Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. Β. 6. Η βιομηχανία. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων



Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


6. Η βιομηχανία



(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 29-31)

Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα, παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν Βιομηχανική Επανάσταση. Στο μικρό ελληνικό κράτος η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις, στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις, συνήθως όμως ως σχέδιο ή πρόθεση, σπάνια ως εφαρμογή. Η ακτινοβολία των επιτευγμάτων των ευρωπαϊκών κρατών έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο το ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης, η απουσία όμως των απαραίτητων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας προϋποθέσεων οδηγούσε τις προθέσεις σε αδιέξοδο.
Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς, στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού.
Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα.
Η βιομηχανία υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη.
Ούτε η προσάρτηση των Επτανήσων (1864) και της Θεσσαλίας (1881) άλλαξαν τις παραπάνω περιοριστικές συνθήκες. Η αλλαγή των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Και τότε όμως οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας συνέχισαν να εμποδίζουν την ανάδειξή της σε κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά μέτρα.



Ερμηνευτική σημείωση:

Ο 19ος αιώνας δεν υπήρξε για την Ελλάδα ο αιώνας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Οι ελάχιστες ομοιότητες της χώρας με τα κράτη της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, έκδηλες όσον αφορά την πληθυσμιακή πυκνότητα (σελ. 11 εξ.), την καχεκτική αστικοποίηση (σελ. 14 εξ.), την απουσία πρώτων υλών, κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού και αγοραστικού κοινού (σελ. 15 εξ.), ήταν ιδιαίτερα εμφανείς στη βιομηχανία. Από νωρίς έγινε αντιληπτό σε όλους ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας αποτελούσε προϋπόθεση για την ευημερία και ισχυροποίηση του ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου. Πέρα, όμως, από ιδέες και σχέδια, στην πράξη η κατάσταση παρέμενε θλιβερά υποτονική. Οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες που έκαναν την εμφάνισή τους σχετίζονταν σχεδόν αποκλειστικά με τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και παρέμειναν ως προς τα μεγέθη τους στάσιμες (βυρσοδεψεία, αλευρόμυλοι, ελαιοτριβεία, κλωστήρια). Τα αίτια της εικόνας αυτής έχουν ήδη επισημανθεί σε προηγούμενα κεφάλαια και σταχυολογούνται εδώ ως εξής:
1. η μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς,
2. η πίεση των εισαγόμενων προϊόντων, και
3. η έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού.
Γύρω στα 1870 σημειώνεται ένα βραχύβιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, που δεν είχε διάρκεια γιατί στην ουσία δεν είχαν αρθεί τα εμπόδια που αποτελούσαν τροχοπέδη στην παγίωση ενός κλίματος βιομηχανικής ανάπτυξης.
Κάτι τέτοιο παρατηρείται μόλις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε ξεκινά η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, στους τομείς της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας.
Στη συνέχεια απαριθμούνται, για μια ακόμη φορά, οι βασικότερες αιτίες της καθυστέρησης της ελληνικής βιομηχανίας:
1. έλλειψη κεφαλαίων,
2. διασπορά των υπαρχόντων κεφαλαίων σε άλλες δραστηριότητες (Εδώ καλό είναι να έχουμε κατά νου και τα σχετικά με τον εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο, για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια),
3. περιορισμένη - εδαφικά και πληθυσμιακά – βάση οικονομικής εξάπλωσης,
4. έλλειψη πρώτων υλών,
5. χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών (Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μεγάλα δημόσια έργα της εποχής, όπως η κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου, θα απασχοληθεί προσωπικό από την Ιταλία, κυρίως - βλ. σελ. 32 του βιβλίου. Όπως, εξάλλου, θα δούμε στη συνέχεια, στο κεφάλαιο για τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος, η απουσία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων αποτέλεσε αρνητική προϋπόθεση για τη δημιουργία εργατικής τάξης και εργατικής ιδεολογίας),
6. έλλειψη γενικής και τεχνικής παιδείας (Η έλλειψη αυτή θα θεραπευθεί, σε μεγάλο βαθμό, με την άφιξη των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο που αφορά το Προσφυγικό ζήτημα).
Έτσι, η αλλαγή των δεδομένων έρχεται μετά το το 1912-13, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Εντούτοις, οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας δεν της επέτρεψαν να αναδειχθεί σε βασικό μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης (κάτι που εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα - επισήμανση δική μου), με αποτέλεσμα να παραμείνει προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες και να αναζητά διαρκώς την ενίσχυση και βοήθεια του κράτους (παθογένεια που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ανάπτυξη στη χώρα ακόμη και σήμερα - σημείωση δική μου κι αυτή).




Επαναληπτικές 2003, ΟΜΑΔΑ Β', ΘΕΜΑ Β1

Σχόλιο: Αν και το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν παρουσιάζει δυσκολίες στην κατανόηση, το Θέμα Β1 που δόθηκε στις Επαναληπτικές εξετάσεις του 2003, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της άρτιας προετοιμασίας που απαιτείται από τη μεριά των υποψηφίων.

Αντλώντας στοιχεία από τον παρακάτω πίνακα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις :
α) Να παρουσιάσετε την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας  από το 1870 έως το 1917.
Μονάδες 10
β) Να αιτιολογήσετε την άποψή σας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δραστηριότητες του εξωελλαδικού ελληνικού  κεφαλαίου.
Μονάδες 15

ΠΙΝΑΚΑΣ
Ανάπτυξη της βιομηχανίας

Αριθμός βιομηχανιών
Αριθμός εργατών
Ιπποδύναμη (σε ατμόϊππους)
1867
22
7.300
300
1873
95
7.342
1967
1875
95
-
-
1878
108
-
2.884
1889
(145)
-
8.568
1892
-
-
10.000
1917
2.213
35.500
70.000

Από το έργο του Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, Αθήνα 1977 σελ. 260

α)  Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Οι παραπάνω πληροφορίες αποτυπώνονται και στον πίνακα. Πιο συγκεκριμένα, το 1867 υπήρχαν μόλις 22 βιομηχανικές μονάδες στη χώρα, ενώ 6 χρόνια αργότερα ο αριθμός τους σχεδόν πενταπλασιάσθηκε (95), για να φτάσει στα τέλη της δεκαετίας του 1880 τις 145. Ανάλογα αυξητική είναι και η ιπποδύναμη, που υποδηλώνει την αύξηση των ενεργειακών αναγκών. Τα στοιχεία για τους απασχολούμενους εργάτες, ιδιαίτερα κατά την κρίσιμη περίοδο της πρώτης άνθησης της βιομηχανικής παραγωγής, δεν είναι διαθέσιμα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την εξαετία 1867-1873, για την οποία και διαθέτουμε στοιχεία, ο πολλαπλασιασμός των βιομηχανικών μονάδων δεν συνεπιφέρει και την αντίστοιχη αύξηση τους εργατικού δυναμικού, που μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στην αναξιοπιστία των στατιστικών ή στην ανεπάρκεια επίσημων καταγραφών. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή βιομηχανικής ανάπτυξης έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα. Τα δεδομένα αυτά αποτυπώνονται και στον πίνακα ανάπτυξης της βιομηχανίας. Η αναλογική διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην αύξηση του αριθμού των βιομηχανικών μονάδων και της ιπποδύναμης των μηχανών σε ατμόιππους (από τους 2.884 ατμόιππους το 1878, περνάμε στους 10.000 το 1892), εξηγείται από τις μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες της βαριάς βιομηχανίας. 
Η βιομηχανία, όμως, υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά μέτρα.

