Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ. 5. Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος, Σχολιασμός, ανάλυση κειμένων


Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


5. Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 26-29)

Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το θέμα της δημιουργίας κεντρικής τράπεζας, αλλά και τραπεζικού συστήματος αντάξιου εκείνων που λειτουργούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τις κυβερνητικές ανάγκες, τη διαχείριση του κρατικού δανεισμού, την έκδοση χαρτονομίσματος κ.λπ., αλλά θα έδινε λύση στο χρόνιο πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας. Θα εξασφάλιζε δηλαδή στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τα απαραίτητα κεφάλαια με όρους οργανωμένης αγοράς και όχι τοκογλυφίας.
Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων.
Το μεγάλο βήμα έγινε το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια για την ίδρυσή της προήλθαν κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Οι κύριοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν ο κεφαλαιούχος Εϋνάρδος, το ελληνικό κράτος (20% του αρχικού κεφαλαίου), Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες της διασποράς, ξένες προσωπικότητες από το χώρο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Θεμελιωτής της και πρώτος διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Στις επόμενες διευρύνσεις του κεφαλαίου της Τράπεζας άρχισαν να μετέχουν κεφαλαιούχοι, έμποροι κυρίως, του ελληνικού χώρου (Σκουζές, Ράλλης κ.λπ.). Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.
Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Η Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου.
Από τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα τραπεζικά και ασφαλιστικά ιδρύματα στη χώρα. Τα πιο σημαντικά απ' αυτά ήταν η Ιονική Τράπεζα (ιδρύθηκε το 1839 στα υπό αγγλική κατοχή τότε Ιόνια νησιά), η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η Γενική Πιστωτική Τράπεζα, η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως κ.λπ.


Ερμηνευτική σημείωση:

Το παρόν κεφάλαιο σχετίζεται άμεσα με τα κεφάλαια Γ. 1. Το αγροτικό ζήτημα (σελ. 45, ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας) και Γ. 8. (σελ. 53, Η Τράπεζα Ελλάδος), αλλά και έμμεσα με το σύνολο των θεμάτων που αναφέρονται στην Οικονομία της εποχής (Εμπόριο, Βιομηχανία, Εξωελλαδικό κεφάλαιο κ.λπ.). Η συγκεκριμένη θεματική, θεωρούμε ότι θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από τους μαθητές ενόψει των εξετάσεων. Εξάλλου, απαιτεί συνδυαστικές γνώσεις, ενώ και η οικονομική ορολογία καθιστά τη θεματική ακόμη πιο δύσκολη στην κατανόησή της.
Ειδικότερα, όσον αφορά το κεφάλαιο που αναλύουμε στις γραμμές πιο κάτω, το σχολικό βιβλίο θεωρεί ότι η ίδρυση τραπεζών ήταν στους άμεσους κυβερνητικούς σχεδιασμούς από πολύ νωρίς, αφού πέρα από τις άμεσες κρατικές ανάγκες (έκδοση χαρτονομίσματος, κ.λπ.), θα ικανοποιούσε τις δανειακές ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας, που μαστιζόταν από την τοκογλυφία. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια λειτουργούσε με πρωτόγονους όρους. Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία ήταν, όπως είδαμε, κατεξοχήν γεωργική, οι πιστώσεις συνδέονταν κατά κύριο λόγο με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων και τις εξαγωγές της σταφίδας. Τον ρόλο του πιστωτή έπαιζαν συνήθως οι έμποροι, οι οποίοι στην ουσία εκμεταλλεύονταν τους παραγωγούς, αφού στην πράξη προαγόραζαν την επικείμενη παραγωγή τους με δυσμενείς όρους. Οι υπόλοιποι κλάδοι της οικονομίας ήταν σχεδόν αποκλεισμένοι από τις πιστώσεις, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι όποιες επιχειρηματικές τους πρωτοβουλίες. Οι προσπάθειες για την άρση αυτών των στρεβλώσεων δεν απέβλεπαν στην άρση της τοκογλυφίας, αλλά μάλλον στη δημιουργία ενός παράλληλου, πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Το μεγάλο βήμα γίνεται το 1841 με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας, πρώτος διοικητής της οποίας υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Βασική πηγή εσόδων της τράπεζας ήταν η έκδοση χαρτονομίσματος για λογαριασμό του Κράτους, το οποίο με τη σειρά του φρόντισε να επιβάλει την κυκλοφορία του. (Πρόκειται για τον λεγόμενο εκχρηματισμό της οικονομίας, όρο που θα συναντήσουμε σε επόμενα κεφάλαια, που σημαίνει τη σταδιακή επιβολή των τραπεζογραμματίων, των χαρτονομισμάτων δηλαδή, ως μέσο συναλλαγής, σε μια οικονομία που παρέμενε ως ένα βαθμό ανταλλακτική, οι συναλλαγές δηλαδή γίνονταν με ανταλλαγή προϊόντων). Έτσι, η Εθνική Τράπεζα εξαπλώνεται και σε άλλες πόλεις πέρα από την Αθήνα και βοηθά στην αντιμετώπιση της τοκογλυφίας. Από τη δεκαετία του 1860 και μετά συστήνονται κι άλλα πιστωτικά ιδρύματα, τα κυριότερα από τα οποία είναι η Ιονική Τράπεζα, η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η Γενική Πιστωτική Τράπεζα, και η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως.


