Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Ιστορία προσανατολισμού. 2. Α. 3. Τα πρώτα ελληνικά κόμματα. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών - κειμένων


2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1821 - 1936)

Α. Εξωτερικός Προσανατολισμός και πελατειακές σχέσεις (1821-1843)



3. Τα πρώτα ελληνικά κόμματα


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 64-68)


α. Το αγγλικό κόμμα

Με το αγγλικό κόμμα συμπαρατάχθηκαν πρόκριτοι, στρατιωτικοί, λόγιοι και έμποροι που είχαν σπουδάσει ή διαμείνει στη Δυτική Ευρώπη, με κύριο χαρακτηριστικό τους τις εθνικιστικές και δημοκρατικές ιδέες. Αισθάνονταν την ανάγκη ενός κράτους δικαίου, το οποίο θα τους εξασφάλιζε την περιουσία και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
Οι ηγέτες και οι οπαδοί του αγγλικού κόμματος ξεκινούσαν από τη σκέψη που είχε ωριμάσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1820, ότι ένα ελληνικό κράτος θα μπορούσε να ιδρυθεί και να έχει ασφαλή σύνορα μόνο με την υποστήριξη της Αγγλίας. Όταν μάλιστα θα κατέρρεε η Οθωμανική αυτοκρατορία, θα μπορούσε να διευρύνει τα εδαφικά του όρια. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ηγέτης του αγγλικού κόμματος, περίμενε την υποστήριξη της Βρετανίας στις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, ενώ η Βρετανία έπαιρνε σαφή θέση υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Έλληνας πολιτικός πίστευε ότι η προϊούσα διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ανάγκαζε την Αγγλία να επιλέξει τη συμμαχία της Ελλάδας στην περιοχή, ως φραγμό στα επεκτατικά σχέδια της Ρωσίας. Το αγγλικό κόμμα, λοιπόν, θεωρούσε ότι οι Έλληνες έπρεπε να συγκροτήσουν έναν ισχυρό κρατικό οργανισμό και να αναμένουν τις εξελίξεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι επιλογές του αγγλικού κόμματος επηρεάζονταν και από την αντίληψη ότι η Βρετανία αποτελούσε πρότυπο για την εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης της χώρας. Ως θεμελιώδεις αρχές του πολιτικού συστήματος, το αγγλικό κόμμα θεωρούσε το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, αρχές τις οποίες υποστήριξε σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Μαυροκορδάτος στην αρχή ήθελε να οριστεί η κρατική οργάνωση με γραπτό σύνταγμα, αργότερα όμως τροποποίησε τη θέση του και έβλεπε το σύνταγμα ως την τελική πράξη μιας σειράς εσωτερικών μεταρρυθμίσεων· εκλογή των κοινοτικών συμβουλίων, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ελευθερία του τύπου και συγκρότηση εθνικού στρατού. Επίσης επιζητούσε τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας, ατομικές ελευθερίες και αυτοκέφαλη ελληνική εκκλησία, χωρίς δεσμεύσεις από το Πατριαρχείο. Σ’ ένα δεύτερο στάδιο επιζητούσε γραπτό σύνταγμα, κράτος δικαίου και κοινοβουλευτικό έλεγχο των πράξεων της κυβέρνησης. Γενικότερα, το αγγλικό κόμμα υποστήριζε την άσκηση μετριοπαθούς πολιτικής, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τα μέσα.


β. Το γαλλικό κόμμα

Ο Ιωάννης Κωλέττης, αρχηγός του γαλλικού κόμματος, προσεταιρίστηκε στην αρχή αρματολούς και κλέφτες της Στερεάς. Κοινά χαρακτηριστικά των στελεχών του κόμματος υπήρξαν η πολεμική διάθεση, η έλλειψη κατανόησης για τα διπλωματικά παιγνίδια και η υπερεκτίμηση των δικών τους δυνάμεων. Απαιτούσαν δικαιοσύνη για τους αγωνιστές της ελευθερίας, την οποία εννοούσαν ως την υλική αποκατάστασή τους μετά το πέρας του πολέμου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το γαλλικό κόμμα κέρδισε οπαδούς στα νησιά και σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Τα μεσαία στελέχη ήταν συνταγματικοί οι οποίοι δεν υιοθετούσαν τις θέσεις του αγγλικού κόμματος σε θέματα εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής. Οι οπαδοί του κόμματος ήταν ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες γης και απλοί αγωνιστές. Σε αντίθεση με το αγγλικό, στο γαλλικό κόμμα ήταν ευρέως διαδεδομένη η άποψη για απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού με πολεμικές ενέργειες, το συντομότερο δυνατόν. Το 1844 ο Κωλέττης διατύπωσε με σαφήνεια στην Εθνοσυνέλευση τη "Μεγάλη Ιδέα": Το βασίλειο αποτελούσε μόνο ένα μικρό φτωχό μέρος της Ελλάδας. Το σημαντικότερο βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή και θα έπρεπε όλες οι δυνάμεις του έθνους να διατεθούν για την απελευθέρωση αυτού του τμήματος.
Το πρόγραμμα του γαλλικού κόμματος, ως προς την εσωτερική πολιτική, ήταν ασαφές. Η ικανοποίηση των αιτημάτων των απομάχων του πολέμου ήταν η μόνη σαφής διεκδίκηση. Βασική πολιτική επιδίωξη του κόμματος ήταν η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του λαού απέναντι στη μοναρχική εξουσία, με την παραχώρηση συντάγματος, και η καθιέρωση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας. Κατά την περίοδο της βαυαροκρατίας το γαλλικό κόμμα αγωνίστηκε εναντίον της ξενοκρατίας στο στράτευμα και τη διοίκηση και απαιτούσε την επάνδρωσή τους με ελληνικά στελέχη.
Το γαλλικό κόμμα υποστήριζε την πολιτική διεύρυνσης των εδαφικών ορίων του κράτους, εκφράζοντας κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα των ατάκτων, οι οποίοι μπορούσαν να κερδίσουν τη ζωή τους μόνο από τον πόλεμο. Ασφαλώς, μέλημα των προσφύγων από αλύτρωτες περιοχές ήταν η απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Εξαιτίας αυτής της πολιτικής ονομάστηκε και "εθνικό κόμμα".
Τα μέλη του έβλεπαν τη Γαλλία ως το φυσικό σύμμαχο, προπάντων επειδή πίστευαν ότι μόνο η Γαλλία, η οποία ήταν αναμεμειγμένη λιγότερο από όλες τις ξένες δυνάμεις στις υποθέσεις της ανατολικής Μεσογείου, θα βοηθούσε την Ελλάδα, χωρίς να θέλει να επηρεάζει τις επιλογές της. Πολλοί οπαδοί του κόμματος είχαν μια ιδεατή εικόνα για τη Γαλλία, την οποία θεωρούσαν ως πρότυπό τους.


γ. Το ρωσικό κόμμα

Σε αντίθεση με τις σχετικά ασαφείς θέσεις και τη συγκεχυμένη ιδεολογία του γαλλικού κόμματος, το ρωσικό χαρακτηριζόταν από σταθερές πολιτικές θέσεις. Η ομοιότητα με τα δύο άλλα κόμματα βρισκόταν στο γεγονός ότι στη Μεγάλη Δύναμη, στην οποία στήριζαν τις ελπίδες τους για την εξωτερική πολιτική, αναγνώριζαν και ένα πρότυπο για την εσωτερική οργάνωση της χώρας. Η Ρωσία μπορούσε να βρει αποδοχή από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, επειδή ήταν η μοναδική Μεγάλη Δύναμη με ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Χαρακτηριστικό του ρωσικού κόμματος ήταν η άκρως συντηρητική στάση σε όλες τις επιλογές του. Το θεμέλιο της κοινωνικής τάξης ήταν γι’ αυτό η θρησκεία. Σ’ αυτήν βασιζόταν και η νομιμότητα της εξουσίας. Έβλεπε την Εκκλησία σε διαρκή κίνδυνο και καταπολεμούσε τον κοσμοπολιτισμό και την οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από τις παραδόσεις. Η ξενοφοβία, όπως επίσης η άρνηση του διαφωτισμού και της δυτικής παιδείας αποτελούσαν κυρίαρχες αντιλήψεις των μελών του. Προκειμένου να προσεγγίσει ευρύτερα στρώματα, απευθυνόταν συχνά στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων. Με το κόμμα αυτό συμπαρατάχθηκαν, ιδίως κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, όσοι είχαν υποφέρει ιδιαίτερα κατά την εποχή της Επανάστασης και κατά τους εμφύλιους πολέμους: οι ακτήμονες, οι μικροϊδιοκτήτες γης, αγωνιστές και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, μοναχοί, και δημόσιοι υπάλληλοι που διορίστηκαν από τον Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του απολύθηκαν. Όλοι αυτοί απαιτούσαν την ίδρυση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο, σε συνεργασία με τη Ρωσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα φρόντιζε για την καθαρότητα της πίστης και θα αναγνώριζε στην Εκκλησία κυρίαρχη θέση. Πίστευαν ότι κάποιοι ικανοί πολιτικοί γνώριζαν τα προβλήματα του λαού καλύτερα από τον ίδιο, κι αυτοί θα έπρεπε να κυβερνήσουν. Ήταν κατά κύριο λόγο αντισυνταγματικοί, υπέρ ενός συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης και κατά της πολυφωνίας, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συνεργάστηκαν στην ψήφιση συνταγμάτων.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που έβλεπε το κόμμα των "ναπαίων" (όπως αλλιώς ονομαζόταν), στην περίοδο της βαυαροκρατίας, δεν ήταν ο αυταρχισμός του καθεστώτος, αλλά οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν η πίστη και η Εκκλησία από τα μέτρα που ψήφισε η αντιβασιλεία, π.χ. το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία έως τότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θεωρούσαν ότι η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδας στο Πατριαρχείο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει για την προστασία των ορθοδόξων. Στην απόφαση για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας οι ναπαίοι άσκησαν έντονη αντιπολίτευση.


