Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Σκέψεις πάνω στα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση




ΔΙΑΒΑΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Δημοσιεύτηκε στο thinkfree.gr, 29 Ιανουαρίου 2018







Κάποιες σκέψεις με αφετηρία τα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση. Ο γνωστός προσωκρατικός φιλόσοφος υποστηρίζει στο πρώτο από αυτά, το Παράδοξο του Σταδίου ή της Διχοτομίας, ότι η κίνηση έχει μέσα της μια αντινομία και γι’ αυτό είναι αδύνατη. Ο Ζήνων αποδείκνυε την πρότασή του με το επιχείρημα ότι ένα σώμα που προσπαθεί να διανύσει μια συγκεκριμένη απόσταση, πρέπει πρώτα να διανύσει το μισό αυτής της απόστασης, και ακολούθως το υπόλοιπο μισό. Προτού, όμως, διανύσει το πρώτο μισό, είναι αναγκασμένο να διανύσει το μισό αυτού του μισού και μετά το μισό του μισού του μισού… Με δεδομένο δε ότι τα μισά αυτά είναι άπειρα, λόγω του ότι από κάθε τμήμα μπορεί να προκύψει ένα καινούργιο μισό, είναι αδύνατο το σώμα να διανύσει σε πεπερασμένο χρόνο άπειρα τμήματα. Κατά συνέπεια, επειδή ένα σώμα δεν μπορεί να διανύσει ένα άπειρο διάστημα σε πεπερασμένο χρόνο, η κίνηση είναι πρακτικά αδύνατη. Βέβαια, η σύγχρονη έρευνα έχει διευκρινίσει πως η αντινομική μορφή των επιχειρημάτων του, όπως για παράδειγμα στα Παράδοξα του Σταδίου ή της Διχοτομίας, τουΠετώντος βέλους, ή του Αχιλλέα και της Χελώνας, οργανώνεται πάνω στην αποδεδειγμένα εσφαλμένη θέση ότι η πορεία διαίρεσης και σύνθεσης της χωρικής και χρονικής έκτασης οδηγεί στο άπειρο.
Οι φτωχές μου γνώσεις στα μαθηματικά και τη φυσική, με ώθησαν να βάλω μια σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό μου στο στόμα του πρωταγωνιστή μιας ιστορίας μου. Πρόκειται για έναν καθηγητή φιλοσοφίας, ο οποίος δίνει τη δική του λύση στο παράδοξο αυτό ξεκινώντας από ένα άλλο σημείο. Τον έβαλα δηλαδή, να παίρνει ως λογικά βάσιμους τους συλλογισμούς του Ζήνωνα, τοποθετώντας στη θέση του σώματος την εικόνα της ανθρώπινης ψυχής, η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αναγκάζεται να περάσει από άπειρα σημεία στον πεπερασμένο χρόνο της επίγειας ζωής της.
Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Φαίνεται λιγάκι παράλογο. Αυτή υπήρξε η αντίδραση της γυναίκας του καθηγητή στην πιο πάνω τοποθέτησή του, μια εύλογη απορία. Μα πρόκειται για μια αντινομία, αντιγύρισε εκείνος, αδιαφορώντας για τον σκεπτικισμό της συντρόφου του. Είναι γνώρισμα των φιλοσοφούντων μυαλών, να θεωρούν ότι οι άλλοι δεν είναι συνομιλητές τους, αλλά απλοί ακροατές, μάρτυρες μιας αποκαλυπτόμενης αλήθειας. Ξέρουμε πολύ καλά, συνέχισε ο καθηγητής, ότι ο άνθρωπος συχνά θάβει στο υποσυνείδητό του πολλές εμπειρίες από το παρελθόν. Αυτές τις εμπειρίες τις αποκαλώ στο βιβλίο μου εκείνο σημεία-σταθμούς. Πρόκειται για σημαντικά γεγονότα ή ανθρώπους που μας σημαδεύουν και γι’ αυτό αποτελούν σημεία όπου σταματάμε. Κάθε σημείο-σταθμός αποτελεί και μια εμπειρία, την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να μεταφέρει μέχρι τον επόμενο σταθμό της ζωής του. Εδώ ακριβώς είναι που ο ήρωάς μου βλέπει με διαφορετικό μάτι την αντινομία του Ζήνωνα. Λέει δηλαδή ότι αυτό που φορτώνει στο σημείο Α ο άνθρωπος, πολύ πιθανόν να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο στο σημείο Β, στην επόμενη στάση του. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή μας είτε κάνει λάθος επιλογές φορτίων, είτε νιώθει αδύναμη να σηκώσει το βάρος κάποιων φορτίων του παρελθόντος και τα αποθέτει. Ανακουφίζεται  με την κίνηση αυτή, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται ότι αυτό είναι προσωρινό μονάχα και ατελέσφορο, γιατί κάποια άλλη στιγμή αργότερα, σ’ ένα από τα επόμενα σημεία-σταθμούς στο χωροχρόνο, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι πρέπει να γυρίσει πίσω και να ξαναφορτώσει στις πλάτες της κάποια από τα φορτία που είχε αποθέσει, διαφορετικά δεν μπορεί να τραβήξει το δρόμο μπροστά. Ως άτομα, κάνουμε άπειρες κινήσεις στην πεπερασμένη μας ζωή, αφού η ψυχή και ο νους μας είναι καταδικασμένα σ’ αυτή τη συνεχή εναλλαγή, που καταλήγει να είναι άπειρη, γιατί απλούστατα είναι ακαθόριστη και απρόβλεπτη.
Η συλλογιστική του καθηγητή-πρωταγωνιστή της ιστορίας μου εκείνης, δεν είναι παρά μια από τις άπειρες προσπάθειες της ατομικής ψυχής να τα βάλει με τον χρόνο. Να αναμετρηθεί με τον χρόνο. Να μακρύνει τον χρόνο. Αυτό το τελευταίο είναι κυρίαρχο μέγεθος στη σκέψη κάθε ανθρώπου. Να μακρύνει τον χρόνο. Γιατί, όση πνευματικότητα κι αν διαθέτει κάποιος, όση πίστη κι αν δίνει στα λόγια του Σωκράτη λίγο προτού πειθαρχήσει στην απόφαση των συμπολιτών του ότι τίποτα δεν τελειώνει με το πέρας του παρόντος βίου, στο βάθος τον κεντρίζει η ωμή βεβαιότητα του Επίκουρου: η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου είναι η θνητότητά του, ο πεπερασμένος επίγειος βίος του. Έστω ότι ένας άλλος πρωταγωνιστής, μιας άλλης ιστορίας, συνταχθεί με τον Επίκουρο και απορρίψει τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής, δεν μπορεί σε κάποια στιγμή της εξέλιξης της πλοκής να μην αποδεχτεί με την ίδια αισιοδοξία ενός κήρυκα της αιώνιας ζωής την ιδέα ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Είναι ένας πειρασμός. Ο δημιουργός του σίγουρα θα τον έβαζε σε μια στιγμή αδυναμίας να βιώσει αυτόν τον πειρασμό. Όπως οι ασκητές των πρώτων αιώνων, αν και κατέφευγαν στην έρημο για να ξεφύγουν από τους πειρασμούς, εντούτοις δεν κατάφερναν να κερδίσουν πάντα με επιτυχία τη μάχη με τη θνητότητά τους, έτσι και οι ασκητές που καταφεύγουν στην έρημο της θνητής καθημερινότητας, δεν γλιτώνουν από τον πειρασμό της αθανασίας.
Ακόμη και στα πιο «ρεαλιστικά μυθιστορήματα», οι πρωταγωνιστές πέφτουν ενίοτε στην παγίδα της παραδοξολογίας του Ζήνωνα. Χωρίζουν κι αυτοί τον χρόνο σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε 365 μέρες, σκέφτονται ή ομολογούν, έχουμε μια καινούργια χρονιά. Μια χρονιά που τη γεμίζουμε με άπειρα σχέδια, με άπειρες προσδοκίες. Κάθε μήνα τον γεμίζουμε με άπειρες στιγμές. Το ίδιο τις εβδομάδες, τις ημέρες, τις ώρες, τα λεπτά, τα δυτερόλεπτα. Ακόμη κι αυτά τα υποδιαιρούμε σε μικρότερες στιγμές. Μπαίνουμε στη θέση του πρωταγωνιστή που βλέπει μια κούρσα των 100 μέτρων, την οποία ο τζαμαϊκανός αθλητής διατρέχει με μια ανάσα στην κυριολεξία, παρακολουθούμε νοερά κρατώντας και μεις την ανάσα μας, κι όμως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κρατάει μια αιωνιότητα· κι εμείς και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας – εκτός κι αν υπάρχει έλλειμμα ενσυναίσθησης ή συγγραφικής ικανότητας. Τη βλέπουμε, λοιπόν, την ξαναβλέπουμε, όσοι, φυσικά, καταφέρνουμε να τη δούμε. Ξανά και ξανά. Από την άλλη, κάποιος κριτικός βαθαίνει, θελημένα ή άθελα, ακόμη περισσότερο τη διάσταση του χρόνου, αφού παρακολουθεί τον αθλητή στην κοπιαστική πολύμηνη προπόνησή του, που θα τον φέρει στο σημείο να είναι ικανός να τρέξει αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα· σπαταλάει ώρες αμέτρητες στο στάδιο να προπονείται. Όπως ένας μαθητής αφιερώνει ώρες ατέλειωτες στη μελέτη. Όπως ένας συγγραφέας προσπερνάει μήνες κοπιαστικής δουλειάς στην συμπυκνωμένη θριαμβευτική εμφάνιση του βιβλίου του· λίγες στιγμές δημοσιότητας για τους περισσότερους. Απέναντι στα θρησκευτικά και φιλοσοφικά κηρύγματα της ματαιότητας, ο νέος μαθαίνει, από ένα σύστημα που γεννιέται μέσα από την ίδια λογική της ματαιότητας, να επενδύει στο μέλλον.
Αντιφάσεις. Από καταβολής χρόνου. Στη διήγηση της Γένεσης, οι πρωτόπλαστοι εμφανίζονται να έχουν τα πάντα, για πάντα. Εκτός από τη γνώση της πραγματικότητας. Έκανα να μη βλέπουν μπροστά τους τον θάνατο οι θνητοί, καυχιέται ο αλυσοδεμένος Προμηθέας, για να ομολογήσει αμέσως μετά ότι το φάρμακο που επινόησε για να πολεμήσει την αρρώστια αυτή ήταν οι ελπίδες· Τυφλές ελπίδες μες στην ψυχή τους έβαλα, ομολογεί ο τραγικός ήρωας. Το θέμα του –άπειρου ή πεπερασμένου– χρόνου απλώνεται σε σελίδες άπειρες. Ακόμη και σε εποχές όπου η θνητότητα, η αδυναμία απέναντι στη φύση και στο πεπρωμένο προκαλούσε τρόμο στους ανθρώπους, εντούτοις, ανοίγονταν παραθυράκια αισιοδοξίας. Στον Όμηρο οι θνητοί ήρωες σκεπάζονται από την ομπρέλα των αθάνατων θεών, οι θνητοί άνθρωποι μπορούν να κουβεντιάζουν με τους αγαπημένους τους που έχουν περάσει το κατώφλι του επέκεινα. Η περίπτωση της Άλκηστης είναι χαρακτηριστική της λαχτάρας των ανθρώπων να δουν έναν δικό τους να σπάει τα δεσμά του θανάτου· πεθαίνει για χάρη του άντρα της, και για το μεγαλείο της ψυχής της «ανασταίνεται» με τη βοήθεια του ημίθεου Ηρακλή.