ΟΡΙΣΜΟΣ

Εκδοτικό δικαίωμα: Το μεγάλο πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η δυνατότητά της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους.


ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)


5.4.5 Το τραπεζικό σύστημα
Από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ού, η Εθνική Τράπεζα αποτελεί τον κύριο οργανισμό τραπεζικής πίστης στην Ελλάδα, η οποία μονοπωλεί όχι μόνο την προεξοφλητική ή υποθηκική πίστη, αλλά διατηρεί επίσης και το εκδοτικό προνόμιο. Με αυτό το δεδομένο, κάθε προσπάθεια αναφοράς στο γενικότερο πλαίσιο αλλά και στα ειδικότερα χαρακτηριστικά του πιστωτικού έργου κατά την περίοδο αυτή, δεν μπορεί να χωριστεί από τη δραστηριότητα της ΕΤΕ. Όμως, η νέα εποχή που άρχισε να σηματοδοτείται από τη δεκαετία του 1870 και εντεύθεν για το σύνολο της οικονομίας, σήμανε μια αλλαγή εποχής και για τον τραπεζικό χώρο:
  • ·  Κατά πρώτο λόγο, από την εποχή αυτή «κρίθηκε απαραίτητη μια ενεργητικότερη παρέμβαση από την πλευρά του κράτους στη νομισματική διαχείριση. Έτσι, για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία της χώρας ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών χρηματοδοτήθηκε με την έκδοση χρήματος από τις εκδοτικές τράπεζες», βλ. Στασινόπουλος Γ., «Νόμισμα και τράπεζες», στο Κωστής Κ.-Πετμεζάς Σ. (επιμ.), Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001, σελ. 391.
  • ·  Κατά δεύτερο λόγο, η δημιουργία νέων τραπεζών έθεσε τέλος στη μονοκρατορία της Εθνικής Τράπεζας και έβαλε τις βάσεις του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος – μια διαδικασία που έμελλε να ολοκληρωθεί με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το 1928.
Οι Έλληνες της Διασποράς διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της. «Συμβολικά, η περίοδός μας οριοθετείται με την εγκατάσταση στην Αθήνα δύο πολύ σημαντικών οικονομικών παραγόντων του ελληνισμού των παροικιών: του Ανδρέα Συγγρού στο ένα άκρο, του μεγαλοτραπεζίτη της Πόλης, ο οποίος εγκαινίασε ουσιαστικά την κίνηση των ομογενών προς την Ελλάδα το 1872, και του Εμμανουήλ Μπενάκη στο άλλο άκρο, του μεγαλοεπιχειρηματία της Αλεξάνδρειας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα στα 1908. Πολλές χειρονομίες ήταν κοινές στις κινήσεις αυτές, όπως η επαφή με τα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας ή η οικοδόμηση των μεγάρων στο βόρειο μέτωπο της λεωφόρου Κηφισίας. Ωστόσο ανάμεσά τους είχε μεσολαβήσει μια μικρή κοσμογονία. Η είσοδος των ομογενειακών κεφαλαίων προκάλεσε ένα μικρό σεισμό στα 1870-1880 ενώ η Αθήνα της εποχής του Μπενάκη είχε πλέον διαμορφώσει επαρκείς μηχανισμούς υποδοχής» (βλ. Αγριαντώνη Χρ., Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση ... όπ. πρ., σελ. 63). Η εγκατάσταση Ελλήνων τραπεζιτών και χρηματιστών της Κωνσταντινούπολης στην Αθήνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 αποτέλεσε, λοιπόν, την απαρχή μιας ευρύτερης διαδικασίας αναδιάταξης των συσχετισμών ανάμεσα στην Ελλάδα και τον παροικιακό ελληνισμό, που οδήγησε εν τέλει στην αναβάθμιση του εθνικού κέντρου, στην ανάδειξη δηλαδή της Αθήνας ως κέντρου επιχειρησιακής δράσης των Ελλήνων κεφαλαιούχων της Διασποράς (βλ. Κωστής Κ. – Τσοκόπουλος Β., Οι τράπεζες στην Ελλάδα, 1898-1928, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1988). Οι πρώτες κινήσεις, όπως μαρτυρεί ο Συγγρός στα απομνημονεύματά του, φαίνεται να σχετίζονται με τις νέες συνθήκες που άρχισαν να επικρατούν στο δανεισμό του