Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. Β. 9. Τα εθνικά δάνεια. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ



9. Τα εθνικά δάνεια


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 35-37)



Από τα χρόνια της Επανάστασης, ο δανεισμός υπήρξε μία σημαντική παράμετρος της λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό ήταν φυσικό για ένα κράτος που ξεκινούσε από το μηδέν και δεν κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς οργανωμένο δημοσιονομικό σύστημα. Είναι γνωστές οι περιπέτειες των δανείων του Αγώνα στη χρηματαγορά του Λονδίνου καθώς και η σύναψη νέων δανείων, που συνόδευσε την άφιξη των Βαυαρών το 1832. Οι Οθωνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την αποπληρωμή των επαναστατικών δανείων, γεγονός που απομόνωσε τη χώρα από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές ως το 1861.
Η αλλαγή των ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1860 και μετά, οδήγησε αναγκαστικά σε νέο δανεισμό. Οι περιορισμένοι πόροι της χώρας, σε συνδυασμό με τα έκτακτα έξοδα που επέβαλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις, καθιστούσαν αδύνατη την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της.
Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών, καθώς και των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Επίσης μεγάλα ποσά διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν.


Ερμηνευτικό σχόλιο:

Το ζήτημα των εθνικών δανείων αποτελεί κομβικό στοιχείο για την ερμηνεία της νεότερης ιστορίας μας, όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί είναι ευνόητο ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας επηρέαζε σημαντικά την εσωτερική πολιτική σκηνή και τη θέση της στη διεθνή πολιτική σκηνή. Όσον αφορά την οργάνωση και διαχείριση του υλικού που παρέχει το σχολικό βιβλίο, τα εθνικά δάνεια συνδέονται με όλες τις παραγράφους που αφορούν την οικονομία, πιο στενά όμως με τα δημόσια έργα, ιδιαίτερα δε με το σιδηροδρομικό δίκτυο, καθώς και με την πτώχευση του 1893 και τον ΔΟΕ.
Στο κείμενο του βιβλίου επισημαίνεται ότι τα δάνεια ήταν αναγκαία για το ελληνικό κράτος γιατί ξεκινούσε από το μηδέν. Φυσικά, εδώ μιλάμε για εξωτερικό δανεισμό, για δάνεια δηλαδή που αντλούσε το ελληνικό κράτος από το εξωτερικό, κυρίως μέσα από τις ξένες χρηματιστηριακές αγορές. Έτσι, μέχρι το 1861, οι Έλληνες σύναψαν πρώτα τα λεγόμενα δάνεια του Αγώνα, και στη συνέχεια εκείνα συνόδευαν την έλευση των Βαυαρών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, την περίοδο δηλαδή που στη χώρα ξεδιπλωνόταν το τρικουπικό πρόγραμμα δημοσίων έργων, ο δανεισμός πολλαπλασιάστηκε και η Ελλάδα κατέληξε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της. Βέβαια, τα δάνεια αυτά χρησίμευσαν, πέρα από την κατασκευή υποδομών, και για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων, τις στρατιωτικές δαπάνες που προκλήθηκαν από τη συνέχιση των πολέμων ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και για την αποπληρωμή παλαιών δανείων.
Στη συνέχεια θα δούμε κάποια κείμενα που παρουσιάζουν πλευρές ενδιαφέρουσες για την καλύτερη κατανόηση του θέματος. Επαναλαμβάνουμε, ο μαθητής θα πρέπει να κατανοήσει ότι το συγκεκριμένο εγχειρίδιο αποτελεί έναυσμα προσωπικής έρευνας, δεν φιλοδοξεί να δώσει μια πλήρη εικόνα της ιστορικής περιόδου που εξετάζει. Είναι αυτονόητο ότι η προσωπική έρευνα και η αφομοίωση ευρύτερων δεδομένων αποτελούν το κλειδί για την επιτυχία.






ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)


Το συνολικό έλλειμμα των δημοσίων προϋπολογισμών κατά τα έτη 1879-1892 ήταν ίσο με 471 εκ. δραχμές. Το έλλειμμα αυτό τοποθετείται πέρα από κάθε δυνατότητα καλύψεως διά τακτικών εσόδων από το εσωτερικό της χώρας. Μοναδική λύση πλέον ήταν η προσφυγή σε έκτακτες πηγές εσόδων, όπως ήταν ο εσωτερικός και εξωτερικός δανεισμός.
Καθ’ όλη την περίοδο 1879-1893, η Ελλάδα πλήρωσε στους ξένους ως τοκοχρεολύσια (τοκοχρεολύσιο : χρηματικό ποσό το οποίο πρέπει να πληρώνει κάποιος τμηματικά, για να εξοφλήσει το κεφάλαιο που δανείστηκε και τους τόκους που αντιστοιχούν σε αυτό) όσα περίπου είχε λάβει από αυτούς ως δάνεια. Η σημασία των δανείων δεν προκύπτει από το χρηματικό απολογισμό αλλά από τη χρήση που τους γίνεται κατά τη διάρκεια της δανειστικής περιόδου. Τα δάνεια επέτρεψαν στον Τρικούπη, έστω και αν αυτό επρόκειτο να καταλήξει στην πτώχευση του 1893, να πραγματοποιήσει έτσι αυτά που οι περιορισμένες δυνατότητες της χώρας του απαγόρευαν (...) να συντηρήσει έναν κρατικό προϋπολογισμό δυσανάλογα μεγάλο για το εθνικό εισόδημα της χώρας. Η διόγκωση του προϋπολογισμού ήταν ο δείκτης των μεγάλων φιλοδοξιών του Τρικούπη, για τις οποίες και κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ως «μεγαλομανής». Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό ήταν το μέσο που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει ένα μέρος τουλάχιστον της
«μεγαλομανίας» του. Είναι προφανές ότι τα δάνεια του εξωτερικού απέβησαν τελικά ένας παράγων που συνέβαλε στη διεύρυνση (και όχι στην κάλυψη) του ελλείμματος και, δι’ αυτής, στην οικονομική χρεοκοπία του 1893. Τα δάνεια, αντί ν’ αναστείλουν την πτώχευση, την επέσπευσαν. Όμως από την άλλη πλευρά, ο Τρικούπης, χάρη στα δάνεια, επέτυχε κατά την «τρελή δεκαετία» (κατά την έκφραση του Thery), 1882- 1892, να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαιτούμενα χρηματοδοτικά μέσα.

