Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. 2. Η διαμόρφωση νέων δεδομένων κατά την Επανάσταση. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων

2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1821 - 1936)

Α. Εξωτερικός Προσανατολισμός και πελατειακές σχέσεις (1821-1843)



2. Η διαμόρφωση νέων δεδομένων κατά την Επανάσταση


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 60-63)


Όσο οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι, σε γενικές γραμμές τηρούσαν κοινή στάση απέναντι στον κατακτητή. Όταν άρχισε η εκδίωξη των Τούρκων, άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ τών μέχρι τότε ομονοούντων. Το βασικότερο ζήτημα αφορούσε το ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Μια σειρά γεγονότων, που σχετίζονται με τη διαμόρφωση διαφορετικών απόψεων για το ζήτημα αυτό, οδήγησαν σ’ ένα προστάδιο διαμόρφωσης των πρώτων πολιτικών κομμάτων. Τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ως πληρεξουσίου του αδελφού του Αλεξάνδρου, Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό την ανάληψη της ηγεσίας της Επανάστασης. Όταν ο Δημ. Υψηλάντης έφτασε στην Ύδρα, οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη ορίσει από μόνοι τους κυβερνητικά όργανα τοπικής εμβέλειας. Ο Υψηλάντης θέλησε να επιβάλει ένα δικό του "Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου", που θα του επέτρεπε να συγκεντρώσει τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στα χέρια του. Οι πρόκριτοι δεν το αποδέχθηκαν και με δυσκολία αποσοβήθηκε η σύρραξη. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών δεν είχε ως αντικείμενο μόνο το ποιος θα κατείχε πραγματικά την εξουσία, αλλά αφορούσε και τη δομή τού υπό ίδρυση κρατικού οργανισμού. Ο Υψηλάντης πρότεινε τη δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να εξασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για τη συνέχιση του αγώνα και η πειθαρχία στο στράτευμα. Θεωρούσε ότι οι τοπικιστικές τάσεις αποτελούσαν εμπόδιο για την οργάνωση του Αγώνα. Οι πρόκριτοι, έχοντας διαφορετικές επιδιώξεις, ήθελαν να είναι όλοι υπεύθυνοι για όλα. Συγκροτήθηκαν λοιπόν οι πρώτες παρατάξεις.
Το "Προσωρινόν Πολίτευμα" της Επιδαύρου, το πρώτο σύνταγμα της Επανάστασης, ψηφισμένο από την Α΄ Εθνοσυνέλευση, έδωσε το 1822 λύση στο πρόβλημα της ηγεσίας του Αγώνα, με τον αντιαπολυταρχικό χαρακτήρα του και τη θέσπιση πολυαρχικής εξουσίας. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατόρθωσε να γίνει ρυθμιστής της κατάστασης, έχοντας εξασφαλίσει για τον κύκλο του και για τους προκρίτους την εξουσία, ενώ αγνοήθηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης. Έτσι δημιουργήθηκε ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων.
Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, το 1823, ο ανταγωνισμός για την εξουσία πήρε μεγάλες διαστάσεις. Συγκροτήθηκαν δύο ισχυρά κόμματα, των προκρίτων και των κλεφτοκαπεταναίων. Οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη μετά τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες. Τη δύναμή τους αυτή προσπάθησαν να εκμηδενίσουν οι πρόκριτοι, υποστηρίζοντας ότι η ηγεσία της επανάστασης ανήκει σε εκείνους που ξέρουν να κάνουν πολιτικούς χειρισμούς. Οι κλεφτοκαπεταναίοι αντέτειναν ότι η εξουσία ανήκει σ’ εκείνους που διεξάγουν τον πόλεμο. Οι πρόκριτοι κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια τους, καταλαμβάνοντας εκείνοι τις κυβερνητικές θέσεις. Ακολούθησε διχασμός, καθώς κυριάρχησαν οι προσωπικές φιλοδοξίες, το φατριαστικό και τοπικιστικό πνεύμα. Ο διχασμός εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο κατά το πρώτο εξάμηνο του 18245. Μετά την επικράτηση των προκρίτων, η διαμάχη τελείωσε με αμνηστία. Το δεύτερο εξάμηνο του 1824 δημιουργήθηκαν νέα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τα οποία συγκροτήθηκαν με τοπικιστικά κριτήρια. Το ένα αποτελούσαν Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και στρατιωτικοί, και το άλλο Υδραίοι και Σπετσιώτες, υποστηριζόμενοι από Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, πρωτοφανής σε αγριότητα, τελείωσε με νίκη των νησιωτών. Κατά το 1825, στο στρατόπεδο των νικητών άρχισε να διαμορφώνεται το μελλοντικό αγγλικό (υπό τον Μαυροκορδάτο) και το γαλλικό (υπό τον Κωλέττη) κόμμα. Γύρω απ’ αυτά τα κόμματα, καθώς και από ένα τρίτο, το ρωσικό, συσπειρώθηκαν οι πληρεξούσιοι στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση.
Η ύπαρξη των πρώτων κομμάτων ήταν πλέον δεδομένη. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την κίνηση του Καποδίστρια να επανδρώσει ένα συμβουλευτικό όργανο, το "Πανελλήνιον", με αντιπροσώπους και των τριών παρατάξεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί εσωτερική ειρήνη.
Τα πρώτα τρία ελληνικά κόμματα ονομάστηκαν το καθένα (από τους αντιπάλους του) με το όνομα μίας μεγάλης Δύναμης. Το όνομά τους υπονοούσε ότι επρόκειτο για κέντρα εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Δυνάμεων αυτών στον ελληνικό χώρο. Έχει υποστηριχθεί ότι τον πυρήνα αυτών των κομμάτων αποτελούσαν ευνοούμενοι των ξένων προξενείων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, γύρω από τους οποίους συσπειρώθηκαν και άλλοι, οι οποίοι προσδοκούσαν να εξασφαλίσουν μετεπαναστατικά εύκολη προσωπική ανέλιξη και προστασία από τους αντιπάλους. Η άποψη όμως αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Η στάση των κομμάτων δεν διαμορφωνόταν από τις επιλογές των Δυνάμεων αλλά από τις επιδιώξεις σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το υπό δημιουργία κράτος, οι οποίες ήταν συχνά αντίθετες προς τις επιδιώξεις των Δυνάμεων.