οθωμανικού δημοσίου, όπου η εμφάνιση των ευρωπαϊκών τραπεζών σήμανε το τέλος της χρυσής εποχής για τους «σαράφηδες» του Γαλατά. (βλ. και Συγγρός Α., Απομνημονεύματα, Τόμοι 2 Αθήνα 1908). Σε μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, οι παράγοντες αναδίπλωσης στην Ελλάδα θα πρέπει να συσχετιστούν με ευρύτερες διεργασίες που συντελούνταν στον παροικιακό ελληνισμό, τόσο στο οικονομικό επίπεδο, με την πίεση που ασκούσε η επέκταση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, όσο και, κυρίως, στο πολιτισμικό, με την εντατικοποίηση των διαδικασιών εθνικοποίησης στις χώρες υποδοχής.
Οι ομογενείς της Κωνσταντινούπολης, με τη συνεργασία και άλλων παροίκων (από την Οδησσό και αλλού), θα ιδρύσουν τρεις νέες τράπεζες στην Ελλάδα. Η Γενική Πιστωτική Τράπεζα (ΓΠΤ) ιδρύθηκε στο τέλος του 1872 από όμιλο επιχειρηματιών περί τον Ανδρέα Συγγρό (Παπούδωφ, Θεολόγης κ.ά), και τον Μάιο του 1873 ιδρύθηκε η Τράπεζα Βιομηχανικής Πιστώσεως (ΤΒΠ) (από τους Μπαλτατζή, Ζωγράφο, κ.ά). Ο κύκλος θα συμπληρωθεί με την ίδρυση της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας, που ιδρύθηκε και πάλι από τον Συγγρό το 1882 και εξασφάλισε το πολυπόθητο εκδοτικό προνόμιο στις νέες επαρχίες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. (βλ. Δερτιλής Γ., Το Ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980). Εκτός από την Ηπειροθεσσαλική, οι άλλες δύο τράπεζες επιδίωκαν να εφαρμόσουν στην Ελλάδα το γαλλικό πρότυπο της τράπεζας επιχειρήσεων (banque d’affaires), να αναλαμβάνουν δηλαδή συμμετοχές ή χρηματοδότηση επιχειρήσεων κάθε λογής και ιδίως βιομηχανικές. Τελικά όμως, η εμβέλειά τους θα είναι περιορισμένη. Οι τοποθετήσεις και οι πιστώσεις τους απορροφήθηκαν ουσιαστικά από τις σιδηροδρομικές εταιρίες και τα δημόσια έργα της εποχής και συγχρόνως διαδραμάτισαν τον οικείο τους ρόλο του ενδιάμεσου στα δάνεια του ελληνικού δημοσίου. Και οι τρείς τράπεζες θα διαγράψουν έναν κύκλο ζωής 20-30 ετών. Η ΓΠΤ θα υποκύψει πρώτη στην κρίση και την ύφεση της περιόδου 1885-1893 και θα κλείσει το 1893. Η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας θα συγχωνευτεί το 1899 με την Εθνική. Μακροβιότερη η ΤΒΠ, που κατόρθωσε να εκκαθαρίσει τις ζημιές της κρίσης και επέζησε ως το 1905, οπότε εξαγοράσθηκε από την Τράπεζα Αθηνών.
Πραγματική «τομή» στην ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θεωρείται, όμως, η ίδρυση της Τράπεζας Αθηνών το 1893 (βλ. Κωστής Κ. – Τσοκόπουλος Β., Οι τράπεζες στην Ελλάδα... όπ.πρ.), με πυρήνα το τραπεζικό κατάστημα του Κωνσταντινουπολίτη Αντ. Καλλέργη, και με τη συνδρομή του Αλ. Λαμπρινούδη, που είχε διατελέσει διευθυντής της εταιρείας των αδερφών Ράλλη στις Ινδίες και άλλων επιχειρηματιών. Το 1896, η Αθηναϊκή απορρόφησε το τραπεζικό κατάστημα του Ιωάννη Πεσμαζόγλου στην Αλεξάνδρεια - ο οποίος και διηύθυνε την τράπεζα ως τον πρόωρο θάνατό του 1906 - και από εκεί και πέρα άρχισε η διεύρυνση των εργασιών της στον παροικιακό ελληνισμό. Η ΤΑ υπήρξε η πρώτη τράπεζα καταθέσεων (Banque de dépôts) στην Ελλάδα, διέθεσε νέου τύπου πιστώσεις στις επιχειρήσεις (δάνεια με ενέχυρο εμπορευμάτων), συμμετείχε σε σημαντικές βιομηχανικές εταιρείες και ανοίχτηκε στη χρηματοδότηση της αγοράς ατμόπλοιων από τους Έλληνες εφοπλιστές, στις συμμετοχές σε βιομηχανικές εταιρείες αλλά και στην είσοδο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας, το 1904, την συνεργασία της με τη γαλλική Banque de l’Union Parisienne ενώ το 1906 εξαγόρασε την Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως. Η δυναμική άνοδος στο τραπεζικό στερέωμα της ΤΑ (της πρώτης τράπεζας που προσανατόλισε τη δραστηριότητά της προς τον ιδιωτικό τομέα), προκάλεσε φυσικά αίσθηση και τις αναγκαίες απαντήσεις: «Το 1904 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ανατολής, από την Εθνική Τράπεζα και τη γερμανική National Bank für Deutschland, επίσης με στόχο τη διείσδυση στην Ανατολή (η συνεργασία των δύο ιδρυτικών τραπεζών δεν ευοδώθηκε όμως, τελικά) ενώ, μετά το θάνατο του Πεσμαζόγλου, η ΕΤΕ θα εκδηλώσει διαθέσεις απορρόφησης της Αθηναϊκής - κάτι που θα συμβεί όμως μόνο στην δεκαετία του 1950. Ακολούθησαν άλλες δύο τράπεζες, που έμελλε να εξελιχθούν σε σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα τον 20ο αιώνα, η Λαϊκή Τράπεζα του Διονυσίου Λοβέρδου (1906) και η Εμπορική Τράπεζα (1907). Η περίοδος λήγει κάπως άδοξα για την Τράπεζα Αθηνών, που κλονίστηκε από την αιγυπτιακή κρίση του 1908 και τους ενδοτραπεζικούς ανταγωνισμούς» (βλ. Αγριαντώνη Χρ., «Η Ελληνική Οικονομία. Η συγκρότηση ... όπ.πρ., σελ. 68).
Συμπερασματικά, η περίοδος αυτή σηματοδοτεί μεταξύ άλλων και την ανάπτυξη και εν πολλοίς την κυριαρχία του πιστωτικού τομέα στην ελληνική οικονομία. Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι, παρότι από τη δεκαετία του 1870 αρχίζουν να λειτουργούν τραπεζικά ιδρύματα δίπλα στην ΕΤΕ και στην Ιονική Τράπεζα (που δραστηριοποιείται ως επί το πλείστον στα Ιόνια και έχει την έδρα της στο Λονδίνο) και παρά την κεντρική θέση που κατέχει η ΕΤΕ στον πιστωτικό χώρο, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «τραπεζικό σύστημα» με την κλασσική έννοια του όρου. Και αυτό, γιατί τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη Κεντρικής Τράπεζας με δικαιοδοσίες ρύθμισης και ελέγχου του πιστωτικού συστήματος και την ανάληψη του ρόλου του δανειστή ύστατης προσφυγής, σε περιπτώσεις μεμονωμένων περιστατικών ή γενικευμένης κρίσης. Από την άλλη, είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε ότι οι τράπεζες που ιδρύονται από το ομογενειακό κεφάλαιο στις δεκαετίες του 1870 και του 1880, είχαν ως κύριο σκοπό τους να συμμετάσχουν στα κρατικά επενδυτικά εγχειρήματα: «Όσες από αυτές ανέπτυξαν προνομιακές σχέσεις με το κράτος (όπως η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας), κατάφεραν να καθιερωθούν και να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στα οικονομικά δρώμενα. Οι υπόλοιπες (όπως η Γενική Πιστωτική Τράπεζα και η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως), που η δραστηριοποίησή τους κατευθύνθηκε προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, διαδραμάτισαν περιθωριακό ρόλο και οδηγήθηκαν σε μαρασμό. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε, κυρίως, με βάση το εκδοτικό προνόμιο και τα δάνεια προς το κράτος». (βλ. Στασινόπουλος Γ., «Νόμισμα και τράπεζες ...όπ.πρ. σελ. 398). Αν και υπάρχουν ποικίλες εκτιμήσεις ως προς τον ρόλο της πρώτης αυτής ομάδας των ομογενειακών κεφαλαίων στην Ελλάδα, είναι μάλλον βέβαιο ότι, παρά τις αναστατώσεις που προκάλεσαν αρχικά, με την αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας, την εντύπωση του «εύκολου χρήματος» και τις κερδοσκοπικές τάσεις που υπέθαλψαν, μακροπρόθεσμα διεύρυναν τους ορίζοντες της τοπικής επιχειρηματικότητας, αλλά και συνέβαλαν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Πατρώνης Βασίλης, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, 130-131

