Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Σμύρνη - Λιβίσι. Επιστροφή στον χρόνο.




Στη Σμύρνη η Μαρία-Νεφέλη, προγονή μου, ξαναπήγε μετά τον Εμφύλιο. Όταν πια τα πράγματα ηρεμούν εντελώς στη χώρα. Κάνει το ταξίδι με καράβι, όπως όταν έφυγε. Μικρότερο το καράβι. Ένα μεγάλο καΐκι από τη Χίο. Η θάλασσα φουρτουνιασμένη αυτή τη φορά. Τότε ήταν ήρεμη, κι άφηνε πίσω τη φουρτούνα της στεριάς. Από μακριά όλα έμοιαζαν το ίδιο. Ακίνητες σιλουέτες. Όσο το καραβάκι πλησίαζε κι ανεβοκατέβαινε τα κύματα, ξεδιάκρινε ίχνη ζωής· καπνοί από φουγάρα και τζάκια, σιγά σιγά οι σκιερές κουκκίδες έπαιρναν τη μορφή ανθρώπων που περπατούσαν στους δρόμους. Θυμάμαι πάντα καθαρά τα λόγια που είπε καθώς έριχνε το βλέμμα της μακριά σε κείνη τη σκηνή: «Κρίμα μεγάλο. Ο χρόνος συνέχισε να πηγαίνει μπρος δίχως όλους εμάς που είχαμε φύγει, δεν μας περίμενε ο άτιμος». Ένιωσε απόγνωση, καθώς συνειδητοποίησε ότι θα ήταν ακατόρθωτο να τον πιάσει ξανά και να βαδίσουν στον ίδιο ρυθμό, ο χρόνος ήταν πάντα ένα βήμα, μπορεί και περισσότερα, μπροστά.

Η πολιτεία που εμφανίστηκε μπρος στα μάτια της δεν θύμιζε τίποτε από τα παλιά, ζούσε σ’ έναν άλλον χρόνο πια, σαν να είχε περάσει σ’ έναν άλλον γαλαξία, που θα χρειάζονταν πολλά χρόνια ταξίδι για τον έφταναν όλοι εκείνοι που είχαν φύγει, τόσα χρόνια που δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν όχι σε μια, ούτε σε δυο, ούτε σε τρεις, ένας θεός ξέρει σε πόσες ζωές θα μπορούσε να χωρέσει.
Μα όταν αντίκρισε το Λιβίσι, τη γενέθλιο γη απ' όπου είχε φύγει στα εφτά με οχτώ της κοντά για τη Σμύρνη, τα πράγματα μέσα της πήραν άλλον δρόμο. Η πολιτεία στην πέτρινη πλαγιά όπου είχε χτίσει τις πρώτες άγουρες μνήμες της ήταν έρημη, μα την ίδια ώρα και γεμάτη πνοή ζώσα· έρημα σπίτια, αδειανά μαγαζιά, νεκρωμένες εκκλησίες, χορταριασμένα σοκάκια, μοναχικές πλατείες, όλα έπνεαν μια αχνή πνοή ζωής, είχαν μια ζωντάνια στα παγωμένα σπλάχνα τους - η αχνή βουή μιας σκληρής πάλης να νικήσουν τον χρόνο που γύρεψε να τα παρασύρει με την ορμή του.
Στο Λιβίσι, ένιωθε να βρίσκεται στον μέσον μιας πολιτείας που θαρρείς είχε αντισταθεί γενναία και συνέχιζε ακόμη να κερδίζει καθημερινά μάχες με τον αδήριτο χρόνο. Έκλεισε τα μάτια και είδε τα σπίτια κατοικημένα από ψυχές, τα μαγαζιά γεμάτα από καινούργιες πραμάτειες, τις εκκλησίες ζωντανές από ψαλμωδίες και πιστούς αναστημένους, τα σοκάκια καθαρισμένα κι ασπρισμένα, τις πλατείες όλο ζωή και θορύβους, μια πολιτεία μέσα στη χαρά που είχε αγκαλιατεί και πάλι από τους πρώτους οικιστές της, από τους δημιουργούς της.
Καθώς άνοιξε τα μάτια και κοίταξε ξανά η Μαρία-Νεφέλη, η μακρινή μα και κοντινή προγονή μου, δεν είδε όλα αυτά που ονειρεύτηκε, μόνο φαντάσματα είδε των δημιουργών του Λιβισιού, να κυνηγούν μάταια κάθε καταχραστή του μέλλοντος χρόνου, μια σισσύφεια πάλη που την έδιωξε και την οδήγησε πάλι πίσω στην Αθήνα.