Ερμηνευτική σημείωση:

Τα πρώτα ελληνικά κόμματα, τα οποία στην πορεία χαρακτηρίσθηκαν "ξενικά" και γνώρισαν την παρακμή κατά την περίοδο της συνταγματική μοναρχίας (1844-1864) (βλ. πιο κάτω στο σχολικό βιβλίο, το σχετικό κεφάλαιο, σελ. 73-75) υπήρξαν το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό.
Θα περίμενε κάποιος, το επόμενο κεφάλαιο (4. Τα κόμματα ως εκφραστές του πνεύματος της εποχής, σελ. 68-69), να προηγείται του συγκεκριμένου, ως ένα είδος εισαγωγής, αφού εκεί δίνεται το περίγραμμα του ιδεολογικού και κοινωνικο-πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο γεννήθηκαν τα πρπη. ﷽﷽﷽﷽﷽﷽η Δυτικκοοημογεώτα κόμματα στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Έτσι, σε κάποια από τα παραθέματα που ακολουθούν, θα συναντήσουμε πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για το επόμενο κεφάλαιο, αφού και στο τμήμα του βιβλίου που προσεγγπη. ﷽﷽﷽﷽﷽﷽η Δυτικκοοημογείζουμε εδώ παρατίθενται αναλυτικές πληροφορίες σχετικά.

Το αγγλικό κόμμα στελεχώθηκε κυρίως από ανθρώπους μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων (προκρίτους, στρατιωτικούς, λογίους και εμπόρους), οι οποίοι είχαν διαμείνει ή σπουδάσει στη Δυτική Ευρώπη. Με άλλα λόγια ήταν άμεσα επηρεασμένοι από τα πνευματικά, ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ρεύματα του δυτικού κόσμου. Η Δυτική Ευρώπη την περίοδο αυτή αποτελεί χώρο έντονων ζυμώσεων ανάμεσα στους εκπροσώπους του Διαφωτισμού και σ' εκείνους που υπερασπίζονταν τα συμφέροντα των παλιών ηγετικών τάξεων. Η διάκριση που έγινε πιο πάνω αναφορικά με την κοινωνική προέλευση των ανθρώπων που πύκνωσαν τις τάξεις του αγγλικού κόμματος δεν θα πρέπει να προκαλέσει τον συνειρμό ενός ταξικού διαχωρισμού, αφού, όπως αναφέρεται αλλού στο βιβλίο, παράγοντες όπως, η μικροϊδιοκτησία, η απουσία βιομηχανίας και η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας αποτέλεσαν παράγοντες που απέτρεψαν τον ταξικό διαχωρισμό στην Ελλάδα, τουλάχιστον για την περίοδο που μιλάμε. Εθνικιστικές και δημοκρατικές αντιλήψεις τούς διαπνέουν, βασικός τους όμως στόχος ήταν η δημιουργία ενός κράτους δικαίου που θα εξασφάλιζε την περιουσία και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
Τόσο τα στελέχη και οι οπαδοί του κόμματος, όσο και ο ηγέτης του, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, είχαν μετατρέψει σε πεποίθηση την εκτίμηση που ανέπτυξαν από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης ότι η Αγγλία θα στήριζε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας όταν θα κατέρρεε η Οθωμανική αυτοκρατορία. Κι αυτό μολονότι η Αγγλία υποστήριζε την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Μαυροκορδάτος, όμως, ήταν πεπεισμένος η Αγγλία θα άλλαζε στάση όταν θα έφτανε το βέβαιο τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τότε θα ευνοούσε τα ελληνικά συμφέροντα, για να εμποδίσει τη Ρωσία να θέσει σε εφαρμογή τα επεκτατικά της σχέδια προς τη Μεσόγειο. [Σημ.: Αυτή τη διαπάλη ανάμεσα στις Δυνάμεις προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν οι Έλληνες για να εξυπηρετήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα, άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό αποτέλεσμα].
Όσον αφορά τώρα το πολιτικό πρόγραμμα του αγγλικού κόμματος, η ηγετική ομάδα ασπαζόταν το βρετανικό κοινοβουλευτικό πρότυπο, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία δηλαδή και τη διάκριση των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) [Όπως θα δούμε πιο κάτω, ένθερμος υποστηρικτής της διάκρισης μεταξύ των εξουσιών υπήρξε ο Χαρίλαος Τρικούπης, σε αντιδιαστολή με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη που ήθελε τη συγκέντρωση και τον έλεγχό τους από το κόμμα, για προφανείς σκοπούς· βλ. σελ. 80-81 σχολικού βιβλίου]. Η αρχική επιδίωξη του Μαυροκορδάτου να οριστεί η κρατική οργάνωση μέσα από ένα συνταγματικό κείμενο δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος και έτσι αναγκάστηκε να μετακινηθεί στη θέση ότι το σύνταγμα θα ήταν η τελική πράξη μιας σειράς από εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να προηγηθούν. Επίσης, επιδίωκε τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας [όπως και ο Τρικούπης, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια], την κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών και την ανεξαρτησία της ελληνικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (αυτοκέφαλο). [Οι σχέσεις της Εκκλησίας των επαναστατημένων ή απελευθερωμένων περιοχών με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα αποτελέσουν καίριο ζήτημα πολιτικής, αφού οι εθνικές προεκτάσεις ήταν μεγάλες. Μετά από πολλές προστριβές και εντάσεις, το ζήτημα θα επιλυθεί το 1852 με την παραχώρηση αυτοκέφαλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ελλάδας. Στο κεφάλαιο που αφορά το Κρητικό ζήτημα,θα δούμε ότι το θέμα της τοπικής εκκλησίας διευθετήθηκε με τον Οργανικό Νόμο του 1900 (βλ. σελ. 208)].