Σχόλιο:

Ο Πατρώνης, αρχικά επισημαίνει τον κυρίαρχο ρόλο της Εθνικής Τράπεζας στο πιστωτικό σύστημα, αφού πέρα από την κυριαρχία στη διαχείριση των πιστώσεων προς την οικονομία, διατηρούσε το μεγάλο προνόμιο να εκδίδει το χαρτονόμισμα της χώρας. Αυτή η μονοκρατορία αμφισβητήθηκε σιγά σιγά με την ίδρυση καινούργιων τραπεζών. Στη διαδικασία αυτή κομβικό ρόλο διαδραμάτισαν οι φορείς του λεγόμενου εξωελλαδικού ομογενειακού κεφαλαίου, και πιο συγκεκριμένα ο Ανδρέας Συγγρός, μεγαλοτραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, μεγαλοεπιχειρηματίας της Αλεξάνδρειας που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1908. Είναι σαφής η σύνδεση που γίνεται με το εξωελλαδικό κεφάλαιο, το οποίο, όπως είναι γνωστό, άρχισε να επενδύει στην Ελλάδα περί τα τέλη του αιώνα, λόγω της χρηματιστηριακής κρίσης στην Ευρώπη και του αναδυόμενου εθνικισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που δεν ευνοούσε πλέον την αλλοεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα. Γι' αυτό τονίσαμε ήδη από την αρχή του κεφαλαίου ότι το εν λόγω κεφάλαιο συνδέεται με το σύνολο των κεφαλαίων που αφορούν την οικονομία. Πέρα από τα παραπάνω, ο Πατρώνης, εδώ παραθέτει και σχετική μαρτυρία του Ανδρέα Συγγρού, σύμφωνα με την οποία οι νέες συνθήκες στο οθωμανικό τραπεζικό σύστημα είχαν σηματοδοτήσει το τέλος της χρυσής εποχής για το ομογενειακό κεφάλαιο της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που επίσης συνετέλεσε στη στροφή του ομογενειακού κεφαλαίου προς την Ελλάδα.
Ακολούθως, ο Πατρώνης μνημονεύει τα σημαντικότερα τραπεζικά σχήματα που γεννήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία, όμως, επικεντρώθηκαν κυρίως στη χρηματοδότηση δημοσίων έργων (όπως της κατασκευής του σιδηροδρόμου) και του ρόλου του διάμεσου στον δημόσιο δανεισμό, για να αποδειχτούν θνησιγενή.
Η τομή για τον Πατρώνη σημειώνεται με την ίδρυση της Τράπεζας των Αθηνών, το 1893, η οποία, παρότι στο τέλος κατέρρευσε λόγω του τραπεζικού ανταγωνισμού και της αιγυπτιακής κρίσης του 1908, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω επέκταση του τραπεζικού συστήματος.
Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι το τραπεζικό σύστημα κατά την εν λόγω περίοδο δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή εικόνα που έχουμε για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι τράπεζες συνδέθηκαν κυρίως με την έκδοση χαρτονομίσματος και τον δανεισμό του Κράτους. Γι' αυτό κι όσες δραστηριοποιήθηκαν αποκλειστικά, ή κύρια, στον ιδιωτικό τομέα, δεν μπόρεσαν να αντέξουν. Τέλος, η κρίση του για το εξωελλαδικό κεφάλαιο είναι μάλλον θετική, αφού βλέπει μακροπρόθεσμες ωφέλειες από τη δραστηριοποίησή του στη χώρα, παρά τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα που έδειξε βραχυπρόθεσμα.



2. ΚΕΙΜΕΝΟ

Ε.Τ.Ε. - Βιομηχανία
Η ΕΤΕ δεν δημιούργησε λοιπόν εξειδικευμένες σχέσεις με τη βιομηχανία· οι βιομήχανοι που συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πελάτες της έχουν δικαίωμα στις ίδιες πιστώσεις, όπως και οι άλλοι επιχειρηματίες, έμποροι ή ιδιοκτήτες (εμπορικές πιστώσεις - προεξόφληση - πιστώσεις ανοιχτού λογαριασμού ή απλά ενυπόθηκα δάνεια) και υπόκεινται στους ίδιους καταναγκασμούς που απορρέουν από τις μεταστροφές της πολιτικής της Τράπεζας. Η διοίκηση του μεγάλου πιστωτικού οργανισμού μοιάζει ελάχιστα διατεθειμένη να “ποντάρει” στη λογική και την προοπτική του βιομηχανικού κέρδους. Το 1871, ο Σταύρος Χρυσός, ο ερμουπολίτης αλευροβιομήχανος, έχει ήδη στη διάθεσή του πίστωση ανοιχτού λογαριασμού 150.000 δρχ., ποσό πολύ σημαντικό για την εποχή. Όταν όμως ζήτησε τότε ένα απλό δάνειο 100.000 δρχ. για δέκα χρόνια, η κεντρική διοίκηση αρνήθηκε. Μάταια υποστήριξε το αίτημά του ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Ερμούπολης, γράφοντας μάλιστα για τον σπάνιο αυτό βιομήχανο, ότι “…λόγω της προσωπικής αξίας και ατομικής ικανότητος αυτού (…) εις χείρας (του) το ζητούμενον ποσόν ταχέως θέλει πολλαπλασιασθεί δια των κερδών, όσα εξ αυτού θέλει προσπορισθεί…”.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, πρέπει τάχα να συνάγουμε ότι η ΕΤΕ δεν έπαιξε κανένα ρόλο στις απαρχές της εκβιομηχάνισης, εκτός βέβαια από τη γενική συμβολή της στην επιτάχυνση των ανταλλαγών και τη διάδοση των νέων μέσων πληρωμής.