Κι αν κάποιος δεν θέλει να ανακατέψει στα πόδια του τη μυθολογία (πόσο, άραγε, ο μύθος απέχει από την πραγματικότητα;) ή τη θρησκεία, ή τον Πλάτωνα, τον διαπρύσιο κήρυκα της ατέρμονης ύπαρξης της ατομικής ψυχής μέσα από πολλές ενοικήσεις στα σώματα διαφόρων έμβιων όντων, δεν θα προλάβει να κάνει πολλά βήματα και θα νιώσει το τροχοπέδη του χρόνου να τον σταματά.
Ο Carl Sagan, στην εισαγωγή του στο Χρονικό του Χρόνου του Stephen Hawking, υποστηρίζει: «Πέρα από τα παιδιά –απ’ όσα δεν έχουν μάθει ακόμη να μην κάνουν έξυπνες ερωτήσεις–, ελάχιστοι από εμάς διαθέτουν λίγο χρόνο να αναρωτηθούν, γιατί η Φύση είναι έτσι όπως είναι· αν δημιουργήθηκε ο Κόσμος ή αν υπήρχε από πάντα· αν ο χρόνος κάποια μέρα θα αρχίσει να ρέει αντίθετα και τα αποτελέσματα θα προηγούνται από τις αιτίες…» Θα διαφωνήσω με την τοποθέτηση αυτή, όσον αφορά το υποκείμενο της δράσης. Τα παιδιά δεν αναρωτιούνται ποτέ για τον χρόνο. Δεν χρειάζεται να το κάνουν, γιατί έχουν την αίσθηση-ψευδαίσθηση ότι μπροστά τους απλώνεται ένας ασύνορος ορίζοντας. Τα πρώην παιδιά, οι νυν μεγάλοι, είναι εκείνοι που περισσότερο μεγεθύνουν αυτή την ψευδαίσθηση.
Στο σκηνικό του Τιμήματος, του γνωστού έργου του Άρθουρ Μίλερ, οι πρωταγωνιστές του παλεύουν ηρωικά με τις επιλογές της ζωής τους όταν έρχεται η ώρα να ξεπουλήσουν σ’ έναν παλαιοπώλη τα ενθυμήματα μιας ζωής. Φαίνεται εύκολο στην αρχή. Θα πάρουν μια προσφορά και θα ξεφορτωθούν όλα τα παλιά έπιπλα. Η σύγκρουση που ακολουθεί είναι εκκωφαντική. Ο Βίκτωρ δεν μπορεί να κάνει πίσω, να συγχωρέσει τον αδερφό του για ό,τι ο ίδιος τον κατηγορεί για χρόνια ως ένοχο, γιατί φοβάται ότι όλα θα έχουν γίνει για το τίποτα, για ένα ψέμα. Ο αδερφός του πάλι θέλει να λειάνει τις γωνίες του παρλεθόντος με κάθε μέσο, ίσως όχι με κάθε τίμημα. Δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο. Η γυναίκα του Βίκτορα τον πιέζει, να πάνε μπροστά. Αλλά ο παλαιοπώλης, με το σαρδόνιο γέλιο του στο πέσιμο της αυλαίας μοιάζει με υπερκόσμια πατρική φιγούρα που χλευάζει  τα γεννήματά του. Αν δεν συναντηθεί κάποιος με μια ασθένεια, ικανή να υπονομεύσει την επίγεια παρουσία του, τότε, όσο περνάει ο χρόνος, θα αρχίσει να τον βλέπει με την παραδοξότητα του Ζήνωνα, όταν θα βρεθεί εκεί κοντά στην ηλικία των ηρώων του Μίλερ.
Δεν θα πιαστώ από την παραδοξότητα του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι, αν και στην ουσία εκφράζει γλαφυρά τη λαχτάρα της ανθρώπινης φύσης να γευτεί την αιωνιότητα. Η τέχνη, μαζί με τη θρησκεία, μπορούν να δώσουν τέτοιες ανάσες. Ιστορία, αρχαιολογία, μυθοπλασία, ποίηση, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, όλα στην υπηρεσία της ανάγκης μας να απλώσουμε τον χρόνο. Ταυτιζόμαστε με ανθρώπους που έζησαν στο μακρινό παρελθόν. Ένα μπέρδεμα, ένα ανακάτεμα της διάστασης του χρόνου. Και του τόπου. Αναπαριστούμε με λεπτομέρειες το παρελθόν. Πολλούς λόγους μπορεί να βρει κάποιος πίσω από αυτή τη μανία. Μα το βασικό κίνητρο μοιάζει να είναι το ίδιο· να βιώσουμε την απεραντοσύνη του χρόνου. Μια δικαίωση, έμμεση, της σωκρατικής σκέψης, που με πείσμα θεωρεί τη μάθηση ως ανάμνηση μιας γνώσης από τα παλιά.
Στο πλαίσιο αυτό θα τολμούσα να βάλω τον Προυστ, που στο τέλος πια της επίγειας ζωής του, καθώς το νιώθει ότι έρχεται, μανιασμένα προσπαθεί να σπάσει τα όρια του πεπερασμένου χρόνου. Το παραμικρό, μια οσμή, η γεύση ενός γλυκού, ένας μακρινός θόρυβος, μια απόχρωση, είναι ικανά να γεννήσουν άπειρες στιγμές αφήγησης.
Ο χρόνος, λοιπόν, μια έννοια χιλιοαναλυμένη, είναι σκεπασμένη ακόμη από ένα σύννεφο ασάφειας. Ο Βιτγκενστάιν το είπε ξεκάθαρα· η φιλοσοφία είναι απλή, οι έννοιες που αναλύει απλές και ξεκάθαρες, το μυαλό του ανθρώπου είναι μπερδεμένο και τις καθιστά πολύπλοκα λογικά οικοδομήματα. Μια από αυτές τις έννοιες είναι και ο χρόνος. Χρόνος. Μια λέξη, μια μήτρα από την οποία, αιώνες τώρα, γεννιούνται άπειρες, λογικές και μη, κατασκευές. Ο χρόνος έχει αρχή, μέση και τέλος, θα πει κάποιος. Ο χρόνος είναι άπειρος θα πει κάποιος άλλος. Όσοι άνθρωποι, τόσες θεάσεις, τελικά.
Ο χρόνος μπορεί και να είναι ένα πάρκο. Στα σοκάκια του περπατάνε, αιώνες τώρα, άνθρωποι, διαβάτες που κάνουν έναν ατέρμονο διάλογο με τα όνειρά τους, τις απογοητεύσεις τους, τις χαρές και τις λύπες, τις κορυφώσεις και τις πτώσεις, σ’ ένα συνεχές γέμισμα μιας κλεψύδρας που δεν θέλουν να αδειάσει.