Το γαλλικό κόμμα, υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κωλέττη (βλ. και σελ. 73-74), βασίστηκε αρχικά στους αρματολούς και κλέφτες της Στερεάς Ελλάδας. Είναι ευεξήγητο που χαρακτηριστικό των μελών του κόμματος αυτού υπήρξε η φιλοπόλεμη διάθεση και η αδυναμία κατανόησης των διπλωματικών παιγνιδιών. Με υπερεκτιμημένη πίστη στις δυνάμεις τους, απαιτούσαν τη δικαίωση των αγωνιστών, την υλική δηλαδή αποκατάστασή τους μετά το πέρας του πολέμου. [Έχουμε ήδη δει ότι η διανομή των εθνικών γαιών υπήρξε πάγιο αίτημα των επαναστατημένων, αίτημα όμως που προσέκρουε μπροστά στην αναγκαιότητα υποθήκευσης της ακίνητης αυτής περιουσίας για την εξασφάλιση δανείων από το εξωτερικό].
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια [9 Οκτωβρίου 1831 στο Ναύπλιο] το γαλλικό κόμμα κέρδισε οπαδούς στα νησιά και σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Τα μεσαία στελέχη τάσσονταν υπέρ του συντάγματος, όπως και τα μέλη του αγγλικού κόμματος, με μόνη διαφορά τις θέσεις σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, στο γαλλικό κόμμα πρέσβευαν, σε αντίθεση με το αγγλικό, την απελευθέρωση του αλύτρωτου (υπόδουλου στην Οθωμανική αυτοκρατορία) ελληνισμού με πολεμικές ενέργειες, το συντομότερο δυνατόν. Να τονισθεί εδώ ότι ο Κωλέττης, το 1844, διατύπωσε με σαφήνεια στην Εθνοσυνέλευση το περιεχόμενο της "Μεγάλης Ιδέας": Το βασίλειο αποτελούσε μόνο ένα μικρό φτωχό μέρος της Ελλάδας. Το σημαντικότερο βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή και θα έπρεπε όλες οι δυνάμεις του έθνους να διατεθούν για την απελευθέρωση αυτού του τμήματος.
Στην εσωτερική πολιτική, όμως, το πρόγραμμα του γαλλικού κόμματος ήταν ασαφές, με μόνη σαφή διεκδίκηση την ικανοποίηση των αιτημάτων των απομάχων του πολέμου, των πρώην δηλαδή στρατιωτικών σωμάτων, που είχαν αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία είχε στηριχθεί ο Κωλέττης. Στο πολιτικό επίπεδο, επιδιώχθηκε η κατοχύρωση των λαϊκών δικαιωμάτων απέναντι στη μοναρχική εξουσία [κοινό αίτημα θα λέγαμε όλων των κομμάτων, που οδήγησε άλλωστε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843] και η καθιέρωση εκτελεστικής εξουσίας. Κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας [περίοδος της Αντιβασιλείας, από το 1833 μέχρι το 1835, μέχρι δηλαδή την ενηλικίωση του Όθωνα] το γαλλικό κόμμα αγωνίστηκε εναντίον της ξενοκρατίας στο στράτευμα και στη διοίκηση, απαιτώντας την επάνδρωσή τους με ελληνικά στελέχη.
Η απαίτηση των ατάκτων να συνεχιστούν οι πολεμικές επιχειρήσεις για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, οδήγησε το γαλλικό κόμμα στην υιοθέτηση της πολιτικής της διεύρυνσης των εδαφών, γι' αυτό και ονομάστηκε και "εθνικό κόμμα".
Τέλος, το κόμμα ονομάστηκε γαλλικό, γιατί οι οπαδοί του, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει μια ιδεατή εικόνα για τη Γαλλία, πίστευαν ότι η χώρα αυτή θα μπορούσε νε υποστηρίξει καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα, αφού δεν είχε εμπλακεί το ίδιο ενεργά με τις άλλες Δυνάμεις στις υποθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου.

Το ρωσικό κόμμα είχε σταθερές πολιτικές θέσεις. Το κοινό στοιχείο με τα άλλα δυο κόμματα βρισκόταν στο γεγονός ότι υιοθετούσαν το πολιτικό πρότυπο εσωτερικής οργάνωσης της Δύναμης στην οποία στήριζαν τις ελπίδες τους για την ευνοϊκή εξέλιξη των ελλικών θεμάτων στη διεθνή πολιτική σκηνή. Από την άλλη, η Ρωσία μπορούσε να βρει απήχηση σε μεγάλο τμήμα του λαού λόγω του ότι ήταν η Δύναμη που πρέσβευε το ορθόδοξο δόγμα [Η Ρωσία, όπως είναι γνωστό, είχε ήδη εμπλακεί από τον 18ο αιώνα κιόλας στις υποθέσεις της ανατολικής Μεσογείου, παρακινώντας τους Έλληνες σε επαναστατικές κινήσεις, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα τους σκοπούς της. Είναι γνωστή επίσης η φιλολογία που αναπτύχθηκε έντεχνα (και) από τη ρωσική διπλωματία για την απελευθέρωση των Ελλήνων με τη βοήθεια του τσαρικού στρατού].
Χαρακτηριστικό του ρωσικού κόμματος ήταν ο ακραίος συντηρητισμός του. Το θεμέλιο της κοινωνικής τάξης ήταν γι’ αυτό η θρησκεία. Σ’ αυτήν βασιζόταν και η νομιμότητα της εξουσίας. [Πρόκειται για επιρροή από την ελέω Θεού μοναρχική εξουσία στην τσαρική Ρωσία. Στις δυτικές μοναρχίες, η νομιμοποιητική δύναμη της θρησκείας είχε εκλείψει από καιρό]. Η ξενοφοβία, όπως επίσης η άρνηση του διαφωτισμού και της δυτικής παιδείας αποτελούσαν κυρίαρχες αντιλήψεις των μελών του. Προκειμένου να προσεγγίσει ευρύτερα στρώματα, απευθυνόταν συχνά στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων. Με το κόμμα αυτό συμπαρατάχθηκαν, ιδίως κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, όσοι είχαν υποφέρει ιδιαίτερα κατά την εποχή της Επανάστασης και κατά τους εμφύλιους πολέμους: οι ακτήμονες, οι μικροϊδιοκτήτες γης, αγωνιστές και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, μοναχοί, και δημόσιοι υπάλληλοι που διορίστηκαν από τον Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του απολύθηκαν. Όλοι αυτοί απαιτούσαν την ίδρυση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο, σε συνεργασία με τη Ρωσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα φρόντιζε για την καθαρότητα της πίστης και θα αναγνώριζε στην Εκκλησία κυρίαρχη θέση. Οι θέσεις αυτές των οπαδών του ρωσικού κόμματος τους κατέτασσε στους αντισυνταγματικούς, μολονότι, όπως θα δούμε συναίνεσαν στην ψήφιση του Συντάγματος του 1844 (βλ. σελ. 70).
Η συναίνεσή τους δόθηκε λόγω των κινδύνων που αντιμετώπιζαν η πίστη και η Εκκλησία από τα μέτρα που ψήφισε η αντιβασιλεία, π.χ. το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας [1832], η οποία έως τότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θεωρούσαν ότι η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδας στο Πατριαρχείο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει για την προστασία των ορθοδόξων.








ΠΗΓΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ (ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ)


1. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Ελληνικά «Κόμματα» – Ιδεολογικό περιεχόμενο

Όσοι υποστήριζαν πως τα ελληνικά κόμματα δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο μπορούσαν να επικαλεστούν το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις απόψεις τις οποίες το καθένα εξέφραζε ή ότι οι συχνές μετακινήσεις και αποσκιρτήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο έδειχναν πως οι ανάγκες της στιγμής παρά οι πραγματικές πεποιθήσεις και η πίστη προς τη γραμμή του κόμματος έπαιζαν ρόλο στην ένταξή τους. Οι αρνητικές αυτές θέσεις μπορούσαν να αντικρούονται, χωρίς να εξουδετερώνονται εντελώς, από το γεγονός ότι τα κόμματα σ’ όλη τη διάρκειά τους έστω και ελάχιστα διαφοροποιημένα το ένα από το άλλο, διατήρησαν επίμονα τους αρχικούς τους προσδιορισμούς: συνταγματικοί-κυβερνητικοί, φιλελεύθεροι-συντηρητικοί, δυτικοί-παραδοσιακοί.

Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΓ΄, σσ. 25-26

Σχόλιο: Με έμμεσο, πλην σαφή, τρόπο, αναδεικνύεται από τη μια ο καιροσκοπισμός των μελών-οπαδών των κομμάτων, και από την άλλη η σταθερή τοποθέτηση των κομμάτων πάνω σε κάποια θέματα βασικής πολιτικής.λιο: ﷽﷽﷽﷽﷽ομμαιροσκοπισκφέρονταςέμμεσο


2. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Ελληνικά «Κόμματα» – Ιδεολογική Τοποθέτηση