β) Η βιομηχανική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε μετά το 1870 σχετίζεται και με τις δραστηριότητες του εξωελλαδικού κεφαλαίου την ίδια περίοδο, αφού, όπως είναι γνωστό, οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873, που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων. Η μετακίνηση αυτή πίεσε οικονομικά τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αναζήτησαν με τη σειρά τους νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα.
Η αλλαγή πάντως των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών, όταν επιπλέον παρουσιάζεται σταθερότερη και η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος αναπτύσσοντας την οικονομία της χώρας και ενισχύοντας και τη βιομηχανία. Τα στοιχεία του πίνακα μαρτυρούν αυτή την αλλαγή των δεδομένων στην ελληνική βιομηχανία μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Πράγματι, ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων υπερδιπλασιάζεται σε σχέση με το παρελθόν και φτάνει στις 2.213 μονάδες, με σημαντική αύξηση των εργατών (35.000) και της ιπποδύναμης (70.000 ατμόιπποι).











ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

5.4.3 Η ανάπτυξη της βιομηχανίας
Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας τον 19ο αιώνα δεν μπορούμε να στηριχτούμε στον όγκο της παραγωγής ή το ύψος των επενδύσεων, αφού οι σχετικές πληροφορίες είναι ελάχιστες. Μπορούμε ωστόσο να διαμορφώσουμε μια πρώτη εικόνα παρακολουθώντας με κάποια μεγαλύτερη συνέχεια μέσα στον χρόνο τρεις παραμέτρους της βιομηχανικής κίνησης: τον αριθμό των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, το σύνολο της ιπποδύναμής τους και τον αριθμό των απασχολούμενων εργατών. Οι σχετικές μετρήσεις των στοιχείων αυτών επιτρέπουν να διακρίνουμε, έστω με τρόπο στοιχειώδη και ελλειπτικό, τρεις φάσεις στην πορεία της βιομηχανίας στο τέλος του 19ου αιώνα (βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η ελληνική βιομηχανία τον 19ο αιώνα. Περιοδολόγηση, προβλήματα ολοκλήρωσης», στο Δερτιλής Γ.Β.- Κωστής Κ., (Εισαγωγή-επιμέλεια), Θέματα νεοελληνικής ιστορίας (18ος- 20ός αι.), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σελ. 397-398:
125
  • ·  Μεταξύ 1868/69 και 1874/75 τοποθετείται η φάση της πρώτης «απογείωσης» της ελληνικής βιομηχανίας. Την εποχή εκείνη πράγματι παρατηρείται για πρώτη φορά το φαινόμενο της ταχύρρυθμης επέκτασης των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Μέσα σε λίγα χρόνια ιδρύονται 100 περίπου νέες μονάδες σε όλη την Ελλάδα και ταυτόχρονα επεκτείνονται χρόνο με τον χρόνο.
  • ·  Από τα μέσα της δεκαετίας 1870 ως το τέλος περίπου της επόμενης, παρατηρείται ανακοπή του ρυθμού ανάπτυξης, που φτάνει μάλιστα τα όρια της στασιμότητας προς τα μέσα της δεκαετίας 1880, κυρίως όσον αφορά την αύξηση του αριθμού των εγκαταστάσεων. Κατά την περίοδο αυτή, επιδεινώνονται οι περιφερειακές ανισότητες (συγκέντρωση στον Πειραιά κυρίως σε μια πρώτη φάση, ως τα 1882/83) και παρατηρούνται τάσεις συγκέντρωσης στο εσωτερικό των κλάδων).
  • ·  Η ανάκαμψη αρχίζει από το τέλος της δεκαετίας 1880 (1887/89 περίπου) και επιταχύνεται προς το τέλος του αιώνα. Η νέα αυτή ανοδική φάση, με ασθενείς όμως ρυθμούς, εκτείνεται κατά πάσα πιθανότητα και στο μεγαλύτερο τμήμα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Υποτονικά, χωρίς εσωτερική συνοχή και χωρίς δυναμισμό, η βιομηχανία διευρύνεται την περίοδο αυτή «εκτατικά», στα κυριότερα αστικά κέντρα της χώρας, και κάτω από το καθεστώς κάποιας σχετικής δασμολογικής «προστασίας».
Το πρώτο κύμα βιομηχανικής ανάπτυξης, μικρό σε έκταση και μάλλον σύντομο σε διάρκεια, εντοπίζεται στα χρόνια 1867-1875 και οδήγησε στη δημιουργία περίπου 100 νέων ατμοκίνητων εργοστασίων. Ο αριθμός των εργοστασίων είναι μικρός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά πολύ σημαντικός για την Ελλάδα της εποχής εκείνης, γιατί οι επιχειρήσεις αυτές γίνονταν φορείς μιας καινούργιας αντίληψης, που τόσο αναγκαία ήταν την περίοδο εκείνη (βλ. Τσουλφίδης Λ., Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 198). Η κατανομή των βιομηχανιών αυτών στον χώρο και στους διάφορους κλάδους δεν αφήνει αμφιβολία ότι κίνητρο και στόχος τους ταυτόχρονα ήταν ο αναπτυσσόμενος αστικός χώρος - δηλαδή η εγχώρια αγορά - αφού πρόκειται κυρίως για μια ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών: αλευροβιομηχανίες εγκαταστάθηκαν σε όλες τις σημαντικές πόλεις-λιμάνια της χώρας, βαμβακουργίες στις μεγαλύτερες πόλεις (Πειραιάς, Πάτρα, Ερμούπολη), άλλες βιομηχανίες τροφίμων, σαπουνιού, λαδιού και κρασιού και δέρματος, διάσπαρτες κοντά στις εγχώριες πρώτες ύλες και, φυσικά, τα πρώτα μηχανουργεία στα μεγαλύτερα λιμάνια (βλ. Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο - Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986).
Οι πρώτοι Έλληνες βιομήχανοι ήταν στην πλειοψηφία τους έμποροι, συνήθως εγκατεστημένοι ήδη στις πόλεις όπου έχτισαν τα εργοστάσιά τους. Οι εγκαταστάσεις ήταν, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, καινούργιες και η βιομηχανία συγκεντρωνόταν κατά προτίμηση στις νέες πόλεις-λιμάνια, όπου μπορούσε ευκολότερα να προμηθευτεί εισαγόμενες πρώτες ύλες και καύσιμα. Από επιχειρηματική άποψη, φαίνεται πως το ενδιαφέρον αυτό για τη βιομηχανία ενεργοποιήθηκε από τα ευνοϊκά, ακόμη, επίπεδα των τιμών, καθώς επίσης, πιθανότατα, από το γεγονός ότι τα κεφάλαια που είχαν συσσωρευτεί από τις παλαιότερες, παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ο δανεισμός της αγροτικής παραγωγής και το εμπόριο, παρουσίαζαν τώρα σημεία κόπωσης και κορεσμού, ενώ και η ναυτιλία βρισκόταν στο «τυφλό» σημείο της μετάβασης από το ιστίο στον ατμό, μια μετάβαση που αντιμετωπίζονταν ακόμη με διστακτικότητα και πάντως δεν διευκολυνόταν από τις δομές της ιστιοφόρου ελληνικής ναυτιλίας. Οι επιχειρήσεις αυτές πολύ γρήγορα επέδειξαν δυναμισμό και τάση για επέκταση των εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων, κυρίως στις αγορές των όμορων με την Ελλάδα χωρών (βλ. Τσουλφίδης Λ., Οικονομική Ιστορία ...όπ.πρ., σελ. 198). Το κλίμα των προσδοκιών στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνταν το πρώτο βιομηχανικό άλμα, μαρτυρείται από το γνωστό επεισόδιο των Λαυρεωτικών και τον «μεταλλευτικό πυρετό» που το συνόδευε. Η σημαντικότερη, ίσως βιομηχανική εγκατάσταση της χώρας, η πρώτη μεταλλουργία μόλυβδου του Λαυρίου είχε ιδρυθεί το 1865 από την εταιρεία του Μασσαλιώτη τραπεζίτη Ιλαρίωνα Ρού και του Ιωάννη-Βαπτιστή Σερπιέρη από τη Σαρδηνία, εξασφαλίζοντας από το ελληνικό κράτος το δικαίωμα εκμετάλλευσης των σκουριών που είχε σωρεύσει στο Λαύριο η αρχαία μεταλλουργική δραστηριότητα. «Όταν η εταιρεία θέλησε να προχωρήσει στην εκμετάλλευση και των εκβολάδων, αφενός ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων για τον σφετερισμό της εθνικής περιουσίας, η οποία οδήγησε στην εξαγορά της εταιρείας από όμιλο επιχειρηματιών υπό τον Ανδρέα Συγγρό - εξαγορά γύρω από την οποία ενορχηστρώθηκε ένα σκανδαλώδες χρηματιστηριακό παιχνίδι, όπου αρκετοί άνθρωποι έχασαν τις οικονομίες τους - αφετέρου όμως δημιουργήθηκαν μεγάλες προσδοκίες για τον πλούτο του ελληνικού υπεδάφους και πάνω από είκοσι μεταλλευτικές εταιρείες δημιουργήθηκαν, εξασφαλίζοντας δικαιώματα σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Από τις εταιρείες αυτές, σχεδόν καμία δεν προχώρησε σε εξορύξεις μετάλλων σε αυτή τη φάση, καθώς το πρώτο αυτό βιομηχανικό άλμα έμεινε μάλλον μετέωρο» (βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση ... όπ.πρ., σελ. 59). Η κρίση των μέσων της δεκαετίας του 1870 – αλλά και ο νέος πολιτικός χάρτης των Βαλκανίων στη συνέχεια – ανέκοψε τις εξαγωγές που είχαν κιόλας επιχειρήσει ορισμένες βιομηχανίες, όπως οι βαμβακουργίες ή οι βυρσοδεψικές επιχειρήσεις της Ερμούπολης, ενώ η Εθνική Τράπεζα περιόριζε τις πιστώσεις – επίφοβο όπλο που θα χρησιμοποιούσε κατ’ εξακολούθηση. Η βιομηχανία αντιμετώπισε την πρώτη κρίση και ο σκεπτικισμός μπόλιασε τον χώρο της από τα πρώτα βήματα της.
Η κίνηση αναθερμάνθηκε στα 1880-1882, εποχή επιχειρηματικής έξαρσης, υψηλής ρευστότητας, «εύκολου» δανεισμού, χάρη στην αναγκαστική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος και στα ενισχυμένα κεφάλαια της Εθνικής. Αρκετές βιομηχανίες, και ιδίως οι κλωστοϋφαντουργίες του Πειραιά, προχώρησαν σε επεκτάσεις και καθετοποιήσεις, δανειζόμενες σημαντικά ποσά με υποθήκευση των ακινήτων τους. Η κίνηση αυτή διακόπηκε από την κρίση του 1884-1885, η οποία έπληξε κυρίως τη βιομηχανία του Πειραιά, όπου έκλεισαν σχεδόν τα μισά εργοστάσια. Αυτή η κρίση ήταν η πρώτη, ουσιαστικά, κρίση νέου τύπου στην Ελλάδα και υπήρξε το συνδυασμένο αποτέλεσμα των νομισματικών διαταραχών, της εμπορικής ατονίας που είχαν επιφέρει οι επί δύο χρόνια κακές σοδειές, της χρηματιστηριακής κρίσης στην οποία οδήγησε η έντονη κερδοσκοπία και τέλος της πολιτικής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία ανέστειλε ουσιαστικά τις πιστώσεις της. Υπήρξε τυπική εκδήλωση μιας ανώριμης και εύθραυστης βιομηχανικής δομής, στοίχισε στην ΕΤΕ πολυετείς διαδικασίες πλειστηριασμών για την εκποίηση των ακινήτων που είχαν περιέλθει στην κατοχή της και αποτέλεσε τραυματική εμπειρία για τον επιχειρηματικό κόσμο, που είχε εμπλακεί σε αυτή τη βιομηχανική περιπέτεια. Η εκκαθάριση που έφερε η κρίση, όπως και κάθε κρίση, συνοδεύτηκε από τις πρώτες τάσεις συγκέντρωσης στο βιομηχανικό χώρο, με τη δημιουργία μιας μεγάλης επιχείρησης βαμβακουργίας των αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά, που εξαγόρασε τέσσερις από τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις του κλάδου.
Η ανάκαμψη της βιομηχανίας, το δεύτερο κύμα, εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, κατά την περίοδο αυτή, ευνοεί η συνεχής υποτίμηση της δραχμής, η οποία λειτουργεί προστατευτικά για την εγχώρια παραγωγή, ακριβαίνοντας τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Στα δέκα χρόνια που διήρκεσε η περίοδος υποτίμησης της δραχμής, η ισοτιμία της ως προς το φράγκο μειώθηκε κατά 71%, γεγονός που «υποβοήθησε σημαντικώς την ανάπτυξιν της εγχωρίας βιομηχανίας, η οποία εγνώρισε τότε την πρώτην χρυσήν περίοδον της εξελίξεώς της» (βλ. Zολώτας Ξ., Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως, Αθήναι 1926, σελ. 17 και 157). Όπως σημειώνεται σχετικά: «Τα βήματα ήταν στην αρχή δειλά, οι μορφές ποικίλες: οι συνθήκες είναι τώρα αρκετά διαφορετικές. Η υποτίμηση της δραχμής παρέχει προστασία πολύ πιο σημαντική από εκείνη που μπόρεσαν ως τότε να εξασφαλίσουν τα ελληνικά δασμολόγια. Τη σχετική σπανιότητα εργατικού δυναμικού στις πρώτες δύο δεκαετίες της βιομηχανικής ζωής, όταν στο Λαύριο δούλευαν Ισπανοί και Μαυροβούνιοι και όταν τα εργοστάσια του Πειραιά έφερναν γυναίκες από την Πόλη, έχει τώρα αντικαταστήσει η μακρόσυρτη διαδικασία της αγροτικής εξόδου, της καχεξίας του αγροτικού χώρου και, συνεπώς, η σχετική αφθονία της διαθέσιμης, σε ποικίλους βαθμούς, εργασίας. Αυτή τροφοδοτεί συστήματα οικιακής εργασίας στην πόλη και στην ύπαιθρο, μικρές εποχικές εγκαταστάσεις στις επαρχίες αλλά και τα νέα εργοστάσια στην πόλη» (βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση ... όπ.πρ., σελ. 60-61). Άλλος συγγραφέας επισημαίνει: «Η ανάπτυξη αυτή απέχει από το να είναι αρκετά ισχυρή [...] Ωστόσο, οι ρυθμοί με τους οποίους αναπτύσσεται η βιομηχανία την εν λόγω περίοδο, σε σχέση με αυτούς της δεκαετίας του 1880, είναι αισθητά υψηλότεροι. Η επιτυχία αυτή οφείλεται εν πολλοίς στη δασμολογική προστασία και όχι αναγκαστικά στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων», βλ. Τσουλφίδης Λ., Οικονομική Ιστορία...όπ.πρ., σελ. 199. Το κύμα γενικεύεται από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, αλλάζοντας κυριολεκτικά την όψη ορισμένων πόλεων: οι καμινάδες πληθαίνουν στον Πειραιά, τον Βόλο, την Ερμούπολη, ως ένα βαθμό και στην Πάτρα. Μερικοί κλάδοι ξεχωρίζουν στο δεύτερο αυτό κύμα: Η βιομηχανία κρασιού και οινοπνευμάτων, που ευνοήθηκε από τη διάθεση σταφιδικού παρακρατήματος σε ιδιαίτερα συμφέρουσες τιμές, στρέφεται στις εξαγωγές. Στον χώρο αυτό - που επινόησε το ελληνικό «κονιάκ» - δημιουργήθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της εποχής, όπως ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, οι Ζάννοι ή ο Γεώργιος Ησαΐας. Στον ίδιο χώρο θα εκδηλωθεί, το 1906, και η σημαντικότερη παρέμβαση τράπεζας στη βιομηχανία, με την ίδρυση της εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων από την Τράπεζα Αθηνών. Ο μεταλλευτικός τομέας επεκτάθηκε θεαματικά, καθώς οι νέες τεχνολογίες επέτρεπαν την αξιοποίηση μεταλλευμάτων με χαμηλές περιεκτικότητες αλλά και νέων μετάλλων: 35 ενεργά μεταλλεία με 12.000 εργάτες περίπου και 23 εταιρείες καταμετρά το 1906 η επιθεώρηση μεταλλείων του Υπουργείου Οικονομικών. Η συμμετοχή των μεταλλευμάτων στις εξαγωγές της χώρας, σε όλο και μεγαλύτερες αναλογίες, θα συμβάλει στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Πιο σημαντική είναι η εμφάνιση νέων βιομηχανιών σε κλάδους αιχμής – χημικές βιομηχανίες, τσιμεντοβιομηχανία, ηλεκτρισμός – με τις οποίες επιχειρείται η προσαρμογή στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον. Το εργοστάσιο των λιπασμάτων στη Δραπετσώνα (1909), το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο, το εργοστάσιο ηλεκτρικού στο Φάληρο (1903), τα δύο τσιμεντοποιεία («Τιτάν» στην Ελευσίνα, 1902, ΑΓΕΤ στη Δραπετσώνα, 1907), αποτελούν μερικούς από τους επιφανέστερους εκπροσώπους των κλάδων αυτών. «Πρόκειται, βέβαια, για μικρές νησίδες σε ένα βιομηχανικό νεφέλωμα, όπου επικρατούν οι παραδοσιακοί κλάδοι, οι μικρές μονάδες και η χαμηλή εκμηχάνιση: η βιομηχανία στηρίζεται όλο και περισσότερο στα χαμηλά μεροκάματα, εθίζεται να λειτουργεί με υψηλά ποσοστά εναλλαγής του προσωπικού της και να θεωρεί τη φθηνή εργασία ως το μόνο συγκριτικό της πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό, πράγμα που ασφαλώς επηρέασε αρνητικά την παραγωγικότητα της αλλά και την κοινωνική αποδοχή της. Με τις κινήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που παρατηρούνται από το 1905 και έπειτα, όταν η ανατίμηση της δραχμής ωθούσε σε μείωση του κόστους παραγωγής και σε απόπειρες ελέγχου της εσωτερικής αγοράς, δημιουργήθηκαν και στον χώρο της βιομηχανίας ορισμένοι πόλοι οικονομικής ισχύος και σημαντικές αντιθέσεις, που τροφοδότησαν τις κοινωνικές εντάσεις της εποχής». (βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση ... όπ.πρ., σελ. 61). Για παράδειγμα οι κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες συχνά διεύρυναν την εγχώρια αγορά, επωφελούμενες από τις μεταβολές των καταναλωτικών προτύπων. Παρόλη τη δασμολογική προστασία που εξασφάλισαν, όμως, δεν μπόρεσαν να υποκαταστήσουν αποκλειστικά τις εισαγωγές (βλ. Χατζηιωσήφ Χ., Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία 1830-1940, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993, σελ. 81).

Πατρώνης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, 125-128



2. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

5.4.4 Τα χαρακτηριστικά της βιομηχανίας του 19ου αιώνα
Η πρώτη διαπίστωση από τη μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων, δείχνει ότι μετά από μια πολύ σύντομη περίοδο κατά την όποια τέθηκαν, με σχετικά ταχείς ρυθμούς, οι πρώτες βάσεις του βιομηχανικού ιστού της χώρας, η βιομηχανία στο σύνολο της μοιάζει ανίκανη να εδραιώσει τη θέση της στο εσωτερικό της εθνικής οικονομίας και να περάσει στην ωριμότητα. Η εικόνα που σχηματίζει κάνεις είναι εκείνη, τηρούμενων βεβαία των αναλογιών, μιας βιομηχανικής επανάστασης που ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πορείας αυτής σημειώσαμε παρακάτω: «Εξετάζοντας τον χαρακτήρα των πρώτων βιομηχανιών που δημιουργούνται την περίοδο της «απογείωσης», διαπιστώνουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα τους συγκεντρώνεται σε κλάδους παράγωγης, όπου, τόσο λόγω της φύσης τους όσο και λόγω του είδους των συγκεκριμένων προϊόντων, η προστιθέμενη αξία είναι μικρή και σχετικά αυξημένη η συμμέτοχη της πρώτης ύλης στο κόστος παράγωγης. Αυτή είναι κατεξοχήν η περίπτωση της βιομηχανίας τροφίμων (αλευροβιομηχανία, ελαιουργία κ.λ.π.), αλλά και της ελληνικής βυρσοδεψίας και της νηματουργίας ακόμα, τουλάχιστον αν τη συγκρίνουμε με άλλες βιομηχανίες του ίδιου κλάδου που παράγουν περισσότερο επεξεργασμένα προϊόντα (υφαντουργία ή νηματουργία λεπτών νημάτων). Χαμηλή προστιθέμενη αξία σημαίνει σχετικά μικρά περιθώρια κέρδους, στον βαθμό μάλιστα που η βιομηχανία δεν αγοράζει τις πρώτες ύλες της με ευνοϊκότερους από αλλού όρους: στην περίπτωση μας, τις πληρώνει σε τιμές διεθνούς αγοράς». (βλ. Αγριαντώνη Χρ.,«Η ελληνική βιομηχανία τον 19ο αιώνα...., όπ.πρ., σελ. 398).
Εξάλλου, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν η νεογέννητη ελληνική βιομηχανία έπρεπε να επιταχύνει την ανάπτυξη της για να καλύψει το χάσμα που τη χώριζε από τις ισχυρές βιομηχανίες της Δυτικής Ευρώπης, ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός περνούσε στη φάση που έμεινε γνωστή με το όνομα «Μεγάλη Ύφεση». Ένα από τα κυρία χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι η έντονη και καθολική πτώση των τιμών. Κάτω από την ισχυρή πίεση των χαμηλών τιμών και της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας που πετυχαίνουν άλλες χώρες στους κλάδους των ενδιάμεσων αγαθών, στην Ελλάδα η βιομηχανία μοιάζει να ωθείται όλο και περισσότερο προς τα προϊόντα εκείνα όπου η παραγωγική διαδικασία δεν έχει ακόμα πλήρως βιομηχανοποιηθεί και όπου η σχετικά μεγαλύτερη συμμέτοχη των μισθών στο κόστος συγκρατεί την πτώση των τιμών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την άποψη αυτή, είναι η εξέλιξη της μεταλλουργίας : καταφεύγει στην απλή συναρμολόγηση τελικών προϊόντων, όλο και πιο διαφοροποιημένων, ενώ τα μεγαλύτερα μηχανουργεία του Πειραιά θα βρουν τελικά διέξοδο προς την ναυπηγική, όταν το επιτρέπει η συγκύρια της νέας ανάπτυξης της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας προς το τέλος του αιώνα. Για τους ίδιους λογούς, στην κλωστοϋφαντουργία για παράδειγμα, η νέα ανάπτυξη της περιοδου1887\89-1903\05, κάτω από το καθεστώς της έμμεσης και άμεσης «προστασίας», θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο ύφασμα, ενώ η νηματουργία θα μείνει στάσιμη, «χωρίς να μπορέσει να προωθήσει σημαντικά τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, που είχε ήδη πετύχει στην πρώτη δεκαετία της σταδιοδρομίας της», βλ. Χατζηιωσήφ Χ., Η γηραιά σελήνη... όπ.πρ., σελ. 83. Σε άλλες περιπτώσεις η πορεία θα είναι από το χαρτί στα προϊόντα χαρτιού για παράδειγμα, ή από το φωσφόρο (που εγκαταλείπεται) προς την κατασκευή σπίρτων. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν προς την κατεύθυνση αυτή. Θα μπορούσε όμως να δει κάνεις κάτω από αυτό το πρίσμα ένα γενικότερο φαινόμενο που παρατηρείται την ιδία περίοδο, την παράλληλη ανάπτυξη της μικρής βιοτεχνίας. Το φαινόμενο δεν οφείλεται βεβαία αποκλειστικά στην πίεση των τιμών. Απαντά και σε αλλά δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως η πολυδιάσπαση των κεφαλαίων και η ανελαστικότητα της προσφοράς εργασίας, ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις.
Ωστόσο, η τάση αυτή δεν οφείλεται φυσικά μόνον στις εξωτερικές πιέσεις αλλά και στους εσωτερικούς όρους της συσσώρευσης, όπως το μέγεθος και το κόστος της εργατικής δύναμης, ο χαρακτήρας της εσωτερικής αγοράς και η αξιοποίηση της συγκυρίας προς όφελος των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η κάθε χώρα. Και στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το ελληνικό κράτος του τέλους του 19ου αιώνα, δεν φαίνεται να αξιοποίησε όλα τα πλεονεκτήματα που διέθετε προς όφελος της βιομηχανικής ανάπτυξης. Όπως σημειώνει σχετικά ο Λ. Τσουλφίδης: «Είναι ειρωνικό ότι η καθολική πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων θα μπορούσε να ευνοήσει την ελληνική βιομηχανία, αν αυτή με τη συμβολή του κράτους δημιουργούσε τις αναγκαίες συνθήκες για να ενσωματώσει το μεγάλο πλεονάζον εργατικό δυναμικό που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη σταφιδική κρίση και το οποί οδηγήθηκε μαζικά στη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ. Επιπλέον, η πτώση της τιμής των σιτηρών θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα αναφορικά με τη βιομηχανική παραγωγή, δεδομένου ότι η μειούμενη τιμή του σίτου μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση του κόστους εργασίας και άρα να αυξήσει τα κέρδη των βιομηχάνων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, γιατί η κυβέρνηση υιοθέτησε υψηλό δασμολόγιο για τα σιτηρά, προκειμένου να βοηθήσει τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας να ανταπεξέλθουν στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό», βλ. Τσουλφίδης Λ., Οικονομική Ιστορία ...όπ.πρ., σελ. 199.
Τόσο η στενότητα της εσωτερικής αγοράς, όσο και η σχετική έλλειψη άφθονου και φθηνού εργατικού δυναμικού, θέτουν όρια στις δυνατότητες «οριζόντιας» επέκτασης της βιομηχανίας στους υπάρχοντες κλάδους παράγωγης καταναλωτικών αγαθών. Τα όρια αυτά σε συνδυασμό με τους απαγορευτικούς σχεδόν όρους του ανταγωνισμού την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, δεν επιτρέπουν επέκταση προς τα πίσω, προς τα ενδιάμεσα προϊόντα. Τέλος, όπως είπαμε αρχικά, οι δυνατότητες αύξησης της προστιθεμένης αξίας μέσω της παραγωγής περισσότερο επεξεργασμένων αγαθών, ήταν επίσης περιορισμένες. Παρόλα αυτά, η ελληνική βιομηχανία της εποχής σε πολλές περιπτώσεις αξιοποίησε τις υπάρχουσες δυνατότητες, κατορθώνοντας τουλάχιστον να επιβιώνει, μέσα από τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της μορφολογίας της:
  • Το πρώτο χαρακτηριστικό της μορφολογίας αυτής είναι η πολυδιάσπαση και η ποικιλία. Η Ελλάδα δεν στήριξε την εκβιομηχάνιση της σε κάποια εξειδίκευση σε ορισμένα μόνον προϊόντα, όπως έγινε αλλού. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας γίνεται «παραθετικά», όταν και όπου το επιτρέπουν κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα (οινόπνευμα μετά την σταφιδική κρίση), ή ακόμη, η εμφάνιση σε διεθνές επίπεδο, κάποιων νέων βιομηχανιών που μπορούν να εγκλιματιστούν (τσιμεντοβιομηχανία από τις αρχές του 20ού αιώνα).
  • Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το ίδιο φαινόμενο της ποικιλίας, όπως εμφανίζεται στο εσωτερικό της κάθε βιομηχανίας, δηλαδή η πολλαπλή χρήση της βιομηχανικής εγκατάστασης, που απαντάται κυρίως στις επαρχιακές πόλεις, αλλά και στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Εκεί όπου οι επενδύσεις είναι μεγαλύτερες και απαιτείται πλήρης αξιοποίηση του μηχανικού εξοπλισμού, οι πολλαπλές χρήσεις θα είναι η απάντηση της ελληνικής βιομηχανίας στις περιορισμένες δυνατότητες επέκτασης στο εσωτερικό του ίδιου κλάδου, κατά την οριζόντια ή κατά την κάθετη έννοια. Έτσι, όλοι σχεδόν οι ατμόμυλοι της Πελοποννήσου για παράδειγμα, είναι μαζί και ελαιοτριβεία ή θειοτριβεία, στη Σύρο είναι και μηχανουργεία ή κατεργάζονται τις δεψικές ύλες για την εγχώρια βυρσοδεψία. Τα καρφοβελονοποιεία του Πειραιά και της Πάτρας είναι ταυτόχρονα και σχιστήρια ξύλου ή παγοποιεία.
  • Τέλος, ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η στενή εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας από το εμπόριο. Στην Ελλάδα, οι σχέσεις του εμπορίου με τη βιομηχανία ήταν από την αρχή πολύ στενές. Στους κλάδους όπου η προστιθέμενη αξία είναι χαμηλή (κυρίως στην επεξεργασία αγροτικών πρώτων υλών, σιτάρι, λάδι, οινόπνευμα, αλλά και δέρματα), η βιομηχανική δραστηριότητα δεν μπορεί να αυτονομηθεί σαν διαδικασία συσσώρευσης και, καθώς τα περιθώρια επέκτασης είναι περιορισμένα, παραμένει εξάρτημα της εμπορικής δραστηριότητας, που ασχολείται με τη διακίνηση της πρώτης ύλης. Θα μπορούσε να πει κάνεις ότι, από μια άποψη, η βιομηχανική επένδυση στην περίπτωση αυτή, αποτελεί έναν τρόπο αξιοποίησης του εμπορικού κεφαλαίου στο διάστημα κατά το όποιο αυτό μένει «νεκρό» (βλ. Αγριαντώνη Χρ.,«Η ελληνική βιομηχανία τον 19ο αιώνα...., όπ.πρ., σελ. 403-404).
Ποικιλία, πολλαπλή χρήση του εξοπλισμού, συνδυασμός με εμπορικές δραστηριότητες, είναι μερικές από τις απαντήσεις που έδωσε η ελληνική βιομηχανία στα προβλήματα που έθετε η ίδια η δομή της, οι εσωτερικοί και εξωτερικοί οικονομικοί οροί της περιόδου που εξετάζονται. Αν με τον τρόπο αυτόν κατόρθωσε
να επιζήσει, το τίμημα ήταν, από την άλλη, και για τους ίδιους λόγους, οι εξαιρετικά αργοί ρυθμοί ανάπτυξης, τα χάσματα και οι ασυνέχειές της.

Πατρώνης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, 128-130


Σχόλιο:

Πρόκειται για δυο κείμενα πολύ διαφωτιστικά πάνω στο θέμα της βιομηχανίας. Το πρώτο μάλιστα αναλύει και τον πίνακα που δόθηκε στις Επαναληπτικές του 2003. Ο μαθητής, το επαναλαμβάνουμε, μέσα από την πρόσληψη αναλυτικότερων του βιβλίου γνώσεων μπορεί να ανταποκριθεί, με σιγουριά, στις προκλήσεις των εξετάσεων. Το θέμα του 2003 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αν και όχι το πιο απαιτητικό.


3. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η εμφάνιση νέων βιομηχανιών στην περίοδο 1864-1890 έχει ερμηνευθεί ως απόδειξη μιας σοβαρής πρώτης εκβιομηχάνισης και ως ένδειξη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για παρερμηνεία. Οι νέες βιομηχανικές ίσως ν’ άλλαξαν αισθητά τη στατιστική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, αλλά μια στατιστική χωρίς την κατάλληλη ερμηνεία μπορεί να είναι εξαιρετικά παραπλανητική. Μεταξύ 1886 και 1889 παρατηρείται αναμφιβόλως μια εντυπωσιακή αύξηση από 22 εργοστάσια σε 145, που αντιστοιχεί σε 600% περίπου. Με την ίδια αριθμητική λογική, αν χρησιμοποιηθούν ως βάση τα τρία ή τέσσερα εργοστάσια του 1830, η αύξηση ως το 1889 φτάνει στο αξιοθαύμαστο ποσοστό του 4.000%. Είναι φανερό ότι ποσοστά αυτού του είδους είναι παραπλανητικά, γιατί βασίζονται σε ένα σημείο εκκίνησης που βρίσκεται πολύ κοντά στο μηδέν.
Μια καθαρά ποσοτική αποτίμηση της εξέλιξης, άλλωστε μπορεί να παραπλανήσει και με την έλλειψη κάθε ποιοτικής επιφύλαξης. Στην ειδική αυτή περίπτωση, θα ήταν λάθος να μη ληφθεί υπόψη, πέρα από το ποσοτικό στοιχείο, και η διάρθρωση της αύξησης στον αριθμό των εργοστασίων. Μεταξύ 1875 και 1889, π.χ., παρατηρείται μια αύξηση από 95 σε 145 εργοστάσια. Αλλά από τις 50 νέες μονάδες, οι 44 ήταν αλευρόμυλοι και οι 4 ελαιοτριβεία. Επιπλέον οι περισσότερες εξυπηρετούσαν την σιτοπαραγωγή της Θεσσαλίας και της Άρτας και πολλές «προσαρτήθηκαν» στην Ελλάδα, μαζί με τις επαρχίες αυτές, το 1880. Επομένως η αύξηση δεν δείχνει εκβιομηχάνιση: απλώς κατοπτρίζει την εδαφική επέκταση της χώρας και την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού.
Η εικόνα μεταβάλλεται άρδην κατά τις δεκαετίες 1910 και 1920. Πράγματι, η εγκατεστημένη ιπποδύναμη αυξάνεται από τους 5.500 ίππους το 1893 σε 60.000 το 1920 και 230.000 το 1929. Ο αριθμός των εργοστασίων αυξάνεται από τα 208 εργοστάσια του 1893 ή τα 335 του 1909 σε 2.905 μονάδες το 1920. Τόσο ο αριθμός των εργοστασίων, επομένως, όσο και η ολική ιπποδύναμη δείχνουν ότι η «απογείωση» της ελληνικής βιομηχανίας έγινε όχι πριν, αλλά μετά το 1909 και ιδίως μετά το 1920.
Η μεταβολή αυτή δεν είναι μόνο ποσοτική, είναι και ποιοτική. Γιατί μετά το 1920 έχουν δημιουργηθεί και πολλά εργοστάσια με αυξημένη εργατική δύναμη. Πράγματι ο αριθμός των 2.905 μονάδων του 1920 περιλαμβάνει μόνο τα εργοστάσια με περισσότερους από 6 εργάτες, ενώ αυτή η διάκριση δεν ισχύει για τα προηγούμενα χρόνια. Επιπλέον στο σύνολο του 1920 υπάρχουν και 492 μονάδες με περισσότερους από 26 εργάτες, οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν ένα υψηλό μέσον όρο εργατικής δύναμης: 76 άτομα. Βέβαια αυτή η μέση δύναμη χρειάζεται προσεκτική στάθμιση. Ελάχιστες πολύ μεγάλες μονάδες που απασχολούν εκατοντάδες ή και χιλιάδες εργάτες αυξάνουν πολύ τον μέσο όρο. Αυτό δημιουργεί παραπλανητική εντύπωση για το μέγεθος των εργοστασίων. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά πρέπει να ήταν πολύ πιο κοντά στο όριο των 26 παρά στον μέσο όρο των 76. Παραμένει, όμως, η εμφάνιση αρκετών μεγάλων εργοστασίων σε αυτή την περίοδο και η αύξηση της μέσης εργατικής δύναμης, στοιχεία που δείχνουν μια σοβαρή ποιοτική διαφοροποίηση στην ελληνική βιομηχανία.
Από την άλλη πλευρά οι ποιοτικές αυτές μεταβολές δεν πρέπει να οδηγήσουν και σε αντίθετες εκτιμήσεις, εξίσου ακραίες. Γιατί μπορεί να δείχνουν διαφοροποίηση από το παρελθόν, δείχνουν, όμως, και επίσης και τις ιδιομορφίες αυτής της νεότευκτης ελληνικής βιομηχανίας. Πρόκειται για μια βιομηχανία που, παρά την νεότητα και την αιφνίδια ακμή της, δεν μπορεί και πάλι να συγκριθεί με τους δυτικούς ανταγωνιστές της. Γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα νέα εργοστάσια έχουν πολύ μικρό μέγεθος και λειτουργούν με χαμηλής ποιότητας τεχνολογία. Αυτό είναι εμφανές από τη μέση εργατική δύναμη και τη μέση ιπποδύναμη που απασχολούν.

Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-1909,
σσ. 89-91


4. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Πρώτον, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η Ελλάδα επεκτείνει τα σύνορά της σε μια περιφέρεια πολύ πιο καθυστερημένη από το παλαιό βασίλειο, η οποία ενισχύει τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας και επιδεινώνει τις κοινωνικές συγκρούσεις, χωρίς να λύνει το πρόβλημα της αυτάρκειας στα βασικά είδη διατροφής. Πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ ότι, καθώς δεν υπήρξε αξιοσημείωτος εκσυγχρονισμός της καλλιέργειας, το μεγάλο θεσσαλικό κτήμα διατηρεί ακέραιο το δυναμικό του σε εργατικά χέρια και μάλιστα με τις πιο αρχαϊκές μορφές υπο-απασχόλησης. Επιπλέον, με τους θεριστές που έρχονται από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ή με τους βοσκούς που κατεβαίνουν από τα γύρω βουνά για να ξεχειμωνιάσουν στην πεδιάδα, παρατηρούνται στην περιοχή σημαντικές εποχικές μετακινήσεις πληθυσμού. Οι συνθήκες αυτές δεν ευνοούν την εκβιομηχάνιση στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να στηρίξουν εποχικές μεταποιητικές δραστηριότητες. Έτσι, η βιομηχανική ανάπτυξη της Θεσσαλίας είναι ασήμαντη την εποχή που εξετάζουμε: καμιά δεκαριά ατμόμυλοι, δύο μηχανουργεία, ένα μικρό μεταξουργείο, όλα τούτα συγκεντρωμένα στον Βόλο, αυτό είναι χονδρικά το βιομηχανικό δυναμικό της περιφέρειας στο τέλος του αιώνα. Αντίθετα, επιζεί και αναπτύσσεται η βιοτεχνική παραγωγή, που ανήκει μάλλον στο στάδιο της “πρωτο – εκβιομηχάνισης”: στον Τύρναβο, στην Αγυιά και άλλες μικρές κωμοπόλεις, στους πρόποδες του Κίσσαβου, με μακρόχρονη παράδοση στην κλωστοϋφαντουργία, υπάρχουν στο τέλος του αιώνα χειροκίνητα υφαντήρια, που μπορούν να λειτουργούν με το φθηνό εποχικό εργατικό δυναμικό.
Το δεύτερο σημείο αφορά το σύνολο της οικονομίας: με τους προστατευτικούς δασμούς στο εισαγόμενο σιτάρι ουσιαστικά πραγματοποιόταν μια “αφαίμαξη” εισοδημάτων από το σύνολο του πληθυσμού, και κυρίως του αστικού, πληρωνόταν δηλαδή ένα είδος φόρου στη θεσσαλική υπανάπτυξη. Μαζί με τη σειρά των νέων φόρων που καθιερώθηκαν την τρικουπική εποχή και που επιβάρυναν κυρίως τα αστικά στρώματα, οι δασμοί στο σιτάρι ενίσχυσαν τη φορολογική πίεση, στενεύοντας έτσι τα περιθώρια διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, στην οποία απευθυνόταν η βιομηχανία.

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σσ. 287-288

5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Αυτή η τελευταία επέκταση της σταφιδοκαλλιέργειας είχε ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες, όχι μόνο τη στιγμή της κατάρρευσης, για τους άμεσα πληττόμενους παραγωγούς και εμπόρους, αλλά για την εθνική οικονομία γενικότερα ολόκληρη την περίοδο 1880-1900. Η εθνική οικονομία υπέγραψε ένα ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο σπαταλώντας αλόγιστα το προϊόν της προεξόφλησης. Εξακολούθησε καταχρηστικά να διοχετεύει σημαντικούς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους σε έναν τομέα που δεν ήταν πλέον ο “μοχλός” της οικονομικής ανάπτυξης, όπως την προηγούμενη περίοδο.

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 277


6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Οι ίδιοι ίσως άνθρωποι – ή τουλάχιστον ο ίδιος τύπος επιχειρηματία – που λίγα χρόνια πριν επένδυαν μέρος των κεφαλαίων τους σε κάποιον μικρό ατμόμυλο ή ελαιοτριβείο, ή ακόμα και νηματουργείο, τώρα χτίζουν αυτές τις μεγάλες αποθήκες κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, όπου γίνεται η επιλογή των ποιοτήτων, το ζύγισμα και η συσκευασία της σταφίδας. Όλα τούτα, βέβαια, αρχίζουν τώρα να γίνονται με μηχανικά μέσα, γιατί ο όγκος της παραγωγής που διακινείται, αλλά και η πτωτική τάση της τιμής, απαιτούν οικονομίες σε όλες τις συμπληρωματικές εργασίες. Αλλά, όπως είπαμε, υπάρχουν όρια στις “βιομηχανικές δυνατότητες” της σταφίδας και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι εγκαταστάσεις αυτές, απλά παραρτήματα εξαγωγικών επιχειρήσεων που δουλεύουν επί τρεις ή τέσσερις μήνες το χρόνο, συνέβαλαν στη διαδικασία εκβιομηχάνισης.
Πιο σοβαρό ίσως πλήγμα για την εκβιομηχάνιση, στο σύνολό της, είναι οι νέες πιέσεις που ασκεί στην αγορά εργασίας ή ανανεωμένη ζήτηση εργατικών χεριών στη σταφιδοκαλλιέργεια. Τα μεροκάματα που πληρώνονται για τις εργασίες στα αμπέλια τις εποχές αιχμής φτάνουν τις 4 ως 5 δρχ. τον Μάιο, ξεπερνούν τις 6 από τον Αύγουστο και μετά για τον τρύγο, τις μεταφορές και τη συσκευασία: “Δια τούτο δε πολλοί τεχνίται την τέχνην των, αφ’ ης ολιγώτερον κερδαίνουσιν, αφήσαντες, εργάζονται κατ’ αυτάς εις τας αποθήκας (της Πάτρας)”, διαβάζουμε σε μια εφημερίδα τον Αύγουστο του 1886· αυτή η μικρή φράση λέει πολλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε βιομηχανία, που δεν αντέχει την πολυτέλεια να διακόπτει εποχικά τις εργασίες της.

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σσ. 279-280



Άσκηση: Με βάση το παρακάτω απόσπασμα και τις ιστορικές γνώσεις σας αναφερθείτε στους παράγοντες εκείνους που δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Για να επέλθει εκβιομηχάνιση της οικονομίας έπρεπε να συντρέξουν σχεδόν ταυτοχρόνως, οι εξής τουλάχιστον βασικές προϋποθέσεις (οι οποίες δεν συνέτρεξαν):
• εσωτερική αγορά με ελάχιστο μέγεθος ικανό να τροφοδοτήσει ζήτηση για προϊόντα μεγάλης βιομηχανίας.
• εργατικό δυναμικό διαθέσιμο σε τιμές ανταγωνιστικές διεθνώς (σχετικώς χαμηλά ημερομίσθια)
• παραγωγή ή εισαγωγή τεχνογνωσίας και ύπαρξη του ειδικευμένου προσωπικού που θα την εφαρμόσει.
• κρίσιμη μάζα επενδύσεων σε ευρύ φάσμα βιομηχανικών μονάδων, που να περιλαμβάνει την παραγωγή ενέργειας
• αγορά με επαρκείς εξωτερικούς φραγμούς, φυσικούς ή δασμολογικούς, και με τους ελάχιστους δυνατούς εσωτερικούς φραγμούς, φυσικούς ή φορολογικούς. Τι άραγε σημαίνουν, με απλή λογική, οι προϋποθέσεις αυτές για την ελληνική περίπτωση; Σημαίνουν ότι η εκβιομηχάνιση δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει ούτε πριν από το 1881, όταν σχεδόν όλες αυτές οι προϋποθέσεις ήταν ανύπαρκτες, ούτε μεταξύ 1882 και 1912, οπόταν ήταν ακόμα ανεπαρκείς [...].

Γ. Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920, τόμος Β, σελ. 602.