Ιστορία Προσανατολισμού. Ανάλυση πηγών. Α. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. 10. Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΟΥ 1893 ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ.



10. Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΟΥ 1893 ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ




(κείμενο βιβλίου, σελ. 37-38)

Κατά το έτος 1893 η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της. Η «πτώχευση», όπως χαρακτηρίστηκε, δεν ήταν ασυνήθιστη επιλογή των φτωχότερων κρατών, στην Ελλάδα όμως της εποχής εκείνης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία έθεσαν το ζήτημα σε νέες βάσεις.
Τα οικονομικά του ελληνικού κράτους οδηγήθηκαν σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Εκπρόσωποι έξι δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ρωσία, Ιταλία) ανέλαβαν τη διαχείριση βασικών κρατικών εσόδων. Επρόκειτο για τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, φωτιστικού πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, χαρτιού σιγαρέτων, τα έσοδα από την εξόρυξη της σμύριδας της Νάξου, το φόρο καπνού, τα λιμενικά δικαιώματα του Πειραιά, το φόρο χαρτοσήμου κ.λπ. Το ύψος αυτών των εσόδων ανερχόταν σε 28.000.000 έως 30.000.000 δραχμές.
Στόχος αυτής της υποχρεωτικής διαχείρισης ήταν η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας προς την Οθωμανική αυτοκρατορία, δηλαδή η καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης ύψους 92.000.000 δραχμών και η εξυπηρέτηση των άλλων δανείων. Η διεθνής επιτροπή, που ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1898, αντιμετώπισε τις τρέχουσες ανάγκες με ένα μεγάλο δάνειο, που χορηγήθηκε με την εγγύηση των Δυνάμεων. Στη συνέχεια, εκτός από το βασικό της ρόλο, δηλαδή την εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων, λειτούργησε επιπρόσθετα ως τεχνικό συμβουλευτικό σώμα, συμβάλλοντας γενικότερα στη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα ήταν θετικά και έγιναν ορατά λίγα χρόνια αργότερα. Η εγγύηση των Δυνάμεων αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενώ ο έλεγχος απάλλαξε τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς από δυσλειτουργίες του παρελθόντος. Το 1910, παρά τα προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών εξαιτίας της σταφιδικής κρίσης και παρά το γεγονός ότι η αποπληρωμή των δανείων εξακολουθούσε να απορροφά το 1/3 των εθνικών εσόδων, τα δημόσια οικονομικά μπορούσαν να χαρακτηριστούν υγιή, οι προϋπολογισμοί ήταν ελαφρώς πλεονασματικοί και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους σαφώς αυξημένες. Αυτή η θετική εξέλιξη επέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, την πολεμική προετοιμασία και τη συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους, χωρίς τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στο οικονομικό πεδίο οι πολεμικές κινητοποιήσεις του παρελθόντος.






ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι από τα σημαντικά όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχουν τα γεγονότα που περιγράφει για τη μετέπειτα πορεία του Ελληνικού Κράτους, αλλά και για τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει στην κατανόησή του. Επιπλέον, επειδή οι συντάκτες του βιβλίου έχουν επιλέξει να παρουσιάσουν κάποιες από τις θετικές επιπτώσεις που είχε ο ΔΟΕ στην οργάνωση των δημοσιονομικών της χώρας, ο μαθητής θα πρέπει να ενημερωθεί για τις αρνητικές επιπτώσεις του πλήρους ελέγχου των οικονομικών της χώρας από τις δανείστριες χώρες. Επισημαίνουμε εδώ την πτυχή αυτή, γιατί  είναι πολύ πιθανό ο μαθητής να βρεθεί μπροστά σε μια πηγή, η οποία θα παρουσιάζει συνέπειες του ΔΟΕ που δεν αναφέρονται στο βιβλίο, οπότε στην περίπτωση αυτή από τη μια δεν θα πρέπει να ξαφνιαστεί, από την άλλη θα πρέπει να τονίσει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο περιεχόμενο σχολικού εγχειριδίου και της πηγής. Για τον λόγο αυτό, θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε στη συνέχεια τέτοιου είδους πηγές.
Προηγουμένως, όμως, κρίνουμε σκόπιμο να αναλύσουμε κάποιους όρους του κεφαλαίου, οι οποίοι, συνήθως, είναι ξένοι προς τις γνώσεις των μαθητών της θεωρητικής κατεύθυνσης, αλλά και να τοποθετήσουμε τα γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο, κάτι που ο μαθητής θα πρέπει να μάθει να κάνει από νωρίς, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε ερωτήματα που απαιτούν συνδυαστικές γνώσεις. Η πτώχευση, λοιπόν, του 1893, συμβαίνει επί πρωθυπουργίας του Χαριλάου Τρικούπη. Ήρθε ως αποτέλεσμα των υπέρογκων εξωτερικών δανείων που συνήψε η χώρα για την κατασκευή δημοσίων έργων, για τα οποία έχει γίνει ήδη λόγος στα κεφάλαια 7 και 8 (σελ. 31 εξ.). Ο μαθητής, εξάλλου, θα πρέπει να έχει υπόψη του και το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο (9), που αναφέρεται στα εξωτερικά δάνεια.
επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους: είναι στην ουσία μια ρύθμιση που ζητάει η δανειζόμενη χώρα από τους πιστωτές της, όταν βρίσκεται σε αδυναμία να αποπληρώσει συγκεκριμένες οφειλές της στις ημερομηνίες που έχουν προκαθοριστεί. Η επαναδιαπραγμάτευση, στην ουσία είναι ταυτόσημη με την πτώχευση, αλλά χαρακτηρίζεται ως τέτοια, μόνο όταν η πιστώτρια χώρα δεν δεχθεί το αίτημα της δανειζόμενης χώρας.



Πηγές

1.
Συνοπτικά, τα δάνεια του εξωτερικού που συνάφθηκαν κατά την περίοδο 1879-1893 ήταν εννέα. Το ονομαστικό ποσό των δανείων έφθασε συνολικά τα 640.000.000 χρυσά φράγκα (...) Με μόνη εξαίρεση το δάνειο του 1879, δηλαδή 44.000.000, όλα τα άλλα είχαν συναφθεί από τις κυβερνήσεις του Τρικούπη (...) «Ακατανόητον μου φαίνεται πως μέχρι του 1890, οι ξένοι κεφαλαιούχοι εδέχθεισαν τόσον πρόθυμοι να μας δανείσωσι τοσαύτα εκατομύρια», γράφει ο Ανδρεάδης (...) Ο ίδιος επικαλείται τρεις λόγους στην προσπάθειά του να εξηγήσει αυτό το «παράδοξο». Κατά πρώτο, αναφέρει την εμπιστοσύνη των ξένων προς το Χαρίλαο Τρικούπη. Στη συνέχεια αναφέρει «την περίεργον έλξιν την οποίαν ασκούν γενικώς τα επισφαλή χρεώγραφα». Και τέλος, ο ίδιος αναφέρει τον τρίτον λόγο, ο οποίος στην ουσία είναι ο μοναδικός: «οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι παρεκινήθηκαν να μας δανείσωσιν τα εκατομμύρια των λόγω των επικρατούντων εκεί χαμηλών τόκων». Έτσι αν δάνειζαν στην Ελλάδα τον έκαναν γιατί οι άλλες λύσεις στον ευρωπαϊκό χώρο είχαν περιορισθεί. Τα δάνεια δεν έγιναν λόγω της εμπιστοσύνης τους προς την Ελλάδα, αλλά «παρά την έλλειψιν εμπιστοσύνης». Στόχος των δανειστών ήταν να έχουν αποκαταστήσει το κεφάλαιό τους το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ώστε να απαλλαγούν έγκαιρα από τις αγωνίες που τόσο άφθονα τους πρόσφερε ένα κράτος σαν το ελληνικό.
(Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Πολιτική..., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ, σελ. 78-79)