Τα κόμματα δεν διαφωνούσαν συνήθως ως προς τους απώτερους στόχους. Υιοθετούσαν ενδεχομένως ασυμβίβαστες επιδιώξεις, ή ενεργούσαν αντίθετα στις διακηρύξεις τους, αλλά επίσημα τουλάχιστον όλα ασπάζονταν ένα κοινό σύστημα αξιών, όπως ήταν η υιοθέτηση της Μεγάλης Ιδέας, ο συνταγματισμός ως επιθυμητή μορφή διακυβέρνησης, η απονομή από το κράτος ανταμοιβών για υπηρεσίες προς την Επανάσταση, η χρησιμοποίηση όλων των επαγγελματικών εξειδικευμένων ατόμων στην διοίκηση, η αποκήρυξη κάθε ξένης επιρροής και κάθε είδους εύνοιας προς οποιαδήποτε από τις τρεις δυνάμεις, η αποδοχή μιας Εκκλησίας αυτοκέφαλης απέναντι στο Πατριαρχείο και αυτόνομης απέναντι στο ελληνικό κράτος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η βάση γι’ αυτού του είδους την ομοφωνία, είτε αυτή ήταν ειλικρινής είτε μόνον επιφανειακή, ήταν το εθνικιστικό αίσθημα με τον απώτερο στόχο του (τη Μεγάλη Ιδέα) και οι προϋποθέσεις που απαιτούσε η θεσμική του έκφραση στο έθνος-κράτος (εθνική ενότητα). Όσο ανεύθυνα και αν ενεργούσαν τα κόμματα σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνονταν όλα να συμφωνούν στην αναγκαιότητα αποφυγής κάθε ζητήματος που θα μπορούσε να καταστρέψει την εύθραυστη ενότητα του κράτους. Αυτό ακριβώς κάλυπτε κάπως το βασικό πολιτισμικό χάσμα.
Έτσι λοιπόν, ανάμεσα στα συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής και τα απώτερα ζητήματα αξιών, τα κόμματα ανέπτυξαν αντικρουόμενες θέσεις σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο: στα ευρύτερα ζητήματα που αναφέρονταν σε γενικά μέσα για την κατάκτηση καθολικά αποδεκτών σκοπών. Υπήρχαν πέντε τέτοια ζητήματα στην αρχή της περιόδου (η βαυαροκρατία, ο συνταγματισμός, η Μεγάλη Ιδέα, η εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους) και έξι στο τέλος της (το θέμα των ετεροχθόνων, η μορφή του συντάγματος, η Μεγάλη Ιδέα, η εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους και το ζήτημα της διαδοχής).
Το «ρωσικό» κόμμα είχε μάλλον τη σαφέστερη ιδεολογική τοποθέτηση, εξαιτίας της στενής του ταύτισης με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας. Εφόσον η Εκκλησία είχε μια σωματειακή οργάνωση και έναν διαρθρωμένο τρόπο ζωής, το κόμμα αυτό βρήκε, κατά κάποια έννοια, προετοιμασμένη τη θέση που θα υιοθετούσε. Έτσι, υποστήριζε τη συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (μέσα στο πλαίσιο του αυτοκέφαλου), μεγαλύτερες εξουσίες για την Εκκλησία μέσα στο κράτος, και ορθόδοξη μοναρχία. Σε άλλα ζητήματα η θέση του «ρωσικού» κόμματος ήταν συνήθως συγκεχυμένη ή ασυνεπής. Μέσα στην ενδεκάχρονη αυτή περίοδο διένυσε όλο το φάσμα από την υποστήριξη της απολυταρχίας ως την υποστήριξη της πιο φιλελεύθερης μορφής συνταγματισμού, δεδομένου ότι η θέση του σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή εξαρτιόταν από το βαθμό της εύνοιας που του έδειχνε ο βασιλιάς.
Κατά τα πρώτα χρόνια της απολυταρχίας το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα δεν είχαν πολλούς λόγους διαφωνίας σε θέματα αρχών. Θεωρητικά, και τα δυό υιοθετούσαν την άμεση εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος, μολονότι στην πράξη οι ηγέτες τους ευνοούσαν την προσωρινή αναβολή του. Καθώς έλειπαν οι πραγματικές διαφορές, η αντίθεση των κοινωνικών ομάδων που κυριαρχούσαν στον προσωπικό κύκλο κάθε ηγέτη έδινε στο καθένα από τα κόμματα αυτά μια ταυτότητα στην οποία όμως δεν ανταποκρινόταν εντελώς: στο «γαλλικό» ότι ήταν το κόμμα των παλικαριών, και στο «αγγλικό» ότι ήταν το κόμμα της μορφωμένης υπαλληλίας και των επαγγελματιών.
Μολονότι κατά την περίοδο της απολυταρχίας εμφανίστηκαν αμυδρότατα μόνο σημάδια κάποιας θεμελιακής διαφοράς γύρω από την εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας, το 1848 πλέον ο χαρακτήρας των κομμάτων καθοριζόταν από μια διευρυνόμενη διάσταση πάνω στο ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας. Το ένα στρατόπεδο ήταν υπέρ της φιλικής συνύπαρξης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, της διοικητικής εδραίωσης του ελληνικού κράτους και της εσωτερικής ανάπτυξης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, στοιχείων τα οποία θεωρούσε ασφαλείς προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας στο μέλλον. Κατά τη γνώμη τους, οι σποραδικές προσπάθειες για υποκίνηση εξεγέρσεων στην Τουρκία προκαλούσαν απλώς την εχθρότητα της οθωμανικής κυβέρνησης, συνεπάγονταν σκληρά αντίποινα για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κρατούσαν την Ελλάδα σε αναταραχή. Το άλλο στρατόπεδο πίστευε ότι η μικρή εδαφική έκταση της Ελλάδας ήταν η αιτία της διοικητικής ανεπάρκειας και της μη βιωσιμότητας της οικονομίας. Συνηγορούσε για τη χρησιμοποίηση όλων των πόρων για τη συγκαλυμμένη υποστήριξη ένοπλων εξεγέρσεων όπου και όποτε ήταν δυνατό. Με λίγα λόγια, επιθυμούσε να εκπληρώσει την εθνική αποστολή και ταυτόχρονα να λύσει τα εσωτερικά προβλήματα. Το να διατηρήσει κανείς φιλικές σχέσεις με την Τουρκία ήταν αδύνατο, έλεγαν, και το να περιμένει μια σαφώς ευνοϊκή διεθνή κατάσταση για να επιτεθεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν τόσο ηττοπαθές όσο θα ήταν και το 1821.

J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους... , σσ. 631-633

Σχόλιο: Ο Πετρόπουλος θεωρεί ότι τα τρία κόμματα υιοθέτησαν ένα κοινό σύστημα αξιών: Μεγάλη Ιδέα, συνταγματισμός ως επιθυμητή μορφή διακυβέρνησης, απονομή από το κράτος ανταμοιβών για υπηρεσίες προς την Επανάσταση, χρησιμοποίηση όλων των επαγγελματικών εξειδικευμένων ατόμων στην διοίκηση, αποκήρυξη κάθε ξένης επιρροής και κάθε είδους εύνοιας προς οποιαδήποτε από τις τρεις δυνάμεις, αποδοχή μιας Εκκλησίας αυτοκέφαλης απέναντι στο Πατριαρχείο και αυτόνομης απέναντι στο ελληνικό κράτος. Στο τελευταίο αυτό θέμα, φυσικά, το ρωσικό κόμμα είχε διαφορετική τοποθέτηση, αφού, κατά τον Πετρόπουλο "υποστήριζε τη συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (μέσα στο πλαίσιο του αυτοκέφαλου), μεγαλύτερες εξουσίες για την Εκκλησία μέσα στο κράτος, και ορθόδοξη μοναρχία". Επιβεβαιώνει την πληροφορία του βιβλίου ότι οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κόμματα κινούνταν σε προσωπικό επίπεδο περισσότερο. Και, τέλος, εστιάζει στη διαφοροποίηση που εμφανίζεται πάνω στο μείζον ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας, για την οποία γίνεται λόγος σε άλλο σημείο του βιβλίου (σελ. 77 και αλλού).

Άσκηση: Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των δυο παραπάνω κειμένων και τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, να εντοπίσετε τα σημεία προσέγγισης και διαφωνίας στις θέσεις των τριών ξενικών κομμάτων στα πολιτικά ζητήματα της εποχής τους.


3. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Σε ό,τι αφορά την επωνυμία του καθενός αξίζει να σημειωθεί πως οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στα κόμματα ως: «το λεγόμενον αγγλικόν», «το λεγόμενον γαλλικόν», «το λεγόμενον ρωσικόν», για να υπογραμμίσουν κάπως έμμεσα τις συμπάθειες τις οποίες το καθένα έτρεφε προς τους ξένους. Οι όροι αυτοί αποτελούσαν συνάμα συνθήματα πολεμικής, χρησιμοποιούμενα για να τονισθεί η απομάκρυνση από τα εθνικά συμφέροντα με αντίδωρο την ξένη «προστασία». Εν τούτοις, ακόμα και σε περιπτώσεις οξείας πολιτικής διαμάχης, ο τύπος προσπαθούσε να αποφεύγει τη χρησιμοποίηση του όρου «αγγλικό» ή «γαλλικό» ή «ρωσικό», προτιμώντας το λιγότερο οξύ «το λεγόμενο γαλλικόν» κλπ.

Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΓ΄, σ. 25


4. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Οι Γάλλοι και οι οπαδοί του «γαλλικού» κόμματος το αποκαλούσαν «εθνικό», υπονοώντας ότι στηριζόταν σε πλατιά λαϊκή βάση. Η αλληλογραφία του Piscatoty αποκαλύπτει ο όρος «εθνικό κόμμα», όπως τον χρησιμοποιούσε, ήταν αόριστος και χωρίς νόημα. Περιέγραφε μ’ αυτόν όλους τους πατριώτες που επιθυμούσαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας και ένα σταθερό διοικητικό σύστημα που θα προστάτευε το άτομο στην άσκηση των δικαιωμάτων του. Όλοι σχεδόν οι Έλληνες περιλαμβάνονταν σ’ αυτό τον ορισμό, είτε ανήκαν στο «γαλλικό», είτε στο «ρωσικό», είτε στο «αγγλικό» κόμμα. Τέτοιου είδους κριτήρια δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση ουσιαστικού διαχωρισμού των κομμάτων.
Η χρήση του όρου «εθνικό κόμμα» ήταν μάλλον ένα πρόχειρο επινόημα για προπαγανδιστικούς σκοπούς, για να επιτρέψει στο «γαλλικό» κόμμα και στη γαλλική πολιτική να εμφανίζεται ως καθρέπτης της μεγάλης μάζας της κοινής γνώμης.

J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους... , σσ. 515-516

Σχόλιο: Ο Πετρόπουλος στην ερμηνεία του όρου "εθνικό κόμμα", που αποδιδόταν στο γαλλικό κόμμα, δεν αναφέρει την παράμετρο της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των ατάκτων, που είδαμε στο βιβλίο. Στην ουσία, όμως, δέχεται ότι εξαιτίας της πολιτικής της διεύρυνσης των εδαφικών ορίων πήρε αυτό το προσωνύμιο το γαλλικό κόμμα. Μάλιστα, αναφέροντας και τη μαρτυρία του Piscatory [1800-1870, Γάλλος πολιτικός, διπλωμάτης, ένθερμος φιλέλληνας] χαρακτηρίζει προπαγανδιστική τη χρήση του εν λόγω όρου, αφού τα αιτήματα που τον στήριζαν αποτελούσαν κοινό τόπο όλης της ελληνικής κοινωνίας της εποχής.

Άσκηση: Με αφετηρία την επωνυμία (το λεγόμενον αγγλικόν κ.λπ.) των τριών ξενικών κομμάτων, να σχολιάσετε την αντίληψη που είχαν οι οπαδοί καθενός από τα τρία κόμματα για τον πολιτικό προσανατολισμό των αντιπάλων κομμάτων.


5. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Κωλέττης – Μαυροκορδάτος και η Μεγάλη Ιδέα

Το 1834, όταν η αντιβασιλεία προσπαθούσε να αποφασίσει ποια θα ήταν η μόνιμη πρωτεύουσα του κράτους, ο Κωλέττης έκανε έγγραφη πρόφαση ότι το κράτος έπρεπε να αποφύγει να ορίσει επίσημη πρωτεύουσα, ως πανηγυρική υπενθύμιση ότι μόνον η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να εξυπηρετήσει αυτό τον υψηλό σκοπό, ως ένδειξη της ελληνικής πίστης ότι επέκειτο η απόκτησή της, και ως υπόμνηση ότι ως εκείνη τη στιγμή η διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων θα διατηρούσε προσωρινό χαρακτήρα. Όταν ήταν στο Παρίσι ως πρεσβευτής της Ελλάδας, δεν έχασε ευκαιρία να επαναλάβει τις ελληνικές αλυτρωτικές επιδιώξεις. Το 1844, στη συζήτηση για το ζήτημα των ετεροχθόνων, πήρε το λόγο στη συντακτική συνέλευση για να εκθέσει, με έναν τρόπο που έμεινε κλασικός το νόημα της Μεγάλης Ιδέας.
«Δια την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κεντρον της Ευρώπης· ισταμένη, και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολήν, εξ’ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον· εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους να συνέρχωνται δια να αποφασίσωμεν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά περί της Ελληνικής φυλής... η Ελλάς, διηρημένη το πάλαι καθέκαστα και εις ιδιαίτερα κράτη, έπεσε, και πεσούσα εφώτισε τον κόσμον. Οποίας άραγε ελπίδας παρέχει σήμερον αναγεννηθείσα η Ελλάς, και ηνωμένη εις εν κράτος, εις ένα σκοπόν, και μίαν δύναμιν, εις μιαν θρησκείαν, εις το τέλος Σύνταγμα το οποίον τώρα απεργαζόμεθα... Οι εντολείς ημών περιμένουσι το Σύνταγμα να ίδωμεν. Οι δε εκτός ημών λαοί ατενίζουσι προς ημάς τα όμματα, δια να μάθωσι το περί αυτών φρόνημά μας».
Πεθαίνοντας το 1847, εξέφρασε τη λύπη του που άφηνε ανεκπλήρωτη την αποστολή του. Άφηνε να εννοηθεί ότι, αν ο βασιλιάς τον είχε καλέσει να κυβερνήσει από την αρχή, η Μεγάλη Ιδέα μπορεί να είχε πραγματοποιηθεί. Όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του (1844-47) ο Κωλέττης δεν αρνήθηκε ποτέ καμία από τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν ότι έκανε μεγαλεπήβολα αλυτρωτικά σχέδια, διαδόσεις που είναι από μόνες τους ενδεικτικές της αυξανόμενης φήμης του ως εκπροσώπου του ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού.

J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους... , σ. 634

Σχόλιο: Πολύ διαφωτιστικό κείμενο για το περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας. Εύστοχο και το παράθεμα από την ομιλία του Κωλέττη. Να σημειώσουμε, όμως, εδώ ότι παρόμοιες απόψεις ήταν κοινές στους κόλπους του Ελληνισμού. Στο ρωσικό κόμμα, λ.χ., υποστήριζαν με έμφαση ότι ήταν αντεθνική ενέργεια η ανεξαρτητοποίηση της εκκλησίας του ελεύθερου Βασιλείου, γιατί με αυτόν τον τρόπο αποδυναμωνόταν η Μεγάλη Ιδέα, η διαδεδομένη δηλαδή αντίληψη ότι το μικρό ελεύθερο κράτος έπρεπε να επεκτείνει τα όριά του στον χώρο όπου παραδοσιακά ο Ελληνισμός αποτελούσε ηγετική δύναμη. Βλ. σχετικά και το πιο πάνω παράθεμα (4).


6. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Ο Μαυροκορδάτος διατύπωσε τις ιδέες του σε ένα πολύ σημαντικό υπόμνημα που συνέταξε το 1848, το οποίο αποτελεί αριστοτεχνικό κατηγορητήριο κατά του ακραίου αλυτρωτισμού και πειστική παρουσίαση των μετριοπαθών θέσεων. Πρώτα διακήρυσσε την αντίθεσή του προς τις σποραδικές συνοριακές επιθέσεις και τις μυστικές εταιρείες, που κατά τη γνώμη του τορπίλιζαν τον φαινομενικό τους στόχο. Τις θεωρούσε παράτολμες ενέργειες εγωκεντρικών ή παραπλανημένων ανθρώπων, που έπρεπε να κατασταλούν. Απαριθμούσε κατόπιν τα λάθη των προγενεστέρων ελληνικών κυβερνήσεων.
...
Το ελληνικό κράτος δεν είχε δώσει στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καμία απτή απόδειξη ότι η ελληνική διακυβέρνηση ήταν έστω και ελάχιστα πιο φωτισμένη από την τουρκική, ούτε είχε δείξει στην Ευρώπη ότι η ελληνική ηγεμονία θα έφερνε πολιτική σταθερότητα στην Εγγύς Ανατολή. Στο μεταξύ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε θεσπίσει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που είχαν αποκαταστήσει την τουρκική αυτοπεποίθηση και είχαν πείσει την Ευρώπη ότι η κατάρρευση δεν επέκειτο άμεσα.
Το πρόγραμμα του Μαυροκορδάτου ήταν στην πραγματικότητα πρόγραμμα εσωτερικής ανάπτυξης, εμπορίου, επικοινωνιών και παιδείας, παρόλο που παρουσιαζόταν επιδέξια ως συγκαλυμμένη προετοιμασία για πόλεμο. Δίνοντας έμφαση στην αύξηση του εμπορίου, στην ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας και στη διακίνηση της πυρίτιδας από εμπόρους, και αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στους άτακτους οπλαρχηγούς, ενώ επέμενε στην ανάγκη ενός νέου σώματος πυροβολικού, το πρόγραμμα αυτό έμμεσα συνιστούσε τη μετάθεση της ευθύνης του αλυτρωτισμού από την παλιά στρατιωτική τάξη στην αστική, και έτσι προωθούσε έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της τελευταίας ομάδας. Επιπλέον, οι γραφειοκρατικές ικανότητες τις οποίες ανέφερε ο Μαυροκορδάτος ως προϋποθέσεις για τους διοριζόμενους στην κεντρική διεύθυνση ήταν ακριβώς εκείνες για τις οποίες εκτιμούσαν τον ίδιο και αρκετά μέλη του κόμματός του. Με λίγα λόγια, η πολιτική του Μαυροκορδάτου απαιτούσε την ηγεσία ικανών γραφειοκρατών και ισχυρών εμπόρων, ενώ σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αντίθετου προσανατολισμού τη διεύθυνση της υπόθεσης του αλυτρωτισμού θα την αναλάμβανε η παραδοσιακή τάξη των στρατιωτικών.

J. Petropulos, ό.π., σσ. 634-635

Σχόλιο: Η θέση του Μαυροκορδάτου, ότι δηλαδή θα έπρεπε το νέο ελληνικό κράτος πρώτα να οργανωθεί εσωτερικά και μετά, ισχυρό οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά να διεκδικήσει την επέκταση των συνόρων, θα αποτελέσει την πιο ρεαλιστική έκφραση της Μεγάλης Ιδέας. Γιατί, μην ξεχνάμε, ο μεγαλοϊδεατισμός χαρακτήριζε το σύνολο σχεδόν της ελληνικής πολιτικής σκηνής, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Η άλλη πτέρυγα της πολιτικής στην Ελλάδα, όπως την είδαμε να εκφράζεται στην περίπτωση του Κωλέττη, δεν έθετε ως προϋπόθεση την ισχυροποίηση του ελληνικού βασιλείου. Η πολιτική αυτή αποτέλεσε τροχοπέδη, όπως σημειώνεται σε άλλα σημεία του βιβλίου, στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, ενώ επέφερε και πολλά δεινά.

Άσκηση: Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των δυο πιο πάνω κειμένων και τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, προσπαθήστε να εντοπίσετε τις διαφορές στους προσανατολισμούς και στη στρατηγική των δύο πολιτικών στο θέμα της απελευθέρωσης των αλυτρώτων.


7. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Δημιουργία και εσωτερική διάρθρωση του καποδιστριακού κόμματος

Φθάνοντας στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας βρέθηκε μπροστά σε μια λίγο-πολύ διαμορφωμένη κατάσταση ως προς τα πολιτικά κόμματα. Το δίλημμα συνεπώς που είχε να αντιμετωπίσει ο ίδιος τον οδηγούσε προς δύο πιθανούς τρόπους ενεργείας: ή να ζητήσει την υποστήριξη και την συνεργασία όλων των φατριών και των κομμάτων προσπαθώντας να διατηρήσει, κατά το δυνατόν, την εύθραυστη αυτή ισορροπία· ή, συνενώνοντας ορισμένες από τις φατρίες κάτω από τη δική του εξουσία, να επιχειρήσει να υπερκεράσει τις άλλες. Πρόκρινε τον τελευταίο αυτό τρόπο επηρεασμένος ίσως και από την ανοικτή επίθεση προς το πρόσωπό του την οποία δεν έκρυβαν μερικές από τις φατρίες· ενδεχομένως και γιατί πίστευε πως η υπεροχή ενός κόμματος απέναντι στα άλλα θα μπορούσε να εξασφαλίσει στη χώρα την τόσο επιθυμητή πολιτική σταθερότητα.
Αναλαμβάνοντας το ρόλο του προστάτη και χρησιμοποιώντας τη γραφειοκρατική μηχανή ως το θεσμικό πλαίσιο για μια πολιτική συνένωση, ο Καποδίστριας δημιούργησε, σε επίπεδο εθνικό, ένα κόμμα, συνισταμένη φατριών και τοπικών συμπράξεων. Πυρήνας του καποδιστριακού κόμματος, γνωστού και με τις επωνυμίες «κυβερνητικό» ή κόμμα των «Ναπαίων», ήταν η «ρωσική» φατρία, χάρη στη δραστηριότητα της οποίας είχε κατά κύριο λόγο επιτευχθεί η έλευση του Καποδίστρια στην Ελλάδα. Η «Εταιρεία του Φοίνικος», η οποία προφανώς υπήρχε και πριν από την άφιξη του Κυβερνήτη, εξακολουθούσε να υπάρχει και να ενεργεί ως το ανεπίσημος οργανισμός που τον υποστήριζε.
Τα κύρια οχυρά στα οποία στηρίχθηκε ο καποδιστριακός μηχανισμός προκειμένου να συγκροτήσει την κομματική του βάση ήταν τρία και στηρίζονταν ιδίως στη νομιμοφροσύνη των περιφερειακών φατριών: η Πελοπόννησος με εμψυχωτή το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη· η περιοχή της Φωκίδας στη Ρούμελη με αρχηγό τον Ιωάννη Γκούρα Μαμούρη, αφοσιωμένο φίλο και σύμμαχο του Καποδίστρια στον οποίο ο Κυβερνήτης ανταπέδιδε τη φιλία του· τέλος οι Σπέτσες, με επικεφαλής τον Ιωάννη Μέξη και την οικογένεια Κολανδρούτσου. Ας σημειωθεί πως το νησί αυτό, του οποίου οι σχέσεις με την «αγγλόφιλη» Ύδρα ήταν καθαρά ανταγωνιστικές, θεωρούνταν, και από εμπορική παράδοση ακόμα, αφοσιωμένο στη Ρωσία ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια.
Σ’ αυτές τις τοπικές δυνάμεις, συστατικές κατά βάση του καποδιστριακού κόμματος, πρέπει να προστεθούν οι όχι ευκαταφρόνητες δυνάμεις που προέρχονταν από ορισμένες ομάδες ετεροχθόνων ...Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, εξαιτίας της φήμης και του θρύλου που τον περιέβαλλε, έπαιζε για τα νησιά το ρόλο που διαδραμάτιζε στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης. Αυτή ακριβώς ήταν η επιτυχία του Καποδίστρια: ότι κατόρθωσε να συνενώσει ορισμένες αναμφισβήτητα ισχυρές φατρίες τις οποίες ήρθε να ενισχύσει η παρουσία ορισμένων προσωπικοτήτων ...Ορισμένοι, μαζί με την πνευματική ακτινοβολία, είχαν τη δυνατότητα να ασκούν ευρύτερη επιρροή στις περιοχές τους.
Χάρη σ’ αυτή τη δομή του καποδιστριακού κόμματος έγιναν εφικτά δύο πράγματα: από το ένα μέρος το κόμμα απόκτησε εξαρχής συνοχή και από το άλλο μπόρεσε να λειτουργήσει σε επίπεδο εθνικό, καλύπτοντας γεωγραφικά ολόκληρη την επικράτεια, διεισδύοντας ως το πιο απόμερο και απομακρυσμένο χωριό. Αυτός άλλωστε είναι και ένας πρόσθετος λόγος που κατόρθωσε να επιβιώσει και στα επόμενα χρόνια, πολύ μετά το θάνατο του Κυβερνήτη και την αναχώρηση από την Ελλάδα του Αυγουστίνου Καποδίστρια. Ο Πισκατόρυ το θεωρεί, στα 1841, ως το μόνο άξιο να επονομάζεται «κόμμα», γιατί διατηρούσε ακόμα την οργάνωση και το πνεύμα του, αρετές τις οποίες όφειλε στην πρώτη, τετράχρονη περίοδο της αναπτύξεως και της σταθεροποιήσεώς του. Θετικό στοιχείο επίσης ήταν ότι το κόμμα, από τις απαρχές του, είχε αποκτήσει ερείσματα στους Έλληνες αγρότες που ήταν βαθιά αφοσιωμένοι στον Ι. Καποδίστρια. Με τη διαφορά ότι αυτό που με άλλες προϋποθέσεις μπορούσε να αποτελεί πλεονέκτημα σημαντικό για ένα κόμμα, στην προκειμένη περίπτωση ελάχιστα απέδιδε, γιατί η κατηγορία αυτή των οπαδών δε διέθετε δύναμη και κύρος εφόσον ανήκαν στην ασθενέστερη, οικονομικά και κοινωνική τάξη.

Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΓ΄, σ. 29

Άσκηση: Με βάση το πιο πάνω παράθεμα και τις γνώσεις που αποκομίσατε από το βιβλίο, να απαντήσετε στο εξής: Το καποδιστριακό κόμμα (ρωσικό) κατά το Πισκατόρυ είναι το μόνο άξιο να επονομάζεται «κόμμα». Να τεκμηριώσετε την άποψη αυτή.


9. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Το εκκλησιαστικό ζήτημα

«Η αυτονομία και ανεξαρτησία της Εκκλησίας είναι αχώριστος από της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της επικρατείας και πάσα κατ’ εκείνης άμεσος ή έμμεσος προσβολή είναι προσβολή κατά ταύτης». Με αυτά τα λόγια ο Θεόκλητος Φαρμακίδης από τους πρωτεργάτες της ριζικής αλλαγής των εκκλησιαστικών πραγμάτων της χώρας, αιτιολογεί όσα διενεργήθηκαν από το 1833 για την ανακήρυξη της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδος.

Ι.Ε.Ε, τόμ. ΙΓ΄, σ. 42


10. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Κάθε παράταξη είχε επίσης διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την Εκκλησία. Για τους φιλελεύθερους η Εκκλησία συνιστούσε εθνικό θεσμό με τη στενή έννοια του όρου, θεσμό που λειτουργούσε μέσα στα γεωγραφικά όρια του κράτους, αποτελούσε μόνο μια όψη της κοινωνίας και ένα κλάδο της διοίκησης. Για τους συντηρητικούς συνιστούσε εθνικό θεσμό με την ευρύτερη έννοια του όρου, θεσμό που κάλυπτε όλο τον Ελληνισμό, ήταν η καταστατική αρχή της κοινωνίας που διαχεόταν σε όλη τη διοίκηση. Για ορισμένους η Εκκλησία ταυτιζόταν με την υπερεθνική Ορθοδοξία και προσδιοριζόταν από το δόγμα και όχι από την απλή εθνότητα ή από τον εκκλησιαστικό διαχωρισμό.
Αλλά η ουσία της διαφωνίας βρισκόταν στη διάσταση που υφίστατο ως προς τις βασικές αξίες και τους στόχους που σχετίζονται με το ζήτημα της κοσμικής εξουσίας. Για τους φιλελευθέρους το κύριο πρόβλημα ήταν η διατήρηση της πολιτικής κυριαρχίας, επειδή θεωρούσαν το κράτος σύμβολο της εθνικής αξιοπρέπειας, ενσάρκωση της εθνικής ισχύος και φορέα της υλικής προαγωγής. Ένθερμοι υποστηρικτές της εθνικής κυριαρχίας καθώς ήταν οι φιλελεύθεροι είχαν το φόβο ότι ο Σουλτάνος –ή ακόμη χειρότερη η Ρωσία- θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του Πατριάρχη για να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Για τους συντηρητικούς ύψιστο μέλημα ήταν η εκκλησιαστική κοινωνία επειδή μόνον αυτή μπορούσε να διαφυλάξει την ενότητα του δόγματος, να διατηρήσει την υπεροχή της θρησκείας ως ρυθμιστικής αρχής της κοινωνίας, και να εξασφαλίσει αμυντικούς μηχανισμούς εναντίον της δυτικής πολιτισμικής διείσδυσης. Οι συντηρητικοί, που ανησυχούσαν μήπως η διαιρεμένη από το σχίσμα Ορθοδοξία υπέκυπτε στις υπονομευτικές πιέσεις των δυτικών ιεραποστόλων και διπλωματών, θεωρούσαν τη στενή σύμπραξη ανάμεσα στον Πατριάρχη, τη Ρωσία και την Εκκλησία της Ελλάδος απόλυτα αναγκαία για την κοινή άμυνα.

J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους... , σσ. 223-224

Σχόλιο: Οι υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας, της ανεξαρτησίας δηλαδή της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως συνέδεαν το θέμα με την πολιτική αυτονομία της χώρας, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα υπονομευόταν, αφού θεωρούσαν ότι η Πύλη θα προσπαθούσε εκβιαστικά μέσω του Πατριαρχείου να επηρεάζει τις εσωτερικής υποθέσεις της Ελλάδας. Εξάλλου, επηρεασμένοι και από τις δυτικές ιδέες περί λαϊκού κράτους, θεωρούσαν την Εκκλησία έναν κρατικό θεσμό, ο οποίος δεν μπορούσε να δρα αυτόνομα, ανεξάρτητα από τις κρατικές πολιτικές.
Οι συντηρητικοί, όπως ονομάστηκαν, από την άλλη, επέμεναν στη συνέχιση του υφιστάμενου καθεστώτος, γιατί με αυτόν τον τρόπο θεωρούσαν ότι θα διαφυλάττονταν ακέραιες οι εθνικές παραδόσεις, που είχαν ήδη αρχίσει να υπονομεύονται από τη Βαυαροκρατία.
[Στα πιο πάνω κείμενα δεν αναφέρεται, αλλά καλό είναι να γνωρίζει κάποιος ότι το εκκλησιαστικό θέμα συνδεόταν και με τις αλυτρωτικές πολιτικές των Ελλήνων. Να σημειώσουμε ότι ακόμη και παράγοντες των φιλελευθέρων εκδήλωναν έντονο σκεπτικισμό στην προοπτική ανατροπής των ομαλών σχέσεων με το Πατριαρχείο. Κανένας δεν ήθελε να διασπαστεί η εκκλησιαστική ενότητα του Ελληνισμού, αφού έτσι υπήρχε κίνδυνος να διασπαστεί και η πολιτική ενότητά του. Οι κίνδυνοι ήταν προφανείς. Από την άλλη, το Πατριαρχείο ήταν πιο κοντά στη ρωσική πολιτική, ενώ τηρούσε και εχθρική στάση απέναντι στις ιδέες του Διαφωτισμού, τις οποίες πρέσβευαν οι φιλελεύθεροι. Το συγκεκριμένο θέμα, με άλλα λόγια, είναι πολυδιάστατο και καλό είναι να φωτισθούν όσο περισσότερες πλευρές του, με δεδομένο μάλιστα ότι είναι καινούργια προσθήκη στην εξεταστέα ύλη].

Άσκηση: Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραθεμάτων και τις πληροφορίες του βιβλίου σας, προσπαθήστε:
α) Να παρουσιάσετε τις διαφορετικές θέσεις φιλελεύθερων και συντηρητικών στο θέμα της ανακήρυξη της «αυτοκέφαλης» εκκλησίας της Ελλάδος.
β) Να προσδιορίσετε τους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση των διαφορετικών αντιλήψεων στο ζήτημα αυτό.



11. ΚΕΙΜΕΝΟ (Επιστημονική μελέτη - Μονογραφία)

Η εγκαθίδρυση της οθωνικής μοναρχίας το 1833 στην Ελλάδα ισοδυναμεί με την πρώτη συστηματική προσπάθεια συγκρότησης ενός συγκεντρωτικού κράτους, με επείσακτους, δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης, θεσμούς, που θα αποδυνάμωναν και, τελικά, θα αναιρούσαν την πολυκεντρική παραδοσιακή τοπική εξουσία. Στην ουσία, η βαυαρική απολυταρχία εκαλείτο να αναμετρηθεί με την παγιωμένη, κατά τόπους, κοινωνική ισχύ των παραδοσιακών προυχοντικών δυνάμεων. Το καποδιστριακό εγχείρημα που προηγήθηκε, την περίοδο 1828 - 1831, κατέτεινε κι αυτό στη δημιουργία ενός σύγχρονου, για την εποχή, κράτους, μέσα από την αναγκαία -όπως θεωρούσε ο κυβερνήτης- επιβολή συγκεντρωτικών και, εν μέρει, αυταρχικών πολιτικών επιλογών και μέσων. Η πρόσκαιρη σύμπηξη μιας κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ των παραδοσιακών, προαστικών, δυνάμεων του τοπικισμού με τους δυτικοστρεφείς οπαδούς των συνταγματικών ελευθεριών, καθώς και η έλλειψη σημαντικών λαϊκών ερεισμάτων από μια συμπαγή μεσαία τάξη, που θα στήριζε τις επιλογές του Καποδίστρια, ανέκοψαν με τον γνωστό βίαιο τρόπο την προσπάθεια.
....
Η νέα Αρχή [Όθωνας-Βαυαροκρατία], γνωρίζοντας την κατάσταση της γενικής αποδιοργάνωσης που επικρατούσε στη χώρα, ιδίως κατά την περίοδο της «Αναρχίας» που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια, έρχεται ως φορέας μιας νέας συγκεντρωτικής, αυταρχικής, διακυβέρνησης. Στο νέο συγκεντρωτικό κράτος ο απόλυτος μονάρχης προσωποποιούσε την κρατική συνοχή και ενότητα, εις βάρος του έντονα πολυκεντρικού χαρακτήρα των παραδοσιακών εξουσιαστικών πόλων. Το μοντέλο που επαγγέλλονται οι Βαυαροί για την οργάνωση του νέου κράτους παραπέμπει στην «Πολιτική Κοινότητα» (Civitas) χομπσιανής εμπνεύσεως, όπου η ex Deo Απόλυτη Μοναρχία θα λειτουργούσε ως ενοποιητικός συντελεστής όλων των επί μέρους κοινωνικών συμφερόντων.
Η θέσμιση της εξουσίας, η παραχώρηση, αλλά και το είδος των δικαιωμάτων των υπηκόων, ήταν αρμοδιότητες εγχωρημένες στον ίδιο το μονάρχη. Οι επί μέρους ατομικές βουλήσεις και τα κοινωνικοπολιτικά παράκεντρα εξουσίας, για την επιδίωξη του «κοινού καλού», καθυποτάσσονταν στη μία και αδιαίρετη κεντρική εξουσία, στο μονάρχη και στην πέριξ αυτού κρατική γραφειοκρατία, η οποία νομοθετούσε (autoritas facit legem). Η αναπαραγωγή αυτού του κρατικού μοντέλου οργάνωσης των εξουσιαστικών δομών μπορούσε να επιτευχθεί είτε με φυσική βία είτε με την απόσπαση της κοινωνικής συναίνεσης. Ήδη από το πρώτο του διάγγελμα ο μονάρχης φαίνεται να γνωρίζει και τους δύο δρόμους: απεύχεται να περιέλθει στην «θλιβερόν ανάγκην του να κάμει να καταδιωχθώσι με όλην την αυστηρότητα των νόμων οι ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και οι αποστάται», ενώ προσδοκά ότι «έκαστος θα αποδώσει εις το Έθνος την προσήκουσαν υποταγήν εις τους νόμους». Βάσει αυτών των επιδιώξεων, οι Βαυαροί επιχείρησαν από την πρώτη στιγμή να επιβάλουν νέα θεσμικά πλαίσια, τα οποία αφορούσαν κάθε έκφανση της οργάνωσης του νέου κράτους. Έτσι, αρχίζουν να χαρακτηρίζουν τη ζωή του νεοελληνικού κράτους επείσακτοι δυτικογενείς θεσμοί, που αναδιοργανώνουν εξ αρχής τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την Εκκλησία, την παιδεία, το στρατό κ.λπ. Ωστόσο, σε μία κοινωνία με έκδηλη υπανάπτυξη σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, το εγχείρημα ενείχε πολλαπλές δυσχέρειες. Η εκ των άνω επιβολή αυτών των δυτικογενών θεσμικών πλαισίων στην προαστική ελληνική κοινωνία κατέστησε αναπόφευκτη την ύπαρξη δυσλειτουργιών και κοινωνικών εντάσεων, δεδομένου ότι ο κοινωνικός χώρος επέμενε να αυτοπροσδιορίζεται με βάση, όχι την επείσακτη, αλλά την εγχώρια παραδοσιακή θεσμογόνα πραγματικότητα. Η αναπόφευκτη αυτή δυσπροσαρμοστικότητα των νέων θεσμικών ρυθμίσεων υποχρέωνε άλλοτε τη νέα εξουσιαστική Αρχή, ως φορέα της κρατικής ισχύος, να μετέρχεται παραδοσιακούς τρόπους διευθέτησης των προβλημάτων που ανέκυπταν και άλλοτε τις παραδοσιακές προαστικές δυνάμεις σε αναδιπλώσεις και τακτικές υποχωρήσεις, αναπροσαρμόζοντας τη στρατηγική τους στη νέα, πολιτική πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Έτσι, συχνά οι Βαυαροί υποχρεώνονται να προσφύγουν σε μέσα όπως τα δίκτυα πελατείας-προστασΐας, να καταστήσουν το ίδιο το κράτος προστάτη των εκάστοτε κοινωνικών ομάδων πίεσης, είτε με το δέλεαρ της επαγγελματικής αποκατάστασης στον κρατικό μηχανισμό είτε με την παροχή γεωργικών κλήρων, επιτυγχάνοντας και στις δύο περιπτώσεις τη λειτουργική ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.
Από την άλλη μεριά, η ηγέτιδα τάξη, που ήταν, κατά μείζονα λόγο, η προυχοντική ολιγαρχία, αποπειράθηκε και, τελικά, πέτυχε να προσαρμόσει τη στάση της έναντι της πολιτικής εξουσίας με τρόπο ώστε να διατηρήσει σταθερές προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό. Με δεδομένη την αδυναμία αναπαραγωγής της ταξικής τους κυριαρχίας μέσω της παγιώσεως μεγάλης ιδιοκτησίας γης για την απόσπαση του υπερπροϊόντος, τα προυχοντικά στοιχεία κατόρθωσαν, αναθεωρώντας τις ταξικές τους επιδιώξεις, να διεισδύσουν στον νεοσυσταθέντα κρατικό μηχανισμό. Διατηρώντας υψηλότατο προσωπικό και οικογενειακό κύρος, στράφηκαν επιτυχώς προς τους μηχανισμούς του κράτους, μέσω των οποίων ήταν σε θέση να συνυφάνουν το απαραίτητο πλέγμα συμφερόντων, που θα επέτρεπε την ιδιοποίηση των κοινωνικοπολιτικών προνομίων βάσει της προσοδικής κατανομής των κρατικών πόρων.
Η ιδιομορφία της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους έγκειται στο γεγονός ότι οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί, που λειτούργησαν, επιβλήθηκαν εκ των άνω και δεν είναι προϊόν κοινωνικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Το ζητούμενο είναι αν το εγχείρημα των Βαυαρών να επιβάλουν τις αναγκαίες εκσυχρονιστικές τομές, όπως εκείνοι τις αντιλαμβάνονταν, μέσω της θεσμοθέτησης πρωτοποριακών, για την εποχή, κοινωνικοπολιτικών ρυθμίσεων, διαμόρφωσε το κατάλληλο πλαίσιο λειτουργικής συναρμογής με την προαστική-παραδοσιακή κοινωνία. Η απάντηση είναι ότι η πολιτική αυτή της κεντρικής εξουσίας γνώρισε αντιστάσεις, αντιμετώπισε τις αντιδράσεις των παραδοσιακών εγχώριων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες διέβλεψαν τον κίνδυνο απώλειας των κεκτημένων προνομίων τους, αλλά επιβλήθηκε, έστω και προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Η προσαρμογή αυτή σήμαινε τη διασφάλιση της απαραίτητης κοινωνικής συνοχής και λειτουργικότητας του συστήματος, μέσω, όχι της τυπικής, αντικειμενικοποιημένης, και κλασικής συμβολαιακής ρύθμισης, αλλά της εξωθεσμικής, της παραδοσιακής, ως απόρροια της διατηρήσεως των σχέσεων πελατείας-προστασίας.
Έτσι, ενώ το ελληνικό κράτος προικοδοτήθηκε ήδη από την πρώτη οθωνική δεκαετία  -απολυταρχική διακυβέρνηση- με δυτικογενείς θεσμούς, σε ό,τι αφορά τις βασικές οργανωτικές του δομές, και ενώ μετά το 1843 κατοχυρώνονται στοιχειωδώς δημοκρατικοί θεσμοί και θεμελιώδη αστικά δικαιώματα, οι πολιτικές διαδικασίες και πρακτικές που ακολούθησαν, διαφοροποιούσαν την ελληνική εμπειρία από τη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η αμοιβαία αναπροσαρμογή μέσα στη νέα πραγματικότητα, τόσο από την ίδια την κεντρική εξουσία όσο και από τους εγχώριους παραδοσιακούς κοινωνικούς φορείς, και η τελική επίτευξη της εξωθεσμικής συναίνεσης αναιρούν την άποψη περί υπάρξεως «δημοκρατικού» ή «αντιμοναρχικού» κινήματος στην οθωνική τριακονταετία. Δύο από τις χαρακτηριστικότερες όψεις οργάνωσης του ελληνικού κράτους, που το αποδεικνύουν, αφορούν αφ’ ενός την πολιτική, ως διαδικασία συμπύκνωσης των κοινωνικών αντιθέσεων για τον έλεγχο της εξουσίας και τη συνταγματική ή μη σύσταση της Πολιτείας, και αφ’ ετέρου τη στρατιωτική πολιτική του κράτους, εν συνδυασμώ με την αποκατάσταση των αγωνιστών της Επανάστασης.

Μαλέσης Δημήτρης, Αντιθέσεις και εξωθεσμική συναίνεση στο νεοελληνικό κράτος: η συγκρότηση της κεντρικής εξουσίας και η στρατιωτική πολιτική κατά τη Βαυαροκρατία, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τόμ. 91 (1996), σελ. 175-180