Ερμηνευτική σημείωση:

Με την έναρξη του επαναστατικού αγώνα τέθηκαν επί τάπητος και τα οργανωτικά προβλήματα των επαναστατημένων περιοχών (στρατιωτικά, διοικητικά, οικονομικά, κ.ά.). Από πολύ νωρίς φάνηκαν οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στους φορείς των ηγετικών τάξεων του Ελληνισμού, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση σημειώθηκε με την άφιξη του Δημ. Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας στην Ύδρα, όπου οι σχεδιασμοί του ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με τις βλέψεις της παραδοσιακής ηγετικής ομάδας της Πελοποννήσου. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της οργανωτικής πρότασης του Υψηλάντη απορρίφθηκε από τους προκρίτους, οι οποίοι είχαν συμφέρον να διατηρηθεί ένα καθεστώς πολυαρχίας. Το καθεστώς αυτό, τελικά, αποτυπώθηκε στα άρθρα του πρώτου επαναστατικού Συντάγματος, του γνωστού "Προσωρινού Πολιτεύματος" που ψηφίσθηκε από την Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, το 1822. Κυρίαρχος παίχτης στο πολιτικό παιχνίδι αναδείχτηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος στηρίχθηκε κι έτσι ευνόησε τους προκρίτους. Ο παραμερισμός, όμως, του Κολοκοτρώνη και του Υψηλάντη δημιούργησε ρήγμα στις σχέσεις στρατιωτικών και προκρίτων, με οδυνηρά, όπως θα δούμε αποτελέσματα. Η αντιπαλότητα αυτή πήρε τη μορφή της διεκδίκησης της εξουσίας κι έγινε φανερή στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους (1823), όπου συγκροτήθηκαν δυο ισχυρά κόμματα, των προκρίτων και των κλεφτοκαπεταναίων, οι οποίοι είχαν αποκτήσει σημαντική δύναμη ύστερα από τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες. Η κατάληψη των κυβερνητικών θέσεων από τους προκρίτους οδήγησε στον διχασμό, στον φατριασμό και στην επικράτηση του τοπικιστικού πνεύματος, αφού κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν πια οι προσωπικές φιλοδοξίες. Οι δυο εμφύλιοι πόλεμοι που ακολούθησαν, το 1824 και το 1825, έφεραν στο προσκήνιο δυο κόμματα, το αγγλικό (υπό τον Μαυροκορδάτο) και το γαλλικό (υπό τον Κωλέττη). Γύρω από τα δυο αυτά κόμματα, και από ένα τρίτο, το ρωσικό, συσπειρώθηκαν οι πληρεξούσιοι στην Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827). Η νέα πραγματικότητα αναγνωρίστηκε στην πράξη από τον Καποδίστρια, ο οποίος επάνδρωσε το "Πανελλήνιον", ένα συμβουλευτικό όργανο, με αντιπροσώπους και των τριών παρατάξεων, προκειμένου να πετύχει την εσωτερική ειρήνη. Σύμφωνα με το βιβλίο, η στάση των τριών αυτών κομμάτων δεν διαμορφωνόταν από τις επιλογές των αντίστοιχων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας), αλλά από τις επιδιώξεις σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το υπό δημιουργία κράτος (Ελλάδα), που συχνά έρχονταν σε αντιθεση προς τις επιδιώξεις των Δυνάμεων.





ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η αποχώρηση των Tούρκων από την ύπαιθρο δημιούργησε κενό εξουσίας (νομικό και ουσιαστικό), για την αντιμετώπιση του οποίου η Φιλική Εταιρεία δεν είχε επεξεργασθή κανένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αλλά κι αν υπήρχε τέτοιο σχέδιο, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να το επιβάλη εξαιτίας των αντιθέσεων που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους προκρίτους (κοτζαμπάσηδες) και στους καπεταναίους του επαναστατημένου Μοριά - αντιθέσεων που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία του αγώνος...  Η άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη και αργότερα του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και άλλων επηρέασε την εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων...
Στο θέμα της οργανώσεως και διοικήσεως των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων του Μοριά προέκυψε διαφωνία ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους.  Ο Υψηλάντης συνέταξε "Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου" με τον οποίο πρότεινε να ασκή ο ίδιος την αρχιστρατηγία ως "Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής"· στις 24 επαρχίες του Μοριά να συγκροτηθούν ισάριθμες πενταμελείς εφορίες με εκλέκτορες τους προκρίτους των επαρχιών· ο αξιώτερος να αντιπροσωπεύη την επαρχία στη Βουλή· τους 24 πληρεξούσιους που θα αποτελέσουν τη Βουλή να "επικυρώνη" ο ίδιος ως "Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής· οι υπόλοιποι 4 έφοροι να φροντίζουν στις επαρχίες τους τον επισιτισμό, την επιμελητεία του στρατού, τη στρατολογία, τις μεταφορές, τις συγκοινωνίες, την αλληλογραφία και τα οικονομικά και να συγκεντρώνουν τις εκούσιες προσφορές και "τα διοριζόμενα από την Βουλήν δοσίματα"· ένας πρόσθετος έφορος να ασκή αστυνομικά καθήκοντα· να συσταθούν υποεφορίες με τον ίδιο επιμερισμό αρμοδιοτήτων. Πρότεινε επίσης η 24μελής Βουλή να εκλέγη πέντε "γενικούς θησαυροφύλακες" (Υπουργούς), που έργο τους θα είναι η συγκέντρωση των φόρων, η επιστασία του επισιτισμού του στρατού, η "σύναξις των γεννημ
ων ι﷽﷽﷽﷽﷽σύει της Βουλής ο ίδιος ως πληρεξούσιος﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽άλλον το κουτί τακτικών νοσημάτων is προϊόντα γης﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽άτων από τα τουρκικά κτήματα και των άλλων τακτικών δοσημάτων εις προϊόντα γης" και η επίβλεψη των εφόρων των επαρχιών· να προεδρεύη της Βουλής ο ίδιος ως "Πληρεξούσιος".
Οι πρόκριτοι υπέβαλαν υπόμνημα με τίτλο "Οργανισμός και Γνώμη του Λαού της Πελοποννήσου", με το οποίο αντιπρότειναν 24 εξαμελείς εφορίες με εκλέκτορες τον λαό κάθε επαρχίας· οι έφοροι να εκλέγουν μεταξύ τους έναν αντιπρόσωπο στη Γερουσία και τους 24 πληρεξουσίους να επικυρώνη το σώμα της Γερουσίας και όχι ο Πρόεδρος· οι έφοροι να φροντίζουν "εκ συμφώνου" στην επαρχία τους για τα οικονομικά και την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση.  Προέβλεπαν υποεφορείες και στη Γερουσία να είναι όλοι ίσοι. Δεν επιθυμούσαν την εκλογή ολιγομελούς εκτελεστικού σώματος και επιμερισμό των καθηκόντων. Πρότειναν να αποφασίζη η Γερουσία και να διοική τα πολιτικά και στρατιωτικά κατά πλειοψηφία· ο Δημήτριος Υψηλάντης ως Πρόεδρος να έχει δυο ψήφους· το σύστημα αυτό να ισχύσει ένα χρόνο, ώσπου να συσταθή η νέα Γερουσία.

ΙΕΕ, τόμ. ΙΒ, σελ. 137-138


Σχόλιο:

Το πιο πάνω απόσπασμα μετά την επισήμανση της σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στην πολιτική (πρόκριτοι) και τη στρατιωτική (καπεταναίοι) ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων της Πελοποννήσου (Μοριά), στη συνέχεια περιγράφει αναλυτικά τις αντιθετικές προτάσεις που πρόβαλαν από τη μια ο Υψηλάντης και από την άλλη οι πρόκριτοι της εν λόγω γεωγραφικής περιφέρειας, στις οποίες αναφέρεται το σχολικό βιβλίο (σελ. 60-61). Πιο συγκεκριμένα, στο κείμενο από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους φαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση του Υψηλάντη να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του κάθε ουσιαστική εξουσία, αφήνοντας στους εφόρους των επαρχιών τη διαχείριση τοπικών θεμάτων. Ο ίδιος ήθελε να ελέγχει απόλυτα τη σημαντική για την εποχή στρατιωτική εξουσία, ενώ και ο διορισμός των εκλεγόμενων από κάθε επαρχία αντιπροσώπων στη Βουλή θα τελούσε υπό τη δική του έγκριση. Όπως ήταν φυσικό, οι πρόκριτοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την απώλεια του ελέγχου που ασκούσαν και προεπαναστατικά στις επαρχίες τους, κι έτσι αντιπρότειναν ένα συλλογικό σύστημα διακυβέρνησης.
Το βιβλίο χρακτηρίζει τις προτάσεις αυτές τοπικιστικές, σαφές εμπόδιο για τη συνέχιση του Αγώνα, ενώ θεωρεί τη συγκεντρωτική πρόταση του Υψηλάντη αναγκαία για τη εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων από τη μια και τη διασφάλιση της στρατιωτικής πειθαρχίας από την άλλη.
Ο μαθητής θα πρέπει να έχει κατά νου ότι ιδιαίτερα στην προσέγγιση των πολιτικών γεγονότων δεν εμφανίζεται ομόψυχη. Κι αυτό είναι φυσικό, αλλά και θεμιτό, ως ένα βαθμό. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η "ανάγνωση" των Πηγών, είτε υπό τη μορφή Απομνημονευμάτων των πρωταγωνιστών της περιόδου αυτής, είτε υπό τη μορφή επίσημων κειμένων (συντάγματα, νόμοι, κ.ά.), κι αυτό γιατί τα κείμενα αυτά είναι χρωματισμένα από τις προσωπικές φιλοδοξίες και αντιπαραθέσεις των συντακτών τους.