Ανάλυση
Στην πιο πάνω πηγή αναλύονται οι λόγοι που οι ξένοι δανειστές έδειξαν μεγάλη εμπιστοσύνη στη χώρα μας, και πιο συγκεκριμένα στον Χαρίλαο Τρικούπη, δανείζοντας τεράστια ποσά σε μια οικονομία, η οποία δεν έδινε τα επενδυτικά εχέγγυα για ανάλογες τοποθετήσεις. Ο συντάκτης του κειμένου της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, επιλέγει να παρουσιάσει εδώ τις εξηγήσεις που δίνει ο Ανδρεάδης. Προσοχή! Ο μαθητής θα πρέπει να επισημάνει ότι οι αναφερόμενες απόψεις είναι του Ανδρεάδη και τις παραθέτει ο Τσουκαλάς. Είναι σημαντικό να γίνεται αυτός ο διαχωρισμός σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο σημαντικότερος, λοιπόν, λόγος, κατά τον Ανδρεάδη είναι η υψηλή απόδωση των ελληνικών ομολόγων, τα οποία, λόγω του χαμηλού μεγέθους ανάπτυξης της χώρας είχαν μεγάλες αποδόσεις. Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στις μέρες μας, όταν με τη χρεωκοπία μας το Ελληνικό Κράτος ήταν αναγκασμένο να δανειστεί με πολύ υψηλούς τόκους από τις αγορές, και προτίμησε τη λύση του ΔΝΤ και του ΕΜΣ. Με άλλα λόγια, όσο πιο αδύναμη είναι μια χώρα, πολιτικά και οικονομικά, τόσο πιο ελκυστικά καθίστανται τα ομόλογά της. Την ίδια στιγμή, οπως αναφέρεται και στο επόμενο κεφάλαιο (11), η κρίση στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια το 1873 θα αναγκάσει τους επενδυτές να στραφούν σε επενδύσεις πιο συμφέρουσες, στα ανατολικά. Ο βραχυχρόνιος δανεισμός που αναφέρει στο τέλος της πηγής ο Ανδρεάδης ήταν μια συνήθης πρακτική των δανειστών, όπως θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο.


2.
Η πτώχευση του ελληνικού κράτους ανακοινώθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1893 στη Βουλή και υλοποιήθηκε με τρεις νόμους που ψηφίστηκαν στις 9 και 10 Δεκεμβρίου. Ο Τρικούπης επανερχόμενος στην εξουσία τον Ιούνιο του 1892 είχε προσπαθήσει, χωρίς επιτυχία, να εξασφαλίσει νέο δάνειο, για να άρει και πάλι την αναγκαστική κυκλοφορία και να αποκαταστήσει τη δραχμή ενώ ξεσπούσε η σταφιδική κρίση, που περιόριζε περαιτέρω τις συναλλαγματικές εισροές. Η ρύθμιση των νόμων του Δεκεμβρίου 1893 προέβλεπε περιορισμό των καταβαλλόμενων τοκομεριδίων στο 30% και έναρξη διαπραγματεύσεων με τους κατόχους των ομολογιών των ελληνικών δανείων. Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν άγονες επί τέσσερα χρόνια ενώ οι ξένοι ομολογιούχοι εξοργίζονταν και από το γεγονός ότι τα εσωτερικά δάνεια εξαιρέθηκαν από το διακανονισμό αυτό. Τελικά, μετά την ήττα του 1897, η Ελλάδα (κυβέρνηση Α. Ζαΐμη) αναγκάσθηκε να δεχθεί την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, δηλαδή, με βάση τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 6ης Σεπτεμβρίου 1897, τη δημιουργία μιας διεθνούς επιτροπής στην Αθήνα, από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, η οποία θα επέβλεπε την καταβολή αποζημίωσης στην Τουρκία και την είσπραξη προσόδων για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της χώρας. Οι αντιπρόσωποι των έξι Δυνάμεων άρχισαν διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και τότε υπουργός Οικονομικών, Στέφανος Στρέιτ, κατορθώνοντας να διασφαλίσει τα συμφέροντα της ΕΤΕ, η οποία τελικά βγήκε ενισχυμένη από τον διακανονισμό. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στον νόμο περί διεθνούς ελέγχου του Φεβρουαρίου 1898, με τον οποίο συστάθηκε η «Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου» - αργότερα ονομάσθηκε Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, στην οποία παραχωρήθηκε η διαχείριση εγχώριων προσόδων (φόροι, μονοπώλια, χαρτόσημα, έσοδα τελωνείων κ.λπ.) για την εξυπηρέτηση του χρέους, με όρους αρκετά ευνοϊκούς για τους δανειστές. Η όλη εκκαθάριση – αλλά και η καταβολή της τουρκικής αποζημίωσης – διευκολύνθηκε με την έκδοση εγγυημένου από τις Δυνάμεις δανείου 170 εκατομ. με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ενώ η διαχείριση ανατέθηκε στην προϋπάρχουσα Εταιρεία των Μονοπωλίων (που μετονομάστηκε σε Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων), υπό την επίβλεψη της ΔΟΕ.
Η πολιτική αυτή της «εξυγίανσης» των ελληνικών οικονομικών πραγμάτων, όπως ονομάσθηκε, συνέβαλε στη βελτίωση της οικονομικής θέσης της χώρας, όπως αυτή αποτυπώνεται κυρίως με την ανατίμηση της δραχμής, η οποία επανήλθε στην ισοτιμία της σε χρυσό με το γαλλικό φράγκο το 1909. Βεβαίως, η βελτίωση της συναλλαγματικής θέσης της δραχμής δεν οφείλεται μόνο στη δράση της ΔΟΕ αλλά, κυρίως, στην εισροή των μεταναστευτικών εμβασμάτων, στα έσοδα της εμπορικής ναυτιλίας και στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου που παρατηρείται στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος 5. Τα χρόνια της σταθερότητας 1871-1909, σελ. 69.

Ανάλυση
Στην πιο πάνω πηγή εκτίθενται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι πολιτικές συνθήκες που μας εξώθησαν το 1898 να υποστούμε ως χώρα τις συνέπειες της πτώχευσης του 1893. Στο τέλος, όμως, δίνεται η πληροφορία που δεν υφίσταται στο σχολικό βιβλίο ότι, δηλαδή, τα οικονομικά της χώρας βελτιώθηκαν, πέρα από τη δράση του ΔΟΕ και λόγω των μεταναστευτικών εμβασμάτων, των εσόδων της εμπορικής ναυτιλίας, αλλά και της βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου.


ΠΗΓΗ 3
Η πτώχευση της Ελλάδας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας δανειακής επιβάρυνσης εξανάγκασε το ελληνικό κράτος να αποδεχθεί τη μέγιστη των ταπεινώσεων, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η διεθνής οικονομική επιτροπή, η οποία συστάθηκε με υπόδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελείτο από εκπροσώπους των ξένων τραπεζών και έδρευε στο ελληνικό έδαφος, ενώ ο ρόλος της δε σταματούσε στον έλεγχο και τη διαχείριση των εσόδων του κράτους, αλλά προχωρούσε και στη βαρύνουσα γνωμάτευση για την έκδοση χρήματος, για τη σύναψη νέων δανείων και γενικά για όλα σχεδόν τα δημοσιονομικά θέματα.
Οι υπερεξουσίες αυτές της διεθνούς οικονομικής επιτροπή ουσιαστικά αναιρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις εξουσίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου, καθώς οι αποφάσεις του κράτους για σχεδιασμούς οικονομικής ανάπτυξης ελέγχονταν από εξωελλαδικά κέντρα, ερήμην του ελληνικού λαού.
Με το τρόπο αυτό το ξένο κεφάλαιο, το οποίο την αμέσως προηγούμενη περίοδο (1850-1875) είχε εξουδετερώσει τις σποραδικές και ελάχιστα οργανωμένες προσπάθειες του εγχώριου κεφαλαίου να μπει στη σφαίρα της παραγωγής και να προχωρήσει σε βιομηχανικές επενδύσεις, αυτή την περίοδο (1875-1900) αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το ίδιο κάποιες λειτουργίες με προϋποθέσεις και όρους τέτοιους που θα διασφαλίζουν τα συμφέροντα και την κυριαρχία του.
Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα,
σσ. 188-189

Ανάλυση
Η πιο πάνω πηγή τονίζει μια από τις σημαντικές αρνητικές όψεις που είχε η επιβολή ΔΟΕ. Πρόκειται για την απώλεια της πολιτικής αυτοτέλειας της χώρας.


ΠΗΓΗ 4
Ο Α. Συγγρός είχε κινητοποιήσει συστηματικά για την διευκόλυνση των Ελλήνων που επιθυμούσαν να αγοράσουν ελληνικά χρεώγραφα του εξωτερικού, τόσο την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, όσο και την περίφημη Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως. Και πραγματικά, πολλοί ήταν εκείνοι που, μολονότι Έλληνες, προτιμούσαν να δανείζουν στο ελληνικό κράτος από τα χρηματιστήρια του εξωτερικού ως αλλοδαποί σύμφωνα με τους κανόνες της διεθνούς χρηματαγοράς, παρά ως ημεδαποί σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες. Αυτό εξηγείται από το ότι οι εγγυήσεις που πρόσφερε ο Τρικούπης στους αλλοδαπούς δανειστές ήταν ασύγκριτα ανώτερες από εκείνες που πρόσφερε προς τους εγχώριους.
Έτσι, κατά τον Άγγλο εμπειρογνώμονα Εδ. Λώ, το 1892 βρίσκονταν στα χέρια Ελλήνων της ημεδαπής, ελληνικά χρεώγραφα του εξωτερικού αξίας περίπου 60-80.000.000 χρ. φρ. Επιπλέον θα έπρεπε να προστεθούν τα χρεώγραφα που κατείχαν οι Έλληνες του εξωτερικού. Κατά τον Α. Ανδρεάδη, η συνολική αξία των χρεωγράφων που βρίσκονταν σε χέρια Ελλήνων ήταν ίση με 15% του συνολικού ποσού των δανείων ενώ κατ’ άλλους το ποσοστό αυτό έφθανε στην πραγματικότητα ως 30%.
Η υπηρεσία του δημοσίου χρέους απορροφούσε ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσό (σε εκ. δρχ.):

1861                                                    1,2

1875
7,7
1877
8,5
1879
17,3
1881
20,3
1890
44,0
1892
55,0


Ανάλυση
Η πιο πάνω πηγή αναφέρει μια ενδιαφέρουσα πτυχή του δανεισμού. Όπως είναι γνωστό, ο εξωτερικός δανεισμός γίνεται συνήθως μέσω χρηματιστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου η χώρα μας να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο επενδυτικό περιβάλλον, έδινε πρόσθετες εγγυήσεις για τους επενδυτές που αγόραζαν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τα χρηματιστήρια του εξωτερικού. Αυτό είχε ως συνέπεια, ακόμη και Έλληνες επενδυτές, προκειμένου να μη χάσουν τα χρήματά τους, να δανείζουν την ίδια τη χώρα τους μέσω χρηματιστηρίων του εξωτερικού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ

1. Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να καταγράψετε τα αποτελέσματα από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) στην Ελλάδα. Μονάδες 25

Κείμενα
α. Η πτώχευση της Ελλάδας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας δανειακής επιβάρυνσης εξανάγκασε το ελληνικό κράτος να αποδεχθεί τη μέγιστη των ταπεινώσεων, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η διεθνής οικονομική επιτροπή, η οποία συστάθηκε με υπόδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελείτο από εκπροσώπους των ξένων τραπεζών και έδρευε στο ελληνικό έδαφος, ενώ ο ρόλος της δεν σταματούσε στον έλεγχο και τη διαχείριση των εσόδων του κράτους, αλλά προχωρούσε και στη βαρύνουσα γνωμάτευση για την έκδοση χρήματος, για τη σύναψη δανείων και γενικά για όλα σχεδόν τα δημοσιονομικά θέματα. Οι υπερεξουσίες αυτές της διεθνούς οικονομικής επιτροπής ουσιαστικά αναιρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις εξουσίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου, καθώς οι αποφάσεις του κράτους για σχεδιασμούς οικονομικής ανάπτυξης ελέγχονταν από εξωελλαδικά κέντρα, ερήμην του ελληνικού λαού. (Σ. Τζόκα, «Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα», σσ. 188-189)
β. Το μέγεθος του τραυματισμού της εθνικής φιλοτιμίας μπορεί να γίνει κατανοητό, αν αναλογισθεί κανείς ότι πριν από τον πόλεμο οι έλληνες πολιτικοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο οικονομικός έλεγχος από ξένους ήταν ασυμβίβαστος με το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης, αφού αφαιρούσε από τον έλεγχο του κοινοβουλίου τη φορολογική πολιτική, που αποτελούσε τη βασική αρμοδιότητά του. Όπως έλεγε ο βουλευτής Άρτας και πρώην υπουργός Οικονομικών Κων/νος Καραπάνος «μόνον εις τα ασιατικά έθνη, τα μη έχοντα την συναίσθησιν της εθνικότητος αυτών, και τα διεπόμενα υπό του θείου δικαίου, είναι δυνατή η επιβολή και η λειτουργία ξενικού ελέγχου». Σύμφωνα με αυτή τη λογική, στην κοινοβουλευτική Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβληθεί ένα σύστημα που εφαρμόστηκε στη θεοκρατική Οθωμανική Αυτοκρατορία. … Στην πράξη, η λειτουργία του ελέγχου στην Ελλάδα πέτυχε απόλυτα στην αποστολή προστασίας των συμφερόντων των ομολογιούχων. Στη συνέχεια όμως αδιαφόρησε για τον εξορθολογισμό των ελληνικών δημοσιονομικών πραγμάτων, ακόμη και σε περιπτώσεις που παραβιάζονταν το πνεύμα της ρύθμισης και οι ρητοί περιορισμοί του νόμου ΒΦΙΘ του 1898. (Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., Χρ. Χατζηιωσήφ, «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου», σσ. 312, 316)
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΛΥΚΕΙΑ 2004



2. Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναφέρετε το στόχο και τα αποτελέσματα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1898. Μονάδες 25 

«Αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 υπήρξε και η επιβολή στην Ελλάδα Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου … Η Ελληνική κυβέρνηση μετά την ήττα, τον Ιούλιο του 1897, κατέβαλε ύστατες προσπάθειες να συμβιβαστεί με τους δανειστές και να αποτρέψει τον έλεγχο. Πρώτα ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Στ. Στρέιτ και στη συνέχεια ο Ανδρ. Συγγρός ανέλαβαν τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ομολογιούχων, αλλά χωρίς επιτυχία … Η επίσημη ονομασία του οργανισμού, που ουσιαστικά ανέλαβε τη διαχείριση της Ελληνικής οικονομίας ήταν αρχικά Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Ο όρος αυτός αντικαταστάθηκε ύστερα από ένα χρόνο με τον όρο Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.) αλλά στη συνείδηση όλων και στην ιστορία έμεινε η λέξη Έλεγχος, γιατί αυτό ήταν στην πραγματικότητα … Ο οικονομικός έλεγχος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα βαρύς, αλλά αποβλέποντας πάντα στο συμφέρον των ομολογιούχων, είχε και ορισμένες ευνοϊκές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Ο νόμος ΒΦΙΘ΄ (σημ.: σχετικός νόμος που ψηφίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση στις 21 Φεβρουαρίου 1898 και αφορά στην ίδρυση του Δ.Ο.Ε.) περιείχε διατάξεις που περιόριζαν την αναγκαστική κυκλοφορία και έτσι βοηθούσαν τη νομισματική σταθερότητα και τη βελτίωση της εσωτερικής αξίας της δραχμής. Επίσης με τον έλεγχο εμπεδώθηκε η ελληνική πίστη, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα συνάψεως νέων δανείων, που τα χρειάστηκε η Ελλάδα στα χρόνια που ακολούθησαν».
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ΄, σσ. 164-165
ΕΣΠΕΡΙΝΑ ΛΥΚΕΙΑ 2005