Κ. Βεργόπουλος, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, Αθήνα 1978, σελ. 141, 142, 144.

Σχόλιο: Το πιο πάνω απόσπασμα ρίχνει φως σε οικονομικούς όρους, όπως τοκοχρεολύσιο, ενώ δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα για τα ιλιγγιώδη μεγέθη που είχε αγγίξει ο εξωτερικός δανεισμός, ο οποίος όμως αποτέλεσε μονόδρομο για τα φιλόδοξα σχέδια του Τρικούπη να εκσυγχρονίσει τη χώρα, αφού δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία.

Άσκηση: Αντλώντας στοιχεία από το παραπάνω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να καταγράψετε τα αποτελέσματα του εξωτερικού δανεισμού στην ελληνική οικονομία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.



2. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η παύση πληρωμών ήταν αναπόφευκτη· συνέβη το 1827. Οι ευρωπαίοι ομολογιούχοι άρχισαν έκτοτε να ωρύονται εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων και να κλαυθμηρίζουν ενώπιον των ευρωπαϊκών, απαιτώντας από την Ελλάδα να τους εξοφλήσει εκποιώντας τις εθνικές γαίες- [ …]. Ο αποκλεισμός από τα δυτικά χρηματιστήρια θα διαρκέσει έως το 1878.
Στην ουσία, θα είναι ένας φαύλος κύκλος. Θα τον συνοψίσει επιγραμματικά η βρετανική πρεσβεία πολύ αργότερα, το 1872, σε μια έκθεσή της με τον εύγλωττο τίτλο «Παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος»: [...]Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εμποδίζουν την υλική πρόοδο της Ελλάδος είναι η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει δημόσια έργα για την ανάπτυξη χωρίς την βοήθεια ξένου κεφαλαίου [...] και η δυσκολία δανεισμού ξένου κεφαλαίου λόγω του αποκλεισμού της Ελλάδος από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Από τις πρώτες στιγμές της ανεξαρτησίας, οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας είχαν πλήρη συνείδηση του φαύλου κύκλου. Ήδη από το 1829, ο Καποδίστριας είχε διατυπώσει αίτημα προς τις Δυνάμεις για ένα μεγάλο δάνειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1832, οι Δυνάμεις θα υπολογίσουν οε 60.000.000 χρυσά φράγκα το ποσό που ήταν απολύτως αναγκαίο για τις ανάγκες της χώρας. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο. Το 1832, όμως, με τη Συνθήκη του Λονδίνου που ενθρόνισε τον Όθωνα και εγγυήθηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδος, οι Μεγάλες Δυνάμεις δέχθηκαν να εγγυηθούν και για ένα νέο δάνειο, παραβλέποντας την εκκρεμότητα του δανείου της Επανάστασης. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1843, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν κηρύξει νέα παύση πληρωμών. Έκτοτε και έως το 1878 το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.[… ].

(Δερτιλής, Ιστορία, ο.π. σσ. 192-193)


Σχόλιο: Από το κείμενο του Δερτιλή αντλούμε την πληροφόρηση ότι η πρώτη στάση πληρωμών (επίσημη χρεωκοπία δηλαδή) συνέβη το 1827, προτού δηλαδή καλά καλά αναγνωριστεί από τη διεθνή πολιτική σκηνή η κρατική οντότητα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο αποκλεισμός από τα διεθνή χρηματιστήρια (μέσω των οποίων διενεργείτο ο εξωτερικό δανεισμός) ήταν αναπόφευκτος. Οι ενέργειες του Καποδίστρια για την άρση αυτού του αποκλεισμού ευδοκίμησαν, αλλά δεν υλοποιήθηκαν λόγω της αρνητικής εξέλιξης των γεγονότων με τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Από το σχολικό βιβλίο αντλούμε την πληροφορία ότι ο αποκλεισμός αυτός αποτέλεσε συνέπεια της άρνησης των οθωνικών κυβερνήσεων να αποπληρώσουν τα λεγόμενα δάνεια του Αγώνα. Σύμφωνα με τον Δερτιλή οι Δυνάμεις παρέβλεψαν αρχικά την υποχρέωση αυτή της χώρας. Το 1843 έχουμε τη δεύτερη κήρυξη στάσης πληρωμών. Οι ρυθμοί ανάπτυξης τη δεκαετία του 1860 πρόβαλαν την ανάγκη νέου δανεισμού, σύμφωνα με το βιβλίο, όμως κάτι τέτοιο, όπως επισημαίνεται και από την αναφορά της βρετανικής πρεσβείας, το 1872, δεν στάθηκε εφικτό. Σύμφωνα με τον Δερτιλή, η χώρα ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές μέχρι και το 1878.
Το πιο πάνω κείμενο του Δερτιλή (πηγή από την οποία αντλήθηκαν ουκ ολίγες φορές κείμενα στις εξετάσεις) αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία να εξασκηθεί ο μαθητής σε περιπτώσεις που το σχολικό βιβλίο συμπληρώνεται από το παράθεμα.

Άσκηση: Αντλώντας στοιχεία από το παραπάνω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στις συνέπειες που είχαν τα δάνεια της Επανάστασης στην μετεπαναστατική οικονομία της χώρας.



3. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)


ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΑΝΕΙΟ 1824: Από το ονομαστικό κεφάλαιο των 800.000 λ. στερλινών μόνο οι 454.700 λ. ήταν το ενεργητικό ποσό πού θα δινόταν στην Ελλάδα, αλλά και αυτό μόνο θεωρητικά. Γιατί με την αφαίρεση ποσών για προκαταβλητέους τόκους και χρεόλυτρα δύο ετών και για διάφορες άλλες δαπάνες, προμήθειες και έξοδα, το σύνολο των χρημάτων πού θα δίνονταν στην προσωρινή διοίκηση ανερχόταν σε 298.700 λ. στερλίνες.
Ως προς τη διαχείριση του δανείου στην Αγγλία και τη χρήση του στην Ελλάδα η σύγχρονη ελληνική έρευνα έχει αποδείξει με τα αδιάσειστα στοιχεία των αριθμών ότι κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει την αλήθεια η κατηγορία που εκτοξεύθηκε από τους ξένους και υιοθετήθηκε δουλικά και ανεξέταστα από τους Έλληνες, πως ληστεύθηκε τάχα η αγγλική «δωρεά» στον τόπο μας. Το ελάχιστο, έναντι του ονομαστικού, ποσό πού τελικά έφθασε στην επαναστατημένη χώρα δεν κατασπαταλήθηκε. Βέβαια, μέρος του ισχνού ποσού όχι απλώς χρησιμοποιήθηκε, αλλά ενεργοποίησε την εμφύλια διαμάχη, από την οποία βγήκε τελικά κερδισμένη η αγγλική πολιτική, που με το χρήμα του δανείου εδραίωσε την αγγλοκίνητη παράταξη και έτσι εξασφάλισε την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΑΝΕΙΟ 1825: Το ονομαστικό κεφάλαιο που ανερχόταν σε 2.000.000 λίρες στερλίνες διαιρέθηκε σε 200.000 ομολογίες, 100 λ. στερλ. η καθεμιά, που «δόθηκαν προς 55 ' /2 πάνω στην ονομαστική τους αξία, αποφέροντας καθαρό κέρδος 1.100.000 λ. στερλ. Από το ποσό τούτο κρατήθηκαν για τόκους των δύο πρώτων ετών, χρεόλυτρο ενός έτους, προμήθεια πληρωμής τόκων, προμήθεια μεσιτείας , έξοδα συνομολογήσεως εφ" άπαξ. συνολικά 284 000 λ. στερλ. Συνεπώς το ποσό που τελικά εκκαθαρίσθηκε ανήλθε σε 816.000 λ. στερλ.
Αντί να σταλούν χρήματα και πολεμικό υλικό στους αγωνιζόμενους Έλληνες, παραγγέλθηκαν ατμοκίνητα πλοία σε αγγλικά ναυπηγεία και φρεγάτες στις Η.Π.Α., μισθώθηκαν ξένοι στρατιωτικοί «σωτήρες» και οι ελληνικές ομολογίες παίχθηκαν στο χρηματιστήριο. Το δεύτερο δάνειο γλιστρώντας σε χέρια αισχροκερδών πήρε διαστάσεις κραυγαλέου σκανδάλου ακόμη και σ΄ αυτές τις στήλες του αγγλικού τύπου.
Από το συνολικό καθαρό κεφάλαιο του δεύτερου δανείου ένα κονδύλι 496.220 λ. στερλ. χρησιμοποιήθηκε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, για «δόση, εξυπηρέτηση και απόσβεση. .Έστω και αν εξαιρεθούν οι τόκοι και η προμήθεια, που από τον αγγλικό τύπο χαρακτηρίσθηκαν ως καθαρή αισχροκέρδεια, εξαγορά των ομολογιών αποτελούσε αδιαμαρτύρητη καταλήστευση της ελληνικής περιουσίας.
Ένα άλλο κονδύλι του συνολικού ποσού πού ανερχόταν σε 392.000 λ. στερλ. απορροφήθηκε σε έξω από την Ελλάδα στρατιωτικές δαπάνες: 1) παραγγελία ελαφρών και βαρέων όπλων (77.000 λ. στερλ.)· 2) «παραγγελία ατμοκίνητων πλοίων στην Αγγλία και διοργάνωση ξένου επικουρικού σώματος από τον Κόχραν (160.000 λ. στερλ.) καί 3) παραγγελία φρεγατών στην Αμερική (155.600 λ. στερλ.). Ως προς την πρώτη : μόνον η μερική αποστολή κανονιών στην "Ελλάδα πραγματοποιήθηκε και αυτή πλημμελώς και καθυστερημένη. Ως προς τη δεύτερη : από τα έξι ατμοκίνητα πλοία πού παραγγέλθηκαν σε Άγγλο ναυπηγό — πελάτης του ήταν και ο Ιμπραήμ (!)—μόνον η «Καρτερία», η «Επιχείρηση» και ο "Ερμής" έφθασαν στην Ελλάδα μετά από παρέλευση αρκετού χρόνου, έτσι που μόνον η αποστολή της «Καρτερίας» έκανε αισθητή την παρουσία της στον Αγώνα.
Ως προς την τρίτη: από τις δύο μεγάλες φρεγάτες που παραγγέλθηκαν στις Η.Π.Α., λόγω της καθαρά γκαγκστερικής τακτικής του εμπορικού οίκου που είχε αναλάβει την παραγγελία της κατασκευής, κατορθώθηκε τελικά — και μάλιστα με την επέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ – να αποσταλεί μόνον η μία, αφού πουλήθηκε η άλλη για εξαγορά της πρώτης! Ήταν η περίφημη «Ελλάς» που κατέπλευσε στο Ναύπλιο τον Νοέμβριο πια του 1826. Χονδρικά και ως προς την τρίτη, την αμερικανική παραγγελία, οι Έλληνες και οι απόγονοί τους, χρεωμένοι με το συνολικό ποσό, καταληστεύθηκαν. Από τα αρπακτικά νύχια των Άγγλων και Αμερικανών «φιλελλήνων» κατόρθωσε ή Ελλάδα να απόσπαση κονδύλιο 232.558 λ. στερλ., δηλαδή πολύ πιο λίγο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος!

(Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σσ. 610-611)

Σχόλιο: Απόσπασμα που περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο την "ατυχή" χρήση των δανείων του Αγώνα.



4. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Προκειμένου να εξασφαλίσει την εγγύηση των Δυνάμεων για το δάνειο του 1832/1833, η Ελλάδα ανέλαβε την ρητή υποχρέωση να διαθέτει τις κρατικές εισπράξεις, με απόλυτη προτεραιότητα, στην πληρωμή του χρεολυσίου και των τόκων που είχαν εγγυηθεί οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Αλλά η παύση πληρωμών ανάγκασε τις εγγυήτριες να καταβάλουν εκείνες τα τοκοχρεολύσια. Έτσι μπόρεσαν στο εξής να χρησιμοποιούν το ελληνικό δημόσιο χρέος ως μέσο πολιτικών πιέσεων. Όλες το χρησιμοποίησαν έκτοτε συστηματικά για να επιβάλουν στην Ελλάδα μια εξωτερική πολιτική εναρμονισμένη με τα συμφέροντά τους. Όποτε ήθελαν να ασκήσουν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, οι Δυνάμεις επέσειαν νομική επιχειρηματολογία, υποστηρίζοντας ότι η Συνθήκη του 1832 τους έδινε το δικαίωμα να ελέγχουν τις υπέγγυες τελωνειακές εισπράξεις του Ελληνικού Δημοσίου· και ότι αυτό το δικαίωμα μπορούσαν εν ανάγκη να το ασκήσουν ακόμη και με την βία, καταλαμβάνοντας τα τελωνεία της χώρας.
Κατά καιρούς, το δάνειο χρησιμοποιήθηκε με τον τρόπο αυτόν και από τις τρεις Δυνάμεις· περισσότερο όμως και αποτελεσματικότερα το χρησιμοποίησε η βρετανική κυβέρνηση, ώστε να υπηρετεί την πολιτική της στο Ανατολικό Ζήτημα. Ο θεμελιώδης αντικειμενικός σκοπός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν να ελέγχει μονίμως τον δρόμο των Ινδιών και να ορθώνει αδιαπέραστους φραγμούς στην επεκτατική ορμή των Ρώσων -αργότερα και των Γερμανών-προς τα Βαλκάνια, τον Βόσπορο, την Μεσόγειο και την Ανατολή. Και ένας από τους φραγμούς αυτούς ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν βαθμιαίως, χωρίς να προϋπάρχει μακρόπνοος σχεδιασμός. Όταν οι Δυνάμεις αποφάσισαν να παράσχουν την εγγύησή τους για το δάνειο, δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν την Ελλάδα σε πτώχευση και να την καταστήσουν έρμαιο της πολιτικής τους. Οι αρχικές τους προθέσεις ήταν δυνάμει ευνοϊκές για τα ελληνικά συμφέροντα, έστω και αν υπηρετούσαν ταυτοχρόνως και κυρίως τα δικά τους. Οι βασικοί στόχοι όλων ήταν να στερεωθεί η κεντρική εξουσία, να παταχθούν η ληστεία και η πειρατεία και να ανασυγκροτηθεί η εγχώρια οικονομία. Ωστόσο, ενώ σε τοπικό επίπεδο και οι τρεις «Προστάτιδες» ή, καλύτερα, Εγγυήτριες Δυνάμεις είχαν περίπου κοινές επιδιώξεις, δυνάμει ευνοϊκές για την Ελλάδα, στο διεθνές επίπεδο τα συμφέροντά τους ήταν αντιτιθέμενα και αντικρουόμενα. Η καθεμιά προσπαθούσε βεβαίως να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα στο Ανατολικό Ζήτημα και να αποφύγει οποιανδήποτε δυσμενή εξέλιξη. Αυτά δεν συνέπιπταν πάντοτε με τα ελληνικά συμφέροντα, όπως καλώς ή κακώς τα αντιλαμβάνονταν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Έτσι, η διαμάχη μεταξύ των Δυνάμεων επέφερε μοιραία και την χρήση του δανείου ως μέσου πολιτικής πίεσης ανάλογα με τις εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος. Αυτό ήταν φυσικό. Οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων όφειλαν να υπηρετούν τα ύψιστα κρατικά συμφέροντα των χωρών τους, ακολουθώντας τις επιταγές της πατριωτικής τους συνείδησης και εφαρμόζοντας, βεβαίως, τους αμείλικτους κανόνες της διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας.

Δερτιλής, Ιστορία, ο.π. σσ. 193-194.

Σχόλιο: Στο κείμενο του Δερτιλή περιγράφεται με επιγραμματικό τρόπο η στενή σύνδεση του εξωτερικού δανεισμού με τη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων και ισορροπιών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, το γνωστό Ανατολικό Ζήτημα. Δίνουμε πιο κάτω έναν ορισμό του Αντολικού Ζητήματος.


Ορισμός:

Ανατολικό ζήτημα: Το διπλωματικό ζήτημα που ανέκυψε από την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σήμανε τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διανομή των εδαφών της. Μια πτυχή του ήταν το Ελληνικό ζήτημα.