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 172

3. ΚΕΙΜΕΝΟ

Η Τράπεζα έπεται του σχηματισμού των περιουσιών, δεν τον προκαταλαμβάνει. Έτσι μόνο μετά την εγκατάσταση του εργοστασίου και την έναρξη της λειτουργίας του αποφασίζει να παραχωρήσει την αιτούμενη πίστωση, και βέβαια όχι πάντοτε. Η ΕΤΕ δεν έδειξε να συγκινείται από εκκλήσεις επιχει-ρήσεων που βρίσκονταν ακόμα στα χαρτιά.

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 173

4. ΚΕΙΜΕΝΟ

Κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 η Τράπεζα παίρνει ενεργό μέρος στην οικονομική ανάπτυξη, που επιταχύνεται - ή, σωστότερα, απογειώνεται - την εποχή αυτή. Υποστηρίζεται από την ανάπτυξη αυτή, και την υποστηρίζει με τη σειρά της· παρέχει το απαραίτητο υπόβαθρο στις συναλλαγές, διευκολύνει την επιτάχυνση και τον εμπλουτισμό της οικονομικής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό είναι επίσης παρούσα στις απαρχές της εκβιομηχάνισης, έμμεσα και άμεσα. Έμμεσα, με την ανάπτυξη όλων γενικά των εργασιών της. Και άμεσα, με το μηχανισμό της προεξοφλητικής πίστης, από τον οποίο επωφελούνται οι περισσότερες βιομηχανίες (πίστης που τροφοδοτεί τα κεφάλαια κίνησης και παρέχεται, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, με χαμηλότερο επιτόκιο από εκείνο της αγοράς), αλλά και με τη χορήγηση μεσοπρόθεσμων πιστώσεων σε ορισμένες βιομηχανίες. Οι τελευταίες αυτές πιστώσεις συχνά επέτρεψαν στις επιχειρήσεις, κυρίως σε όσες πιστοδοτήθηκαν αρκετά χρόνια πριν από την κρίση, να αντιμετωπίσουν τις πρώτες δυσκολίες, εγγενείς σε κάθε νέα και χωρίς προηγούμενη εμπειρία επιχείρηση, και να σταθεροποιήσουν τη θέση τους. Αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή. Αλλά η ΕΤΕ δεν μπόρεσε - ή δεν θέλησε - να “κατασκευάσει” ένα εργαλείο ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες της βιομηχανίας, όπως άλλωστε αυτή η τελευταία δεν θέλησε - ή δεν μπόρεσε - να γίνει ανεξάρτητος και κυρίαρχος τομέας της οικονομίας και να αποσπαστεί με σαφήνεια από τους άλλους (από το εμπόριο, για παράδειγμα).

Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 176, 177

5. ΠΗΓΗ

Τράπεζες - Βιομηχανία - Ε.Τ.Ε.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του δίδυμου τράπεζα - βιομηχανία
Μια ευρύτατη και γόνιμη σκέψη πρυτάνευσε στο σύνολο των ενεργειών της τράπεζας: η Διεύθυνση προσπάθησε να δημιουργήσει τις οικονομικές προϋποθέσεις και να διαδώσει το συνεταιριστικό πνεύμα ως μέσον για την ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας. Η Διεύθυνση στρέφοντας τα βλέμματά της προς τις περιοχές της χώρας εντυπωσιάστηκε από το μέγεθος του πλούτου με τον οποίο η φύση είχε προικίσει πολλά τμήματα του εδάφους τους. Αλλά συγχρόνως αντιλήφθηκε ότι τις περισσότερες φορές οι ιδιοκτήτες και των πιο πλούσιων ορυχείων και των πιο χρήσιμων και θαυμάσια οργανωμένων εργοστασίων, δεν είχαν τα αναγκαία οικονομικά μέσα για να αναπτύξουν την παραγωγή τους… Η Διεύθυνση σκέφτηκε ότι η κατάσταση αυτή θα έπρεπε να θεραπευθεί και ότι ο δανεισμός και η στήριξη αυτών των επιχειρήσεων με κεφάλαια της τράπεζας βρισκόταν μέσα στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της.