2. ΠΗΓΗ

Παρουσιασθείς (σημ.: ο Δ. Υψηλάντης) εις Ύδραν (σημ.: το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου της Αρχής, υποδέχεται και αναγνωρίζεται υπό των προκρίτων· μεταβαίνει εις Σπέτσας και αναγνωρίζεται ωσαύτως· εκείθεν μεταβαίνει εις Άστρος συνωδευμένος με τον επίσκοπον Βρεσθένης, επί τούτω σταλέντα υπό των Πελοποννησίων, όπου, αφ’ ου τον υπεδέχθησαν τα μέλη της Γερουσίας και πολλοί των προκρίτων της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος και των Νήσων, και των οπλαρχηγών και στρατιωτών, μετέβησαν όλοι εις το εν Βερβένοις στρατόπεδον να συμβουλευθώσι περί των πραγμάτων. Αυτόθι ο Υψηλάντης ανέγνω το έγγραφον, δι’ ου αποκαθίστατο πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου της Αρχής και οι Έλληνες επευφήμησαν...
Τότε οι ολιγαρχικοί τον διεφιλονείκησαν το δικαίωμα της επ’ ονόματι του παραδόσεως του ειρημένου φρουρίου, τον είπον ότι έπρεπε να παραδοθή εν ονόματι του έθνους, και τον δίδουσι να εννοήση ότι δεν τον αναγνωρίζουσιν ως τοιούτον οποίος επαρουσιάσθη, και δεν τον παραχωρούσι την εξουσίαν, την οποίαν εν ονόματι της Αρχής της εταιρείας αντιποιείται. Αυτοί ζητούσι να επικυρώση την Γερουσίαν των, να διευθύνη δε τα πράγματα, και να κινή τα στρατεύματα, παρά των συγγενών και των οικείων των διοικούμενα, κατά τας αποφάσεις της Γερουσίας, ήτις έμελλε να ήναι το συμβούλιόν τους· προ λίγου μάλιστα εφρόνουν να τον ψηφίσωσι και αυτόν απλούν μέλος, μίαν και μόνην ψήφον έχοντα εις τας αποφάσεις της. Ο δε Υψηλάντης κατά την έννοιαν του τίτλου, πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου, αναπτυχθείσαν υπό του Νεοφύτου Βάμβα, τον οποίον έχει αρχικαγγελλάριον και σύμβουλον, εννοεί να ήναι υπέρτατος άρχων και να διευθύνη τα τε πολιτικά και τα πολεμικά κατά τινάς όρους· να ήναι δε ο πληρεξούσιος αρχιστράτηγος της Ελλάδος και τα στρατεύματα να εξαρτώνται και να διευθύνωνται απολύτως από αυτόν· θέλει και να διορισθή αντί της Γερουσίας ειδός τι συμβουλίου, να χρησιμεύση ως φροντιστήριον, δια να προμηθεύη τ’ αναγκαία δια τον πόλεμον.

Ν. Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα (Α΄ 203-213)


Σχόλιο:

Ο Σπηλιάδης είναι ένας από τους ιστορικούς-πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής. Από την περιγραφή των γεγονότων, γίνεται εμφανής η αντίθεσή του απέναντι στους προκρίτους, τους οποίους μάλιστα χαρακτηρίζει "ολιγαρχικούς". Ο Σπηλιάδης αναφέρει πιο διεξοδικά τα γεγονότα. Έτσι, μας πληροφορεί ότι τον Υψηλάντη αποδέχθηκαν ως πληρεξούσιο του Γ. Επιτρόπου της Αρχής πρώτα οι πρόκριτοι της Ύδρας και στη συνέχεια εκείνοι των Σπετσών. Στη συνέχεια ο Υψηλάντης μετέβη στο Άστρος, όπου, κατά τον Σπηλιάδη, συναντήθηκε με τα μέλη της Γερουσίας και  πολλούς από τους προκρίτους της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Εκεί, οι ολιγαρχικοί, όπως χαρακτηρίζει προκρίτους ο Σπηλιάδης, δεν αποδέχθηκαν τις εξουσίες του ως Πληρεξούσιου του Γ. Επιτρόπου της Αρχής, της Φιλικής Εταιρείας δηλαδή.


3. KEIMENO (Μονογραφία)

Είναι αξιοσημείωτος η προκήρυξις του Δημ. Υψηλάντου (6/18 Οκτωβρίου 1821) δι’ ης διετάχθησαν αι εκλογαί προς συγκρότησιν της Εθνοσυνελεύσεως (σημ.:της Επιδαύρου), διότι εις αυτήν πλην άλλων τονίζεται ότι ο αγών διεξήγετο υπέρ της απελευθερώσεως του λαού από πάσης καταπιέσεως όχι μόνον από της δυναστικής των Τούρκων, αλλά και από της οικονομικής των Χριστιανών ισχυρών. «Ήλθον, έγραφεν ο Υψηλάντης, να διεκδικήσουν τα δίκαιά σας, την τιμήν την ζωήν, την περιουσίαν σας· ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίου, δικαστήρια αμερόληπτα... Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι μόνο των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν...»

Α. Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγματα, 1822-1975/1986,
Η συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος, εκδ. Στοχαστής, 1998, σ. 62

Σχόλιο:

Στο πιο πάνω απόσπασμα ο Υψηλάντης βάλλει με δριμείς χαρακτηρισμούς κατά των προκρίτων, τους οποίους κατηγορεί ότι καταπίεζαν οικονομικά τους Έλληνες. Τους εξισώνει, μπορεί να πει κάποιος, με τους δυνάστες Τούρκους. Η γλώσσα μαρτυρεί την οξύτητα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ηγετικές μερίδες των επαναστατών.


4. ΠΗΓΗ

«Ν’ αφήσωμεν τα ονόματα αρχηγών και πληρεξουσίων και επιτρόπων· να οργανώσωμεν την διοίκησιν από τους ιδίους εντοπίους, των οποίων να γένωμεν ημείς οδηγοί, καθ’ όσον δυνάμεθα· να την συγκεντρώσωμεν εις ολίγας χείρας, εν όσω να προσκαλέσωμεν κανένα υποκείμενον, οίος ο πρίγκηψ Ευγένιος ή ο κόμης Καποδίστριας ή πας τις άλλος ικανώτερος ημών. Ν’ αφήσωμεν όλα τα ξένα και να εναγκαλισθώμεν όλα τα εθνικά σχήματα· να αφήσωμεν ό,τι μας κάμνει υπόπτους εις τας ευρωπαϊκάς δυνάμεις, ως μετέχοντας των Ιακωβινικών φρονημάτων· να παραστήσωμεν εις την Ευρώπην τα δίκαιά μας όχι με παχείας λέξεις, αλλά με λακωνισμόν άξιον των προγόνων μας και με μετριοφροσύνη».