5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)


ΔΑΝΕΙΑ ΕΠΟΧΗΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Είναι προφανές ότι τα δάνεια του εξωτερικού έγιναν τελικά ένας παράγοντας που συνέβαλε στη διεύρυνση (και όχι στην κάλυψη) του ελλείμματος και μέσω αυτής στην οικονομική χρεωκοπία του 1893. Με άλλα λόγια, τα δάνεια αντί να αναστείλουν την πτώχευση, την επέσπευσαν. Όμως από την άλλη πλευρά, ο Τρικούπης, χάρη στα δάνεια, πέτυχε κατά την «τρελή δεκαετία» (κατά την έκφραση του Thery), 1882-1892, να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαιτούμενα χρηματοδοτικά μέσα ...
«Ακατανόητον μου φαίνεται πως μέχρι του 1890, οι ξένοι κεφαλαιούχοι εδείχθησαν τόσον πρόθυμοι να μας δανείσωσι τοσαύτα εκατομμύρια», γράφει ο Α. Ανδρεάδης. Πραγματικά, απορεί κανείς τι είδους εμπιστοσύνη ήταν αυτή που έδειχναν οι κύκλοι του κεφαλαίου σε ένα κράτος που είχε επανειλημμένα πτωχεύσει στο παρελθόν, που δεν παρουσίαζε καμιά οικονομική σταθερότητα προτιμήσεως των Ευρωπαίων υπέρ της οθωμανικής ακεραιότητας. Ο ίδιος ο Ανδρεάδης επικαλείται τρεις λόγους στην προσπάθειά του να εξηγήσει αυτό το «παράδοξο». Κατά πρώτο, αναφέρει την εμπιστοσύνη των ξένων προς τον Τρικούπη. […]. Στη συνέχεια ο Ανδρεάδης αναφέρει ως δεύτερο λόγο «την περίεργον έλξιν την οποίαν ασκούν γενικώς τα επισφαλή χρεώγραφα» […]. Και τέλος, ο ίδιος αναφέρει τον τρίτο λόγο, ο οποίος στην ουσία είναι και ο μοναδικός: «οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι παρεκινήθησαν να μας δανείσωσι τα εκατομμύρια των λόγω των επικρατούντων εκεί χαμηλών τόκων».
Έτσι, ο τόκος των δανείων ήταν σχετικά χαμηλός, γιατί την ίδια εποχή στην Ευρώπη ήταν κατά 4 με 5 φορές χαμηλότερος. Εξάλλου οι δανειστές, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη για κεφάλαια του ελληνικού κράτους, δέχονταν βέβαια μια μακροχρόνια διορία χρεωλυσίας (75-100 έτη), αλλά επέβαλλαν και μια τιμή εκδόσεως εξαιρετικά χαμηλή. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι δανειστές με φαινομενικό τόκο 5% στην πραγματικότητα αποκαθιστούν το αρχικό τους κεφάλαιο σε λιγότερο από 10 χρόνια και τα συνεχιζόμενα τοκοχρεωλύσια ήταν γι’ αυτούς καθαρό κέρδος. Έτσι, αν δάνειζαν την Ελλάδα το έκαναν γιατί οι άλλες λύσεις στον ευρωπαϊκό χώρο είχαν περιορισθεί. Τα δάνεια δεν έγιναν λόγω της εμπιστοσύνης τους προς την Ελλάδα, αλλά «παρά την έλλειψιν εμπιστοσύνης». Στόχος των δανειστών ήταν να έχουν αποκαταστήσει το κεφάλαιο τους το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ώστε να απαλλαγούν έγκαιρα από τις αγωνίες που τόσο άφθονα τους πρόσφερε ένα κράτος σαν το ελληνικό.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, σ. 79

Σχόλιο: Στο πιο πάνω απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους προβάλλεται η κοινή στους περισσότερους ιστοριογράφους αντίληψη ότι τα εξωτερικά δάνεια επέσπευσαν αντί να αποτρέψουν τη χρεωκοπία. Στη συνέχεια επιχειρείται μια εκτίμηση των λόγων που οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές εμπιστεύονταν μια αγορά σαν την ελληνική, μολονότι γνώριζαν την κακή πορεία των οικονομικών. Ο συντάκτης του παραθέματος στην ουσία υιοθετεί τις απόψεις επί του θέματος του Α. Ανδρεάδη, σύμφωνα με τον οποίο οι λόγοι ήταν τρεις: η αξιοπιστία του Τρικούπη, η υψηλή απόδοση των επισφαλών χρεωγράφων, και, τέλος, οι χαμηλές αποδόσεις των χρηματιστηριακών επενδύσεων στη Δυτική Ευρώπη. Είναι γνωστό και από άλλες αναφορές του σχολικού βιβλίου ότι την εποχή αυτή είχε σημειωθεί κρίση στη δυτική χρηματιστηριακή αγορά, γεγονός εξάλλου που ώθησε και τους Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού να δουν με διαφορετικό μάτι την Ελλάδα.





6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Δεν είναι τυχαίο ότι το 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, η Ελλάδα, αποκλεισμένη ως τότε και επί πέντε σχεδόν δεκαετίες, από τα ξένα χρηματιστήρια και από την εγγυητική κάλυψη των Μεγάλων Δυνάμεων, υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε διακανονισμό των παλαιών χρεών της (δάνεια του 1824, 1825 και 1832), για να μπορέσει να έχει επιτέλους πρόσβαση στα εν λόγω χρηματιστήρια και στον “πακτωλό” των εξωτερικών δανείων. Υπάρχει κάποια σύμπτωση, για να μην πούμε συνενοχή, ανάμεσα στην ανάγκη του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει χρηματοδότηση και στην έγνοια των Ευρωπαίων να απασχολήσουν τα αδρανή κεφάλαιά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι κοινές οι ευθύνες για τις καταχρήσεις που έγιναν τόσο από την πλευρά των πιστωτών (βλέπε π.χ. τους όρους έκδοσης των δανείων ή την “ευκολία” με την οποία τα δάνεια συσσωρεύονται), όσο και από την πλευρά των πιστούχων κυβερνήσεων, στο θέμα της διαχείρισης των δανείων. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αν η υπέρμετρη επιβάρυνση του δημόσιου χρέους οδήγησε αναπόφευκτα “εις την οδόν την ευθέως άγουσαν εις την εν Κωνσταντινουπόλει και εν Αιγύπτω συστηματοποιηθείσαν χρεωκοπίαν”, όπως είχε προβλέψει από το 1879 ο Ιωάννης Σούτσος, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε από την άλλη πλευρά, πώς θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν, χωρίς τα εξωτερικά δάνεια, ορισμένα δημόσια έργα ή η αναδιοργάνωση του στρατού που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις της εποχής.

