψη νέων κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε γενίκευση του καθεστώτος μικροϊδιοκτησίας. Το αρνητικό στην εξέλιξη αυτή ήταν ότι οι μικροκαλλιεργητές, λόγω της απουσίας ενός συντονιστικού οργάνου και πιστώσεων έπεφταν θύματα των εμπόρων. Οι δυσλειτουργίες αυτές αντιμετωπίσθηκαν με την ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών.


Ορισμοί:

Αγροτική μεταρρύθμιση: Η αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας της αγροτικής γης, και πιο συγκεκριμένα η κατάργηση των μεγάλων ιδιοκτησιών και η κατάτμηση των αξιοποιήσιμων εδαφών σε μικρές παραγωγικές μονάδες, οικογενειακού χαρακτήρα, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η αγροτική μεταρρύθμιση ξεκίνησε πρώτα στην Ευρώπη, όπου η κατοχή γης έπαυσε προοδευτικά να είναι πηγή εξουσίας και κοινωνικού -ταξικού- κύρους.  Στην Ελλάδα, από την άλλη, η προοδευτική διανομή των εθνικών γαιών που προέκυψαν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821-1828 ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα, δημιουργώντας πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες. Το αποφασιστικό, όμως, βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού» το 1917, όταν η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωσή της.

Αγροτική μεταρρύθμιση 1917: Tο αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: 1) αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και 2) αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.

Αγροτική Τράπεζα: Η ίδρυσή της προωθήθηκε μετά την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα νέα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η νέα κατάσταση. Ανέλαβε την είσπραξη των χρεών των αγροτών προσφύγων. μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930.

Αγροτικό ζήτημα: Το ζήτημα της δίκαιης διανομής των εθνικών γαιών στους ακτήμονες καλλιεργητές, που απασχόλησε έντονα το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού και πήρε έντονες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Το θέμα τέθηκε από την εποχή της Ανεξαρτησίας και εντάθηκε ιδιαίτερα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο Ελληνικό Κράτος (1881), όταν ήρθε στο προσκήνιο το θέμα των τσιφλικιών και της διανομής τους στους ακτήμονες.

[Αγροτικό κίνημα: Οι αγρότες που δραστηριοποιούνται συλλογικά, διεκδικώντας την επίτευξη κοινών στόχων [π.χ. αναδιανομή της γης (αναδασμός), καλύτερες τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων κ.τ.λ.].]

Κιλελέρ: Χωριό στο οποίο έγινε το 1910 η πιο σημαντική σύγκρουση για το αγροτικό ζήτημα, ως αποτέλεσμα των τριβών που προκλήθηκαν μετά την ψήφιση νόμων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει μεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να μπορεί να τις διανέμει σε ακτήμονες, και των οποίων η εφαρμογή αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση.

[Κολίγος: Ακτήμονας αγρότης που κατοικούσε σε τσιφλίκι και είχε την υποχρέωση να καλλιεργεί τη γη και να αποδίδει στον ιδιοκτήτη του τσιφλικιού τμήμα της ετήσιας γεωργικής παραγωγής σε είδος. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, το οθωμανικό δίκαιο προστάτευε τους κολίγους από τις αυθαιρεσίες των τσιφλικούχων.]

[Συνεταιρισμός: Ένωση προσώπων στην οποία ο αριθμός των μελών και το ύψος του κεφαλαίου δεν είναι σταθερά και η οποία έχει ως σκοπό τη συνεργασία των μελών της για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων τους.]

Τσιφλίκι: Μεγάλη αγροτική περιοχή (συχνά περιλάμβανε ολόκληρα χωριά) που ανήκε σε ιδιώτη (τσιφλικούχος ή τσιφλικάς) και όπου εργάζονταν ακτήμονες αγρότες, οι κολίγοι. Στην επικράτεια του πρώτου ελληνικού κράτους υπήρχαν ελάχιστα τσιφλίκια, κυρίως στην Αττική και την Εύβοια, τα οποία δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα. Αργότερα, όμως, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας. Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι, πέρα από το γεγονός ότι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων, άσκησαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να μπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές για το εγχώριο, προκαλώντας μάλιστα μερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις. Το πρόβλημα των τσιφλικιών εντάθηκε όταν, με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), η Ελλάδα ενσωμάτωσε τη Μακεδονία, όπου υπήρχαν πολλά τσιφλίκια.


















ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)


H σχεδιαζόμενη αγροτική μεταρρύθμιση, ... σκόπευε τον εξής κεντρικό στόχο: να πλήξει την τεχνητή μείωση της προσφοράς καλλιεργήσιμης γης και αγροτικών προϊόντων, την οποία επέβαλλε μονοπωλιακώς η μεγάλη γαιοκτησία.
Η μεταρρύθμιση, ενοποιώντας τις ιδιότητες του καλλιεργητή και του ιδιοκτήτη, επί ενός και του αυτού προσώπου, επεδίωξε να επιφέρει την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και συνεπώς, την μείωση της τιμής των αγροτικών προϊόντων. ...
Η αγροτική μεταρρύθμιση ουδεμία βελτίωση επέφερε ως προς τις συνθήκες ζωής των χωρικών. Κύριος στόχος της μεταρρύθμισης ήταν απλώς η συντριβή της μεγάλης τσιφλικικής γαιοκτησίας, προς όφελος του αστικού καπιταλισμού, ο οποίος εξασφάλιζε έτσι την προσφορά αγροτικών προϊόντων σε ασυγκρίτως φθηνότερες τιμές. Δυνάμεθα μάλιστα να πιστοποιήσουμε ότι η μηχανική (απρόσωπη) συμπίεση της αγροτικής εργασίας, μετά την μεταρρύθμιση, έγινε εντατικότερη και ότι γενικώς ο χωρικός περιεπλάκη σε μια νέα διαδικασία συνεχούς επιδείνωσης της θέσης του ...
Μετά την οριστική πτώση του Τρικούπη στα 1895, ο Δελιγιάννης επιχείρησε, για πρώτη φορά, την μερική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών υπέρ των καλλιεργητών τους.
Στα 1896, κατέθεσε στην Βουλή 5 νομοσχέδια, τα οποία επρόβλεπαν: α) την απαλλοτρίωση του 1/8 των τσιφλικιών Θεσσαλίας και β) την σύσταση ενός ειδικού ταμείου γεωργικής πίστης για τις χρηματοδοτικές ανάγκες των κολληγικών οικογενειών ...
Πλην όμως, η προτεινόμενη σοβαρή μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής δεν έγινε δεκτή από την Βουλή. Οι γαιοκτήμονες της Θεσσαλίας είχαν τόσο ισχυρά στηρίγματα, ακόμη και εντός του κυβερνώντος δεληγιαννικού κόμματος, ώστε τα κατατεθέντα νομοσχέδια απορρίφθηκαν. Ενδιαφέρον είναι να σημειωθεί ότι η αντίδραση των γαιοκτημόνων ήταν τόσο ισχυρή, ώστε ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, ηγέτης των «παλαιών», τρικουπικών, επεχείρησε στα 1903 να «περάσει» ανάλογο νομοσχέδιο, η Βουλή τον καταψήφισε, με την συνδρομή αρκετών εκ των βουλευτών του κόμματός του. Είναι άρα προφανές ότι, κατά την περίοδο 1896-1917, η κεντρική εξουσία, επιδιώκοντας να περιορίσει τα τσιφλίκια, αντιμετώπιζε την έντονη αντίδραση των επαρχιακών βουλευτών, οι οποίοι συνδέοντο με τα γαιοκτημονικά συμφέροντα.

Κ. Βεργόπουλου, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα,
Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σσ. 167-169

Άσκηση: Λαμβάνοντας υπόψη σας το περιεχόμενο της πηγής και το κείμενο του βιβλίου σας:
α) Να επισημάνετε τα αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871 στους χωρικούς, στους αστούς και στους τσιφλικάδες.
β) Να αιτιολογήσετε τις αντιδράσεις της μεγάλης τσιφλικής γαιοκτησίας μέχρι το 1917.

Σχόλιο:

Η πιο πάνω άσκηση παρουσιάζει εξαιρετικό διδακτικό ενδιαφέρον, αφού ο μαθητής μπορεί να εξασκηθεί πάνω σ' ένα συνδυαστικό θέμα, σ' ένα θέμα δηλαδή για το οποίο απαιτείται άντληση πληροφοριών από περισσότερα του ενός σημεία του βιβλίου, αλλά και να μάθει να διαχειρίζεται διαφοροποιήσεις της  ιστοριογραφίας πάνω σ' ένα θέμα.
α) Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όσον αφορά την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, το πρώτο δηλαδή από τα δυο ερωτήματα που βάζει η άσκηση, το σχολικό βιβλίο αναφέρει στις σελ. 24-25: "Γενικότερα όμως, οι τάσεις οδηγούσαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες και όχι στη συγκέντρωση μεγάλων κτημάτων στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων αλλά και στην τάση απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις, στην Αθήνα ιδιαίτερα. Η απόκτηση μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας δεν ήταν στις προθέσεις των πλουσίων, γεγονός που άμβλυνε τις αντιθέσεις και δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις γύρω από το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, ευπρόσβλητων στις κρίσεις, έκθετων στις διαθέσεις της αγοράς και στις φορολογικές πιέσεις, ευνόησε την ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας: οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να περιορίσουν τις ασκούμενες πιέσεις, παρεμβαίνοντας στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του κράτους. Επρόκειτο για ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον των προεστών κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών."
Για το συγκεκριμένο, α) ζήτημα, ο Βεργόπουλος, στις τρεις πρώτες παραγράφους θεωρεί επίσης ότι η πρώτη εκείνη μεταρρύθμιση στράφηκε κατά της μεγάλης ιδιοκτησίας προς όφελος των μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι έγιναν και οι ιδιοκτήτες της γης που εκμεταλλεύονταν. Η κρατική πολιτική στο ζήτημα αυτό θεωρείται από τον Βεργόπουλο ότι σκόπευε στη "συντριβή της μεγάλης τσιφλικικής γαιοκτησίας, προς όφελος του αστικού καπιταλισμού, ο οποίος εξασφάλιζε έτσι την προσφορά αγροτικών προϊόντων σε ασυγκρίτως φθηνότερες τιμές". Αυτή η συμπίεση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τη "μηχανική (απρόσωπη) συμπίεση της αγροτικής εργασίας" επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση των χωρικών. Επίσης, να τονισθεί ότι το βιβλίο χαρακτηρίζει την αστικοποίηση (αγορά αστικών ακινήτων) "τάση", ενώ ο Βεργόπουλος θεωρεί ότι τη διαδικασία αυτή ευνόησε η κρατική πολιτική.

β) Οι αντιδράσεις της μεγάλης ιδιοκτησίας μέχρι το 1917, οπότε το θέμα ρυθμίζεται με αποφασιστικές κρατικές παρεμβάσεις, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Αρχικά, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, οι Έλληνες αγοραστές των τσιφλικιών της Θεσσαλίας είχαν στις κυρίαρχες προθέσεις τους την κερδοσκοπία, τη γρήγορη δηλαδή απόσβεση του, μικρού σχετικά, κεφαλαίου που είχαν διαθέσει για την αγορά της γης που άφηναν πίσω του οι Οθωμανοί μεγαλογιαοκτήμονες. Αυτό, ήταν φυσικό, να τους οδηγήσει στην υπερεκμετάλλευση της γης. Μοναδικός τρόπος άντλησης εσόδων την εποχή εκείνη ήταν η κερδοσκοπία πάνω στο παραγόμενο προϊόν, δηλαδή τα σιτηρά. Όπως είδαμε (σελ. 18, εμπόριο), μέχρι τότε, τα αγροτικά είδη αποτελούσαν μόνιμα το 1/3 των εισαγόμενων προϊόντων, με το σιτάρι ιδιαίτερα, κυρίαρχο είδος στη θεσσαλική γη, να  βρίσκεται στην πρώτη θέση. Έτσι, η άσκηση πολιτικών πιέσεων ώστε η κυβέρνηση να προκαλεί τεχνητή αύξηση της τιμής των σιτηρών μέσω της επιβολής υψηλών δασμών στο εισαγόμενο σιτάρι αποτελούσε για τους μεγαλογαιοκτήμονες μονόδρομο. Γίνεται κατανοητή έτσι η έντονη αντίδρασή τους σε οποιαδήποτε πολιτική θα απομείωνε την επένδυσή τους ή τις κερδοσκοπικές τους τάσεις. Εξάλλου, η βιομηχανία βρισκόταν ακόμη σε εμβρυώδη κατάσταση στη χώρα, γεγονός που δεν επέτρεπε της μετακίνηση κεφαλαίων και συμφερόντων σε άλλες μορφές οικονομικής δράσης.

Σημείωση:
Για το θέμα αυτό, της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871, χρήσιμο είναι να δει κάποιος και το ακόλουθο απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Στην προτελευταία παράγραφο μάλιστα θίγεται το θέμα της τσιφλικικής ιδιοκτησίας πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η συγκεκριμένη ιδιοκτησία στην Αττική έφτανε το 40% στο σύνολο της αγροτικής γης. Το σχολικό βιβλίο, όμως, θεωρεί το ποσοσστό αυτό αλλιώς: "Τα λίγα εναπομείναντα τσιφλίκια στην Αττική και την Εύβοια" (σελ. 42). Καλό είναι να επισημαίνονται τέτοιου είδους, ποσοτικές έστω, διαφοροποιήσεις.

"Στη δεκαετία 1860, η μόνιμη καχεξία της ελληνικής αγροτικής οικονομίας είχε εμβάλει οικονομολόγους και πολιτικούς σε σκέψεις για ριζική μεταρρύθμιση. Μια πραγματική αλλαγή στους φορείς ιδιοκτησίας της εθνικής γης ήταν μέτρο όχι μόνο κοινωνικής μέριμνας αλλά και αυξήσεως των δημόσιων εσόδων, λόγο της αναμενόμενης αυξήσεως της παραγωγικότητας.
Τελικά το Μάρτιο του 1871, ο Κουμουνδούρος, με υπουργό το Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση νόμου με αποτέλεσμα να διανεμηθούν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους με αγοραία αξία 90.000.000 δρχ.
Η σημασία της αγροτικής αυτής μεταρρυθμίσεως εκτιμάται πληρέστερα, όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων χωρικών της εποχής εκείνης αποκαταστάθηκαν ως ιδιοκτήτες στη γη που καλλιεργούσαν. Οι μικροί ιδιοκτήτες καλλιεργητές επιδόθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες και ιδιαίτερα σε εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή. Μέσα σε διάστημα μιας τριετίας, τα 40% και πλέον των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτονταν από φυτείες (σταφιδαμπελώνες, βαμβακοφυτείες, καπνοφυτείες, κλπ.). Οι αγαθές για την οικονομία επιπτώσεις υπήρξαν άμεσες. Από την μια πλευρά παρατηρήθηκε ραγδαία εισροή ξένου συναλλάγματος και από την άλλη τα έσοδα του Δημοσίου από τους τελωνειακούς δασμούς εξαγωγής πολλαπλασιάσθησαν. Τα στοιχεία για τη σταφιδοπαραγωγή και εξαγωγή σταφίδας την περίοδο 1860-1878 είναι αποκαλυπτικά.