Απόσπασμα από επιστολή του Αλέξ. Μαυροκορδάτου προς τον Δημ. Υψηλάντη (27 Οκτωβρίου 1821). Στην επιστολή αυτή ο Μαυροκορδάτος επιτίθεται με πάθος στον Αλέξ. Υψηλάντη, ενώ κατηγορεί και τον αδελφό του Δημήτριο
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΒ΄, σ. 198

Άσκηση:
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των πηγών 2, 3 και 4, καθώς και τις πληροφορίες του βιβλίου σας, να παρουσιάσετε τις διαφορετικές απόψεις προκρίτων και Υψηλάντη στο θέμα της διακυβέρνησης της επαναστατημένης Ελλάδας.


5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου έθεσε τας βάσεις της οργανώσεως της νέας, εθνικής, εξουσίας ως εξής: α΄) Η «Διοίκησις» σύγκειται εκ δύο σωμάτων, βουλευτικού και εκτελεστικού, τα δύο δε αυτά σώματα «ισοσταθμίζονται με την αμοιβαίαν συνδρομήν των εις την κατασκευήν των νόμων, διότι ούτε αι του βουλευτικού αποφάσεις έχουσι κύρος νόμου άνευ της επικυρώσεως του εκτελεστικού σώματος, ούτε τα σχέδια νόμων όσα προβάλλονται παρά του εκτελεστικού εις το βουλευτικόν έχουσι κύρος αν δεν εγκριθώσιν από το βουλευτικόν σώμα». Ιδρύθη τουτέστιν αντιπροσωπευτικόν σύστημα, συγκείμενον εκ μιας βουλής, και αφ’ ετέρου πολυπρόσωπος ανωτάτη Αρχή της εκτελεστικής εξουσίας, εις τα δύο δε αυτά όργανα εν συμπράξει ανετέθη η νομοθετική εξουσία. Ειδικώτερον εις την εκτελεστικήν εξουσίαν εχορηγήθη δικαίωμα κυρώσεως των νόμων –απόλυτον veto- χωρίς ν’ αναγνωρισθή εις αυτήν δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής. β΄) Το δικαστικόν «είναι ανεξάρτητον από τας άλλας δύο δυνάμεις, του εκτελεστικού και του βουλευτικού».

Α. Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγματα, σ. 63


6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Το «Προσωρινόν Πολίτευμα» της Επιδαύρου
Το πολίτευμα τούτο, δια να μη διεγείρη, ως δημοκρατικόν την δυσπιστίαν της Ιεράς Συμμαχίας, ωνομάσθη «Προσωρινόν». Διεκρίνετο, όπως αντιλαμβάνει κανείς, από έντονον αντιαπολυταρχικήν διάθεσιν. Βεβαίως δε, λόγω του πολυαρχικού χαρακτήρος του, και συγκεκριμένως λόγω της χρονικώς περιορισμένης θητείας του εκτελεστικού, της ελλείψεως ενότητας και ισχύος του πολυμελούς εκτελεστικού, δεν ήτο προωρισμένον να διευκολύνη τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο οποίος πιθανώς θα ηυδοκίμει περισσότερον υπό την διεύθυνσιν ενός ή ολίγων προσώπων. Αλλ’ η διαχειριζομένη τον Αγώνα κατά τόπους αριστοκρατία των προεστών και των στρατιωτικών δεν ηνείχετο ευκόλως την αρχήν ενός μόνον προσώπου, τόσω μάλλον, καθόσον δεν φαίνεται να υπήρχεν εκείνην την εποχήν αρχηγός του μαχομένου λαού ικανός να επιβληθή γενικώτερον δια της υπεροχής του. Η ιστορία των επαναστάσεων, άλλως, δεν αποδεικνύει ότι υπό ωρισμένον σύστημα ασκήσεως της εξουσίας αποφεύγονται πάντως αι ρήξεις μεταξύ των φορέων της επαναστατικής θελήσεως, τουναντίον δε το ελεύθερον πολίτευμα αποτελεί την πρώτην, γενικώς αισθητήν, ανάγκην των κατά της απολυταρχίας εξεγειρομένων. Οιονδήποτε δε πολίτευμα, και πολύ περισσότερον το της Επιδαύρου, δεν ήτο δυνατόν να εφαρμοσθή ομαλώς εις τας περιπετείας τόσον ανίσου αγώνος και ειδικώς την επιούσαν της εξεγέρσεως εναντίον καταθλιπτικής δεσποτείας, υπό το κράτος της οποίας πολλοί των ηγετών της Επαναστάσεως είχον εξοικειωθή με πολλά εκ των ελαττωμάτων της απολυταρχίας και ιδία τον ολιγαρχικόν φθόνον και την συστηματικήν καχυποψίαν. Δια τους αυτούς λόγους και η ύπαρξις των τοπικών Διοικήσεων τας οποίας διετήρησε το Σύνταγμα της Επιδαύρου και αι οποίαι απετέλουν «μερικωτέρας κεφαλάς της Ελλάδος», αντί να γίνη πρόξενος καλού δια της αποκεντρώσεως, συνετέλει εις την σύγχυσιν, διότι επέτεινε την αδυναμίαν του εκτελεστικού και δεν ηυνόει την επιτυχίαν του πολιτεύματος.
Παρά ταύτα το έργον της πρώτης Εθνικής ημών Συνελεύσεως είναι αξιοσημείωτον, διότι ίδρυσε μετά τόσων αιώνων στέρησιν, το πρώτον εν Ελλάδι ελεύθερον πολίτευμα και ακόμη διότι μαρτυρεί περί της επιδράσεως των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως εις την συνείδησιν στρωμάτων τινών του λαού και των πολιτικών ηγετών αυτού. Και ειδικώτερον όχι μόνον αι οργανωτικαί βάσεις του πολιτεύματος της Επιδαύρου είναι εις πολλά σημεία εμπνευσμέναι από τα Γαλλικά Συντάγματα του 1793 και του 1795 -όπως λ.χ. το πολυμελές της εκτελεστικής εξουσίας- αλλά και οι απώτεροι σκοποί της Επαναστάσεως συμπίπτουν προς το θεμελιώδες αίτημα του κινήματος της αστικής τάξεως, όπως διεκηρύχθη από την Γαλλικήν και προ αυτής από την Αμερικανικήν Επανάστασιν.