Απόσπασμα από την έκθεση των πεπραγμένων
της βελγικής τράπεζας Societé Générale στα 1836

6. ΚΕΙΜΕΝΟ

Αυτή η πρώτη εμπειρία (ή “μαθητεία”) της ΕΤΕ στη βιομηχανική πίστη (ο όρος χρησιμοποιείται συμβατικά) και το αντίστροφο, δηλαδή η “μαθητεία” των βιομηχάνων στον τραπεζικό δανεισμό, υπήρξε εντελώς αποτυχημένη.
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 313

Άσκηση:
Αφού μελετήσετε τα παραπάνω κείμενα (2-6) και με βάση τις γνώσεις σας να προσδιορίσετε τον ρόλο των τραπεζών στην ανάπτυξη της βιομηχανίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και να επισημάνετε ομοιότητες και διαφορές.



ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΠΗΓΩΝ

Διαβάστε προσεκτικά τις παρακάτω πηγές και, σε συνδυασμό με τις ιστορικές σας γνώσεις, απαντήστε στις ερωτήσεις:
α. Ποιοι λόγοι καθιστούσαν αναγκαία τη δημιουργία κεντρικής τράπεζας στην Ελλάδα;
β. Ποιοι συνέβαλαν στο αρχικό κεφάλαιο της τράπεζας και πως διευρύνθηκε ο κύκλος εργασιών της;

Τέλος, θα αναφερθούμε σε έναν τρίτο μηχανισμό απορρόφησης μέρους του αγροτικού πλεονάσματος: πρόκειται για την τοκογλυφία που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Όπως σημειώνει ο Πολύζος, η τοκογλυφία κυριαρχούσε παντού με την ανοχή των κυβερνήσεων και τη συνδρομή των δικαστηρίων που δεν έβαζαν όριο στον τόκο. Πραγματικό, η νομοθεσία με βάση το ρωμαϊκό-βυζαντινό δίκαιο δεχόταν απεριόριστο τόκο και δεν αναγνώριζε το εθιμικό δίκαιο που τον είχε περιορίσει στο 13% (...) Οι τοκογλύφοι που αποτελούσαν ένα ακόμα συστατικό στρώμα της ελληνικής αστικής τάξης, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, υφαρπάζοντας το μερίδιο τους από το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής και ωθώντας την σε εμπορικοποίηση, συχνά δεν ήταν άλλοι από τους τοπικούς άρχοντες, τους εμπόρους, ακόμα και τους πλούσιους χωρικούς. Οι φόροι, τα εμπορικά κυκλώματα και η τοκογλυφία αποτελούν έτσι τις κύριες μορφές που συμπορεύονται με την αυξανόμενη ενσωμάτωση των ανεξάρτητων μικροκαλλιεργητών στο εκχρηματισμένο εμπορικό σύστημα (...)

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα: 1830-1922, σελ. 93

Όπως σημειώθηκε ήδη κατά την οθωνική περίοδο υπήρχε έλλειψη κεφαλαίων· και τούτο γιατί οι ανάγκες για ρευστό κεφάλαιο ήταν μεγαλύτερες από το προσφερόμενο κεφάλαιο και επειδή οι τόκοι  ήταν υπερβολικά υψηλοί φτάνοντας το 20 – 24% για δάνεια με εγγύηση ακίνητη περιουσία,  36 – 50% για δάνεια με προσωπική εγγύηση. Πρέπει εντούτοις να τονιστεί: α) ότι ακίνητη περιουσία,  όπως κτήματα, κτίρια, δέντρα, και κινητή περιουσία ή πρώτες ύλες αποτελούσαν μορφές κεφαλαίου που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν για παραγωγικούς σκοπούς (σταφιδοκαλλιέργεια και ναυπηγική)· β) ότι η έλλειψη  ρευστού κεφαλαίου στην Ελλάδα προκαλούσε την εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό· γ) ότι υπήρχαν στη χώρα περισσότερα ρευστά κεφάλαια από όσα  υποθέταμε ως τώρα.  Αν και δεν είναι δυνατόν ακόμη να τεκμηριωθεί η παρουσία του εγχωρίου κεφαλαίου, φαίνεται ότι αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο, ίσως σημαντικό, στην σταφιδοκαλλιέργεια, στην ανοικοδόμηση και στη ναυπηγία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα συνεπώς που αντιμετώπιζε η βασιλική κυβέρνηση ήταν η κινητοποίηση των κεφαλαίων που υπήρχαν. Σ Καποδίστριαε αντίθεση με την κυβέρνηση του Καποδίστρια, απέφυγε να θεσπίσει και να καθορίσει νόμιμο ύψος τόκων κι άφησε ελεύθερο τον δανεισμό να διαμορφώνεται σύμφωνα με τη φερεγγυότητα του δανειζόμενου και την μορφή της προσφερόμενης εγγυήσεως.  Ο νόμος περί δανείων (11 Αυγούστου 1836) ευνοούσε τον δανεισμό και συνέβαλε στη μετέπειτα πτώση των τόκων...
Σύντονες επαφές και διαπραγματεύσεις με ξένους τραπεζιτικούς οίκους οδήγησαν τελικά στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας...
Με βασιλικό διάταγμα της 30 Μαρτίου 1841 ιδρυόταν η Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα, ιδιοκτησία μιας εταιρείας μετόχων. Το αρχικό της κεφάλαιο, 5.000.000 δρχ., θα διετίθετο σε 5.000μετοχές των 1.000 δρχ. Τουλάχιστον 1.000 μετοχές θα αγόραζε το κράτος. Την Τράπεζα θα διοικούσε επιτροπή που θα εκλεγόταν σε γενική συνέλευση μετόχων, αλλά τις επιχειρήσεις της θα ήλεγχε βασιλικός επίτροπος. Η Τράπεζα είχε το δικαίωμα να εκδώσει τραπεζογραμμάτια που δε θα ξεπερνούσαν τα 2/5 της αξίας των κεφαλαίων της. Το αρχικό της κεφάλαιο έφθασε σε 1.468.000 δρχ. και οι 1.500μετοχές της αγοράστηκαν από το κράτος (600), από τον τραπεζιτικό οίκο του Εϋνάρδου (300), από τους αδελφούς Ζωσιμάδες (250), από το βασιλιά Λουδοβίκο Β' (200) και τον Κ. Βράνη (150). Πρώτος της διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ', σελ. 103-104

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

α) Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το θέμα της δημιουργίας κεντρικής τράπεζας, αλλά και τραπεζικού συστήματος αντάξιου εκείνων που λειτουργούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τις κυβερνητικές ανάγκες, τη διαχείριση του κρατικού δανεισμού, την έκδοση χαρτονομίσματος κ.λπ., αλλά θα έδινε λύση στο χρόνιο πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας. Θα εξασφάλιζε δηλαδή στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τα απαραίτητα κεφάλαια με όρους οργανωμένης αγοράς και όχι τοκογλυφίας.
Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων.
Το πόσο έντονο ήταν το πρόβλημα της τοκογλυφίας γίνεται σαφές κι από τις πληροφορίες που μας δίνει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), ο οποίος τονίζει πως η διαιώνιση του φαινομένου οφειλόταν στην ανοχή που έδειχνε τόσο η κυβέρνηση όσο και τα δικαστήρια, τα οποία, μάλιστα, δεν έβαζαν όριο στον τόκο. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το εθιμικό δίκαιο δέχεται περιορισμό του τόκου στο 13%, τα δικαστήρια ακολουθούσαν το ρωμαϊκό-βυζαντινό δίκαιο που δεχόταν απεριόριστο τόκο. Άμεση συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν να επιτρέπεται στους τοκογλύφους να υφαρπάζουν μέρος του πλεονάσματος της αγροτικής παραγωγής.

β)  Το μεγάλο βήμα έγινε το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια για την ίδρυσή της προήλθαν κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Οι κύριοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν ο κεφαλαιούχος Εϋνάρδος, το ελληνικό κράτος (20% του αρχικού κεφαλαίου), Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες της διασποράς, ξένες προσωπικότητες από το χώρο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Θεμελιωτής της και πρώτος διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Στις επόμενες διευρύνσεις του κεφαλαίου της Τράπεζας άρχισαν να μετέχουν κεφαλαιούχοι, έμποροι κυρίως, του ελληνικού χώρου (Σκουζές, Ράλλης κ.λπ.). Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.
Σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες της Εθνικής Τράπεζας, από το κείμενο Β αντλούμε την πληροφόρηση ότι της παρεχόταν το δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, τα οποία όμως δεν θα ξεπερνούσαν τα 2/5 της αξίας των κεφαλαίων της. Με το αρχικό της κεφάλαιο, επομένως, να φτάνει τα 1.468.000 δραχμές, προκύπτει πως σε πρώτη φάση το εκδοτικό της δικαίωμα παρέμεινε σχετικά περιορισμένο.
Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Η Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου.