Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Σκέψεις πάνω στα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση




ΔΙΑΒΑΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Δημοσιεύτηκε στο thinkfree.gr, 29 Ιανουαρίου 2018







Κάποιες σκέψεις με αφετηρία τα Παράδοξα του Ζήνωνα για την κίνηση. Ο γνωστός προσωκρατικός φιλόσοφος υποστηρίζει στο πρώτο από αυτά, το Παράδοξο του Σταδίου ή της Διχοτομίας, ότι η κίνηση έχει μέσα της μια αντινομία και γι’ αυτό είναι αδύνατη. Ο Ζήνων αποδείκνυε την πρότασή του με το επιχείρημα ότι ένα σώμα που προσπαθεί να διανύσει μια συγκεκριμένη απόσταση, πρέπει πρώτα να διανύσει το μισό αυτής της απόστασης, και ακολούθως το υπόλοιπο μισό. Προτού, όμως, διανύσει το πρώτο μισό, είναι αναγκασμένο να διανύσει το μισό αυτού του μισού και μετά το μισό του μισού του μισού… Με δεδομένο δε ότι τα μισά αυτά είναι άπειρα, λόγω του ότι από κάθε τμήμα μπορεί να προκύψει ένα καινούργιο μισό, είναι αδύνατο το σώμα να διανύσει σε πεπερασμένο χρόνο άπειρα τμήματα. Κατά συνέπεια, επειδή ένα σώμα δεν μπορεί να διανύσει ένα άπειρο διάστημα σε πεπερασμένο χρόνο, η κίνηση είναι πρακτικά αδύνατη. Βέβαια, η σύγχρονη έρευνα έχει διευκρινίσει πως η αντινομική μορφή των επιχειρημάτων του, όπως για παράδειγμα στα Παράδοξα του Σταδίου ή της Διχοτομίας, τουΠετώντος βέλους, ή του Αχιλλέα και της Χελώνας, οργανώνεται πάνω στην αποδεδειγμένα εσφαλμένη θέση ότι η πορεία διαίρεσης και σύνθεσης της χωρικής και χρονικής έκτασης οδηγεί στο άπειρο.
Οι φτωχές μου γνώσεις στα μαθηματικά και τη φυσική, με ώθησαν να βάλω μια σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό μου στο στόμα του πρωταγωνιστή μιας ιστορίας μου. Πρόκειται για έναν καθηγητή φιλοσοφίας, ο οποίος δίνει τη δική του λύση στο παράδοξο αυτό ξεκινώντας από ένα άλλο σημείο. Τον έβαλα δηλαδή, να παίρνει ως λογικά βάσιμους τους συλλογισμούς του Ζήνωνα, τοποθετώντας στη θέση του σώματος την εικόνα της ανθρώπινης ψυχής, η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αναγκάζεται να περάσει από άπειρα σημεία στον πεπερασμένο χρόνο της επίγειας ζωής της.
Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Φαίνεται λιγάκι παράλογο. Αυτή υπήρξε η αντίδραση της γυναίκας του καθηγητή στην πιο πάνω τοποθέτησή του, μια εύλογη απορία. Μα πρόκειται για μια αντινομία, αντιγύρισε εκείνος, αδιαφορώντας για τον σκεπτικισμό της συντρόφου του. Είναι γνώρισμα των φιλοσοφούντων μυαλών, να θεωρούν ότι οι άλλοι δεν είναι συνομιλητές τους, αλλά απλοί ακροατές, μάρτυρες μιας αποκαλυπτόμενης αλήθειας. Ξέρουμε πολύ καλά, συνέχισε ο καθηγητής, ότι ο άνθρωπος συχνά θάβει στο υποσυνείδητό του πολλές εμπειρίες από το παρελθόν. Αυτές τις εμπειρίες τις αποκαλώ στο βιβλίο μου εκείνο σημεία-σταθμούς. Πρόκειται για σημαντικά γεγονότα ή ανθρώπους που μας σημαδεύουν και γι’ αυτό αποτελούν σημεία όπου σταματάμε. Κάθε σημείο-σταθμός αποτελεί και μια εμπειρία, την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να μεταφέρει μέχρι τον επόμενο σταθμό της ζωής του. Εδώ ακριβώς είναι που ο ήρωάς μου βλέπει με διαφορετικό μάτι την αντινομία του Ζήνωνα. Λέει δηλαδή ότι αυτό που φορτώνει στο σημείο Α ο άνθρωπος, πολύ πιθανόν να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο στο σημείο Β, στην επόμενη στάση του. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή μας είτε κάνει λάθος επιλογές φορτίων, είτε νιώθει αδύναμη να σηκώσει το βάρος κάποιων φορτίων του παρελθόντος και τα αποθέτει. Ανακουφίζεται  με την κίνηση αυτή, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται ότι αυτό είναι προσωρινό μονάχα και ατελέσφορο, γιατί κάποια άλλη στιγμή αργότερα, σ’ ένα από τα επόμενα σημεία-σταθμούς στο χωροχρόνο, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι πρέπει να γυρίσει πίσω και να ξαναφορτώσει στις πλάτες της κάποια από τα φορτία που είχε αποθέσει, διαφορετικά δεν μπορεί να τραβήξει το δρόμο μπροστά. Ως άτομα, κάνουμε άπειρες κινήσεις στην πεπερασμένη μας ζωή, αφού η ψυχή και ο νους μας είναι καταδικασμένα σ’ αυτή τη συνεχή εναλλαγή, που καταλήγει να είναι άπειρη, γιατί απλούστατα είναι ακαθόριστη και απρόβλεπτη.
Η συλλογιστική του καθηγητή-πρωταγωνιστή της ιστορίας μου εκείνης, δεν είναι παρά μια από τις άπειρες προσπάθειες της ατομικής ψυχής να τα βάλει με τον χρόνο. Να αναμετρηθεί με τον χρόνο. Να μακρύνει τον χρόνο. Αυτό το τελευταίο είναι κυρίαρχο μέγεθος στη σκέψη κάθε ανθρώπου. Να μακρύνει τον χρόνο. Γιατί, όση πνευματικότητα κι αν διαθέτει κάποιος, όση πίστη κι αν δίνει στα λόγια του Σωκράτη λίγο προτού πειθαρχήσει στην απόφαση των συμπολιτών του ότι τίποτα δεν τελειώνει με το πέρας του παρόντος βίου, στο βάθος τον κεντρίζει η ωμή βεβαιότητα του Επίκουρου: η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου είναι η θνητότητά του, ο πεπερασμένος επίγειος βίος του. Έστω ότι ένας άλλος πρωταγωνιστής, μιας άλλης ιστορίας, συνταχθεί με τον Επίκουρο και απορρίψει τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής, δεν μπορεί σε κάποια στιγμή της εξέλιξης της πλοκής να μην αποδεχτεί με την ίδια αισιοδοξία ενός κήρυκα της αιώνιας ζωής την ιδέα ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Είναι ένας πειρασμός. Ο δημιουργός του σίγουρα θα τον έβαζε σε μια στιγμή αδυναμίας να βιώσει αυτόν τον πειρασμό. Όπως οι ασκητές των πρώτων αιώνων, αν και κατέφευγαν στην έρημο για να ξεφύγουν από τους πειρασμούς, εντούτοις δεν κατάφερναν να κερδίσουν πάντα με επιτυχία τη μάχη με τη θνητότητά τους, έτσι και οι ασκητές που καταφεύγουν στην έρημο της θνητής καθημερινότητας, δεν γλιτώνουν από τον πειρασμό της αθανασίας.
Ακόμη και στα πιο «ρεαλιστικά μυθιστορήματα», οι πρωταγωνιστές πέφτουν ενίοτε στην παγίδα της παραδοξολογίας του Ζήνωνα. Χωρίζουν κι αυτοί τον χρόνο σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε 365 μέρες, σκέφτονται ή ομολογούν, έχουμε μια καινούργια χρονιά. Μια χρονιά που τη γεμίζουμε με άπειρα σχέδια, με άπειρες προσδοκίες. Κάθε μήνα τον γεμίζουμε με άπειρες στιγμές. Το ίδιο τις εβδομάδες, τις ημέρες, τις ώρες, τα λεπτά, τα δυτερόλεπτα. Ακόμη κι αυτά τα υποδιαιρούμε σε μικρότερες στιγμές. Μπαίνουμε στη θέση του πρωταγωνιστή που βλέπει μια κούρσα των 100 μέτρων, την οποία ο τζαμαϊκανός αθλητής διατρέχει με μια ανάσα στην κυριολεξία, παρακολουθούμε νοερά κρατώντας και μεις την ανάσα μας, κι όμως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κρατάει μια αιωνιότητα· κι εμείς και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας – εκτός κι αν υπάρχει έλλειμμα ενσυναίσθησης ή συγγραφικής ικανότητας. Τη βλέπουμε, λοιπόν, την ξαναβλέπουμε, όσοι, φυσικά, καταφέρνουμε να τη δούμε. Ξανά και ξανά. Από την άλλη, κάποιος κριτικός βαθαίνει, θελημένα ή άθελα, ακόμη περισσότερο τη διάσταση του χρόνου, αφού παρακολουθεί τον αθλητή στην κοπιαστική πολύμηνη προπόνησή του, που θα τον φέρει στο σημείο να είναι ικανός να τρέξει αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα· σπαταλάει ώρες αμέτρητες στο στάδιο να προπονείται. Όπως ένας μαθητής αφιερώνει ώρες ατέλειωτες στη μελέτη. Όπως ένας συγγραφέας προσπερνάει μήνες κοπιαστικής δουλειάς στην συμπυκνωμένη θριαμβευτική εμφάνιση του βιβλίου του· λίγες στιγμές δημοσιότητας για τους περισσότερους. Απέναντι στα θρησκευτικά και φιλοσοφικά κηρύγματα της ματαιότητας, ο νέος μαθαίνει, από ένα σύστημα που γεννιέται μέσα από την ίδια λογική της ματαιότητας, να επενδύει στο μέλλον.
Αντιφάσεις. Από καταβολής χρόνου. Στη διήγηση της Γένεσης, οι πρωτόπλαστοι εμφανίζονται να έχουν τα πάντα, για πάντα. Εκτός από τη γνώση της πραγματικότητας. Έκανα να μη βλέπουν μπροστά τους τον θάνατο οι θνητοί, καυχιέται ο αλυσοδεμένος Προμηθέας, για να ομολογήσει αμέσως μετά ότι το φάρμακο που επινόησε για να πολεμήσει την αρρώστια αυτή ήταν οι ελπίδες· Τυφλές ελπίδες μες στην ψυχή τους έβαλα, ομολογεί ο τραγικός ήρωας. Το θέμα του –άπειρου ή πεπερασμένου– χρόνου απλώνεται σε σελίδες άπειρες. Ακόμη και σε εποχές όπου η θνητότητα, η αδυναμία απέναντι στη φύση και στο πεπρωμένο προκαλούσε τρόμο στους ανθρώπους, εντούτοις, ανοίγονταν παραθυράκια αισιοδοξίας. Στον Όμηρο οι θνητοί ήρωες σκεπάζονται από την ομπρέλα των αθάνατων θεών, οι θνητοί άνθρωποι μπορούν να κουβεντιάζουν με τους αγαπημένους τους που έχουν περάσει το κατώφλι του επέκεινα. Η περίπτωση της Άλκηστης είναι χαρακτηριστική της λαχτάρας των ανθρώπων να δουν έναν δικό τους να σπάει τα δεσμά του θανάτου· πεθαίνει για χάρη του άντρα της, και για το μεγαλείο της ψυχής της «ανασταίνεται» με τη βοήθεια του ημίθεου Ηρακλή.
Κι αν κάποιος δεν θέλει να ανακατέψει στα πόδια του τη μυθολογία (πόσο, άραγε, ο μύθος απέχει από την πραγματικότητα;) ή τη θρησκεία, ή τον Πλάτωνα, τον διαπρύσιο κήρυκα της ατέρμονης ύπαρξης της ατομικής ψυχής μέσα από πολλές ενοικήσεις στα σώματα διαφόρων έμβιων όντων, δεν θα προλάβει να κάνει πολλά βήματα και θα νιώσει το τροχοπέδη του χρόνου να τον σταματά.
Ο Carl Sagan, στην εισαγωγή του στο Χρονικό του Χρόνου του Stephen Hawking, υποστηρίζει: «Πέρα από τα παιδιά –απ’ όσα δεν έχουν μάθει ακόμη να μην κάνουν έξυπνες ερωτήσεις–, ελάχιστοι από εμάς διαθέτουν λίγο χρόνο να αναρωτηθούν, γιατί η Φύση είναι έτσι όπως είναι· αν δημιουργήθηκε ο Κόσμος ή αν υπήρχε από πάντα· αν ο χρόνος κάποια μέρα θα αρχίσει να ρέει αντίθετα και τα αποτελέσματα θα προηγούνται από τις αιτίες…» Θα διαφωνήσω με την τοποθέτηση αυτή, όσον αφορά το υποκείμενο της δράσης. Τα παιδιά δεν αναρωτιούνται ποτέ για τον χρόνο. Δεν χρειάζεται να το κάνουν, γιατί έχουν την αίσθηση-ψευδαίσθηση ότι μπροστά τους απλώνεται ένας ασύνορος ορίζοντας. Τα πρώην παιδιά, οι νυν μεγάλοι, είναι εκείνοι που περισσότερο μεγεθύνουν αυτή την ψευδαίσθηση.
Στο σκηνικό του Τιμήματος, του γνωστού έργου του Άρθουρ Μίλερ, οι πρωταγωνιστές του παλεύουν ηρωικά με τις επιλογές της ζωής τους όταν έρχεται η ώρα να ξεπουλήσουν σ’ έναν παλαιοπώλη τα ενθυμήματα μιας ζωής. Φαίνεται εύκολο στην αρχή. Θα πάρουν μια προσφορά και θα ξεφορτωθούν όλα τα παλιά έπιπλα. Η σύγκρουση που ακολουθεί είναι εκκωφαντική. Ο Βίκτωρ δεν μπορεί να κάνει πίσω, να συγχωρέσει τον αδερφό του για ό,τι ο ίδιος τον κατηγορεί για χρόνια ως ένοχο, γιατί φοβάται ότι όλα θα έχουν γίνει για το τίποτα, για ένα ψέμα. Ο αδερφός του πάλι θέλει να λειάνει τις γωνίες του παρλεθόντος με κάθε μέσο, ίσως όχι με κάθε τίμημα. Δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο. Η γυναίκα του Βίκτορα τον πιέζει, να πάνε μπροστά. Αλλά ο παλαιοπώλης, με το σαρδόνιο γέλιο του στο πέσιμο της αυλαίας μοιάζει με υπερκόσμια πατρική φιγούρα που χλευάζει  τα γεννήματά του. Αν δεν συναντηθεί κάποιος με μια ασθένεια, ικανή να υπονομεύσει την επίγεια παρουσία του, τότε, όσο περνάει ο χρόνος, θα αρχίσει να τον βλέπει με την παραδοξότητα του Ζήνωνα, όταν θα βρεθεί εκεί κοντά στην ηλικία των ηρώων του Μίλερ.
Δεν θα πιαστώ από την παραδοξότητα του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι, αν και στην ουσία εκφράζει γλαφυρά τη λαχτάρα της ανθρώπινης φύσης να γευτεί την αιωνιότητα. Η τέχνη, μαζί με τη θρησκεία, μπορούν να δώσουν τέτοιες ανάσες. Ιστορία, αρχαιολογία, μυθοπλασία, ποίηση, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, όλα στην υπηρεσία της ανάγκης μας να απλώσουμε τον χρόνο. Ταυτιζόμαστε με ανθρώπους που έζησαν στο μακρινό παρελθόν. Ένα μπέρδεμα, ένα ανακάτεμα της διάστασης του χρόνου. Και του τόπου. Αναπαριστούμε με λεπτομέρειες το παρελθόν. Πολλούς λόγους μπορεί να βρει κάποιος πίσω από αυτή τη μανία. Μα το βασικό κίνητρο μοιάζει να είναι το ίδιο· να βιώσουμε την απεραντοσύνη του χρόνου. Μια δικαίωση, έμμεση, της σωκρατικής σκέψης, που με πείσμα θεωρεί τη μάθηση ως ανάμνηση μιας γνώσης από τα παλιά.
Στο πλαίσιο αυτό θα τολμούσα να βάλω τον Προυστ, που στο τέλος πια της επίγειας ζωής του, καθώς το νιώθει ότι έρχεται, μανιασμένα προσπαθεί να σπάσει τα όρια του πεπερασμένου χρόνου. Το παραμικρό, μια οσμή, η γεύση ενός γλυκού, ένας μακρινός θόρυβος, μια απόχρωση, είναι ικανά να γεννήσουν άπειρες στιγμές αφήγησης.
Ο χρόνος, λοιπόν, μια έννοια χιλιοαναλυμένη, είναι σκεπασμένη ακόμη από ένα σύννεφο ασάφειας. Ο Βιτγκενστάιν το είπε ξεκάθαρα· η φιλοσοφία είναι απλή, οι έννοιες που αναλύει απλές και ξεκάθαρες, το μυαλό του ανθρώπου είναι μπερδεμένο και τις καθιστά πολύπλοκα λογικά οικοδομήματα. Μια από αυτές τις έννοιες είναι και ο χρόνος. Χρόνος. Μια λέξη, μια μήτρα από την οποία, αιώνες τώρα, γεννιούνται άπειρες, λογικές και μη, κατασκευές. Ο χρόνος έχει αρχή, μέση και τέλος, θα πει κάποιος. Ο χρόνος είναι άπειρος θα πει κάποιος άλλος. Όσοι άνθρωποι, τόσες θεάσεις, τελικά.
Ο χρόνος μπορεί και να είναι ένα πάρκο. Στα σοκάκια του περπατάνε, αιώνες τώρα, άνθρωποι, διαβάτες που κάνουν έναν ατέρμονο διάλογο με τα όνειρά τους, τις απογοητεύσεις τους, τις χαρές και τις λύπες, τις κορυφώσεις και τις πτώσεις, σ’ ένα συνεχές γέμισμα μιας κλεψύδρας που δεν θέλουν να αδειάσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου