Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Ιστορία Προσανατολισμού. B. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ. 1. Το εμπόριο. Σχολιασμός, ανάλυση πηγών




Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


1. Το εμπόριο


(Ακολουθεί το κείμενο του σχολικού βιβλίου, σελ. 17-20, εκτός από το κείμενο της πηγής στη σελ. 17 και τους πίνακες 3 και 4 στη σελ. 19)


Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους καθήλωναν, σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Μόνο προς τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημιουργήθηκε στις μεγαλύτερες πόλεις μια άξια λόγου εμπορική κίνηση, η οποία όμως, σε μεγάλο ποσοστό, τροφοδοτήθηκε από εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα.
Για τους ίδιους λόγους, το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Έτσι λοιπόν, όταν εξετάζουμε το εμπόριο της Ελλάδας μέχρι το 1913, εννοούμε βασικά το εξωτερικό εμπόριο. Και καθώς αυτό το τελευταίο ήταν σχεδόν μόνιμα παθητικό για τη χώρα, η Ελλάδα δηλαδή αγόραζε από το εξωτερικό πολύ περισσότερα από όσα πωλούσε εκεί, το βασικό πρόβλημα ήταν το ισοζύγιο πληρωμών, η σχέση δηλαδή ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών. Παρ' όλα αυτά, η σημασία του εμπορίου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και την πλέον αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν πραγματικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων
Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου ακολούθησε ρυθμούς ανάλογους με τη γενικότερη βελτίωση των εθνικών οικονομικών μεγεθών αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης της διεθνούς εμπορικής κίνησης. Στατιστικά, η αύξηση της αξίας των συναλλαγών παρουσιάζεται εντυπωσιακή. Το 1851 η συνολική αξία των εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας ήταν περίπου 36.000.000 χρυσές δραχμές, ποσό που αυξήθηκε στα 235.000.000 το 1901 και στα 315.000.000 το 1911. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο ίδιο διάστημα η Ελλάδα διευρύνθηκε με την προσάρτηση των Ιόνιων νησιών και της Θεσσαλίας και ότι ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 2,5 φορές.
Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί.
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.
Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας.
Η ελληνική εμπορική δραστηριότητα δεν περιοριζόταν μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ισχυροί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι είχαν επεκτείνει τον ίδιο καιρό τις δραστηριότητές τους στις γύρω από την Ελλάδα περιοχές. Στη Νότια Ρωσία, στις χώρες από τις οποίες διέρχεται ο Δούναβης, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια, οι εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων αναπτύσσονταν ανταγωνιστικά ως προς τις δραστηριότητες όχι μόνο των εγχώριων εμπόρων, αλλά και των εμπορικών οίκων των ισχυρών βιομηχανικών κρατών της Δύσης.




Ερμηνευτική σημείωση:

Τα κεφάλαια του σχολικού βιβλίου που αφορούν την Οικονομία, παρουσιάζουν δυσκολίες στην κατανόηση και, κατ' επέκταση, στην αφομοίωσή τους από τους μαθητές. Πέρα από το γεγονός ότι θα πρέπει κάποιος να μπορεί στη διαδικασία της εξέτασης να αντλεί, συνδυαστικά, πληροφορίες και από άλλα σημεία του βιβλίου, ο σημαντικότερος λόγος στην πρόσληψη της σχετικής ύλης συνδέεται με τη δυσχέρεια κατανόησης όρων που είναι άγνωστοι στους υποψηφίους της θεωρητικής κατεύθυνσης. Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να δίνονται πάντα σχετικές επεξηγήσεις. Μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μαθητές, οι οποίοι, μεγαλωμένοι σε περιβάλλον ελεύθερης διακίνησης αγαθών, κεφαλαίων και ανθρώπων, αδυνατούν να κατανοήσουν το περιεχόμενο ακόμη και αυτονόητων όρων, όπως τελωνεία, δασμοί, κ.ά.
Το πρώτο σημείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι η ανυπαρξία, σχεδόν, εσωτερικής εμπορικής κίνησης. Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, δηλαδή η απουσία δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους, είναι στοιχεία που καλό είναι να αποτυπωθούν στη μνήμη του μαθητή. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και η απουσία υποδομών και συγκοινωνιακού δικτύου στην ηπειρωτική χώρα, για τα οποία θα γίνει λόγος σε επόμενο κεφάλαιο. Οι παραπάνω λόγοι, συνετέλεσαν στη μονόπλευρη ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου.
Οι παράγραφοι τέταρτη και έκτη, αναφέρονται άμεσα η πρώτη και έμμεσα η δεύτερη στο σταφιδικό εμπόριο, και θα πρέπει από τώρα να συνδυαστούν με τα όσα σχετικά αναφέρονται στη σελίδα 49 του βιβλίου, για τις συνέπειες της σταφιδικής κρίσης στην υπερπόντια μετανάστευση.

Κείμενα κατανόησης:

Πιο κάτω παρατίθενται κείμενα, που παρέχουν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το θέμα του εμπορίου ειδικότερα και της οικονομίας γενικότερα, για την καλύτερη κατανόηση και πρόσληψη των πληροφοριών του σχολικού βιβλίου. Καλό είναι οι μαθητές να εξοικειώνονται με τέτοια κείμενα, αφού είναι δύσκολο να αφομοιώσουν δημιουργικά και συνδυαστικά την ύλη του μαθήματος.



1. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας το 1832

Όπως συνέβαινε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου κατά τον 19ο αιώνα, η ελληνική οικονομία το 1832 βασιζόταν στην αγροτική κυρίως παραγωγή. Σύμφωνα με τις στατιστικές του Thiersch και του Strong αντίστοιχα, 60% των οικογενειών το 1832 και 64% το 1836 καταγίνονταν με τη γεωργία. Η γεωργική παραγωγή αποτελούσε ακόμη το μεγαλύτερο συντελεστή στο εθνικό εισόδημα. Κατά την εποχή αυτή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις έφταναν το 46% του εδάφους...  Με εξαίρεση τη ναυπηγική, η βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και περιοριζόταν στις παραδοσιακές κατασκευές μιας αγροτικής κοινωνίας...
Το δεύτερο σημαντικό γνώρισμα της οικονομίας ήταν το μεγάλο ποσοστό κρατικής ιδιοκτησίας, το μεγαλύτερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.  Η εθνικοποίηση των τουρκικών γαιών συνιστώ σε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς. Ως το 1833 όμως δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος στο θέμα αυτό...
Το τρίτο διακριτικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας, που αποτελούσε συνέχεια της τουρκοκρατίας, υπερπαραγωγή μικρής κλίμακας που βασιζόταν στην οικογένεια (τέσσερα ή πέντε άτομα κατά μέσο όρο).  Δεδομένου του μεγάλο ποσοστό των ακτημόνων, η καλλιέργεια μικρής κλίμακας προϋπέθετε εκμισθώσεις γαιών και η σπανιότητα χρημάτων την πληρωμή του ενοικίου σε ποσοστό επί της παραγωγής...
Το τέταρτο χαρακτηριστικό της οικονομίας ήταν ο χωρισμός στον τομέα της επιβιώσεως και σε εκείνον της αγοράς. Η Οικονομία της επιβιώσεως υπονοεί σχετική οικονομική αυτάρκεια και ασχολία του ατόμου με ποικιλία παραγωγικών ενεργειών για να εξασφαλιστεί η αυτάρκεια αυτή. Μια οικονομία αγοράς, αντίθετα, προϋποθέτει καταμερισμό εργασίας, εξειδίκευσης και ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών με χρήματα και με το μηχανισμό της προσφοράς και της ζητήσεως.
Την εποχή που έφτασε ο Όθων η οικονομία της επιβιώσεως ίσχυε στην ενδοχώρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ η πιο εξελιγμένη οικονομία της αγοράς λειτουργούσε στα παράλια και τα νησιά...

(Ιωάννης Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, Περίοδος Απόλυτης Μοναρχίας, ΙΕΕ, ΙΓ', σελ. 94-95)




ΠΗΓΕΣ


1. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και τη συνθήκη του Παρισιού, η διείσδυση της Γαλλίας και της Αγγλίας στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, στην Αίγυπτο και στα Βαλκάνια εντείνεται και δημιουργεί στις περιοχές αυτές μια χωρίς προηγούμενο οικονομική κίνηση, όπου μετέχουν ευρύτατα κι οι Έλληνες, διασκορπισμένοι σ’ όλες αυτές τις χώρες.
Μ’ όλο τον αυξανόμενο εθνικισμό των βαλκανικών λαών, την οικονομική ανάπτυξη των ντόπιων και τον ανταγωνισμό των Ευρωπαίων και Εβραίων καπιταλιστών, οι ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων συνεχίζουν να κατέχουν την πρώτη θέση στην οικονομία των παραπάνω χωρών. Στο Δούναβη δυο χιλιάδες πλοία (σε σύνολο τριών χιλιάδων) έπλεαν μ’ ελληνική σημαία. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του Ευξείνου Πόντου διεξαγόταν από Έλληνες εγκαταστημένους στη Ρωσία. Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, χάρη στην υποστήριξη του Μουχαμέτ Αλή και των διαδόχων του αρχίζει ν’ αποκτά σημασία. Απ’ το 1841, το ελληνικό ναυτικό αντιπροσωπεύει το τρίτο του συνολικού εμπορίου της Αλεξάνδρειας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την εξέλιξη του έθνους στάθηκε η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την επέκταση αυτή διευκόλυναν οι προσπάθειες των Αγγλογάλλων προς αναδιοργάνωση της Τουρκίας, το Τανζιμάτ του 1839 και προπαντός το Χάτι-Χουμαγιουν του 1856 που θεωρητικά τοποθετούσε τους ραγιάδες στο ίδιο επίπεδο με τους Μουσουλμάνους, κι η εμπορική συνθήκη του 1855 ανάμεσα στην Πύλη και την Ελλάδα. Οι Έλληνες μπόρεσαν έτσι να επωφεληθούν απ’ τις μεγάλες επιχειρήσεις των Άγγλων στην Τουρκία (σιδηροδρόμους, τηλεγραφικές γραμμές) και να συμμετάσχουν σ’ αυτές. Απ’ το 1860 κυρίως σημειώνεται η επιρροή τους ως τραπεζιτών και σαν εταίρων των αγγλικών οίκων στις αγορές της Εγγύς Ανατολής.
Κατά την ίδια περίοδο, ανάμεσα στα 1856 και στα 1875, παρατηρούνται οι πρώτες πρόοδοι, αργές μα συνεχείς, της οικονομίας του ελληνικού βασίλειου. Η χωρητικότητα του εμπορικού ναυτικού στόλου περνά από 85.502 τόννους το 1838, σε 268.600 τόννους το 1858. Απ’ το 1856 η Ελλάδα εισάγει την ατμοπλοΐα. Η γενική χωρητικότητα περνά από 330.000 το 1866 σε 404.000 το 1870, για να πέσει το 1875 σε 262.032 εξαιτίας της εγκατάλειψης των ιστιοφόρων. Αρχίζουν επίσης να παίρνονται μέτρα για την διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου: κατασκευή κι επισκευή λιμανιών, τηλεγραφικές συγκοινωνίες (1859), ταχυδρομικές υπηρεσίες (1862), κατασκευή περιορισμέ-νου οδικού δικτύου, εγκατάλειψη του παλιού τελωνειακού συστήματος ad valorem, εισαγωγή απ’ το 1856 κύκλων εμπορικών μαθημάτων σε ορισμένα σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Ακολουθεί μια υπολογίσιμη ανάπτυξη του εμπορίου …
Η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύεται από αύξηση του πληθυσμού. Αυτή δεν οφείλεται μόνο στη φυσική άνοδο, αλλά και στην άφιξη στην Ελλάδα σημαντικού αριθμού Ελλήνων απ’ τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Από 850.246 κατοίκους το 1840, ο πληθυσμός περνά σε 1.035.527 το 1853 και σε 1.096.810 το 1861.
Η οικονομική ανάπτυξη του Ελληνισμού, όσο μέτρια κι αν είναι συγκρινόμενη με την ανάπτυξη των δυτικών εθνών κι ακόμα με την ανάπτυξη που ακολούθησε μετά το 1875 στην Ελλάδα, αποτελεί ωστόσο πραγματική πρόοδο. Η ελληνική αστική τάξη ισχυροποιείται και προσπαθεί, με την απαλλαγή της απ’ την παλιά κάστα των προκρίτων και γαιοκτημόνων, να τροποποιήσει και προσαρμόσει στις νέες ανάγκες, τα νομικά και πολιτικά πλαίσια της Ελλάδας. …

Γ. Σβορώνου, Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας, σσ. 89-90




Ο μαθητής μπορεί να δει το επαναληπτικό διαγώνισμα του ΟΕΦΕ (Β' φάση 2016), Ομάδα Β, Θέμα Γ, στον πιο κάτω σύνδεσμο: