Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 1.2.3. Κοινωνιολογικές σχολές. Ερμηνευτικά σχόλια, κείμενα εργασίας, ερωτήσεις.


1.2.3 Κοινωνιολογικές σχολές

(κείμενο βιβλίου, σελ. 21-23)


Στην προσπάθειά τους να συστηματοποιήσουν τη σκέψη τους οι κοινωνιολόγοι έχουν προχωρήσει στην ταξινόμηση των διάφορων θεωριών των θεμελιωτών της επιστήμης τους, αλλά και των σύγχρονων κοινωνιολόγων από διάφορες σχολές. Αν και οι σχολές είναι πολλές, το παρόν εγχειρίδιο θα περιοριστεί στην παρουσίαση των τριών κυρίαρχων σχολών: της σχολής των λειτουργιστών (ή της συναίνεσης ισορροπίας), της σχολής των συγκρούσεων και της σχολής της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης.

Η σχολή του λειτουργισμού

Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε "λειτουργισμός" (ή "φονξιοναλισμός") εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει από το περιβάλλον ό,τι της είναι απαραίτητο για να επιβιώσει (τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες) και να αναπαραχθεί. Εξάλλου η κοινωνία χρειάζεται να διασφαλίσει τη λειτουργία της με έναν επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεξιότητες. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους.
Σε κάθε κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979) κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου-κοινωνίας.
Κατά τον Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003), η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι’ αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.
Το μοντέλο του λειτουργισμού χρησιμοποιήθηκε -και χρησιμοποιείται ακόμη- από την κοινωνιολογία, προκειμένου αυτή να μελετήσει και να ερμηνεύσει την κοινωνία, τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες τους.


Η σχολή των συγκρούσεων

Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών αυτών ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Ο Μαρξ μελέτησε την εργασία και διατύπωσε την έννοια της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος. Τι είναι η υπεραξία; Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν· ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Η σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης

Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η συνεχής αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον (ή τους άλλους) είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας. Οι γλωσσικές κατηγορίες ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και στο πλαίσιο της ιδίας της κοινωνίας.
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C. Cooley, 1864-1929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 1863-1932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε. Γκόφμαν (Ε. Goffman, 1922-1982).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον "κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας" (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική εικόνα γι’ αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν αρνητική εικόνα γι’ αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση.
Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν "σημαντικούς άλλους" όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας.
Ο Ε. Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους. Είναι στιγμές που θεωρούνται "παραστάσεις επί σκηνής" και που συχνά απαιτούν τη συνεργασία με άλλα άτομα. Για παράδειγμα, δύο πολιτικοί από το ίδιο κόμμα μπορεί να δείξουν μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης αγαπημένοι και φίλοι, παρά το γεγονός ότι αντιπαθούν ο ένας τον άλλο. Ένα αντρόγυνο μπροστά στα παιδιά του δείχνει ότι είναι αγαπημένο όταν κοιμούνται όμως τα παιδιά, ξεσπά άγριος καβγάς.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα "παρασκήνια", χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται "πάνω στη σκηνή". Σε αυτές τις στιγμές της χαλάρωσης επιτρέπονται πράγματα που δεν επιτρέπονται "επί σκηνής" όπως, για παράδειγμα, οι απροκάλυπτες σεξουαλικές κουβέντες, το ατημέλητο ντύσιμο, η χρήση κάποιας διαλέκτου, πειράγματα και τολμηρές χειρονομίες, αγενείς προς τους άλλους ενέργειες που αποφεύγονται μπροστά στο κοινό.
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευής (ή σχολής του κονστρουκτιβισμού). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κοινωνική ζωή είναι ένα ρευστό και διαρκώς "επαναδιαπραγματευόμενο" σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή αναδιαμόρφωση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων. Τα άτομα μοιράζονται τρόπους σκέψης, ιδέες, αξίες και έννοιες, καθώς αλληλεπιδρούν. Έτσι, "κατασκευάζουν" "κοινωνικούς κόσμους", δηλαδή δίνουν ευρύτερο νόημα στις άμεσες εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Οι κοινές πρακτικές, τα νοήματα και η γλώσσα που μοιράζονται τα άτομα μεταξύ τους συνιστούν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η κοινωνική ζωή διαμορφώνεται σε συνεκτικό σύνολο. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μέσα από τις κοινωνικές τους σχέσεις "κατασκευάζουν" την καθημερινή πραγματικότητα και την αντιλαμβάνονται ως δεδομένη, νομιμοποιημένη και "φυσική". Η συνεχής αυτή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε αφενός τους κοινωνικούς θεσμούς ως τους επαναλαμβανόμενους και παγιωμένους τρόπους αμοιβαίων πρακτικών και αμοιβαίας (διυποκειμενικής) κατανόησης και συμπεριφοράς, και αφετέρου την κοινωνία ως μια πολιτισμική και συμβολική "κατασκευή" (Berger & Luckmann, 1967).



ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Κοινωνιολογικές σχολές: Ταξινόμηση των διαφόρων θεωριών των θεμελιωτών της κοινωνιολογίας, καθώς και των σύγχρονων κοινωνιολόγων.

Η σχολή του λειτουργισμού (φονξιοναλισμού): Η σχολή αυτή ονομάστηκε "λειτουργισμός" (ή "φονξιοναλισμός") εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον).
Θεωρία λειτουργιστών: Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους. Για να διασφαλιστεί, όμως, η επικοινωνία των ατόμων, θα πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Εκπρόσωποι του λειτουργισμού: Τ. Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979): κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι’ αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003): η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.

Η σχολή των συγκρούσεων: οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων.
Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών της σχολής αυτής ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Υπεραξία: Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν· ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Η σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης: Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας.
Θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C. Cooley, 1864-1929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 1863-1932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε. Γκόφμαν (Ε. Goffman, 1922-1982).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον "κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας" (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν "σημαντικούς άλλους" όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας.
Ο Ε. Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο.
Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα "παρασκήνια", χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται "πάνω στη σκηνή".
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευήςσχολής του κονστρουκτιβισμού). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κοινωνική ζωή είναι ένα ρευστό και διαρκώς "επαναδιαπραγματευόμενο" σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή αναδιαμόρφωση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων. Τα άτομα μοιράζονται τρόπους σκέψης, ιδέες, αξίες και έννοιες, καθώς αλληλεπιδρούν. Έτσι, "κατασκευάζουν" "κοινωνικούς κόσμους", δηλαδή δίνουν ευρύτερο νόημα στις άμεσες εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Η συνεχής αυτή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε αφενός τους κοινωνικούς θεσμούς ως τους επαναλαμβανόμενους και παγιωμένους τρόπους αμοιβαίων πρακτικών και αμοιβαίας (διυποκειμενικής) κατανόησης και συμπεριφοράς, και αφετέρου την κοινωνία ως μια πολιτισμική και συμβολική "κατασκευή".


﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Ερμηνευτικό σχόλιο:

Οι σχολές σκέψης είναι μια συνήθης κατηγοριοποίηση των τάσεων που διαμορφώνονται σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Η κατηγοριοποίηση αυτή είναι πολύ σημαντική όχι μόνο για την καλύτερη μελέτη και ανάλυση της υπάρχουσας γνώσης, αλλά και για την περαιτέρω επιστημονική πρόοδο.
Στο βιβλίο αυτό εξτάζονται οι τρεις από τις σημαντικότερες κοινωνιολογικές σχολές: α) των λειτουργιστών (ή της συναίνεσης ισορροπίας), β) των συγκρούσεων και γ) της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης.
Σημείωση: Στην επόμενη ενότητα, παραθέτουμε ένα κείμενο που ξεκαθαρίζει τη διαφορά ανάμεσα στους όρους κοινωνική θεωρία και κοινωνιολογική θεωρία. Είναι καλό να έχουμε ξεκάθαρη στο μυαλό το περιεχόμενο καθεμιάς από αυτές. Ήδη στο κεφ. 1.2 (Κοινωνιολογική θεώρηση), στις σελ. 15-16 του σχολικού βιβλίου έγινε λόγος για τη θεωρία στη σύνδεσή της με τη βιωματική εμπειρία, την καθημερινή δηλαδή θεωρητική σκέψη.

Σχολή λειτουργισμού

Ο λειτουργισμός περιγράφεται ως η κοινωνιολογική σχολή που έδωσε έμφαση στις λειτουργίες των (κοινωνικών) θεσμών. Πιο συγκεκριμένα, οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους. Σε κάθε κοινωνία δηλαδή πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Οι θεωρητικοί της εν λόγω σχολής, όμως, από τους κλασικούς (Κοντ, Σπένσερ, Ντυρκέμ), μέχρι τους μεταγενέστερους (Πάρσονς, Μέρτον), ανέπτυξαν απόψεις που διαφέρουν μεταξύ τους ή απομακρύνονται, λιγότερο ή περισσότερο, από το πιο πάνω βασικό πλαίσιο. Έτσι, ο Πάρσονς μελέτησε τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, διατυπώνοντας την άποχη ότι η κοινωνική ζωή είναι ένα σύστημα, ένα πλέγμα σχέσεων που τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι' αυτόν τον λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η αρχή του συστήματος.
Από την άλλη, ο Μέρτον προσεγγίζει την κοινωνική πραγματικότητα με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα, εξειδικεύοντας ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Πιο συγκεκριμένα, επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς, όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.

Σχόλιο: Αναφορικά με τις θέσεις του Μέρτον, ο Γκίντενς παραθέτει ένα άλλο από τα παραδείγματα (βλ. κι εκείνο που περιγράφεται στο σχολικό βιβλίο, στο πλαίσιο της σελίδας 21) που χρησιμοποίησε ο Μέρτον για να στηρίξει τις θεωρίες του, οι οποίες αναλύουν βαθύτερα το λειτουργιστικό μοντέλο, το οποίο μπορεί ο αναγνώστης να δει πιο κάτω.

Σχολή συγκρούσεων

Εδώ περνάμε από την κοινωνική συνοχή του λειτουργισμού στην κοινωνική σύγκρουση. Η κοινωνία θεάται όχι ως ένα οργανικό σύστημα, τα μέλη της οποίας επιτελούν το καθένα συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά ως ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από διαρκείς κοινωνικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις.
Οι θέσεις που εκφράστηκαν από τις θεωρητικούς της σχολής αυτής είναι βαθιά επηρεασμένες από τις απόψεις του Μαρξ. Βασική τοποθέτηση αποτελεί η θέση ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Σύμφωνα με τον Μαρξ, υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, ο μοχλός της ιστορίας.
Ένα από τους βασικούς εκπροσώπους της σχολής αυτής είναι ο Ρ. Ντάρεντορφ, ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους. Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.

Σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης

Είναι ίσως η σχολή που εξετάζει περισσότερο συστηματικά και σε βάθος την ατομική συμπεριφορά στο πλαίσιο του κοινωνικού φαινομένου. Εστιάζει στα αποτελέσματα που παράγονται από τη συνάντηση των ατόμων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η γλώσσα είναι το βασικό μέσο αυτής τη αλληλεπίδρασης.
Σημαντική είναι η συμβολή στη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης του Κούλεϋ, ο οποίος θεωρεί ότι η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων, από τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο μας βλέπουν οι άλλοι ("κοινωνικός καθρεφτισμός του εαυτού μας").
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του Γκόφμαν, ο οποίος διακρίνει την κοινωνική ζωή του ανθρώπου σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στην πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους σαν να υποδύονται έναν ρόλο πάνω σε μια σκηνή, ενώ στη δεύτερη φέρονται περισσότερο αυθόρμητα.
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευής (κονστρουκτιβισμού), σύμφωνα με την οποία η κοινωνική ζωή βρίσκεται σε συνεχή αναδιαμόρφβση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων.



Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου


Α. Κοινωνική θεωρία και κοινωνιολογική θεωρία

Κοινωνική θεωρία είναι η θεωρητική μελέτη των κοινωνικών δομών και θεσμών για την αναζήτηση γενικών κοινωνικών τάσεων. Η κοινωνική θεωρία επεξεργάζεται σχήματα ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας και προχωράει στην διατύπωση θεωρητικών προτάσεων και υποθέσεων για τις μορφές και τα περιεχόμενα των κοινωνικών δομών και των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική θεωρία αντιστοιχείται στις καθολικές θεωρητικές προσεγγίσεις σε σχέση με τις κοινωνικές μορφές και δομές, ενώ η κοινωνιολογική θεωρία σε θεωρητικό πλαίσιο και ερευνητική πράξη, συγκεκριμένου επιστημολογικού και μεθοδολογικού προσανατολισμού σε σχέση με συγκεκριμένα προβλήματα. Η κοινωνιολογική θεωρία δηλαδή χρησιμοποιεί τις θεωρητικές έννοιες και τις προτάσεις της κοινωνικής θεωρίας προκειμένου να τις εμπλέξει, κατά κάποιο τρόπο, στη διαδικασία σύνθεσης του θεωρητικού με το εμπειρικό επίπεδο της κοινωνιολογικής ανάλυσης του κοινωνικού κόσμου. Με άλλα λόγια τα θεωρητικά σχήματα της κοινωνικής θεωρίας εντάσσονται στο θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνιολογικής θεωρίας, η οποία είναι προσανατολισμένη στη διερεύνηση, τη μελέτη, την ανάλυση και την ερμηνεία συγκεκριμένων κάθε φορά κοινωνικών φαινομένων.

 (Βλ. Δ.Ι. Δασκαλάκης, Εισαγωγή στη σύγχρονη κοινωνιολογία, 129 εξ.).

﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τισμονικετικ, 2010ταθο
Β. Τάλκοτ Πάρσονς (1902-1979) - Λειτουργισμός

Υπήρξε ο διασημότερος αμερικανός θεωρητικός της κοινωνιολογίας της μεταπολεμικής περιόδου. Ήταν ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, ο οποίος έγραψε έργα σε πολλούς τομείς της εμπειρικής κοινωνιολογίας αλλά και της κοινωνιολογικής θεωρίας. Υπήρξε ένας από εκείνους που συνέβαλαν ιδιαίτερα στην ανάδειξη του λειτουργισμού, μια θεωρητική προσέγγιση που αρχικά διαμορφώθηκε από τον Ντιρκέμ και τον Κοντ. Σύμφωνα με την άποψη του λειτουργισμού, όταν μελετάμε μια δεδομένη κοινωνία, πρέπει, να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα διάφορα "μέρη" ή θεσμοί ώστε να προσδίδουν στην κοινωνία την συνέχειά της στον χρόνο.

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 714).



Γ. Ρ. Μέρτον (1910-2003) - Λειτουργισμός

Ο Μέρτον  διακρίνει μεταξύ έκδηλων και λανθανουσών λειτουργιών. Η έκδηλες λειτουργίες είναι εκείνες που της γνωρίζουν και τις επιδιώκουν οι συμμετέχοντες σε μια συγκεκριμένη κοινωνική δραστηριότητα. Ενώ οι λανθάνουσες λειτουργίες είναι τα μη προβλεπόμενα από τους συμμετέχοντες αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής. Για να εξηγήσει τη διαφορά αυτή ο Μέρτον χρησιμοποιεί το παράδειγμα του χορού της βροχής των Ινδιάνων Χόπι στο Νέο Μεξικό. Οι Χόπι πιστεύουν ότι το τελετουργικό αυτό θα προκαλέσει την βροχή που χρειάζονται για τα σπαρτά τους (έκδηλη λειτουργία). Αυτός είναι ο λόγος που οργανώνουν την τελετή και μετέχουν σε αυτήν. Ο χώρος όμως της βροχής, παρατηρεί ο Μέρτον, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Ντιρκέμ για την θρησκεία, έχει επίσης ως αποτέλεσμα να ενισχύσει τη συνοχή της κοινωνίας (λανθάνουσα λειτουργία). Ένα σημαντικό μέρος της κοινωνιολογικής εξήγησης συνίσταται, σύμφωνα με τον Μέρτον, στην αποκάλυψη των λανθανουσών λειτουργιών των δραστηριοτήτων και των θεσμών.
Ο Μέρτον διακρίνει επίσης μεταξύ λειτουργιών και δυσλειτουργιών. Οι μικροί πολιτισμοί τους οποίους μελετούν οι ανθρωπολόγοι, παρατηρεί ο Μέρτον, τείνουν να είναι πιο ολοκληρωμένοι και συνεκτικοί από τις μεγάλες σε κλίμακα βιομηχανικές κοινωνίες, οι οποίες αποτελούν το κύριο αντικείμενο της κοινωνιολογίας... Οι δυσλειτουργίες αναφέρονται στις όψεις εκείνες των κοινωνικών δραστηριοτήτων που τείνουν να προκαλούν μεταβολές επειδή θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Το να ψάχνεις να βρεις τις δυσλειτουργικές όψεις της κοινωνικής συμπεριφοράς σημαίνει να εστιάζεις την προσοχή σου στα χαρακτηριστικά εκείνα της κοινωνικής ζωής που αμφισβητούν την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, είναι λάθος να πιστεύουμε πως η θρησκεία είναι πάντοτε λειτουργική, ότι συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Όταν δυο ομάδες υποστηρίζουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας θρησκείας το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η εμφάνιση σημαντικών κοινωνικών συγκρούσεων, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένη κοινωνική αναστάτωση. Πόλεμοι ξέσπασαν συχνά μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων...

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 716-717).


Δ. Ραλφ Ντάρεντορφ

Για τον Ντάρεντορφ, η κοινωνία συνίσταται από άνισες δυνάμεις και ανταγωνιζόμενα ομαδικά συμφέροντα. Θα πρέπει να κατανοηθεί με όρους καταναγκασμού και περιορισμού, παρά με όρους εκούσιας υπακοής ή συναίνεσης. Η δύναμη, υποστηρίζει "είναι καταμερισμένη άνισα και γι' αυτό αποτελεί μια διαρκή πηγή σύγκρουσης"... Ο Ντάρεντορφ δεν βλέπει τη σύγκρουση ως μια απειλή για την κοινωνία, μολονότι κάποιες συγκρούσεις παράγουν βία, η οποία υπονομεύει καίρια την κοινωνική τάξη. Ως επί το πλείστον, η μη βίαιη σύγκρουση χαρακτηρίζει τις δημοκρατικές βιομηχανικές κοινωνίες· η σύγκρουση ενυπάρχει στην κοινωνική ζωή, ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής δύναμης και εξουσίας, και δεν παράγει απαραίτητα αταξία και χάος.
(Michele Dillon, Introduction to Sociological Theory, 222-223).




E. Η μαρξιστική προοπτική - σχολή των συγκρούσεων

Τα έργα του Μαρξ αποτέλεσαν μια ισχυρή πρόκληση για την κοινωνιολογική ανάλυση... Ο Μαρξ βλέπει τις σύγχρονες κοινωνίες ως καπιταλιστικές. Η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής μεταβολής στη σύγχρονη εποχή είναι η πίεση για συνεχή οικονομικό μετασχηματισμό που αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο καπιταλισμός είναι ασύγκριτα δυναμικότερο σύστημα από όλα τα προηγούμενα. Οι κεφαλαιοκράτες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να πουλήσουν τα αγαθά τους στους καταναλωτές και, για να επιβιώσουν σε μια ανταγωνιστική αγορά, οι επιχειρήσεις πρέπει να παράγουν τα αγαθά τους όσο πιο φτηνά και αποδοτικά μπορούν. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε συνεχή τεχνολογική καινοτομία, διότι η αύξηση της αποτελεσματικότητας της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται σε μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μια εταιρεία μπορεί να επιτύχει έστω και ένα ελάχιστο προβάδισμα από τους ανταγωνιστές τους.
Υπάρχουν επίσης ισχυρά κίνητρα για την αναζήτηση νέων αγορών για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, για να προμηθευτούν φθηνές πρώτες ύλες, για να χρησιμοποιήσουν φτηνά εργατικά χέρια. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο καπιταλισμός είναι ένα αδιάκοπα εξαπλούμενο σύστημα, που διαχέεται δυναμικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο, Ο Μαρξ εξηγεί την παγκόσμια διάδοση της δυτικής βιομηχανίας.
Η ερμηνεία του Μαρξ για την επίδραση του καπιταλισμού βρήκε πολλούς θιασώτες και μεταγενέστεροι συγγραφείς επεξεργάστηκαν σε σημαντικό βαθμό την περιγραφή που έκανε εκείνος.

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, 731).



ΣΤ. Έρβινγκ Γκόφμαν, Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή

Μια κοινωνική εγκατάσταση είναι οποιοσδήποτε χορός περιβάλλεται από σταθερούς φραγμούς στην αντίληψη, στον οποίο σημειώνεται τακτικά ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας. Υποστήριξα ότι κάθε τέτοια εγκατάσταση μπορεί να μελετηθεί γόνιμα από την άποψη του χειρισμού εντυπώσεων. Μέσα στο περίβλημα μιας κοινωνικής εγκατάστασης, βρίσκουμε μία ομάδα ερμηνευτών που συνεργάζονται προκειμένου να παρουσιάσουν σ' ένα κοινό έναν συγκεκριμένο ορισμό της κατάστασης. Τούτος περιλαμβάνει την αντίληψη που έχουν για την ομάδα τους και για το κοινό, καθώς και ορισμένες παραδοχές σχετικά με το ήθος που πρέπει να επιδειχθεί μέσα από κανόνες ευγένειας και ευπρέπειας. Συχνά διαπιστώνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε παρασκηνιακή περιοχή, όπου προετοιμάζεται η ερμηνεία ενός ρόλου, και προσκηνιακή περιοχή όπου αυτή παρουσιάζεται. Η πρόσβαση σε αυτές τις περιοχές ελέγχεται προκειμένου να μην μπορεί το κοινό να δει το παρασκήνιο και να μην μπορούν οι ξένοι να παρεισφρήσουν σ' ένα δρώμενο που δεν απευθύνεται σε αυτούς. Διαπιστώνουμε ότι τα μέλη της ομάδας έχουν οικειότητα μεταξύ τους, ότι πιθανότατα αναπτύσσουν αλληλεγγύη και τη μοιράζονται και φυλάσσουν μυστικά που θα μπορούσαν να προδώσουν την παράσταση.  Μεταξύ ερμηνευτών και κοινού τηρείται μια σιωπηρή συμφωνία να ενεργούν σα να υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός αντιπαλότητας και συγγενείας μεταξύ τους. Η λειτουργική συναίνεση που απορρέει έρχεται συνήθως σε αντίθεση με την στάση προς το κοινό που εκφράζουν οι ερμηνευτές όταν εκείνο δεν είναι παρόν, καθώς και με την προσεκτικά ελεγχόμενη επικοινωνία τόσο μεταξύ των ερμηνευτών ενόσω το κοινό είναι παρόν...
(Έρβινγκ Γκόφμαν, Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή, 295-296).





Ερωτήσεις σύντομης απάντησης

1. Να αναφέρετε τι είναι ο λειτουργισμός και ποιο είναι το αντικείμενό του.
2. Να εξηγήσετε τι είναι τα λειτουργικά προαπαιτούμενα κατά τους λειτουργιστές.
3. Να αναπτύξετε τις απόψεις του Ραλφ Ντάρεντορφ που αφορούν το ρόλο των συγκρούσεων.
4. Να παρουσιάσετε τις απόψεις του Έρβιν Γκόφμαν που αφορούν τις σχέσεις αλληλεπίδρασης των ατόμων.


Ερώτηση ανάπτυξης
«Κύρια πηγή έμπνευσης του λειτουργισμού υπήρξε η αναλογία μεταξύ βιολογικού οργανισμού και κοινωνικού συστήματος». Να εξηγήσετε με ποιο τρόπο οι λειτουργιστές χρησιμοποίησαν αυτή την αναλογία προκειμένου να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν τα κοινωνικά φαινόμενα.