Α. Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγματα, σσ. 64-65

Σχόλιο:

Ο Σβώλος (κορυφαίος νομικός του πρώτου μισού του 20ού αιώνα· 1892-1956), αναλύοντας τις διατάξεις του πρώτου επαναστατικού συντάγματος, αν και παίρνει σαφώς θέση υπέρ του προβληθέντος από τον Υψηλάντη συγκεντρωτικού σχεδίου και κατηγορεί της πολυαρχία που επέβαλαν τα τοπικά συμφέροντα των προκρίτων των επαναστατημένων περιοχών, εντούτοις δεν παραλείπει να τονίσει τη σπουδαιότητα του πρώτου πολιτειακού κειμένου του νεότερου Ελληνισμού. Στο τέλος, αναδεικνύει την έντονη επιρροή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στο κείμενο αυτό.

Άσκηση: Αφού μελετήσετε τα παραθέματα 5 και 6, να κρίνετε εάν και σε ποιο βαθμό οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος της Επιδαύρου (1822) είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του αγώνα Ανεξαρτησίας και στις προσδοκίες των επαναστατημένων Ελλήνων.



7.  ΠΗΓΗ

Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος
Κατά την εν Τροιζήνι Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν (1 Μαΐου 1827)

Κεφάλαιον Γ΄: Δημόσιον Δίκαιον των Ελλήνων

άρθ. 5. Η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ’ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού.
7. Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον των νόμων
8. Όλοι οι Έλληνες είναι δεκτοί, έκαστος κατά το μέτρον της προσωπικής του αξίας, εις όλα τα δημόσια επαγγέλματα, πολιτικά και στρατιωτικά...
12. Η ζωή, η τιμή και τα κτήματα εκάστου, εντός της επικρατείας ευρισκομένου, είναι υπό την προστασίαν των νόμων.
17. Η Κυβέρνησις ηπορεί ν’ απαιτήση την θυσίαν των κτημάτων τινος δια δημόσιον όφελος, αποχρώντως αποδεδειγμένον, αλλά δια προηγουμένης αποζημιώσεως.
18. Αι βάσανοι και αι δημεύσεις απαγορεύονται.
21. Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας, καθώς πατήση το Ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτου ακαταζήτητος.
26. Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα, χωρίς προεξέτασιν να γράφωσι και να δημοσιεύσωσιν ελευθέρως δια του τύπου ή αλλέως τους στοχασμούς και τας γνώμας των φυλάττοντες τους όρους ακολούθους όρους:
α΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις τας αρχάς της Χριστιανικής θρησκείας.
β΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις την σεμνότητα.
γ΄ Ν' αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν και συκοφαντίαν.

Κεφάλαιον Ε΄: Περί συντάξεως της Ελληνικής Πολιτείας

36. Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας: Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν.
37. Η Νομοθετική κατασκευάζει τους νόμους.
38. Η Νομοτελεστική επικυρώνει αυτούς κατά το 73 άρθρον και τους εκτελεί.
39. Η Δικαστική τους προσαρμόζει.
40. Η Νομοθετική εξουσία ανήκει ιδιαιτέρως εις το σώμα των Αντιπροσώπων του λαού, το οποίον ονομάζεται Βουλή.
41. Η Νομοτελεστική ανήκει εις ένα μόνον, ονομαζόμενον Κυβερνήτην, έχοντα διαφόρους υπ’ αυτόν Γραμματείς της Επικρατείας.
42. Η Δικαστική εις τα διάφορα δικαστήρια.

Α. Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγματα, σσ. 136-140

Άσκηση: Αφού μελετήσετε τα παραπάνω άρθρα του Συντάγματος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Τροιζήνα, 1η Μαΐου 1827), να σχολιάσετε την άποψη: «Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος (1827) θεωρείται ότι ήταν το πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο σύνταγμα της εποχής του».