Καλλιεργούμενα                                   Παραγωγή σε λίτρα                              Εξαγωγή σε λίτρα
στρέμματα                                                                  ενετικά                                                    ενετικά
1860   220.428                                               110.228.000                          101.707.075
1870   221.164                                                                 114.700.000                          120.000.000
1878   435.000                                               217.500.000                          210.000.000

Η επέκταση όμως των φυτειοκαλλιεργειών επηρέασε αρνητικά την παραγωγή δημητριακών. Από την εποχή εκείνη σημειώνεται το χρόνιο έλλειμμα της χώρας με συνεπακόλουθο τη δαπάνη τεράστιων συναλλαγματικών αποθεμάτων για εισαγωγές. Τα παρακάτω στατιστικά στοιχεία της σιτικής παραγωγής εμφανίζουν κατά παραστατικό τρόπο το πρόβλημα που δημιουργήθηκε: Στην περίοδο 1845-46 η παραγωγή δημητριακών κάλυπτε το 41% του συνόλου της αξίας της αγροτικής παραγωγής. Το 1860 το ποσοστό μεταβλήθηκε ελάχιστα (38%), αλλά στην περίοδο 1880-81 έπεσε στο 23,7%.
Μακροπρόθεσμα η στροφή προς τις φυτειοκαλλιέργειες και η ειδίκευση της παραγωγής σε 2-3 προϊόντα άφηνε την οικονομία έκθετη σε απρόβλεπτες εξωγενείς και γι’ αυτό μη ελεγχόμενες συγκυρίες. Στην περίοδο όμως που εξετάζεται οι αγαθές επιπτώσεις από την αγροτική μεταρρύθμιση του Κουμουνδούρου ήταν σαφώς υπέρτερες από τα τυχόν μελλοντικά δυσμενή επακόλουθα.  
Η αγροτική μεταρρύθμιση έλυσε το πρόβλημα της εθνικής γης. Δεν έθιξε όμως καθόλου το καθεστώς των μεγάλων ιδιωτικών εκτάσεων της Αττικής (170.000 στρέμματα ή 40% περίπου του συνόλου), τα οποία είχαν τσιφλικοποιηθεί από την εποχή της Ανεξαρτησίας. Οι γαιοκτήμονες των τσιφλικιών αυτών είχαν πετύχει μια σειρά δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες του αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας.
Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που σημειώθηκαν στον αγροτικό τομέα στη δεκαετία αυτή, η γεωργία θα συνεχίσει ακόμα για καιρό να υποφέρει από βασικές ελλείψεις: Η αγροτική δανειοδότηση παρέμεινε υποτυπώδης. Η εισαγωγή νεωτεριστικών μεθόδων καλλιέργειας, κυρίως με τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων, δεν προχώρησε. Το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και η έλλειψη μεταφορικών μέσων στις περισσότερες περιφέρειες δεν επέτρεπε την εμπορία αγροτικών προϊόντων σε μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών να περιορίζεται σε καλλιέργειες που μόλις επαρκούν για τις βιοτικές ανάγκες των οικογενειών τους."

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, σ. 310-311



2. ΚΕΙΜΕΝΟ (ΠΗΓΗ)

Η γεωργία στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα

Πληροφορίας ακριβείς και θετικάς περί της καταστάσεως της ημετέρας γεωργίας δεν έχομεν, καθ' όσον ελλείπουσιν ημίν τα στοιχεία εφ' ων στηριζόμενοι δυνάμεθα να προσδιορίσωμεν την έκτασιν των καλλιεργουμένων, καλλιεργησίμων και νυν καλλιεργησίμων γαιών.
Και είναι μεν αληθές ότι κατά το έτος 1836 εξεδόθη νόμος δι' ου διετάσσετο η σύνταξις προσωρινού των ιδιωτικών κτήσεων κτηματολογίου στηριζομένου κατά μέγα μέρος επί της δηλώσεως των ιδιοκτητών, επί των τίτλων της ιδιοκτησίας αυτών και επί υπολογισμών κατά το μάλλον και ήττον υποθετικών, προσκόμματα όμως διάφορα παρεμπόδισαν την εκτέλεσιν του νόμου τούτου όστις κυρίως προυτίθετο να προετοιμάσει την οδόν της πλήρους και επιστημονικής κτηματογραφίας, της οποίας η κατάρτισις παρείχε και παρέχει εισέτι παρ' ημίν ανυπερβλήτους πρακτικάς δυσχερείας, ου μόνον ένεκα της ελλείψεως του απαιτουμένου αριθμού γεωμετρών και των προς εκτέλεσιν αυτής αδρών δαπανών, αλλά και ένεκα της αβεβαίας καταστάσεως εις ην έτι ευρίσκεται παρ' ημίν η ακίνητος ιδιοκτησία.
Αι περί της γεωργικής ημών παραγωγής πολιτειογραφικαί πληροφορίαι, στηριζόμεναι κατά μέγα μέρος επί απλών διοικητικών πληροφοριών μη αποχρώντως εξηκριβωμένων, ου μόνον καθιστώσι προβληματικήν την αλήθειαν των διδομένων, αλλά φέρουσιν ενίοτε την σύγχυσιν και την ανωμαλίαν εις τον επιχειρούντα να στη θέλομεν προσπαθήσει όπως αμυδρώς μόνον και όσον το δυνατόν διά κεφαλαιωδών τίνων αριθμητικών δεδομένων παραστήσωμεν την εν γένει κατάστασιν της παρ' ημίν γεωργίας.
Η προ της ιδρύσεως της Βασιλείας κατάστασις της χώρας ημών ήτο τοιαύτη, ώστε η κυβέρνησις εκείνη ώφειλε τα πάντα ν' ανορθώση και να θεραπεύση. Η γεωργία προ πάντων έχρηζε σπουδαίας μερίμνης, καθ' ότι η επί τουρκικής εξουσίας διέπουσα την ακίνητον ιδιοκτησίαν αυθαιρεσία, η πολλαχού αβεβαιότης της ιδιοκτησίας, ή και η εντελής αυτής απαγόρευσις, αι καταδυναστεύσεις και οι βαρείς φόροι είχον αφαιρέσει από τους κατοίκους τον ζήλον εκείνον προς την εργασίαν όστις κυρίως αναφαίνεται όπου η ιδιοκτησία είναι σεβαστή, και η φιλοπονία δεν θεωρείται ως νέα αφορμή καταπιέσεως και αυθαιρεσίας. Ο δε μακρός αγών ανιδρύων επί των ερειπίων και της καταστροφής την πολιτικήν αυτονομίαν, εκληροδότει εις την εγκαθισταμένην Κυβέρνησιν χώραν έρημον και ανθρώπων και κτηνών, και οικιών, πεδιάδας και αγρούς χέρσους εφ' ων παρέμειναν μόνο ίχνη δηώσεως και ολέθρου.
Απέναντι τοιαύτης καταστάσεως δεν δύναται τις ειμή να ομολογήση ότι η γεωργία έκαμεν από της αυτονομίας της Ελλάδος μεγάλας προόδους στηριζομένας προπάντων εις την ακαταμάχητον δραστηριότητα και την φιλοπονίαν του Έλληνος γεωργού, δι' ων και μόνων ηδυνήθη ν' αντιπαλαίση κατά μυρίων προσκομμάτων άτινα εγέννα η συνεχής της δημοσίας τάξεως διατάραξις και αντέτασσε σύστημα φορολογίας επαχθές και αντικείμενον εις τας αρχάς ας η επιστήμη και η ηθική καθιέρωσαν.

Α. Μανσόλα, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος. Αθήναι, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1867, σ. 43-44.

Σχόλιο:
Ο Μανσόλας, αφού περιγράφει τις δυσχέρειες για την κατάρτιση του σημαντικού για την καλύτερη οργάνωση και βελτίωση της γεωργικής παραγωγής κτηματολογίου, εκθειάζει τις προόδους που επιτεύχθηκαν στον αγροτικό τομέα, χάρη κυρίως στις προσπάθειες των αγροτών, οι οποίοι πάλεψαν ενάντια σε πολλές αντιξοότητες.


3. ΚΕΙΜΕΝΟ (ΠΗΓΗ)

Η κατάσταση των αγροτών στη Θεσσαλία

Ενώ και κατά το Βυζαντινόν δίκαιον και κατά τα επί της Τουρκοκρατίας αναπτυχθέντα έθιμα ο ιδιοκτήτης τότε μόνον δικαιούται να εκδιώξη του κτήματος τον κολλήγαν όταν επί ωρισμένον χρόνον δεν εκπληρώσει ούτως τας υποχρεώσεις του, οι τσιφλικιούχοι της Θεσσαλίας εκβιάζοντες τους κολλήγους και τη συμπράξει δυστυχώς και των ελληνικών δικαστηρίων κατώρθωσαν να υποβιβάσωσι την σχέσιν του κολλήγα, ήτις είχε χαρακτήρα εμπραγμάτου δικαιώματος, εις μίσθωσιν, συμφώνως προς την οποίαν κατά το τέλος εκάστου γεωργικού έτους, δικαιούται ο ιδιοκτήτης να εξώση του κτήματός του τους κολλήγας αυτού. Τοιουτοτρόπως η παραμονή των κολλήγων εις τα υπ’ αυτών καλλλιεργούμενα κτήματα κατέστη αβεβαία, όπερ συνετέλεσε μόνον εις το να απογοητεύση τους κολλήγας, να αμβλύνη έτι περισσότερον το υπέρ βελτιώσεως της καλλιεργείας ενδιαφέρον των, να καταστήση αυτούς περισσότερον υποχειρίους εις την απληστίαν και την εκμετάλλευσιν των τσιφλικιούχων και των επιστατών των. Εάν δε εις πάντα ταύτα προσθέσητε την αδιαφορίαν, την οποίαν κατά κανόνα δεικνύουν αναφορικώς εις την γεωργίαν και τους κολλήγας οι μακράν των κτημάτων ζώντες και εις απλήστους και αμαθείς επιστάτας εμπιστευόμενοι αυτά τσιφλικιούχοι της Θεσσαλίας θα έχητε πλήρη εικόνα των αιτίων της κακοδαιμονίας της Θεσσαλίας.

Αλ. Παπαναστασίου, Λόγος στην Β΄ Αναθεωρητική Βουλή (1911)·
από τον τόμο Αλ. Παπαναστασίου, Μελέτες, Λόγοι, Άρθρα, σ. 99

Σχόλιο:
Σύντομη περιγραφή του μεσαιωνικού θεσμού των κολίγων, τον οποίο ο Παπαναστασίου θεωρεί αίτιο της κακοδαιμονίας της Θεσσαλίας.




4. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Από τους υπολογισμούς της επιτροπής που στα 1896 συστήθηκε για να μελετήσει τα θεσσαλικά ζητήματα, μαθαίνουμε πως στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας κατοικούσαν 11 χιλιάδες οικογένειες κολλιγάδων και 18 χιλιάδες αγρότες. Όλη όμως η αγροτιά ήταν 300 χιλιάδες ψυχές. Υπήρχαν επίσης και πολλές τουρκικές μικροϊδιοχτησίες τα λεγόμενα κονιαροχώρια κυρίως όμως στον κάμπο της Λάρισας.
Μα ας μη ξεχάσουμε και τις θέρμες (ελονοσία) που δεκάτιζαν το Θεσσαλό αγρότη. Από τα παιδιά που γεννιούντανε τα 60% πέθαιναν απ’ τη σπλήνα. Γενικά ο καμπίσιος Θεσσαλός είναι ηλιοκαμένος απ’ το λιοπύρι και πετσί και κόκκαλο από την αναφαγιά και την ελονοσία που εξήντα στα εκατό γυρίζει σε χτικιό. Περισσότερα μάλιστα από τα μισά μεροκάματά του της χρονιάς τον παλιότερο καιρό τάχανε σπαρταρώντας μέσα στη χαμοκαλύβα του απ’ τον πυρετό.
Μα αν σ’ όλα αυτά λέγαμε και για τις πλημμύρες, για την έλλειψη τεχνικών έργων γενικά (αποξηραντικά, ποτιστικά, αντιπλημμυρικά, κλπ.) θα συμπληρώναμε την εικόνα της καταστροφής και της κόλασης, που βρισκόταν ο Θεσσαλός αγρότης.
Όταν λοιπόν στα 1881 η Θεσσαλία μ’ ένα κομμάτι της Ηπείρου (νομός Άρτας) προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος οι σκλάβοι της γης θάρεψαν πως τελείωσαν τα ψέματα και πως γίνονταν ελεύθεροι. Έτσι εννοούσαν το ρωμαίικο που από χρόνια το περίμεναν και το λαχταρούσαν κ’ επαναστάτησαν κιόλας δυο φορές τη μια στα 1854 και την άλλη στα 1878.
«Ο θεσσαλικός χωρικός εν τη προσαρτήσει της πατρίδος αυτού μετά Κράτους ομοεθνούς διέβλεπεν, ουχί μόνον την εκπλήρωσιν πόθου πατριωτικού, αλλά την μεταβολήν της προς την γην σχέσεως του. Συνδέων και συγχέων την ιδέαν της Οθωμανικής κυριαρχίας προς την της ιδιοκτησίας, ενόμιζεν ότι καταλυομένης της μεν (της Οθωανικής κυριαρχίας), έδει και η ετέρα (η τσιφλικάδικη ιδιοκτησία) να καταρρεύση συγχρόνως. Όθεν, ευθύς μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας και Άρτης, οι καλλιεργηταί (διάβαζε κολλιγάδες) διεξεδίκησαν την ιδιοκτησίαν της γης. Επεμβάσης όμως της Πολιτείας προς φρούρησιν νομίμως κεκτημένων δικαιωμάτων (!!!) μετά είδαν (οι κολλιγάδες) ματαιωμένας τας προσδοκίας των. Ουδέποτε όμως ηδυνήθησαν να εγκαταλείψωσι την αρχικήν ελπίδα, ή και ανεζωπύρωσεν ο αναβρασμός του 1909».
Αυτά δεν τα γράφει κανένας νεωτεριστής. Τα γράφει ο τσιφλικάς Γ. Χριστάκης-Ζωγράφος στη μελέτη του «Το Αγροτικό ζήτημα εν Θεσσαλία», Αθήναι, 1911, σ. 57.
Γύρεψαν λοιπόν οι κολλιγάδες της Θεσσαλίας άμα έγινε στο 1881 ρωμαίικο η Θεσσαλία να μπουν μέσα στα τσιφλίκια σαν αφεντικά. Όμως οι τσιφλικάδες φωνάξανε ένα δυνατό Αλτ, γιατί είχαν πίσω τους τον ελληνικό στρατό και τις ελληνικές αρχές.
Η ελληνική κυβέρνηση και να ήθελε δε μπορούσε να λύσει το αγροτικό ζήτημα, γιατί ο Κουμουνδούρος στην ελληνοτουρκική σύμβαση που υπόγραψε, δέσμευσε το ελληνικό κράτος. Απαγορευόταν, σύμφωνα με ειδικό άρθρο, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Μα δεν ήταν μόνο ο Κουμουνδούρος υπεύθυνος, αλλά και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Όταν η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε να μπει ειδικό όρος για την προστασία του τσιφλικάδικου καθεστώτος, δεν αντιτάξανε καμιά άρνηση, γιατί πρώτα δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Ευρωπαίους αστούς που, στα χρόνια αυτά ήταν φανατικοί υποστηριχτές του «ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας». Δεύτερο, και οι ίδιοι είχαν τις ίδιες ιδέες και τρίτο δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Έλληνες του εξωτερικού.

Γ. Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, ΧΙΙ, σσ. 416-417.

Σχόλιο:
Ζοφερή σκιαγράφηση της εικόνας των αγροτών στη Θεσσαλία, από τον Κορδάτο. Η αρνητική τοποθέτηση του Κορδάτου απέναντι σε θέματα σαν κι αυτό των τσιφλικάδων και της πολιτικής καταπίεσης της αγροτικής τάξης εκκινεί και από ιδεολογικές προϋποθέσεις (αυτό δεν αποτελεί μομφή), οπότε ο μαθητής θα πρέπει να αναμένει πιο έντονους χαρακτηρισμούς, αλλά και διαφοροποιήσεις από άλλες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. άλλες


5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Οι κατηγορούμενοι για τα γεγονότα του Κιλελέρ-Λάρισας παραπέμφθηκαν στο κακουργιοδικείο Λαμίας. Οι δίκες άρχισαν στις 19 Ιούνη (1910) και τελείωσαν στις 23 του ίδιου μήνα.
Στο κακουργιοδικείο Χαλκίδας στάλθηκε ο εισαγγελίας της Λιβαδιάς Γεωργιάδης που αργότερα έγινε και εισαγγελέας του Άρειου Πάγου. Ήταν αγροτοφάγος και μίλησε με λύσα. Και τι δεν είπε. Ανάφερε την ιστορία, την αρχαία και νεώτερη και επικαλέστηκε όλους τους νόμους και προφήτες θέλοντας ν’ αποδείξει πως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, είναι ιερό και οι αγρότες πρέπει να δουλεύουν και να μη σηκώνουν κεφάλι. Μαζί με άλλα απειλώντας και φωνάζοντας είπε:
«Η κολληγία είναι δικαίωμα ενοχικόν, εταιρεία ή μίσθωσις και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσι ταραχάς… Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται. Οι τσιφλικιούχοι πιέζονται κάι, όπως απαλλαγώσι καθημερινών συγκρούσεων, ενοικιάζουν τα κτήματά των. Ο Θεσσαλός δεν είναι γεωργός, αλλά κτηνοτρόφος. Αρνείται να καλλιεργήση πλέον των είκοσι στρεμμάτων. Παρασύρεται ευκόλως. Θορυβώδες δε συλλαλητήριον Θεσσαλών, σημαίνει απόλυσιν 5 χιλιάδων άρκτων. Σπαταλά την περιουσίαν του στα μανάβικα και δι’ αυτό κατά την εβδομαδιαίαν αγοράν δεν ευρίσκει κανείς φρούτα. Τρώγει τα αχλάδια σαν γουρούνι. Υπάρχουν βεβαίως και καλοί Θεσσαλοί. Αλλ’ οι πλείστοι εξ’ αυτών είναι τεμπέληδες και ζωοκλέπται. Ο «Γεωργικος Σύνδεσμος» ιδρύθη δια σκοπούς εκμεταλλευτικούς!…».
Γ. Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, ΧΙΙΙ, σ. 193.



6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917

Εάν η ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 συνδέθηκε με την από του 1909 ανάδειξη των μεσαίων στρωμάτων, τούτο πρέπει να εξηγηθεί από ότι τα στρώματα αυτά υπήρξαν οι συνεπέστεροι, εντός της ελληνικής κοινωνίας, φορείς της αντίληψης του καπιταλισμού … Εξ’ αιτίας αυτής ακριβώς της αντίληψής τους περί καπιταλισμού, τα στρώματα αυτά αισθάνθηκαν κατά τρόπο ιδιαιτέρως επαχθή το κοινωνικό βάρος των τσιφλικιών. Εκ παραλλήλου, τα ίδια κοινωνικά στρώματα ήσαν σε θέση να διακρίνουν αφ’ ενός τις πραγματικές ιστορικές δυνατότητες, οι οποίες καθιστούσαν δυνατή την διανομή των γαιών, και αφ’ ετέρου τα πλεονεκτήματα που θ’ αντλούσε εξ’ αυτού του μέτρου η διαδικασία της ταχείας εκβιομηχάνισης.
Υπ’ αυτούς τους όρους, η αρχή της αγροτικής μεταρρύθμισης εξηγγέλθη στα 1917 στη Θεσσαλονίκη. Εν τούτοις, το μέγιστο τμήμα αυτής της μεταρρύθμισης δεν πραγματοποιήθηκε παρά μόνον μετά το 1922.
Αρκετές υποθέσεις προτείνονται προκειμένου να ερμηνευθεί η επιλογή της συγκεκριμένης στιγμής για την εξαγγελία της μεταρρύθμισης. Έγινε λόγος για «λύση επιβαλλόμενη από τις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου» τον οποίο διεξήγε η στρατιωτική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κατά του κράτους της Αθήνας. Κατ’ άλλους, η μεταρρύθμιση επισπεύσθη εξ’ αιτίας της εμφάνισης του μπολσεβικικού κινδύνου. Εν πάσει περιπτώσει, μεταξύ των ποικίλων ερμηνειών που δόθηκαν, μπορούμε, χωρίς ν’ απορρίψουμε τις άλλες, αν συγκρατήσουμε ιδιαιτέρως την ακόλουθη: η αγροτική μεταρρύθμιση αποφασίστηκε σε μία στιγμή σοβαροτάτης πτώσης του εξωτερικού εμπορίου: η πτώση αυτή είχε προκληθεί από τον θαλάσσιο αποκλεισμό τον οποίο είχαν επιβάλει οι δυτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, προκειμένου να την υποχρεώσουν να εισέλθει στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο αποκλεισμός της Ελλάδας λειτούργησε, από οικονομική άποψη, ως ένας αυθόρμητος προστατευτισμός, τόσο υπέρ της εθνικής βιομηχανικής παραγωγής όσο και επ’ ωφελεία των εγχωρίων σιτηρών. Είναι προφανές ότι η συγκυρία αυτή έθεσε εκ νέου και με οξύτατο τρόπο το ζήτημα των τσιφλικιών. Το γεγονός ότι μια «επαναστατική» στρατιωτική κυβέρνηση υπό την αιγίδα των γαλλικών στρατευμάτων του μακεδονικού μετώπου ήλθε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο κέντρο των βορείων ελληνικών επαρχιών που κυριαρχούντο απ’ τα τσιφλίκια, προσέδωσε έναν επείγοντα χαρακτήρα στο πρόβλημα της οριστικής ρύθμισης του γαιοκτητικού ζητήματος. …

Κ. Βεργόπουλου, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, σσ. 173-174.



7. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Με την προσάρτηση εδαφών ή την ανταλλαγή πληθυσμών, όλες σχεδόν οι βαλκανικές χώρες απέκτησαν μεγαλύτερη εθνική ομογένεια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Άμεση συνέπεια των πληθυσμιακών ανακατατάξεων ήταν και η διανομή της μεγάλης γαιοκτησίας, μέτρο που εξασφάλιζε παντού στους ακτήμονες αγρότες ένα ελάχιστο μέσο επιβιώσεως, αλλά και την εκπλήρωση μιας παλιάς διεκδικήσεως, την ιδιοκτησία της γης που καλλιεργούσαν. Στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία ο αναδασμός ερχόταν για να καλύψει την πιεστική ανάγκη της αποκαταστάσεως των προσφύγων, ενώ στη Ρουμανία και στη Γιουγκοσλαβία αποτελούσε την επιβεβαίωση της εθνικής τους κυριαρχίας, καθώς οι μεγάλες ιδιοκτησίες στα εδάφη που προσαρτήθηκαν ανήκαν στους Αυστριακούς, τους Μαγυάρους ή τους Ρώσους. Όπως όμως σημειώνει ο Stavrianos υπήρχε και ένα ακόμή κίνητρο: «πίσω από τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις κρυβόταν αναμφίβολα ο φόβος της επαναστάσεως. Μετά από έξι χρόνια σχεδόν αδιάκοπου πολέμου οι βαλκανικοί λαοί έπασχαν από πολεμικό κάματο και απογοήτευση. Η επανάσταση στη Ρωσία και η εξάπλωση του Μπολσεβικισμού στην Ουγγαρία και σε άλλα τμήματα της κεντρικής Ευρώπης, έσειε το φάσμα ενός επαναστατικού κύματος που θα σάρωνε ολό-κληρη τη βαλκανική χερσόνησο. Ο φόβος αυτός ανάγκασε… την καθεστηκυία τάξη σε κάθε χώρα να πραγματοποιήσει αγροτικές μεταρρυθμίσεις με την ελπίδα ότι θα λειτουργούσαν ως αλεξικέραυνο μέσα στην επαναστατική θύελλα».

(Cl. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, New York, 1965).
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, σ. 302.


8. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Μέσα από την διαδικασία ενίσχυσης της μικρής παραγωγής ή της αγροτικής μετατροπής προς την ίδια κατεύθυνση, εκείνο το οποίο πρέπει να συγκρατηθεί είναι…
α) Η μικρή αγροτική ιδιοκτησία απεδείχθη όχι ένα υπόλειμμα του παρελθόντος, αλλά μία κατηγορία ενισχυόμενη απ’ την ανάπτυξη του αστικού καπιταλισμού …
Οι αγρότες απέκτησαν ιδιοκτησία, πλην όμως, αυτή η τελευταία δεν ήταν παρά ένας θεμελιώδης μηχανισμός αυξημένης «απορρόφησης» της εργασίας απ’ το σύστημα. Ο χωρικός, εισερχόμενος στην ιδιοκτησία, καθίστατο αυτομάτως -με την εγκατάστασή του- οφειλέτης ενός αρχικού ποσού 70.000 δραχμών. Σ’ αντάλλαγμα εδέχετο, σε είδος ή σε χρήμα, ένα πραγματικό συνολικό κεφάλαιο 58.500 δραχμών (ήτοι 45.000 δρχ. η αξία των ζώων, των εργαλείων δουλειάς κλπ., 900 δρχ. η αξία των κτηνοτροφών και 3.100 δρχ. το κυκλοφοριακό κεφάλαιο).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η κρατική πολιτική πρέπει να θεωρηθεί ως ο κύριος υπεύθυνος του σχηματισμού της παθολογικώς ελλειματικής μικρής αγροτικής παραγωγής. Ομοίως, η επιχείρηση της εγκατάστασης του χωρικού στην ιδιοκτησία, υπ’ αυτούς τους όρους, δύναται να παρομοιασθεί με την «πρόσδεση του δουλοπάροικου στο έδαφος» της προκαπιταλιστικής εποχής.
Με δύο λόγια, η δημιουργία της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας λειτούργησε ως μια θεμελιώδης προϋπόθεση για την εντατικότερη συμπίεση της οικογενειακής αγροτικής εργασίας.
β) Η κατάργηση της μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας συνεπέφερε επίσης την παύση των πιστωτικών υπηρεσιών των τσιφλικούχων προς τους καλλιεργητές. Στο εξής, ο δρόμος ήταν ανοικτός για μίαν αυξανόμενη διείσδυση των οργανισμών της αστικής πίστης στον χώρο της γεωργίας.
Δύο ήσαν οι προϋποθέσεις γι’ αυτήν την διείσδυση: 1) ο δανειζόμενος να είναι σε θέση να προσφέρει υποθηκικές εγγυήσεις· μ’ άλλα λόγια ο οφειλέτης να εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης και 2) οι μικροί ιδιοκτήτες να συνασπίζονται σε συνεταιρισμούς οι οποίοι να εγγυώνται την φερεγγυότητα των μελών τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πίστη δεν χορηγείται στον αγρότη παρά δια μέσου του συνεταιρισμού, πράγμα που αποτελεί μια επιπρόσθετη εξασφάλιση για το τραπεζικό κεφάλαιο.

Κ. Βεργόπουλου, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, σσ. 180-181


9. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η κατάτμηση της γης ωφέλησε, ασυγκρίτως, και την εκβιομηχάνιση της χώρας κατά το μεσοπόλεμο. Η διάσταση ανάμεσα στις βιομηχανικές και στις αγροτικές τιμές αυξήθηκε αισθητώς, επιτρέποντας έτσι σημαντικές αφανείς μεταβιβάσεις κοινωνικών πόρων υπέρ της βιομηχανίας …
Εάν το Κράτος εφάρμοσε την αγροτική μεταρρύθμιση προς τον σκοπό της προώθησης της βιομηχανικής ανάπτυξης η μεταρρύθμισης με την σειρά της, επέτρεψε στο Κράτος να ενισχύσει την θέση του εντός της οικονομίας. Στα 1919, ο Α. Ανδρεάδης σημείωνε ότι η μόλις εξαγγελθείσα αγροτική μεταρρύθμιση ευρίσκετο σε απόλυτο συνέχεια με την παραδοσιακή πολιτική των μεγάλων βυζαντινών αυτοκρατόρων, και ιδίως εκείνων της μακεδονικής δυναστείας, οι οποίοι είχαν δραστηρίως αγωνισθεί υπέρ της μικρής ιδιοκτησίας.
Πράγματι, όπως είδαμε ανωτέρω, η κερματισμένη γαιοκτησία και η ισχυρή κεντρική εξουσία συμβάδισαν πάντα σε στενή μεταξύ τους σχέση …
Η αγροτική δομή της ελληνικής γεωργίας ευνοούσε πάντα την συγκρότηση ενός ισχυρού Κράτους και, κατά συνέπεια, την απρόσωπη και αυτοματοποιημένη λειτουργία του συστήματος. Στα 1927, ο υπουργός Αλεξ. Παπαναστασίου εγκαινίασε μια νέα φάση της παρεμβατικής πολιτικής, δια της εξαγγελίας των λεγομένων «τιμών ασφαλείας» στο πεδίο της συγκέντρωσης των δημητριακών προϊόντων. Έκτοτε, οι συγκεντρωμένες από το Κράτος ποσότητες σίτου δεν έπαυσαν ν’ αυξάνουν:
Συνοψίζοντας, μπορούσε να πούμε ότι η ελληνική γεωργία, εξ’ αιτίας του κερματισμένου χαρακτήρα της, αποτέλεσε από πολύ νωρίς ένα προνομιούχο πεδίο ευνοϊκό για την ανάπτυξη του κρατικού παρεμβατισμού.
ό.π., σσ. 185-186


10. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Αγροτική μεταρρύθμιση του 1917

Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί ως τότε στην Ελλάδα … Μολονότι όμως άλλαξε ριζικά τις σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, γενικεύοντας το σύστημα της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας που επικρατούσε στην Πελοπόννησο, δε μετέβαλλε ποιοτικά τον τρόπο παραγωγής, παρόλο που άλλαξε σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις παραγωγής -τουλάχιστον στις περιοχές που εφαρμόστηκε- σύμφωνα με τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής δομής…
Η αγροτική μεταρρύθμιση και ο συνακόλουθος τεμαχισμός της γης συνοδεύτηκαν από αύξηση επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή, με τη μορφή πιστώσεων, και από την ταχεία εξέλιξη του συνεταιρισμού κινήματος, που αποσκοπούσε αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των συνεταιρισμών δημιουργήθηκε το 1914. Οι συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος έδωσαν στο συνεταιριστικό κίνημα μεγάλη ώθηση. Τα προβλήματα που είχαν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων, την παραδοσιακή εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, την έλλειψη κεφαλαίων και τους τοκογλυφικούς όρους δανειοδοτήσεως που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά, έκαναν ακόμη πιο αισθητή την ανάγκη συλλογικής ασφάλειας που πρόσφεραν οι συνεταιρισμοί. Ιδιαίτερα η ανάγκη αυτή και η ρύθμιση πιστώσεων, έδωσαν ώθηση στο κίνημα το οποίο ενθάρρυναν ταυτόχρονα και η κυβέρνηση και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που ήταν και το κυριότερο πιστωτικό ίδρυμα της χώρας. Ανάμεσα στο 1911 και 1914, το συνεταιριστικό κίνημα δυνάμωνε συνεχώς. Αργότερα, η ίδρυση του Υπουργείου Γεωργίας, τον Ιούνιο του 1917, αμέσως μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα, στάθηκε η απαρχή της άμεσης κρατικής παρεμβάσεως στην οργάνωση και καθοδήγηση της γεωργικής παραγωγής, έστω και αν η παρέμβαση ήταν στην αρχή υποτυπώδης, Ανάμεσα στο 1915 και 1918, ο αριθμός των συνεταιρισμών αυξήθηκε από 150 σε 790, αριθμός που διπλασιάσθηκε το 1920. Τα 70% περίπου αυτών των συνεταιρισμών ήταν πιστωτικοί οργανισμοί …

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, σ. 76


Άσκηση (Κέντρο Εκαπιδευτικής Έρευνας): Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των πιο πάνω παραθεμάτων (6-10):
α) Να παρουσιάσετε τις συνθήκες και τις συγκυρίες μέσα στις οποίες αποφασίστηκε η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917, τα αποτελέσματα που είχε για την μικροαγροτική γεωργία και να σχολιάσετε την πρόσδεσή της στο πιστωτικό κεφάλαιο.
β) Να διερευνήσετε τα ιδεολογικά και πολιτικά αίτια των εξελίξεων της ελληνικής οικονομίας (το 1922-1923).
γ) Να σχολιάσετε τη φράση ότι «η ελληνική γεωργία, εξ αιτίας του κερματισμένου χαρακτήρα της, αποτέλεσε προνομιούχο πεδίο για την ανάπτυξη του κρατικού παρεμβατισμού».
δ) Να αξιολογήσετε τη συμβολή των συνεταιρισμών στη βελτίωση των όρων διαβίωσης των μικροκαλλιεργητών.

Σχόλιο:

α) Ο Βεργόπουλος θεωρεί ότι το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκκολάφθηκε η μεταρρύθμιση του 1917 υπήρξε η άνοδος των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία συνειδητοποίησαν ότι η μεγαλοϊδιοκτησία αποτελούσε σημαντικό φραγμό για τα συμφέροντά της. Στη συνέχεια, αφού σταχυολογεί κάποιες από τις προτεινόμενες ερμηνείες των συνθηκών που επέβαλαν την αγροτική μεταρρύθμιση, υιοθετεί την ακόλουθη: "η αγροτική μεταρρύθμιση αποφασίστηκε σε μία στιγμή σοβαροτάτης πτώσης του εξωτερικού εμπορίου: η πτώση αυτή είχε προκληθεί από τον θαλάσσιο αποκλεισμό τον οποίο είχαν επιβάλει οι δυτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, προκειμένου να την υποχρεώσουν να εισέλθει στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο αποκλεισμός της Ελλάδας λειτούργησε, από οικονομική άποψη, ως ένας αυθόρμητος προστατευτισμός, τόσο υπέρ της εθνικής βιομηχανικής παραγωγής όσο και επ’ ωφελεία των εγχωρίων σιτηρών. Είναι προφανές ότι η συγκυρία αυτή έθεσε εκ νέου και με οξύτατο τρόπο το ζήτημα των τσιφλικιών. Το γεγονός ότι μια «επαναστατική» στρατιωτική κυβέρνηση υπό την αιγίδα των γαλλικών στρατευμάτων του μακεδονικού μετώπου ήλθε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο κέντρο των βορείων ελληνικών επαρχιών που κυριαρχούντο απ’ τα τσιφλίκια, προσέδωσε έναν επείγοντα χαρακτήρα στο πρόβλημα της οριστικής ρύθμισης του γαιοκτητικού ζητήματος".
Να σημειώσουμε ότι το βιβλίο αναφέρεται επιγραμματικά στο θέμα αυτό: "Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο."
Τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης είχαν αρνητικές συνέπειες για τον αγροτικό κόσμο, αφού οι μικροί ιδιοκτήτες, λόγω της απουσίας κρατικών θεσμών, αλλά και συλλογικών κλαδικών οργάνων (Συνεταιρισμοί) για την προστασία των συμφερόντων τους, έπεφταν θύματα των πιστωτών. Η πρόσδεση των καλλιεργητών στο πιστωτικό κεφάλαιο ήταν μια αναπόδραστη αρνητική συνέπεια, λόγω και της απουσίας υγιούς πιστωτικού συστήματος (πρβλ. τα κεφάλαια που αναφέρονται στο τραπεζικό σύστημα), το οποίο, όπως θα δούμε και αλλού, υπονόμευσε γενικότερα την ανάπτυξη της χώρας (βλ. βιομηχανία, εμπόριο, ναυτιλία, κ.λπ.).
Στα αποτελέσματα θα πρέπει να αξιοποιηθούν και τα όσα αναφέρει ο Βεργόπουλος στο παράθεμα αρ. 8.

β) Θα περιοριστούμε εδώ να αναλύσουμε το θέμα πάνω στα όσα αναφέρονται στο παράθεμα αρ. 7. Στην Ελλάδα η ανακατανομή της γης έγινε για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες, να βρουν δηλαδή ένα μέσο να επιβίωσης. Όπως όμως σημειώνει ο Stavrianos υπήρχε και ένα ακόμη κίνητρο: «πίσω από τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις κρυβόταν αναμφίβολα ο φόβος της επαναστάσεως. Μετά από έξι χρόνια σχεδόν αδιάκοπου πολέμου οι βαλκανικοί λαοί έπασχαν από πολεμικό κάματο και απογοήτευση. Η επανάσταση στη Ρωσία και η εξάπλωση του Μπολσεβικισμού στην Ουγγαρία και σε άλλα τμήματα της κεντρικής Ευρώπης, έσειε το φάσμα ενός επαναστατικού κύματος που θα σάρωνε ολό-κληρη τη βαλκανική χερσόνησο. Ο φόβος αυτός ανάγκασε… την καθεστηκυία τάξη σε κάθε χώρα να πραγματοποιήσει αγροτικές μεταρρυθμίσεις με την ελπίδα ότι θα λειτουργούσαν ως αλεξικέραυνο μέσα στην επαναστατική θύελλα».

γ) Ήδη στη σελ. 24, στο βιβλίο επισημαίνεται ότι: "η δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, ευπρόσβλητων στις κρίσεις, έκθετων στις διαθέσεις της αγοράς και στις φορολογικές πιέσεις, ευνόησε την ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας: οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να περιορίσουν τις ασκούμενες πιέσεις, παρεμβαίνοντας στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του κράτους".
Ο Βεργόπουλος (παράθεμα αρ. 9), ενισχύει αυτή την άποψη αναφέροντας: "Στα 1927, ο υπουργός Αλεξ. Παπαναστασίου εγκαινίασε μια νέα φάση της παρεμβατικής πολιτικής, δια της εξαγγελίας των λεγομένων «τιμών ασφαλείας» στο πεδίο της συγκέντρωσης των δημητριακών προϊόντων. Έκτοτε, οι συγκεντρωμένες από το Κράτος ποσότητες σίτου δεν έπαυσαν ν’ αυξάνουν".
Με άλλα λόγια, ο αγροτικός τομέας ήταν πολύ σημαντικός για την οικονομία, ενώ παράλληλα απασχολούσε κυρίαρχο τμήμα του πληθυσμού. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για την εποχή εκείνη να αποτελέσει ο χώρος πεδίο πολιτικής χειραγώγησης.


δ) Οι αρνητικές συνέπειες από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του 1917 (βλ. ζήτημα α)), θεραπεύθηκαν τελικά με την επικράτηση του συνεταιριστικού κινήματος (παράθεμα, αρ. 10). Στα θετικά της μεταρρύθμισης αναφέρεται εδώ η σταδιακή εισροή κεφαλαίων, μετά τις πρώτες πιστωτικές αρρυθμίες, στον αγροτικό χώρο, λόγω της κυριαρχίας του στην οικονομική ζωή.




























Πιο κάτω παρατίθεται μια πολύ καλή, σύντομη, ανάλυση του αγροτικού ζητήματος από τον Πατρώνη. Με δεδομένο μάλιστα ότι, σταχυολογούνται αποσπάσματα από σημαντικές πηγές της εποχής, αλλά και των σημαντικότερων μελετών πάνω στο θέμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράγραφοί της για εξάσκηση.


Το Αγροτικό Ζήτημα
Η Μεγάλη Γαιοκτησία
Η περίπτωση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία, 1881-1923


Εισαγωγικά

Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-78 επιτάχυνε με γρήγορο ρυθμό τις εξελίξεις... Η Ελλάδα, προ των ανακατατάξεων που επέκειντο στα Βαλκάνια, είχε προσπαθήσει να γίνει μέτοχος των εξελίξεων εγκαταλείποντας την πολιτική καλής γειτονίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και η εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία στις αρχές του 1878 κατέληξε σε φιάσκο, οι διπλωματικές εξελίξεις μετά το Συνέδριο του Βερολίνου γίνονταν ολοένα και πιo συμβατές με τις απαιτήσεις του ελληνικού βασιλείου: Οι πιέσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1881 στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν αφόρητες για εδαφικές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Για τη δημιουργία εντυπώσεων συνδιαλλαγής και με τη σιγουριά ότι η ελληνική πλευρά ενεργώντας μαξιμαλιστικά θα απέρριπτε τις παραχωρήσεις της, η Υψηλή Πύλη έπαιξε το τελευταίο της χαρτί: Πρότεινε στη διάσκεψη την παραχώρηση ολόκληρης σχεδόν της Θεσσαλίας (εκτός ενός μικρού τμήματος στην περιοχή της Ελασσόνας) και της περιοχής της Άρτας στην Ήπειρο: «Ταυτοχρόνως πάσαι αι ευρωπαϊκαί κυβερνήσεις συνεβούλευον τον Κουμουνδούροον ν’ αποδεχθή την γραμμήν ταύτην ήν ήθελεν αποσύρει η Τουρκία εν περιπτώσει αρνήσεως αυτού. Ο Κουμουνδούρος ζυγίσας τας περιστάσεις, κατανοήσας ότι παρά μεν των δυνάμεων ουδέν πλειότερον ηδύνατο να αναμένη, απεδέχετο την γραμμήν την 31 Μαρτίου. Η Πύλη ήτις παρέσχε πλείονα επ’ ελπίδι της απορρίψεως αυτών υπό της Ελλάδος, αιτούσης ολόκληρον την γραμμήν την χαραχθείσαν υπό της Βερολινείου Συνδιασκέψεως, εκούσα άκουσα ηναγκάσθη να εκπληρώσει την υποχρέωσιν ταύτην». (Βλ. Κυριακίδης Επ., «Η Προσάρτησις της Θεσσαλίας», περιοδικό ΗΩΣ, Αφιέρωμα στη Θεσσαλία, Αθήνα 1966, σελ. 85).
Η ταχύτητα των εξελίξεων και ο «τελεσιγραφικός» χαρακτήρας των αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν, είχαν σημαντικές συνέπειες στην κατάρτιση της ελληνοτουρκικής σύμβασης προσάρτησης που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1881, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον τρόπο διευθέτησης των περιουσιών των Οθωμανών υπηκόων στην Θεσσαλία. Η επιμονή της οθωμανικής πλευράς να διασφαλίσει τους Οθωμανούς δικαιούχους επέβαλε τελικά τον σεβασμό όσων δικαιωμάτων απέρρεαν από νόμιμους οθωμανικούς τίτλους και οδήγησε στην πλήρη αναγνώριση του γαιοκτητικού καθεστώτος της Θεσσαλίας, όπως αυτό είχε ήδη διαμορφωθεί από την εποχή του Αλή Πασά και των γιών του. Το γεγονός αυτό... θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των σχέσεων γαιοκτησίας αλλά και των κοινωνικών συγκρούσεων του θεσσαλικού χώρου μετά την προσάρτησή του στην Ελλάδα. Στις 31 Αυγούστου 1881 ο ελληνικός στρατός εφαρμόζοντας τη Συνθήκη Προσάρτησης απελευθέρωσε τη Λάρισα. Δυο εβδομάδες αργότερα η εφημερίδα της πόλης Αστήρ της Θεσσαλίας στο κύριο άρθρο της με τίτλο “Το αγροτικό ζήτημα” σημείωνε τα εξής: “Και ενταύθα ήρξαντο να αναφαίνονται εκ μέρους των χωρικών αναρχικαί τάσεις ̇ παραπειθόμενοι οι απλοϊκοί ούτοι άνθρωποι υπό δημαγωγών τινων επιδιωκόντων πολιτικούς σκοπούς και χρηματικά συμφέροντα, αρνούνται να τηρήσωσι τα κεκανονισμένα και να πληρώσωσι ως καλλιεργηταί εις τους γαιοκτήμονας το ανήκον εις αυτούς ίμορον. [...] Οφείλει λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση ίνα διατάξη τους βασιλικούς επιτρόπους και τας στρατιωτικάς αρχάς ίνα υποστηρίξωσι δι’ όλων αυτών των μέσων τα δίκαια των ιδιοκτητών και υποχρεώσωσι τους χωρικούς ίνα και εφέτος αποδώσωσι το συμπεφωνημένον ίμορον.” (Βλ. Εφημερίς Αστήρ της Θεσσαλίας, Λάρισα, 15/9/1881).
Πρόκειται για την απαρχή του περίφημου “Θεσσαλικού Ζητήματος”, που για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, αλλά και επίκεντρο μιας οξύτατης κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ τσιφλικούχων και κολίγων, με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 και την «μακρά πορεία» προς την επίλυσή του το 1923.


Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και η περιπλοκή του ζητήματος της γαιοκτησίας στην Ελλάδα

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) δεν αποτέλεσε μόνο την πρώτη επέκταση των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της νέας συγκυρίας που εγκαινίασε στη Βαλκανική το Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οδήγησε επίσης στην αύξηση της έκτασης του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και του πληθυσμού του κατά 18%, αύξηση που θεωρείται σημαντική, αν ληφθεί υπόψη η στενότητα του ελληνικού χώρου. Ταυτόχρονα, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το καθεστώς γαιοκτησίας της χώρας, που μόλις μια δεκαετία νωρίτερα (1871) με τη διανομή των «εθνικών γαιών» από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, φαινόταν να καταλήγει στην κυριαρχία της μικρής οικογενειακής αγροτικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης στα εδάφη της Παλαιάς Ελλάδας: «Περνώντας από την Πελοπόννησο στη Θεσσαλία, δεν αλλάζουμε απλώς γεωγραφικό χώρο, αλλά ίσως και ιστορική περίοδο: περνάμε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλο. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η υπερπαραγωγή στην οποία μοιραία οδήγησε η μαζική στροφή των μικρών παραγωγών προς τις ευνοημένες από τη συγκυρία εμπορευματικές καλλιέργειες. Εδώ το πρόβλημα είναι η ακινησία της μεγάλης γαιοκτησίας και της σιτοπαραγωγής, η αδράνεια των ημιφεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής». (Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο - Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σελ. 281).
Την εποχή την ενσωμάτωσής της στην Ελλάδα, η Θεσσαλία ήταν μια επαρχία αραιοκατοικημένη. Η απογραφή του 1881 κατανέμει 270.890 κατοίκους σε 12.630 τετραγωνικά χιλιόμετρα (άρα 21 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στην Παλιά Ελλάδα αντιστοιχούσαν 32). Σε ό,τι αφορά στο θρήσκευμα, σύμφωνα με την ίδια απογραφή, το 90% του πληθυσμού ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το 9,1% Μουσουλμάνοι και το 0,9% Εβραίοι. Η έκταση που καταλάμβαναν τα 395 τσιφλίκια της Θεσσαλίας στα τέλη του 19ου αιώνα ανέρχονταν σε 6 εκατομμύρια στρέμματα περίπου. Σε κάθε χωριό συνήθως αντιστοιχούσε ένα τσιφλίκι, τα μεγαλύτερα χωριά μοιράζονταν σε δύο τσιφλίκια, ενώ ανάλογα με την περιοχή υπήρχαν και λίγα «ελεύθερα» κεφαλοχώρια, όπου κυριαρχούσαν οι μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1881 που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα, σε σύνολο 658 χωριών, τα 460 ήταν τσιφλίκια και μόνο τα 198 «ελεύθερα» κεφαλοχώρια. Η μεγάλη πλειοψηφία των τσιφλικιών βρισκόταν στις επαρχίες Καρδίτσας, Λάρισας και Τρικάλων. Τα τσιφλίκια διακρίνονταν σε μισακάρικα και τριτάρικα, ανάλογα με τη συμμετοχή του τσιφλικούχου στις καλλιεργητικές δαπάνες. Η κολληγική σχέση παρουσίαζε έντονες διαφοροποιήσεις ακόμη και ανάμεσα στα τσιφλίκια της ίδιας περιοχής: “Εν Θεσσαλία περί τας 400 ιδιοκτησίαι γης (τσιφλίκια) κατέχουσαι περί τα 6.000.000 στρεμμάτων, ών πλέον του ημίσεος αποτελείται εκ των καλλίστων πεδινών γαιών, εν αίς εγκαταβιούσι 18.000 γεωργοί, εξ ών απαρτίζονται 11.000 γεωργικών οικογενειών περίπου ή περί τας 44.000 ατόμων. Η δε επιφάνεια της θεσσαλικής γης η μεν πεδινή ασφαλώς χωρογραφικώς υπολογίζεται ουχί άνω των 4.000.000 στρεμμάτων, η όλη δε Θεσσαλία μετά των ορέων, των δασών και των λιμνών της υπολογίζεται ουχί πλέον των 13.000.000 στρεμμάτων. Συνεπώς άπαν σχεδόν το πεδινόν μέρος, το ήμισυ δε του όλου, ου μόνον του καλλιεργησίμου, αλλά και του ανεπιδέκτου οιασδήποτε καλλιεργείας ανήκει εις ευαρίθμους κυρίους». (Βλ. Πρόντζας Β., Οικονομία και γαιοκτησία στη Θεσσαλία (1881-1912), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, σελ. 425).
Το κύριο χαρακτηριστικό της γαιοκτησίας στη Θεσσαλία αποτελούσε η ύπαρξη των μεγάλων αγροκτημάτων, των τσιφλικιών, τα οποία εκτείνονταν σε πολλές χιλιάδες στρέμματα και κάλυπταν περισσότερο από τα 2/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Την αρχική τιμαριωτική κατάτμηση της Θεσσαλίας στην εποχή της ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν σταδιακά υποκαταστήσει τα τσιφλίκια, για την προέλευση και των χαρακτήρα των οποίων υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των ερευνητών, καθώς ορισμένοι τα θεωρούν ως μια εκφυλισμένη μορφή γαιοκτησίας ύστερα από τη βαθμιαία παρακμή του οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα θεσμό που δημιουργήθηκε κατά ανώμαλο τρόπο εξαιτίας της ανάγκης προσαρμογής της οθωμανικής δικαιοταξίας προς τα δυτικά καπιταλιστικά πρότυπα. Το τσιφλίκι, σύμφωνα με τον Καραβίδα, στα χρόνια της ακμής του πρόσφερε στους χωρικούς την επιβίωσή τους και ασφάλεια μεγαλύτερη από εκείνην που είχαν οι αγρότες μικροϊδιοκτήτες: Ήταν ένας ιδιότυπος κοινοτικός σχηματισμός ο οποίος αποτελούσε και από οικονομική πλευρά μια πλήρη, σύνθετη και καλώς διοικούμενη (από τον τσιφλικούχο, με την ενεργό συμμετοχή των κολλήγων), παραγωγική αυτάρκη μονάδα. Στα πλαίσια του τσιφλικιού λειτουργούσε αποδοτικά ένα δανειοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα που μείωνε τους κινδύνους του καλλιεργητή σε εποχές σιτοδείας και εξασφάλιζε τη διατροφή της οικογένειάς του και των ζώων του μέχρι την επόμενη συγκομιδή. Η μεταβολή του γαιοκτητικού συστήματος διατάραξε τις αρμονικές σχέσεις συνεργασίας των δυο μερών, «διότι τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και οι κολλήγοι επεδίωξαν ιδιοτελώς να επιτύχουν περισσότερα κέρδη έκαστος δι’ ίδιον λογαριασμόν εις βάρος του όλου οργανισμού, όστις εκλονίσθη εις αυτάς τας εταιρικάς δυναμικάς βάσεις του». (Βλ. Καραβίδας Κ., Τα Αγροτικά, επανέκδοση εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1982, σελ. 111-112).
Τα τσιφλίκια καλλιεργούνταν με το σύστημα της επίμορτης αγροληψίας, ενός θεσμού που βασιζόταν κατά κύριο λόγο στο εθιμικό δίκαιο. Στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ψιλή κυριότητα των δημόσιων γαιών ανήκε στο κράτος, το οποίο παραχωρούσε το δικαίωμα εξουσίασης ή οριζόντιας ιδιοκτησίας (tesarrouf) σε Οθωμανούς γαιοκτήμονες. Αυτοί με τη σειρά τους ανέθεταν τη καλλιέργεια της γης σε επίμορτους καλλιεργητές έναντι ενός ποσοστού της παραγωγής, της μορτής. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια μορφή «διαρκούς εταιρίας» μεταξύ γαιοκτήμονα και καλλιεργητή, στην οποία όμως ο καλλιεργητής διατηρούσε σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο ενισχυμένα δικαιώματα, γεγονός που περιόριζε την κυριότητα του γαιοκτήμονα. Για παράδειγμα, ο καλλιεργητής ήταν συνδεδεμένος δια βίου με τη γη του και είχε μεταβιβαζόμενο κληρονομικό δικαίωμα καλλιέργειάς της, ενώ με την πάροδο του χρόνου διασφάλισε δικαιώματα χρήσης στην οικία του, σε δάση, βοσκοτόπια, πηγές και ρέοντα ύδατα και σε άλλους κοινόχρηστους χώρους του τσιφλικιού. Αυτά τα χαρακτηριστικά της οθωμανικής γαιοκτησίας στη Θεσσαλία θα επηρεάσουν καθοριστικά - μετά την προσάρτηση στο ελληνικό βασίλειο - τόσο την τύχη των γαιών όσο και τη φύση του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος. Ήδη, αμέσως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η αναμενόμενη απόσχιση της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε οδηγήσει σε μαζικές αποχωρήσεις των Οθωμανών κατοίκων της, ενώ μετά το 1881 άρχισαν και οι Κονιάροι μικροϊδιοκτήτες να εκποιούν τα κτήματά τους και να μεταναστεύουν. Μάλιστα, οι αρχικά χαμηλές τιμές εκποίησης των μικροϊδιοκτησιών προκάλεσαν προσδοκίες για εύκολο πλουτισμό και οδήγησαν τους Έλληνες μικροκεφαλαιούχους της Θεσσαλίας αλλά και της Παλαιάς Ελλάδας σε έναν ιδιότυπο πλειστηριασμό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η συνεχής αύξηση των τιμών των κτημάτων: «Άμα υπεγράφη η μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας περί παραχωρήσεως της Θεσσαλίας συνθήκη, ήρξατο η εκποίησις των μικροϊδιοκτησιών και η αθρόα των οθωμανών μικροϊδιοκτητών, Κονιάρων, μετανάστευσις [...] ». Ήτο δε τηλικαύτη η ζήτησις, ώστε αντί να υποτιμηθώσιν, ως ηλπίζετο, αι γαίαι υπερετιμήθησαν απιστεύτως.[...] κατά τα έτη 1880, 1881, 1882, 1883 και 1884 παρετηρείτο καθ’ άπασαν την Θεσσαλίαν απερίγραπτος ζωηρότης εις τας αγοραπωλησίας μικρών ιδιοκτησιών». (Βλ. Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1964, σελ. 15 και 19).
Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει το διάστημα λίγο πριν και λίγο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας είναι η συγκρότηση νέων μεγάλων ιδιοκτησιών που διαμορφώνουν ένα νέο καθεστώς γαιοκτησίας, σημαντικά διαφοροποιημένο από το παλαιότερο οθωμανικό. Βάσει των άρθρων 4 και 6 της Ελληνοτουρκικής Σύμβασης του 1881 και προκειμένου να εξασφαλιστούν πλήρως οι Οθωμανοί δικαιούχοι, αναγνωρίστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο όλα τα έγγεια ιδιοκτησιακά και εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Η Σύμβαση δηλαδή επέβαλε το σεβασμό των υπαρχόντων δικαιωμάτων όσων κατείχαν νόμιμους οθωμανικούς τίτλους σε κάθε είδους γαίες ή ακίνητα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τους τίτλους αυτούς ως αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας. Με δεδομένη μάλιστα την ισχύ της απόλυτης ατομικής ιδιοκτησίας στην ελληνική νομοθεσία (σε αντίθεση με τους περιορισμούς που επέβαλε ο Οθωμανικός νόμος), οι τίτλοι αυτοί θεωρήθηκαν ως αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας, εξομοιώθηκαν δε απολύτως με τους τίτλους πλήρους ιδιοκτησίας: «Επρόκειτο για ‘’πλασματική’’ αναγνώριση των κεκτημένων εμπράγματων δικαιωμάτων σαν δικαιωμάτων ‘’ιδιοκτησίας’’, σύμφωνα με το άρθρο 4 της σύμβασης. Ουσιαστικά, δηλαδή, αναγνωρίστηκε μια ‘’τεχνητή’’ νομική αντιστοιχία των κεκτημένων αυτών ιδιωτικών δικαιωμάτων με το καθεστώς της πλήρους αστικής ιδιοκτησίας, που ίσχυε στην Ελλάδα. Επήλθε με τον τρόπο αυτό η νομική ‘’αφομοίωση’’ δυο μη ισοδύναμων τίτλων, με αποτέλεσμα τη μεταβολή στο όλο ιδιοκτησιακό καθεστώς, την αθρόα εκποίηση των οθωμανικών ‘‘ιδιοκτησιών’’ και στην ουσία την απώλεια σημαντικών δημόσιων εκτάσεων υπέρ Οθωμανών ιδιοκτητών». Βλ. Σφήκα-Θεοδοσίου Αγγ., «Ο Χ. Τρικούπης και οι εθνικές γαίες», στο Ιστορικά τεύχ. 125 (ένθετο της εφ. «Ελευθεροτυπία»), Το Αγροτικό Ζήτημα, 7 Μαρτίου 2002, σελ. 30.
Στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος εξομοίωσε τίτλους που δεν ήταν ισοδύναμοι και έτσι αντί να κληρονομήσει ως διάδοχη κατάσταση τη δημόσια οθωμανική γη, τη χάρισε στους τούρκους γαιοκτήμονες, στους οποίους είχε παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο μόνο προς κάρπωση και εξουσίαση και όχι κατά την πλήρη κυριότητα. Η νομική αυτή ρύθμιση δεν εμπόδισε τη μαζική αποχώρηση των Τούρκων νομέων, οι οποίοι, εφοδιασμένοι με τους νεοπαγείς τίτλους πλήρους κυριότητας, παρουσιάστηκαν στη χρηματιστική αγορά της Κωνσταντινούπολης αναζητώντας αγοραστές. Σε διάστημα τριών μόνο ετών, μια πελώρια μεταβίβαση τίτλων και μια συγκέντρωση της γαιοκτησίας πραγματοποιήθηκαν σε όφελος των μεγάλων Ελλήνων κεφαλαιούχων και χρηματιστών της διασποράς. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται σχετικά, οι Τούρκοι γαιοκτήμονες ξεπουλούσαν βιαστικά τα κτήματά τους φοβούμενοι μήπως, παρά τις ρητές διατάξεις της Σύμβασης προσάρτησης, το ελληνικό κράτος τελικά υπαναχωρήσει και προχωρήσει σε εθνικοποίηση της γης: Περίπου σαράντα Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς, «οι οποίοι ζούσαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Οδησσού, Αλεξάνδρειας, Βουκουρεστίου αφενός και Παρισιού, Λονδίνου, Τεργέστης αφετέρου», διαδέχτηκαν τους Οθωμανούς τσιφλικούχους: «Ζάππας, Αβέρωφ, Ζαρίφης, Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης, Ζωγράφος, Συγγρός, Χαροκόπος, Καραπάνος και από κοντά διάφοροι ντόπιοι τσιφλικούχοι, Τερτίπης στην Καρδίτσα,, Καρτάλης, Κασαβέτης, Τοπάλης, Τσοποτός στον Βόλο, Χατζηγάκης, Μπασδέκης, Γιαννούσης στα Τρίκαλα κ.ά. αγόρασαν εκατομμύρια στρέμματα μέσα στα οποία υπήρχαν περισσότερα από 350 χωριά και στα οποία ζούσε κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλίας». (Βλ. Βεργόπουλος Κ., Το αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 121 και Ψύρρας Θ., Κιλελέρ. Στον ήλιο μοίρα. Από το ξεκίνημα του αγώνα ως την εξέγερση και την τελική λύση (1881-1923), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σελ. 35).
Κατά συνέπεια, η Θεσσαλική προσάρτηση του 1881 οδήγησε σε αλλαγές στο ζήτημα της γαιοκτησίας μέσω της μεταβίβασης των ιδιοκτησιών των Τούρκων γαιοκτημόνων σε μεγάλους Έλληνες χρηματιστές και εμπόρους της διασποράς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό απέκτησαν τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Δεν επρόκειτο όμως για απλή αλλαγή ιδιοκτησίας της γης. Οι συνέπειες για τους καλλιεργητές υπήρξαν δραματικές, αφού έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο. Το καθαρά εμπράγματο δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά μετατράπηκαν σε απλούς αγρομισθωτές. «Η νομική δηλ. σχέση της ιδιότητας του καλλιεργητή της γης, από εμπράγματη που ήταν, έγινε ενοχική. Ο ιδιοκτήτης της ήταν απόλυτα κύριος και κάτοχός της. Και όλα αυτά στηρίχτηκαν στις ρωμαιοβυζαντινές διατάξεις περί της έγγειας ιδιοκτησίας, τελείως διαφορετικές από τις Οθωμανικές». (Βλ. Μουγογιάννη Γ., Πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Ανάτυπο από τον Ζ’ τόμο του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών, Βόλος 1985, σελ. 102).
...


Η «αξιοθρήνητη αδράνεια» του ελληνικού κράτους και η αγροτική πολιτική του Χ. Τρικούπη

... Σύμφωνα με τον Κορδάτο ο ίδιος ο Χ. Τρικούπης εξήγησε πως «αν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού. Αντιθέτως, οφείλομεν να προσελκύσωμεν τα κεφάλαια αυτών των Ελλήνων και όχι να τους εκφοβίσωμεν». Ζήτησε μάλιστα, “η κατάστασις να παραμείνη ως έχει διότι τούτο απαιτούν τα γενικώτερα συμφέροντα της χώρας”. (Βλ. Κορδάτος Γ., Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Αθήνα 1959, τόμος 4ος, σελ. 427).
Είναι φανερό ότι το βασικό επιχείρημα που έπεισε τον Τρικούπη να ακολουθήσει αυτή την πολιτική ήταν η ιδιότητα των νέων αγοραστών των κτημάτων: Για τον Τρικούπη δεν ήταν νοητό, από τη μια πλευρά να ικανοποιεί όλες τις υπερβολικές αξιώσεις των ομογενών στον αστικό χώρο και από την άλλη πλευρά να τους κηρύξει τον πόλεμο στον τομέα της γεωργίας. Εφ’ όσον μόνιμος στόχος του παρέμεινε η προσέλκυση των κεφαλαίων των Ελλήνων του εξωτερικού και η ενθάρρυνση των πρωτοβουλιών τους εν γένει, ήταν αδύνατο να τους δυσαρεστήσει στην περίπτωση της Θεσσαλίας, καθ’ όσον κινδύνευε να θέσει σε δοκιμασία τη γενικότερη πολιτική του: “Πράγματι, η επιλογή της διατήρησης της μεγάλης ιδιοκτησίας από τον Τρικούπη φαίνεται ότι έγινε επειδή οι ομογενείς κεφαλαιούχοι που αγόρασαν τα κτήματα στη Θεσσαλία υπήρξαν κατά καιρούς άμεσοι πιστωτές του ελληνικού κράτους, χρηματοδότες των δημόσιων έργων ή ιδρυτές νέων τραπεζών στην Ελλάδα (ο όμιλος Α. Συγγρού είχε μόλις ιδρύσει την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας), από τους οποίους ο Τρικούπης ανέμενε περισσότερες επενδύσεις κεφαλαίων στην Ελλάδα καθώς και τον εκσυγχρονισμό και την εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία. Με δεδομένη λοιπόν την επιθυμία του να προσελκύσει κεφάλαια από το εξωτερικό για την αναδιοργάνωση της χώρας, η αναγνώριση της μεγάλης ιδιοκτησίας στη Θεσσαλία θεωρείται ότι αποτελούσε ένα μικρό δείγμα της δημιουργίας όρων ασφαλείας για το ομογενειακό κεφάλαιο. Η κυβέρνηση Τρικούπη λοιπόν εργάστηκε προς την κατεύθυνση της περισσότερο ανώδυνης λύσης, που συνίστατο στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, όπως επέβαλλε και η σύμβαση της προσάρτησης. Με εγκυκλίους προς τις τοπικές διοικητικές και αστυνομικές αρχές συνιστούσε τη λήψη προσωρινών μέτρων για την πρόληψη ταραχών και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης”. (Βλ. Πατρώνης Β., «Μεγάλη γαιοκτησία και αγροτικό κίνημα: Η περίπτωση της Θεσσαλίας (1881-1923)» στο Α. Μωϋσίδης (επιμ.), Το αγροτικό κίνημα στην Ελλάδα. Από τον 19ο αιώνα ως σήμερα, εκδ. νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2011, σελ. 71).
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική του Τρικούπη σηματοδότησε την ανατροπή της πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, η οποία μέχρι τότε ήταν εχθρική...
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ελπίδες ότι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα θα λυνόταν το πρόβλημα της αυτάρκειας της χώρας σε δημητριακά (και κατά συνέπεια και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου) σύντομα διαψεύστηκαν, αφού αντί για αύξηση τελικά σημειώθηκε μείωση στην παραγωγή σίτου και γενικά δημητριακών. Παράλληλα το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης του τέλους του 19ου αιώνα έριξε κατακόρυφα τις τιμές των σιτηρών (στην Ελλάδα εκδηλώθηκε στο τέλος του 1882) και κατέκλυσε τις ευρωπαϊκές αγορές με φθηνό σιτάρι από την Ινδία και από την Αμερική. Ως άμεση συνέπεια της παραπάνω κατάστασης οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διεκδίκησαν και πέτυχαν την προστασία της εγχώριας σιτοπαραγωγής: για το λόγο αυτό οι κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη αύξησαν τον εισαγωγικό δασμό του φθηνού ρωσικού σίτου αρχικά κατά 35% το 1884 και κατά ανάλογα ποσοστά το 1887 και το 1892. Ενώ λοιπόν, η Ελλάδα είχε συνεχώς όλο και μεγαλύτερο έλλειμμα σε δημητριακά, οι προστατευτικοί δασμοί των τρικουπικών κυβερνήσεων επί της εισαγωγής σιτηρών αυξάνονταν προς όφελος των γαιοκτημόνων. Αποτέλεσμα ήταν να περιορίζουν οι τσιφλικούχοι τις καλλιέργειες δημητριακών, αφού είχαν εξασφαλίσει την τεχνητή υπερτίμησή τους στην εγχώρια αγορά, μέσω των προστατευτικών δασμών. Επιπλέον, μειώνοντας τις καλλιέργειες δημητριακών απελευθέρωναν όλο και περισσότερες εκτάσεις τις οποίες νοίκιαζαν στους νομάδες κτηνοτρόφους έναντι όχι ευκαταφρόνητων ενοικίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι καλλιεργούμενες με σιτηρά εκτάσεις μειώθηκαν από το 1885 ως το 1897 κατά 42,4%. Δηλαδή, καθώς η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας συνέπεσε με την κάθετη πτώση των τιμών στην παγκόσμια αγορά, λόγω της εισόδου των φθηνών υπερπόντιων προϊόντων, οι ιδιοκτήτες αντί να απαντήσουν με αύξηση της παραγωγικότητας και πτώση του κόστους – που θα απαιτούσε βέβαια κάποιες επενδύσεις – προτίμησαν τη δασμολογική προστασία. Συνεπώς, όπως σημειώνει και ο Κ. Βεργόπουλος, ο ιδιοκτήτης απέχοντας από του να καταβάλλει οποιαδήποτε επιχειρηματική δαπάνη, «αρκείτο στο να εισπράττει απλώς τα δικαιώματα του εισοδηματία, δηλαδή την έγγειο πρόσοδο», (Βλ. Βεργόπουλος Κ., Το αγροτικό ζήτημα..., όπ.πρ., σελ. 128-129), ενώ όπως σημείωνε το 1894 ο πρώην δήμαρχος Βόλου και πρώην βουλευτής Μαγνησίας Ν. Γεωργιάδης: «Όπως έχωσι νυν τα της κτηματικής περιουσίας εν Θεσσαλία πλέον ή το ήμισυ του εισοδήματος καρπούνται κύριοι των κτημάτων διαμένοντες εν τη αλλοδαπή, επομένως τα εκ τούτου χρήματα δεν κυκλοφορούσιν εντός της Ελλάδος. Τότε μόνον το προϊόν θα μείνη εντός της χώρας και το από τούτου χρήμα θα αυξάνη την χρηματικήν κυκλοφορίαν, όταν κύριοι της γης γίνωσιν οι χωρικοί οι καλλιεργούντες αυτήν». (Βλ. Γεωργιάδης Ν., Θεσσαλία, Βόλος 1894, επανέκδοση εκδ. ‘Ελλα, Λάρισα 1995 σελ. η’).
...


Προς την Τελική Λύση (1911-1923)

Η εξέγερση του Κιλελέρ και τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν άνοιξαν τον δρόμο για την τελική επίλυση του αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας. Επίσης, φαίνεται ότι οδήγησαν την ανερχόμενη ηγεσία των Φιλελευθέρων στη διαπίστωση ότι με το αγροτικό ζήτημα ανοικτό, το εσωτερικό μέτωπο δεν θα ήταν ποτέ αρραγές, αλλά και η απήχηση της Ελλάδας μεταξύ των πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου, όπου το αγροτικό ζήτημα ήταν κατά τόπους ιδιαίτερα οξύ, θα δεχόταν σοβαρό πλήγμα. Το 1911 η κυβέρνηση Βενιζέλου κατάργησε τον νόμο του 1899 «Περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών» και απαγόρευσε τις εξώσεις των κολίγων από τα κτήματα. Επίσης στην αναθεώρηση του Συντάγματος επέβαλε ρυθμίσεις (όπως το άρθρο 17 που προέβλεπε τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών όχι μόνο για λόγους «δημόσιας ανάγκης» αλλά και για λόγους «δημόσιας ωφέλειας»), οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Παρόλα αυτά η πορεία προς την διανομή της μεγάλης ιδιοκτησίας στους ακτήμονες ούτε εύκολη ήταν ούτε σύντομη υπήρξε. Η εμπλοκή της χώρας στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κατάκτηση των «Νέων Χωρών» και η αποκατάσταση των προσφύγων της Μ. Ασίας κατά την «μακρά» δεκαετία 1912-1922, παραμέρισαν την κρατική ενασχόληση από τα αγροτικά θέματα της Παλαιάς Ελλάδας και έθεσαν το θεσσαλικό ζήτημα σε δεύτερη μοίρα. Βεβαίως η διαφαινόμενη επικράτηση των Φιλελευθέρων και των οπαδών του “αστικού εκσυγχρονισμού”, δηλαδή του ευρύτατου ρεύματος θεσμικών παρεμβάσεων και αλλαγών που κυριάρχησε την εποχή αυτή στην ελληνική κοινωνία, προδίκαζε και την προώθηση της επίλυσης του ζητήματος των τσιφλικιών. Από την άλλη όμως, οι τσιφλικούχοι δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τις βλέψεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η συνταγματική επιταγή περί απαλλοτρίωσης των κτημάτων δεν ήταν εύκολο να εφαρμοσθεί, γιατί τα μεγάλα γαιοκτητικά συμφέροντα είχαν ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις και επηρέαζαν ακόμη και την κυβέρνηση Βενιζέλου. Φαίνεται, μάλιστα, ότι παρά την συνεχή επιδείνωση του αγροτικού ζητήματος, οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων, τουλάχιστον μέχρι την είσοδο της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είχαν διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αγροτικών μεταρρυθμίσεων. Συνέχιζαν απλώς την πολιτική της σταδιακής απαλλοτρίωσης με αποζημιώσεις και μάλιστα με πολύ βραδύ ρυθμό. Είναι ενδεικτικό ότι μεταξύ των ετών 1907-1914, το Δημόσιο αγόρασε και μεταπώλησε το 1/6 του συνόλου των τσιφλικιών σε ακτήμονες καλλιεργητές και πρόσφυγες. (Βλ. Αρώνη-Τσίχλη, Κ., Αγροτικό Ζήτημα και Αγροτικό Κίνημα, Θεσσαλία 1881- 1923, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005, σελ. 90). Ακόμη και το θέμα των εξώσεων δεν είχε ξεκαθαριστεί κατά τρόπο οριστικό. Εξαίρεση αποτέλεσε η θεσμοθέτηση των αγροτικών συνεταιρισμών με το νόμο 602 του 1914.
Το αποφασιστικό, όμως, βήμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών έγινε με το νόμο 1702 του 1917 από την Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και με κύριους εμπνευστές τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και τον Αλέξανδρο Μυλωνά. Στο νόμο ενσωματώθηκαν και τέσσερα νομοθετικά διατάγματα με τα οποία ρυθμιζόταν νομοθετικά η αναγκαστική απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας σε όλη την ελληνική επικράτεια και άνοιγε ο δρόμος για την διανομή των κτημάτων στους ακτήμονες καλλιεργητές. Επειδή όμως παρότι το θέμα διευθετήθηκε νομικά, στην πράξη η εφαρμογή του καθυστερούσε, οι αγρότες της Θεσσαλίας συγκάλεσαν Παναγροτική Σύσκεψη στη Λάρισα τον Σεπτέμβριο του 1919. Η ανάγκη περαιτέρω συντονισμού του αγροτικού κόσμου απέναντι στις καθυστερήσεις και την ασυνέπεια της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν στην ίδρυση της Πανθεσσαλικής Αγροτικής Ένωσης. Πρόεδρός της εξελέγη ο αγρότης Γ. Οικονομίδης από το Βελεστίνο, ουσιαστικός εμψυχωτής της όμως ήταν ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας του Βόλου Ταχυδρόμος, Αλέξανδρος Μέρος. Οι φόβοι της Πανθεσσαλικής Αγροτικής Ένωσης επαληθεύτηκαν με την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου 1920 και την ανατροπή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων. Τότε η αγροτική μεταρρύθμιση διακόπηκε και ανακλήθηκαν 150 διατάγματα απαλλοτρίωσης. Επίσης, μερικούς μήνες αργότερα εξαιτίας των ισχυρών πιέσεων των γαιοκτημόνων, ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης υποχρεώθηκε να αποσύρει από τη Βουλή σχέδιο νόμου που προέβλεπε τη συνέχιση των απαλλοτριώσεων, γεγονός που προκάλεσε οργή και ταραχές στη Θεσσαλία, για την αντιμετώπιση των οποίων, σύμφωνα με τον Σίδερι, χρειάστηκε να μεταβεί επιτόπου μονάδα στρατού. Το 1922 νέο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Γούναρη για το αγροτικό ζήτημα εισήχθη στη Βουλή για συζήτηση από τον υπουργό Γεωργίας Κ. Τερτίπη. Το νέο νομοσχέδιο συνάντησε την έντονη αντίδραση του αγροτικού κόσμου και την κινητοποίηση της Πανθεσσαλικής Αγροτικής Ένωσης, που με συνεχή ψηφίσματα κατά το πρώτο εξάμηνο του 1922 καταφερόταν «κατά της ενεργούμενης αναβολής ή παρελκύσεως της λύσεως του αγροτικού ζητήματος, της ανατροπής και καταπατήσεως κεκτημένων των αγροτών δικαιωμάτων, κατά της κατόπιν εντολής του Υπουργείου επανόδου τσιφλικούχων εις οργώματα εκδικασθέντων τσιφλικιών, των εξώσεων, κ.τ.λ.». Παρά την αντίδραση των Θεσσαλών αγροτών και της Πανθεσσαλικής Αγροτικής Ένωσης, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ως Νόμος 2922 του 1922 διακόπτοντας τη μεταρρυθμιστική πορεία στο χώρο της αγροτικής οικονομίας.
Τελικά ότι δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου επιτεύχθηκε τελικά λόγω των Μικρασιατικών γεγονότων, της Καταστροφής και της Επανάστασης του 1922. Η ανάγκη άμεσης αγροτικής αποκατάστασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων ώθησε την Επαναστατική Κυβέρνηση του Νικ. Πλαστήρα (με υπουργό Γεωργίας τον Γ. Σίδερη), στην έκδοση του Νομοθετικού Διατάγματος της 15ης Φεβρουαρίου 1923 «Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών». Με το Διάταγμα αυτό θεσπίστηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών κτημάτων και η παραχώρηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων για γεωργική αποκατάσταση επίμορτων καλλιεργητών και προσφύγων, ορίζοντας μάλιστα την άμεση εγκατάσταση των ακτημόνων στα κτήματα που απαλλοτριώθηκαν, πριν ακόμη την καταβολή της αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες, η οποία καθοριζόταν με βάση την προπολεμική αξία των κτημάτων. Το επαναστατικό αυτό Νομοθετικό Διάταγμα ήρθε να συμπληρώσει τον νόμο 1702/1917 της κυβέρνησης Βενιζέλου και να ολοκληρώσει την αγροτική μεταρρύθμιση στη χώρα, επιλύοντας ταυτόχρονα και το αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας 42 χρόνια μετά τη δημιουργία του.


Βασίλης Πατρώνης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, 95-110



























ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ



Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα σχετικά χωρία του παρακάτω κειμένου:
α. Να εξηγήσετε τους στόχους και τα αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917.
Μονάδες 13
β. Να αποτιμήσετε ειδικότερα τη σημασία της ίδρυσης συνεταιρισμών για την επιτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917.
Μονάδες 12
(Ημερήσια 2002)

«Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί ως τότε στην Ελλάδα... Άλλαξε ριζικά τις σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, γενικεύοντας το σύστημα της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας ...
Η αγροτική μεταρρύθμιση και ο συνακόλουθος τεμαχισμός της γης συνοδεύτηκαν από αύξηση επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή, με τη μορφή πιστώσεων, και από την ταχεία εξέλιξη του συνεταιριστικού κινήματος, που αποσκοπούσε αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των συνεταιρισμών δημιουργήθηκε το 1914. Οι συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος έδωσαν στο συνεταιριστικό κίνημα μεγάλη ώθηση. Τα προβλήματα που είχαν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων, την παραδοσιακή εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, την έλλειψη κεφαλαίων και τους τοκογλυφικούς όρους δανειοδοτήσεως που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά, έκαναν ακόμη πιο αισθητή την ανάγκη συλλογικής ασφάλειας που πρόσφεραν οι συνεταιρισμοί...»
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄ , σ. 76.


Λαμβάνοντας υπόψη το παράθεμα που ακολουθεί και με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις, να παρουσιάσετε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν στο αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα.

Τις παραμονές τον μεγάλου πανθεσσαλικού συλλαλητηρίου στη Λάρισα παρατηρούνταν μεγάλος αναβρασμός στη θεσσαλική ύπαιθρο […] Από νωρίς το πρωί του Σαββάτου της 6ης Μαρτίου 1910 άρχισαν να συρρέουν στη Λάρισα χωρικοί από τα διάφορα χωριά πεζοί ή έφιπποι οι οποίοι, κατόπιν αυστηρής εντολής των αγροτικών συλλογων των προκρίτων, των δημάρχων, του νομάρχη Π Αργυρόπουλου και της Θεσσαλικής Επιτροπής, ήταν άοπλοι. Στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωρίου Κιλελέρ διακόσιοι περίπου αγρότες που πήγαιναν στο συλλαλητήριο επιχείρησαν να επιβιβαστούν στη διερχόμενη αμαξοστοιχία χωρίς εισιτήριο, πράγμα που δεν επέτρεψε ο ευρισκόμενος μέσα στο τρένο διευθυντής των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτης, που συνόδευε τον Γερμανό δημοσιογράφο Φίσερ και τη σύζυγο του. Ο Φίσερ ήταν ανταποκριτής δυο εφημερίδων του Βερολίνου. Οργισμένοι οι χωρικοί από την άρνηση του Πολίτη επιτέθηκαν με λίθους κατά των βαγονιών σπάζοντας τζάμια. Το τρένο απομακρύνεται αλλά σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές από ομάδα περίπου 800 χωρικών με ερυθρές σημαίες που προσπάθησαν να σταματήσουν την αμαξοστοιχία.
Τότε οι δυο ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν την εντός του τρένου ευρισκομένη στρατιωτική δύναμη, η οποία μετέβαινε από το Βελεστίνο στο Γκερλί στη Λάρισα, για ενίσχυση των εκεί δυνάμεων και αποτελούνταν από πεζικό ευζώνους και χωροφύλακες διατάσσουν πυρ στον αέρα για εκφοβισμό. Οι χωρικοί εξαγριώνονται και επιτίθενται με λίθους και ξύλα οπότε νέοι πυροβολισμοί από τη στρατιωτική δύναμη έχουν αποτέλεσμα να φονευθούν 2 ή 4 χωρικοί και να τραυματιστούν τουλάχιστον 7.
Η εξέγερση εκείνη που πήρε την ονομασία του Κιλελέρ έγινε, λοιπόν, κατά κύριο λόγο στη Λάρισα, όπου αμυνόμενοι άοπλοι αγρότες σε οδομαχίες είχαν να αντιπαλαίσουν με συγκροτημένες στρατιωτικές μονάδες.
[Κ. Αρώνη-Τσιχλή, Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2005, σελ. 177-180]




Αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που ακολουθούν και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να παρουσιάσετε τους παράγοντες που επέτρεψαν τη δημιουργία της μεγάλης ιδιοκτησίας μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881) στο ελληνικό κράτος, καθώς και τις επιπτώσεις τού γεγονότος αυτού στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων. [Εξετάσεις 2005]

Κείμενο Α
Στο αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας, το οποίο σημείωσε ιδιαίτερη έξαρση κατά την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από την οθωμανική στην ελληνική κυριαρχία, η σύμβαση της προσάρτησης επέβαλε τον σεβασμό των υπαρχόντων δικαιωμάτων όλων εκείνων οι οποίοι κατείχαν νόμιμους οθωμανικούς τίτλους σε κάθε είδους γαίες ή ακίνητα. Η διάταξη θεωρήθηκε ότι εξομοίωνε όλους τους σχετικούς με την κατοχή της γης οθωμανικούς τίτλους και τους αναγνώριζε ως αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας εκλήφθηκε δε ως προνομιακή μεταχείριση των Οθωμανών κατόχων τίτλων γης και οδηγούσε στην ενίσχυση της θέσης των τελευταίων, εξαιτίας και της ισχύος της απόλυτης ατομικής ιδιοκτησίας στην ελληνική νομοθεσία, σε αντίθεση με τους όποιους περιορισμούς επέβαλλε ο οθωμανικός νόμος. Αφορούσε όμως, κατ' επέκταση, και τους Έλληνες αγοραστές -προπάντων κεφαλαιούχους της ομογένειας -, οι οποίοι ενόψει της προσάρτησης είχαν σπεύσει να αποκτήσουν κτήματα στη Θεσσαλία. Από την άλλη πλευρά, η δίκαιη απαίτηση των καλλιεργητών για απόκτηση ιδιόκτητης γης μετά την απελευθέρωση όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκε αλλά αντίθετα συνοδεύτηκε και με επιδείνωση των καλλιεργητικών σχέσεων, εξαιτίας και της μη οριοθέτησης των δικών τους δικαιωμάτων.
[Α. Σφήκα-Θεοδοσίου, «Ο Τρικούπης και το θεσσαλικό ζήτημα», πες. Εγνατία, τ. 5, εκδ, UNIVERSITY STUDIO PRESS, 1995-2000, σελ. 124]

Κείμενο Β
Η ανάγκη να διατηρηθεί η δανειοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο εξωτερικό εμπόδιζε αρκετές φορές τη διαδικασία της εσωτερικής μεταρρύθμισης. Ο Τρικούπης απέφυγε, π.χ., να κάνει μεταρρυθμίσεις στη γεωργική γη της νεοαποκτημένης επαρχίας της Θεσσαλίας, της οποίας τη γεωργία χαρακτήριζαν τα μεγάλα τσιφλίκια, για να μην προσβάλει τις ευαισθησίες[...] όλων των πλουσίων Ελλήνων του εξωτερικού, που έδειχναν όλο και μεγαλύτερη τάση να επενδύουν οτη μητέρα πατρίδα.
[R. Clogg, Σύντομη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999 σελ. 137 – 138 ]




Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα σχετικά χωρία του παρακάτω κειμένου:
α. Να εξηγήσετε τους στόχους και τα αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917. (μον. 13)
β. Να αποτιμήσετε ειδικότερα τη σημασία της ίδρυσης συνεταιρισμών για την επιτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1917. (μον. 12)

«Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί ως τότε στην Ελλάδα … Άλλαξε ριζικά τις σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, γενικεύοντας το σύστημα της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας. … Η αγροτική μεταρρύθμιση και ο συνακόλουθος τεμαχισμός της γης συνοδεύτηκαν από αύξηση επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή, με τη μορφή πιστώσεων, και από την ταχεία εξέλιξη του συνεταιριστικού κινήματος, που αποσκοπούσε αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των συνεταιρισμών δημιουργήθηκε το 1914. Οι συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος έδωσαν στο συνεταιριστικό κίνημα μεγάλη ώθηση. Τα προβλήματα που είχαν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων, την παραδοσιακή εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, την έλλειψη κεφαλαίων και τους τοκογλυφικούς όρους δανειοδοτήσεως που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά, έκαναν ακόμη πιο αισθητή την ανάγκη συλλογικής ασφάλειας που πρόσφεραν οι συνεταιρισμοί…»
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄ , σ. 76.


Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφέρετε:
α. Πότε και πώς δημιουργήθηκε στην Ελλάδα το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας; (μον. 5). β. Με ποιους τρόπους επιχείρησαν οι κεφαλαιούχοι (τσιφλικάδες) να εκμεταλλευτούν οικονομικά τις επενδύσεις τους στη γη; μον. 13). γ. Ποια μέτρα πήραν οι ελληνικές κυβερνήσεις πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), για να επιλύσουν το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας, και ποιες αντιδράσεις προκάλεσε η εφαρμογή τους;(μον. 7)
(Ημερήσια 2002)

Κείμενο:
«Μα ο Πήτερ Χατζηθωμάς, ήταν νευριασμένος πιότερο απ’ όλους. Η περσινή σοδειά δεν πήγε διόλου καλά. Ζήτημα αν πήρε τρία στα εκατό από τα χρήματα που ’δωσε ν’ αγοράσει το Κιριλάρ[1]. Αν και φέτος παν έτσι τα πράματα, για ποιο λόγο να βολοδέρνη σε τούτον τον καταραμένο κάμπο; Θα το πούλαγε το βρωμοτσιφλίκι. Θα τοποθετούσε κάπου καλύτερα τα κεφάλαιά του. Γιατί είχε ανάγκη από λεφτά, σαν άνθρωπος αρχοντομαθημένος που ήταν. Ένιωθε τα νιάτα να περνάν. Κι ήθελε να γλεντήση τα στερνά του χρόνια, σ’ όλα εκείνα τα χρόνια, σ’ όλα εκείνα τα μέρη όπου η ηδονή πλημμυρά μέρη όπου η ηδονή πλημμυρά– μα που είναι πανάκριβη. Στο Παρίσι, στη Νις, στο Μπιαρίτς, στη Βιέννη, στη Βενετία… Όταν η Θεσσαλία έγινε ελληνική, άκουσε θαυμαστές ιστορίες για τα τσιφλίκια και τα κέρδη τους. Στο Παρίσι συνάντησε έναν τσιφλικά – τον Κανάβα– που ’τρωγε παρά με ουρά. Αυτός τον κατάφερε ν’ αγοράση το τσιφλίκι, με τα παραμύθια και τα χοντρά του λόγια: «Δεν έχεις ούτε έγνοιες, ούτε έξοδα. Αγοράζεις τη γη. Οι κολίγοι την οργώνουν, τη σπέρνουν, τη θερίζουν. Κι όταν μαζευτή το γένημα στα κιουτσέκια2[2], τους παίρνεις το μισό. Μια καλή σοδειά μπορεί να σου δώση τριάντα τοις εκατό στα χρήματά σου».

(Μ. Καραγάτσης, «Το Μπουρίνι», από «Το ΜεγάλοΣυναξάρι», Αθήνα, εκδ. «Εστία», 1980, σελίδα 22).

[1] Κιριλάρ : τοποθεσία της Θεσσαλίας
[2] κιουτσέκια : χώροι αποθήκευσης


Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να παρουσιάσετε τους παράγοντες που επέτρεψαν τη δημιουργία της μεγάλης ιδιοκτησίας μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881), καθώς και τις επιπτώσεις του γεγονότος αυτού στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας μέχρι το τέλος των βαλκανικών πολέμων. Μονάδες 25
(Ημερήσια 2005)


Κείμενα
α. Στο αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας, το οποίο σημείωσε ιδιαίτερη έξαρση κατά την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από την οθωμανική στην ελληνική κυριαρχία, η σύμβαση της προσάρτησης επέβαλλε το σεβασμό των υπαρχόντων δικαιωμάτων όλων εκείνων, οι οποίοι κατείχαν νόμιμους οθωμανικούς τίτλους σε κάθε είδους γαίες ή ακίνητα. Η διάταξη θεωρήθηκε ότι εξομοίωνε όλους τους σχετικούς με την κατοχή της γης οθωμανικούς τίτλους και τους αναγνώριζε ως αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας∙ εκλήφθηκε δε ως προνομιακή μεταχείριση των Οθωμανών κατόχων τίτλων γης και οδηγούσε στην ενίσχυση της θέσης των τελευταίων, εξαιτίας και της ισχύος της απόλυτης ατομικής ιδιοκτησίας στην ελληνική νομοθεσία, σε αντίθεση με τους όποιους περιορισμούς επέβαλλε ο οθωμανικός νόμος. Αφορούσε όμως, κατ’ επέκταση, και τους Έλληνες αγοραστές ―προπάντων κεφαλαιούχους της ομογένειας―, οι οποίοι ενόψει της προσάρτησης είχαν σπεύσει να αποκτήσουν κτήματα στη Θεσσαλία. Από την άλλη πλευρά, η δίκαιη απαίτηση των καλλιεργητών για απόκτηση ιδιόκτητης γης μετά την απελευθέρωση, όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκε αλλά αντίθετα συνοδεύτηκε και με επιδείνωση των καλλιεργητικών σχέσεων, εξαιτίας και της μη οριοθέτησης των δικών τους δικαιωμάτων.
Αγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου, «Ο Τρικούπης και το θεσσαλικό ζήτημα»,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, περ. «ΕΓΝΑΤΙΑ», τ. 5, σελ. 124, UNIVERSITY STUDIO PRESS, 1995-2000.

β. Η ανάγκη να διατηρηθεί η δανειοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο εξωτερικό εμπόδιζε αρκετές φορές τη διαδικασία της εσωτερικής μεταρρύθμισης. Ο Τρικούπης απέφυγε π.χ. να κάνει μεταρρυθμίσεις στη γεωργική γη της νεοαποκτημένης επαρχίας της Θεσσαλίας, της οποίας τη γεωργία χαρακτήριζαν τα μεγάλα τσιφλίκια, για να μην προσβάλει τις ευαισθησίες (…) των πλουσίων Ελλήνων του εξωτερικού, που έδειχναν όλο και μεγαλύτερη τάση να επενδύουν στη μητέρα πατρίδα.
Richard Clogg, «Σύντομη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας», σελ. 137-138, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.






Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφέρετε το στόχο και τα αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917. Μον. 25
(Ημερήσια Επαναληπτικές 2005)

Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί ως τότε στην Ελλάδα … Μολονότι όμως άλλαξε ριζικά τις σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, γενικεύοντας το σύστημα της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας που επικρατούσε στην Πελοπόννησο, δε μετέβαλε ποιοτικά τον τρόπο παραγωγής, παρόλο που άλλαξε σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις παραγωγής -τουλάχιστον στις περιοχές που εφαρμόστηκε-σύμφωνα με τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής δομής… Η αγροτική μεταρρύθμιση και ο συνακόλουθος τεμαχισμός της γης συνοδεύτηκαν από αύξηση επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή, με τη μορφή πιστώσεων, και από την ταχεία εξέλιξη του συνεταιριστικού κινήματος, που αποσκοπούσε αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των συνεταιρισμών δημιουργήθηκε το 1914….
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ΄, σ. 76.



Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται: α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917. (μονάδες 8) β. Να αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης και στα νέα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της. (μονάδες 17) Μον. 25
(Ημερήσια Επαναληπτικές 2006)

ΚΕΙΜΕΝΟ: Τὰ μέτρα ἀπαλλοτριώσεως θεσπίσθηκαν στὶς 20 Μαΐου 1917, καὶ τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπεκτάθηκαν μὲ μερικὲς ἀλλαγὲς γιὰ νὰ περιλάβουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἡ μεταρρύθμιση ἀποσκοποῦσε στὴν ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση τῶν κτημάτων ποὺ ξεπερνοῦσαν τὰ 1.000 στρέμματα. Οἱ κολλῆγοι καὶ οἱ ἀγροτικοὶ ἐργάτες, τόσο οἱ ντόπιοι ὅσο καὶ οἱ πρόσφυγες, θὰ ἔπαιρναν ἀγροτικοὺς κλήρους, εἴτε ἀπὸ τὶς ἀπαλλοτριωμένες γαῖες τῶν τσιφλικιῶν, εἴτε ἀπὸ γαῖες τοῦ δημοσίου. Κανένα ἀπὸ τὰ μέτρα αὐτά, ὅμως, δὲν ἐφαρμόσθηκε ἀμέσως. Ἐπίσης, κανένα ἀπὸ τὰ μεγάλα τσιφλίκια δὲν ἀπαλλοτριώθηκε τὸ 1917, καὶ μόνο ἕνα τὸ 1918. Καὶ πάλι ἐξωτερικὲς ἐπείγουσες ἀνάγκες, ὁ πόλεμος καί, ἀργότερα, ἡ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ἀπορρόφησαν ὅλη τὴν προσοχὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τῆς κυβερνήσεως˙ μετὰ τὸ 1922, μὲ τὴ μεγάλη εἰσροὴ προσφύγων, ἀναγκάστηκαν πιὰ οἱ κυβερνήσεις τῆς χώρας να δώσουν ὁριστικὴ λύση στὸ ἀγροτικὸ πρόβλημα. […] Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴ διακίνηση προϊόντων, τὴν παραδοσιακὴ ἐκμετάλλευση τοῦ μικροῦ παραγωγοῦ ἀπὸ τοὺς μεσάζοντες, τὴν ἔλλειψη κεφαλαίων καὶ τοὺς τοκογλυφικοὺς ὅρους δανειοδοτήσεως ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὴν ἐλεύθερη ἀγορά, ἔκαναν ἀκόμη πιὸ αἰσθητὴ τὴν ἀνάγκη συλλογικῆς ἀσφάλειας ποὺ πρόσφεραν οἱ συνεταιρισμοί […]. Ἡ ἵδρυση τοῦ Ὑπουργείου Γεωργίας, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1917, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ Βενιζέλου στὴν Ἀθήνα, στάθηκε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἄμεσης κρατικῆς παρεμβάσεως στὴν ὀργάνωση καὶ καθοδήγηση τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς, ἔστω καὶ ἂν ἡ παρέμβαση ἦταν στὴν ἀρχὴ ὑποτυπώδης.
Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. ΙΕ΄: Νεώτερος Ἑλληνισμὸς ἀπὸ 1913 ὡς 1941, Ἀθήνα: Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, 2008, σσ. 75-76.


Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις ακόλουθες πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία: α) Τις πρακτικές των ιδιοκτητών των τσιφλικιών (μονάδες 6), β) Τις θέσεις του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στο ζήτημα αυτό (μονάδες 6), γ) Τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των κολίγων (μονάδες 7), καθώς και την εξέλιξη του ζητήματος αυτού από το 1907 μέχρι και το 1910 (μονάδες 6). Μονάδες 25
(Ημερήσια 2011)

ΚΕΙΜΕΝΟ Α:
[Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΙΩΝ» ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]
Καὶ ὅμως τίς θὰ πίστευε ὅτι οἱ νέοι κύριοι τῶν χωρίων, οἱ ἀπὸ τῆς [Ὑψηλῆς] Πύλης ἀγοράσαντες ταῦτα, εἰσίν ἀπαιτητικώτεροι τῶν Τούρκων πρὸς τοὺς […] Ἕλληνας γεωργούς; Παρὰ τοῖς Τούρκοις ἀνεγνωρίζετο τοῖς χωρικοῖς ἡ κυριότης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιοχῆς αὐτῆς […] Ἀλλὰ οἱ νέοι κύριοι […] ἐκβιάζουσιν τοὺς δυστυχεῖς νὰ τοὺς πληρώνουσι ἐνοίκιον διὰ τὰς οἰκίας, εἰς ἃς κατοικοῦσιν καὶ ἃς οἱ χωρικοί θεωροῦσι πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων ὡς ἰδίας. Ἀλλὰ αἱ ἐνστάσεις τῶν χωρικῶν εἰς μάτην. Ἐπιδείκνυται αὐτοῖς τὸ τῆς ἀγοραπωλησίας ἔγγραφον, ἐν ᾧ[1] καὶ αἱ οἰκίαι ἐπωλήθησαν τῷ νέῳ κυρίῳ.
(Ζ. Δ. Παπαδημητρίου, «Το αγροτικό ζήτημα και η δράση του Μαρίνου Αντύπα στη Θεσσαλία», στο: Π. Πετράτος (επιμ.), Μαρίνος Αντύπας (1872- 1907),
Επιστημονικό Συνέδριο, Αγία Ευφημία, 16-19 Μαρτίου 2006, Πρακτικά, τόμ. Α΄, Αγία Ευφημία: Δήμος Πυλαρέων, 2009, σσ. 157-158).

ΚΕΙΜΕΝΟ Β:
[ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]
Ὁ ἴδιος ὁ Τρικούπης διευκρίνιζε μὲ σαφήνεια τὴ στάση του στὴ βουλή: «… ἐὰν ἐπιβάλωμεν τὴν διανομὴν τῶν κτημάτων εἰς τοὺς καλλιεργητάς, ὅπως μοῦ τὸ ζητεῖτε, θὰ ἐκδιώξωμεν ἐξ Ἑλλάδος τὸ χρῆμα τῶν Ἑλλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἀντιθέτως, ὀφείλομεν νὰ προσελκύσωμεν τὰ κεφάλαια αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ ὄχι νὰ τοὺς ἐκφοβίσωμεν… Ἡ κατάστασις εἰς τὴν Θεσσαλίαν πρέπει νὰ παραμείνῃ ὡς ἔχει, διότι τοῦτο ἀπαιτοῦν τὰ γενικώτερα συμφέροντα τῆς χώρας μας…»[…] Μόνο ὁ Δηλιγιάννης, λόγω τῆς μόνιμης ἐχθρότητάς του ἔναντι τῶν «πλουτοκρατῶν τῆς διασπορᾶς», ἐπιχείρησε τὸ 1896 νὰ περάσει ἀπὸ τὴ βουλὴ ἕνα νόμο γιὰ τὴν ἀπαλλοτρίωση ἑνὸς μέρους τῶν τσιφλικιῶν ὑπὲρ τῶν καλλιεργητῶν τους. […] Ἡ κατάθεση καὶ μόνο τοῦ νομοσχεδίου αὐτοῦ τοῦ Δηλιγιάννη τὸ 1896 στὴ βουλή ἦταν στὴν πραγματικότητα ἡ πρώτη ἐπίσημη ἀναγνώριση, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα μεγάλης γαιοκτησίας στὴ βόρεια Ἑλλάδα, τὸ «θεσσαλικὸ πρόβλημα».
(Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνους , τομ. ΙΔ΄: Νεώτερος Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ 1881 ὣς τὸ 1913, Αθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 2000, σσ. 70, 72).

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ:
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΓΩΝΑ
Το Φεβρουάριο του 1910 τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα υπέβαλαν υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο Α΄, επιδιώκοντας την παρέμβασή του: «… Δεν είμεθα κύριοι της γης, ην καλλιεργούμεν, ούτε της καλύβης, ένθα διαμένομεν […] και ούτε μας επιτρέπουσιν ελευθέραν ιδιοκτησίαν. […] Μας εξωθούσιν[2], όταν θέλωσι και με τα κινητά πράγματα ημών και με τα μέλη της οικογενείας, περιφερόμεθα από χωρίου εις χωρίον, ώσπερ Αθίγγανοι. Ο γεωργικός πληθυσμός ελαττούται, η δε γεωργία ολοταχώς οπισθοδρομεί. Η τοκογλυφία ακμάζει και η ελονοσία μας θερίζει. Και όμως ευρισκόμεθα πλησίον των συνόρων. Είμεθα οι Ακρίται. Όταν όμως η αγροτική τάξις είναι ευχαριστημένη εκ της θέσεώς της, τότε το καθεστώς είναι περισσότερον εξησφαλισμένον. Καλλίτερος δε βασιλεύς είναι εκείνος, όστις καθιστά την ύπαιθρον γόνιμον χώραν. Εν Δανία η δουλοπαροικία κατηργήθη από του 1788 έτους και στήλη ελευθερίας υπενθυμίζει το γεγονός τούτο. Διατί να μη στηθή [στήλη ελευθερίας] και εν Ελλάδι;»
(Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, 6ος τόμος: Η εθνική ολοκλήρωση (1909-1922). Από το κίνημα στο Γουδί ως την Μικρασιατική Καταστροφή,
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 273).
[1] Ἐν ᾧ: Με το οποίο
[2] Μας εξωθούσιν: Μας κάνουν έξωση.



Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 και του 1917 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα: α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων (μονάδες 15) β. στην υλοποίησή τους (μονάδες 10). Μονάδες 25
(Ημερήσια 2013)

ΚΕΙΜΕΝΟ Α:
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών. Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»[1] εθνικής γης. […] Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας […] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.
(Θ. Καλαφάτης, «Η αγροτική οικονομία. Όψεις της αγροτικής ανάπτυξης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 72).

ΚΕΙΜΕΝΟ Β:
Πρόθεση των Φιλελευθέρων ήταν να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, βασικής πηγής οπλιτών για τους επερχόμενους πολέμους, αλλά και να ενισχύσουν την έλξη που ασκούσε το ελληνικό εθνικό πρόγραμμα μεταξύ των ποικίλων χριστιανικών πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας. Η ρητή υπόσχεση μιας εκτεταμένης αγροτικής μεταρρύθμισης εντάσσεται στην πολιτική αυτή, η οποία είχε άμεσα θετικά αποτελέσματα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αρχικά, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (ειδικώς βεβαίως των χριστιανών γαιοκτημόνων) προβλεπόταν να γίνει εκουσίως, με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των ακτημόνων αγοραστών και με αργούς ρυθμούς. Η όξυνση, όμως, των ενδοαστικών συγκρούσεων και ο Διχασμός του πολιτικού κόσμου έσπρωξε την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης να υιοθετήσει ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης.
(Σ. Δ. Πετμεζάς, «Αγροτική oικονομία. Tα όρια του μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009, σ. 219).

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ:
Η λύση που επελέγη ήταν η αναπαραγωγή, στη Βόρειο Ελλάδα, του νοτιοελλαδικού κοινωνικού προτύπου, το οποίο στηριζόταν στη μικρή ιδιοκτησία και την οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση. Το πρότυπο αυτό είχε αποδειχτεί αρκετά επιτυχημένο, αν όχι από οικονομική οπωσδήποτε από πολιτική άποψη, καθώς είχε συμβάλει […] στη σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας και του πολιτεύματος. Η διανομή γης ήταν το κυριότερο όπλο που διέθετε το ελληνικό κράτος προκειμένου να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στη Βόρειο Ελλάδα. […] Η αγροτική μεταρρύθμιση άρχισε τελικά να υλοποιείται από το 1923 και ύστερα […]. Η γη που διένειμε τότε το κράτος ανήκε προηγουμένως κυρίως σε Τούρκους και Βουλγάρους που είχαν αποχωρήσει, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, αλλά και σε έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες.
(Α. Φραγκιάδης, Ελληνική οικονομία 19ος – 20ός αιώνας. Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης,
Αθήνα, Νεφέλη 2007, σσ. 130-131).
[1] * λαχίδια: τεμάχια γης



Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στη μεταρρύθμιση του 1917 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα: α. στους στόχους της κυβέρνησης (μονάδες 12), β. στην υλοποίησή τους (μονάδες 8) και γ. στα προβλήματα που προέκυψαν μετά την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης (μον. 5). Μονάδες 25 
(Ημερήσια Επαναληπτικές 2016)

ΚΕΙΜΕΝΟ Α:
Πρόθεση των Φιλελευθέρων ήταν να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, βασικής πηγής οπλιτών για τους επερχόμενους πολέμους, αλλά και να ενισχύσουν την έλξη που ασκούσε το ελληνικό εθνικό πρόγραμμα μεταξύ των ποικίλων χριστιανικών πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας. Η ρητή υπόσχεση μιας εκτεταμένης αγροτικής μεταρρύθμισης εντάσσεται στην πολιτική αυτή, η οποία είχε άμεσα θετικά αποτελέσματα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αρχικά, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (ειδικώς βεβαίως των χριστιανών γαιοκτημόνων) προβλεπόταν να γίνει εκουσίως, με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των ακτημόνων αγοραστών και με αργούς ρυθμούς. Η όξυνση, όμως, των ενδοαστικών συγκρούσεων και ο Διχασμός του πολιτικού κόσμου έσπρωξε την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης να υιοθετήσει ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης.
(Σ. Δ. Πετμεζάς, «Αγροτική oικονομία. Tα όρια του μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009, σ. 219).

ΚΕΙΜΕΝΟ Β:
Η λύση που επελέγη ήταν η αναπαραγωγή, στη Βόρειο Ελλάδα, του νοτιοελλαδικού κοινωνικού προτύπου, το οποίο στηριζόταν στη μικρή ιδιοκτησία και την οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση. Το πρότυπο αυτό είχε αποδειχτεί αρκετά επιτυχημένο, αν όχι από οικονομική οπωσδήποτε από πολιτική άποψη, καθώς είχε συμβάλει […] στη σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας και του πολιτεύματος.
Η διανομή γης ήταν το κυριότερο όπλο που διέθετε το ελληνικό κράτος προκειμένου να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στη Βόρειο Ελλάδα. […] Η αγροτική μεταρρύθμιση άρχισε τελικά να υλοποιείται από το 1923 και ύστερα […]. Η γη που διένειμε τότε το κράτος ανήκε προηγουμένως κυρίως σε Τούρκους και Βουλγάρους που είχαν αποχωρήσει, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, αλλά και σε έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες.
 (Α. Φραγκιάδης, Ελληνική οικονομία 19ος – 20ός αιώνας. Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης,
Αθήνα, Νεφέλη 2007, σσ. 130-131).