Χ. Αγριαντώνη, ο.π., σ.σ. 258, 259

Σχόλιο: Ο Αγριαντώνης αναφέρει ο λόγος που οδήγησε τα δυτικοευρωπαϊκά χρηματιστήρια να ξανανοίξουν τις πόρτες τους στην Ελλάδα ήταν η αδράνεια που παρατηρούνταν την εποχή εκείνη. Φυσικά, με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποπληρώσει και τα δάνεια του Αγώνα.




7. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

5.4.7 Τα δάνεια, η χρεωκοπία και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος

Είναι φανερό ότι τέτοιας έκτασης έργα, σαν αυτά που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του Τρικούπη, δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο με εξωτερικό δανεισμό. Ο εξωτερικός δανεισμός ήταν, ακόμη, απαραίτητος και για τις εξοπλιστικές ανάγκες του στρατού, ο οποίος έπρεπε να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση ετοιμότητας στο αβέβαιο σκηνικό της Νότιας Βαλκανικής. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, όταν η ρύθμιση των παλαιών δανείων, με τον συμβιβασμό του 1878, επέτρεψε στην
Ελλάδα να έχει πρόσβαση στα διεθνή χρηματιστήρια, σε μια εποχή ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη διεθνή κίνηση των κεφαλαίων. «Ο Τρικούπης ήταν ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που κατάρτισε διπλό προϋπολογισμό, τακτικό και έκτακτο. Με τον τακτικό εξυπηρετούσε τα έξοδα του δημοσίου κατά υπουργείο και με τον έκτακτο ασκούσε την κυρίως οικονομική του πολιτική, που ήταν η κατασκευή της απαραίτητης υποδομής για την ανάπτυξη της οικονομίας. Τα έξοδα του έκτακτου προϋπολογισμού τα κάλυπτε με τη σύναψη εξωτερικών δανείων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα εξωτερικά δάνεια χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την κατασκευή των δημόσιων έργων: ένα αρκετά μεγάλο μέρος των δανείων απορροφήθηκε από τις στρατιωτικές δαπάνες, όπως η κατάσταση στα Βαλκάνια επέβαλλε», βλ. Παπαθανασόπουλος Κ., «Ναυτιλία, κράτος και πολιτική…όπ.πρ., σελ. 141-142. Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό ήταν συνειδητή επιλογή - και συνηθισμένη άλλωστε διεθνής πρακτική την εποχή εκείνη - των ελληνικών κυβερνήσεων και ιδίως του Τρικούπη, ο οποίος έτρεφε αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τις δυνατότητες της να αποπληρώνει εν καιρώ τα δάνεια, μια αισιοδοξία που ενίσχυε η επέκταση της χώρας, η παρουσία των ομογενών, ο βραχύς ανοδικός κύκλος του 1880-1882 και τα ποικίλα εκκολαπτόμενα επιχειρηματικά σχέδια. «Μεταξύ 1879 και 1890 το ελληνικό κράτος συνήψε οκτώ εξωτερικά δάνεια συνολικού ύψους 630 εκατομμυρίων δρχ., και ακόμη πέντε εσωτερικά δάνεια ύψους περίπου 65 εκατομμυρίων δρχ. Ας σημειωθεί ότι σε όλη την προηγούμενη περίοδο, ύστερα από τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και το δάνειο των 60 εκατομμυρίων προς Όθωνα το 1843, η χώρα δεν είχε συνάψει άλλα εξωτερικά δάνεια ενώ στη μετα-οθωνική περίοδο 1862-1878, το σύνολο των εσωτερικών δανείων δεν ξεπερνούσε τα 130 εκατομμύρια δρχ. Πρόκειται συνεπώς για πολύ σημαντική αύξηση της δανειακής επιβάρυνσης της χώρας, η οποία αναπόφευκτα σήμανε και την ανάλογη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Ο Τρικούπης πράγματι ταυτίστηκε στη λαϊκή συνείδηση της εποχής με την αύξηση των φόρων, οι περισσότεροι μάλιστα από τους οποίους ήταν νέοι έμμεσοι φόροι (επί της κατανάλωσης οινοπνευμάτων, κρασιού και καπνού) και γι’ αυτό κατεξοχήν κοινωνικά άδικοι, σε μια εποχή που δεν φορολογείτο ακόμη το εισόδημα» βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση … όπ.πρ., σελ. 68.
Από το συνολικό ποσό των δανείων, ο Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγισε σε 100 εκατομμύρια τις στρατιωτικές δαπάνες και 120 περίπου εκατομμύρια τα ποσά που διατέθηκαν για τα δημόσια έργα – σιδηρόδρομους και δρόμους. Τα υπόλοιπα, δηλαδή περίπου τα μισά από το καθαρό προϊόν των δανείων, διατέθηκαν για την κάλυψη έκτακτων δαπανών, για την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και για την ίδια την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Φαίνεται, επίσης, ότι ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους οφειλόταν σε καταναλωτικές δαπάνες και ένα πολύ μικρότερο μέρος του σε επενδυτικές δαπάνες, οι οποίες ούτως ή άλλως ήταν σε έργα υποδομής και, άρα, ήταν μακροχρόνιας απόδοσης, βλ. Βεργόπουλος Κ., Κράτος και οικονομική… όπ.πρ. σελ. 141-146. Την ίδια άποψη και ο Ν. Σβορώνος, που σημειώνει: «Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση των εσωτερικών δανείων ή για τη βελτίωση της κατάστασης ορισμένων σημαντικών τραπεζών. Μόνο 6% χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικά έργα. Η εξόφληση του δανείου αυτού απορροφούσε το 40%-50% των κρατικών εσόδων», βλ. Σβορώνος Ν., Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 292. Οι όροι των δανείων επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος. Όλα εκδίδονταν κάτω του αρτίου: από το ονομαστικό κεφάλαιο των 630 εκατομμυρίων το κράτος εισέπραξε μόνο 459 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια να κυμαίνονται μεταξύ 5,5-8,2% αντί των ονομαστικών 4-6% που ήταν ήδη υψηλότερα από τα τρέχοντα στην Ευρώπη. Εν όψει των δανείων, ο Τρικούπης συνήθιζε να παίρνει προκαταβολές από τις τράπεζες (Εθνική, ΓΠΤ και Ηπειροθεσσαλίας) με υψηλότερα επιτόκια. Οι τράπεζες επιπλέον πραγματοποιούσαν υψηλά κέρδη και από τις μετατροπές των δανείων που εγκαινιάσθηκαν μετά το 1887 και με τις οποίες εξοφλούνταν στο άρτιο οι τίτλοι των δανείων, που είχαν αγορασθεί σε χαμηλές τιμές. Τέλος, η υποτίμηση της δραχμής, ήδη από το 1885, αλλά με μεγαλύτερη ένταση από το 1890 και έπειτα, κατέστησε τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις δυσβάστακτες για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι η χώρα μακροχρόνια δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Ο Τρικούπης επιδίωξε την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους και, μετά την αποτυχία των προσπαθειών του τον Δεκέμβριο του 1893, διατύπωσε από το βήμα της Βουλής την περίφημη φράση «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Αυτό σήμαινε στάση πληρωμών των χρεολυσίων του κράτους και περιορισμό στην πληρωμή τόκων στο 30% των οφειλομένων. Επίσης, η πτώχευση που κηρύχθηκε σήμαινε:
 Πρώτον, αποκλεισμό της Ελλάδας από καινούργιο δανεισμό και
 Δεύτερο, δέσμευση σημαντικών μελλοντικών εσόδων της προκειμένου να πληρωθούν οι πιστωτές της.
Οι διαπραγματεύσεις με τους κατόχους των ομολογιών των ελληνικών δανείων υπήρξαν άγονες επί τέσσερα χρόνια ενώ οι ξένοι ομολογιούχοι εξοργίζονταν και από το γεγονός ότι τα εσωτερικά δάνεια εξαιρέθηκαν από τον διακανονισμό αυτό. Τελικά, μετά την ήττα του 1897, η Ελλάδα (κυβέρνηση Α. Ζαΐμη) αναγκάστηκε να δεχθεί την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου - θεσμού που είχε εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες σε πτώχευση - τη δημιουργία της ΔΟΕ (Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής Commission Financière Internationale), από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, η οποία θα επέβλεπε την καταβολή αποζημίωσης στην Τουρκία και την είσπραξη προσόδων για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της χώρας. Η ΔΟΕ ανέλαβε την είσπραξη εγχώριων προσόδων (φόροι, μονοπώλια, χαρτόσημα, έσοδα τελωνείων κ.λπ.) για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ η όλη εκκαθάριση, αλλά και η καταβολή της τουρκικής αποζημίωσης, διευκολύνθηκε με την έκδοση εγγυημένου από τις Δυνάμεις δανείου 170 εκατομμυρίων, υπό την εποπτεία της.
Με δεδομένα όσα καταγράφηκαν παραπάνω, η Ελλάδα φαίνεται να αποχαιρετά τον «μακρύ» 19ο αιώνα με τους χειρότερους οιωνούς: οικονομική χρεωκοπία (1893), στρατιωτική ήττα και Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897), σταφιδική κρίση στις νότιες επαρχίες και αδιέξοδο με τα τσιφλίκια στη Θεσσαλία, βιομηχανική στασιμότητα και δημογραφική αφαίμαξη από την υπερπόντια μετανάστευση. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από αυτή τη ζοφερή εικόνα, μια σιωπηρή ανάταξη της οικονομίας διαπιστώνεται στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν καταγράφεται μια αναμφισβήτητη πρόοδος και μια βελτίωση όλων των δεικτών: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετά τη μείωση της δεκαετίας του 1890, ανέβηκε κατακόρυφα στα χρόνια 1910-11. Η σταφιδική κρίση ξεπερνιέται σταδιακά με τη δημιουργία της «Προνομιούχου», η βιομηχανία επεκτείνεται, η εμπορική ναυτιλία γίνεται ατμοκίνητη και αναπτύσσει διεθνείς δραστηριότητες, οι τράπεζες επεκτείνονται σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, όπως και οι ελληνικές επιχειρήσεις που κυριαρχούν στα μεγάλα λιμάνια-εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη). Οι επιδόσεις των δημοσιονομικών μεγεθών θα ξεπεράσουν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, φαινόμενο στο οποίο συμβάλλει και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος: «Η δημοσιονομική πειθαρχία την οποία επέβαλε ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος μπορεί να δυσχέραινε τη χρηματοδότηση της στρατιωτικής ανασυγκρότησης, στο βαθμό φυσικά που κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό χωρίς πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και να περιόριζε τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους, αλλά από την άλλη πλευρά δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια πιο συγκροτημένη και ορθολογική αντιμετώπιση των δημοσίων δαπανών». Βλ. Κωστής Κ., Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013.
Στις παραμονές των βαλκανικών πολέμων, με την προώθηση του εκχρηματισμού της οικονομίας, την επέκταση των εμπορευματικών καλλιεργειών και την ανάπτυξη των εσωτερικών συγκοινωνιών, έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό ο σχηματισμός μιας ενιαίας εθνικής αγοράς στα βασικά αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα. Στην αγορά του χρήματος, η ενοποίηση του εθνικού χώρου είναι πλήρης για το συνάλλαγμα και έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό για τα επιτόκια. Η ενοποίηση της εθνικής αγοράς αύξησε την πίεση πάνω στις παλιές παραγωγικές σχέσεις και, παράλληλα με τη μετανάστευση προς το εξωτερικό, εμφανίζονται σε μεγαλύτερη έκταση σχέσεις μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία, τα μεταλλεία, τη ναυτιλία και τις νέες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. «Τα χρηματικά περισσεύματα μπορούν πλέον να λειτουργούν σε μεγαλύτερη έκταση ως κεφάλαιο και σχηματίζονται στις τράπεζες και τη βιομηχανία ισχυροί πόλοι συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Η διόγκωση των αστικών κέντρων, η διάδοση της μέσης και της ανώτερης εκπαίδευσης θέτουν στη διάθεση των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων ικανά στελέχη και έναν αρκετά αποδοτικό κρατικό μηχανισμό. Οι προϋποθέσεις για την ομαλή διοικητική ενσωμάτωση των Νέων Χωρών μετά τους βαλκανικούς πολέμους δεν δημιουργήθηκαν από το μηδέν στη διάρκεια της διετούς διακυβέρνησης των Φιλιλευθέρων, αλλά είχαν οικοδομηθεί προοδευτικά στο διάστημα των προηγούμενων γενεών» βλ. Χατζηιωσήφ Χ., Η γηραιά σελήνη… όπ.πρ., σελ. 66-67.

Β. Πατρώνης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, σελ. 133-135

Σχόλιο: Αναλυτικότατη παρουσίαση του θέματος του εξωτερικού δανεισμού, με καλή αναφορά και στη σχετική βιβλιογραφία.



8. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

ΔΑΝΕΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ - "ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΑΙΕΣ"

Το αίτημα της διανομής της "εθνικής γης" στις ασθενέστερες τάξεις ήταν μέσα στις καρδιές των επαναστατημένων μια έντονη προσδοκία, που την τροφοδοτούσαν οι συνταγματικές επαγγελίες και τα ψηφίσματα των Συνελεύσεων. Η άρχουσα τάξη ήταν φυσικό να θεωρή ότι η "εθνική γη" ανήκει στη διοίκηση, στο δημόσιο, εφόσον η διοίκηση κατά το μέγιστο μέρος ήταν κάτω από τον έλεγχό της.
...
Η αλήθεια είναι ότι η διανομή της εθνικής γης ήταν ανέφικτη, εξαιτίας της πραγματικότητας που είχε να αντιμετωπίση η προσωρινή Διοίκηση. Πκευση﷽﷽﷽﷽﷽φησα να χρησιμοποιηθεί οι ξένοι﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ των αλληλέγγυων εγγυητών έναντι των δανειστών﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ίως, η πιεστέρα από το γεγονός ότι τα "εθνικά κτήματα" ήταν το μοναδικό ουσιαστικά περιουσιακό στοιχείο της εξουσίας, η όλη διάρθρωση του υποτυπώδους κράτους, η εξοντωτική μορφή του πολέμου, η έλλειψη κτηματογραφικών κριτηρίων και, κυρίως, η πιεστική παρουσία των ισχυρών του χρήματος και των όπλων, κάθε άλλο παρά ομαλοί όροι ήταν για να επιχειρηθή μια διανομή, έστω και εικονικά, δίκαιη. Εξάλλου η δημοσιονομική άποψη της ρευστοποιήσεωςς που επικράτησε ήταν φυσιολογική για τη διεξαγωγή ενός αγώνος, που στο κάτω κάτω η επιτυχία του δεν ήταν εξασφαλισμένη.  Κάτω από τέτοιες συνθήκες η οικονομική πολιτική ήταν μοιραίο να ενεργήση και αντιπαραγωγικά και αντιλαϊκά.
... Σοβαρά μέτρα για τη διανομή άρχισαν να παίρνωνται από τον Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για πραγματοποίηση του αιτήματος, την εξακρίβωση της έκτασης των "εθνικών κτημάτων". Στόχος του ήταν να αξιοποιηθή η περιουσία αυτή του έθνους για τη θεμελίωση των οικονομικών βάσεων του κράτους και την επίλυση άμεσων αναγκών. Σχεδίαζε να διανείμη τα κτήματα αυτά σε ακτήμονες καλλιεργητές, ώστε να δημιουργηθεί μια τάξη μικροκαλλιεργητών, που θα απέβαινε παραγωγικό στοιχείο για την εθνική οικονομία...
Τα ψηφίσματα των εθνικών συνελεύσεων κατά τη διάρκεια του αγώνος ακολούθησαν την άποψη να μην εκποιηθή η γη που περιήλθε στους Έλληνες, αλλά να υπόκειται σε υποθήκευση με την έννοια της εγγυητικής βάσεως σε περίπτωση συνάψεως εξωτερικών δανείων, οπότε οι Έλληνες αναλάμβαναν σαν έθνος την ευθύνη των αλληλέγγυων εγγυητών έναντι των δανειστών. Τη ρήτρα αυτή δεν την άφησαν αχρησιμοποίητη οι ξένοι.
Θεμελιακό τεκμήριο, που αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της  δημοσιονομικής  χρήσεως της "εθνικής γης" κατά την Επανάσταση, αποτελούν τα δάνεια που συνήψε η προσωρινή Διοίκηση και κυρίως τα εξωτερικά. Από την έναρξη του Αγώνος οι επαναστατικές κυβερνήσεις, σταθμίζοντας την οικονομική πραγματικότητα και αντιλαμβανόμενες ότι δεν θα μπορούσε να συντηρηθή η εξέγερση χωρίς ικανή εξωτερική βοήθεια, έστειλαν αντιπροσώπους σε πολλά μέρη της Ευρώπης, για να ανιχνεύσουν το έδαφος και την  προθυμία δανειοδοτήσεως. Ως εγγυητική βάση θα υποθηκεύονταν τα εθνικά κτήματα και οι Έλληνες σαν έθνος θα αναλάμβαναν αλληλέγγυα την ευθύνη του χρέους.

ΙΕΕ, τόμ. ΙΒ', σελ. 610

Σχόλιο: Στο πιο πάνω απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, επισημαίνεται η υπονόμευση οποιασδήποτε πρόθεσης να διανεμηθούν οι εθνικές γαίες στους ακτήμονες Έλληνες, λόγω της υποθήκευσής τους στη διαδικασία του εξωτερικού δανεισμού.