Σχόλιο: Για να απαντήσει ο μαθητής στην πιο πάνω άσκηση, καλόν θα ήταν να μελετήσει το πιο κάτω απόσπασμα από σχετικό άρθρο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, το οποίο, εξάλλου, είναι αρκετά διαφωτιστικό για την κατανόηση των πρώτων συνταγματικών κειμένων γενικότερα:


8. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

...
Το ουσιώδες κεκτημένο του ελληνικού συνταγματισμού, πάντως, κατά την επαναστατική δεκαετία δημιουργήθηκε από τα τρία εθνικά συντάγματα που ψήφισαν η Α ́, η Β ́ και η Γ ́ εθνικές των Ελλήνων συνελεύσεις στην Επίδαυρο, το Άστρος και την Τροιζήνα, αντίστοιχα την 1η Ιανουαρίου 1822, την 13η Απριλίου 1823 και την 1η Μαΐου 1827. Έτσι δημιουργείται στην επαναστατημένη Ελλάδα και κληροδοτείται στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που αναδύθηκε στη διεθνή σκηνή με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, μια αρτιφανής παράδοση συνταγματισμού, που έμελλε να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας και για την περαιτέρω πορεία του ελληνικού πολιτεύματος. Κατά πρώτο λόγο, με τα τρία συντάγματα που ψήφισαν οι εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», τον «Νόμον της Επιδαύρου» και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» εισήχθη, καλλιεργήθηκε και, όπως αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα, εδραιώθηκε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας ο συνταγματισμός ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο της πολιτικής νομιμότητας. Η έννοια του συνταγματισμού, όπως κυρίως καθιερώθηκε βάσει της εμπειρίας της πρώτης χώρας που υιοθέτησε γραπτό σύνταγμα (των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) διαλαμβάνει κυρίως την αναγνώριση της υπεροχής του καταστατικού χάρτη που ψηφίζουν οι νόμιμα εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι του συλλογικού φορέα της κυριαρχίας (του έθνους), ως θεμελιώδους νόμου της πολιτείας, που υπερέχει και υπερτερεί κάθε άλλου νομοθετήματος ή θεσπίσματος των νομίμων αρχών του τόπου. Η αναγνώριση αυτή της αρχής του συνταγματισμού γίνεται ρητά πολίτευμα του Άστρους, με το άρθρο Β ́ του ψηφίσματος, που θέτει σε ισχύ το σύνταγμα: «Επ’ ουδεμιά προφάσει και περιστάσει δύναται η ∆ιοίκησις να νομοθετήση εναντίως εις το παρόν Πολίτευμα».
Η ευρύτερη ιστορική σημασία του ελληνικού συνταγματισμού θα μπορούσε καλύτερα να εκτιμηθεί σε συγκριτική προοπτική, λαμβανομένου υπόψη ότι, όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το πρώτο της σύνταγμα, γραπτά συντάγματα διέθεταν μόνο οι Η.Π.Α., η Γαλλία (το Σύνταγμα της Παλινόρθωσης του 1815), οι δύο σκανδιναβικές μοναρχίες της ∆ανίας και της Σουηδίας και το βασίλειο των Κάτω Χωρών (Ολλανδίας). Ο ελληνικός συνταγματισμός, συνεπώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακός στην Ευρώπη, λόγω της προωιμότητας της εισαγωγής του. Πρωτοποριακός, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί και λόγω δύο άλλων χαρακτηριστικών, που προσδιόριζαν τις πολιτειακές αξίες των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων. Οι πολιτειακές αυτές αξίες ήταν η δημοκρατική αρχή και ο καταφανής φιλελεύθερος προσανατολισμός.
Η δημοκρατική αρχή, η αναγόρευση δηλαδή του συνόλου του έθνους ή του λαού ως αδιαμφισβήτητου φορέα της κυριαρχίας, γίνεται με απόλυτη σαφήνεια στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Τροιζήνος, του οποίου το άρθρο 5 διακηρύσσει απερίφραστα: «Η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». ∆εν μπορεί να μην παρατηρηθεί ότι με το άρθρο αυτό, το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος αναζωογονεί μια παλιά διάταξη του πολιτεύματος της Ελληνικής ∆ημοκρατίας του Ρήγα (άρθρο 25). Έτσι θα μπορούσε επίσης να διαπιστωθεί, ότι ο ελληνικός συνταγματισμός συνδέεται στις απαρχές του με το λυκόφως της μακράς παράδοσης του ευρωπαϊκού πολιτειακού ριζοσπαστισμού.
Το άλλο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του πρώιμου ελληνικού συνταγματισμού υπήρξε ο εντόνως φιλελεύθερος χαρακτήρας του. Αυτό διαφαίνεται κυρίως στις συνταγματικές πρόνοιες για περιστολή της εκτελεστικής εξουσίας και στην όλως ιδιαίτερη μέριμνα για περιφρούρηση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τα πολιτεύματα της Επιδαύρου και του Άστρους διαπνέονται από την χαρακτηριστική καχυποψία του κλασικού ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού απέναντι στους φορείς της εξουσίας. Τούτο κατοπτρίζεται στις πρόνοιες για ενιαύσια θητεία των μελών τόσο του Βουλευτικού όσο και του Εκτελεστικού σώματος. Η φιλελεύθερη βούληση κατοπτρίζεται και στη σαφή διάκριση των εξουσιών που υιοθετείται στα πολιτεύματα, ιδίως στην πρόνοια για ανεξαρτησία του ∆ικαστικού (ή «∆ικανικού» όπως αποκαλείται στον Νόμο της Επιδαύρου) σώματος. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των τριών πρώτων συνταγμάτων της Ελλάδος εκφράζεται κατ’ εξοχήν με τις πρόνοιές τους υπέρ της κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, των «δικαίων του ανθρώπου», όπως τα είχε αποκαλέσει ο Ρήγας. Ο κατάλογος των «γενικών δικαιωμάτων» ή «πολιτικών δικαιωμάτων» προτάσσεται και στα τρία συ- ντάγματα ως θεμέλιο της εννόμου τάξεως στην επικράτεια της ελεύθερης ελληνικής πολιτείας. Ατελής και συνοπτικός –με επτά άρθρα– στο Προσωρινόν Πολίτευμα, ο κατάλογος εμπλουτίζεται αισθητά και εκτείνεται σε δώδεκα άρθρα στον Νόμο της Επιδαύρου, για να ολοκληρωθεί σε μια άρτια διατύπωση δικαιωμάτων στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Τροιζήνος. Στο Προσωρινόν Πολίτευμα η έμφαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου τίθεται στην αξία της ισότητας. Ο Νόμος της Επιδαύρου προσθέτει διατάξεις υπέρ της ελευθερίας, περιλαμβανομένων προνοιών υπέρ της ελευθερίας του τύπου, και θέτει υπό την προστασία των νόμων την ιδιοκτησία, την τιμή και την ασφάλεια «εκάστου Έλληνος και παντός ανθρώπου εντός της Επικρατείας ευρισκομένου». Το Πολιτικόν Σύνταγμα ενισχύει το habeas corpus, την προστασία της ιδιοκτησίας, και αποβλέπει να θέσει τα θεμέλια μιας δημοκρατικής πολιτικής νοοτροπίας, αποκλείοντας τίτλους ευγενείας και τις αντίστοιχες προσαγορεύσεις για τους πολίτες της ελληνικής επικράτειας. Αυτό το φιλελεύθερο δημοκρατικό πνεύμα συνδέθηκε με τη γένεση του ελληνικού συνταγματισμού. Το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώιμου ελληνικού συνταγματισμού θέλησαν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν με τα σχόλια που συνέταξαν επί των διατάξεων του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος δύο κορυφαίοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου πολιτικού στοχασμού, ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Jeremy Bentham. Τα σχετικά κείμενα που αφιέρωσαν στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα, οι Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος του Κοραή και το σχόλια του Bentham επί της γαλλικής μεταφράσεως του Προσωρινού Πολιτεύματος, που περιλαμβάνεται στην Ιστορία των γεγονότων της Ελλάδος του C. D. Raffenel, συνιστούν άκρως σημαντικές ενδείξεις του θεωρητικού ενδιαφέροντος που προκάλεσαν στον ευρωπαϊκό πολιτικό στοχασμό οι απόπειρες των ελλήνων επαναστατών για σύνταξη «Eλεύθερης Πολιτείας».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τρία πρώτα ελληνικά συντάγματα ως προς τις πρόνοιές τους εν σχέσει με το αίτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος στο πρώτο του άρθρο ονομάζει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας «επικρατούσα» στην ελληνική επικράτεια, αλλά συμπληρώνει ότι η Ελληνική Πολιτεία «ανέχεται πάσαν άλλην θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνεται πανομοιότυπο στον Νόμον της Επιδαύρου. Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Τροιζήνος, ωστόσο, στο πρώτο του άρθρο αναγγέλλει πρώτον ότι «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως, και διά την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν». ∆ιακηρύσσεται, συνεπώς, η απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, για να προστεθεί κατά δεύτερο λόγο ότι «θρησκεία της Επικρατείας» είναι εκείνη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα συντάγματα της Επαναστάσεως, συνεπώς, περιορίζονται στην καθιέρωση της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Άφησαν δε το ζήτημα της ρύθμισης του καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας για μεταγενέστερη αντιμετώπιση.
Αυτό υπήρξε το κεκτημένο του φιλελευθέρου συνταγματισμού που κληροδοτήθηκε από τα πολιτεύματα του Αγώνα προς τη συνταγματική παράδοση του ελληνικού κράτους. Ο κανονιστικός χαρακτήρας αυτής της παρακαταθήκης διαφαίνεται ενδεικτικά από την επίκλησή της στους κόλπους του Eπτανησιακού Pιζοσπαστισμού στη δεκαετία του 1860, όταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος μνημονεύει τα συντάγματα του Aγώνα ως τα πρότυπα για τη δημοκρατική ανάπλαση της Ελλάδος. Χαρακτηριστική είναι επίσης η αναφορά του Ιωσήφ Μομφερράτου, τον Οκτώβριο του 1864, κατά τις συνεδριάσεις της Β ́ Εθνοσυνελεύσεως, στο Σύνταγμα της Τροιζήνος ως προς την καθιέρωση της εθνικής κυριαρχίας, από την οποία δεν θα έπρεπε να αποκλίνει το υπό συζήτηση νέο σύνταγμα, εκχωρώντας προνομίες στο στέμμα που θα φαλκίδευαν την ανόθευτη και αδιαφιλονίκητη άσκησή της από το έθνος.
Παρά τη μέριμνά του για την κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, το Πολιτικόν Σύνταγμα του 1827 διαφέρει αισθητά από τα δύο πρώτα συντάγματα της επαναστατημένης Ελλάδος, ως προς τις ειδικές πρόνοιες που υιοθετεί εν σχέσει προς τον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, τον Κυβερνήτη. Είναι προφανές ότι το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος συντάσσεται μέσα στο κλίμα της αναμονής της επικείμενης έλευσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην αγωνιζόμενη και καθημαγμένη χώρα. Ενώ το άρθρο 36 του Πολιτικού Συντάγματος επιβεβαιώνει κατηγορηματικά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με τα άρθρα 102-125 ο Κυβερνήτης περιβάλλεται με αρμοδιότητες που του καθιστούν τον σημαντικότερο παράγοντα του πολιτεύματος. Έτσι, με το τέλος της Επανάστασης και την πρόκληση της οικοδόμησης του κράτους πιεστική, πλέον, ενώπιόν τους, οι πληρεξούσιοι του έθνους στην Γ ́ εθνική των Ελλήνων συνέλευση εμφανίζονται έτοιμοι για τους συμβιβασμούς που υπαγορεύουν οι αναγκαιότητες του πολιτικού ρεαλισμού.

Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Oι Kαταβολές του Eλληνικού Συνταγματισμού (1797-1827), στο 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975, Βου