Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 2.2. Σύγχρονες κοινωνίες. Σχεδιάγραμμα, ερμηνευτικό σχόλιο, ορισμοί, κείμενα.

2.2. Σύγχρονες κοινωνίες

(κείμενο βιβλίου, σελ. 36-38)


Στις κοινωνικές επιστήμες ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", που σημαίνει εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλός καταμερισμός εργασίας στον κοινωνικό τομέα.
Όταν αναφερόμαστε στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, συνήθως εννοούμε αυτές στις οποίες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χώρες αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.


2.2.1 Τα στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών

Από το 17ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οι δυτικές κοινωνίες δημιούργησαν αποικίες σε πολλές περιοχές του κόσμου (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική). Σήμερα βέβαια όλες σχεδόν οι αποικιοκρατούμενες χώρες έχουν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο η αποικιοκρατία διαμόρφωσε την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα πολλών χωρών και στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκρισή τους σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Οι χώρες του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία. Πρόκειται για τα κράτη της Δ. Ευρώπης, για τις Η.Π.Α., την Ιαπωνία κ.ά.
Ως χώρες του λεγόμενου Δεύτερου Κόσμου προσδιορίζονταν μέχρι πρόσφατα οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όπως π.χ. η Ε.Σ.Σ.Δ.) που είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία.
Οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, ενώ η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες (ή οι χώρες του Τρίτου Κόσμου) δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής διαφοροποιούνται από αυτές της Ασίας και της Αφρικής. Επομένως μια θεωρία που να περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι προβληματική. Για το λόγο αυτό η κοινωνιολογία εξετάζει τις μεταβαλλόμενες, σε παγκόσμια κλίμακα, σχέσεις μεταξύ χωρών που κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (φτώχεια, πείνα κτλ.). Πάντως αυτό που καθόρισε τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υποανάπτυκτες" είναι η σύγκλιση ή απόκλισή τους από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Ωστόσο το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει. Άλλοτε γίνεται αναφορά σε στόχους όπως είναι η ικανοποίηση βασικών αναγκών του πληθυσμού, η διατροφή, η στέγαση, η ιατρική περίθαλψη, η μόρφωση και άλλοτε η ανάπτυξη περιλαμβάνει την παραχώρηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, την πολιτική συμμετοχή, την προστασία του περιβάλλοντος (χωρίς όμως να διευκρινίζεται πώς μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί). Οι θεωρίες αυτές, που ονομάζονται θεωρίες του εκσυγχρονισμού, αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Άλλοτε πάλι η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής, που έγινε γνωστή ως θεωρία της εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως "μητρόπολη", "κέντρο" ή "πυρήνας"), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως "περιφέρεια") παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο, παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, οι ανισότητες μεγεθύνονται και δεν υπάρχει ένδειξη προς το παρόν ότι θα πάψουν να υφίστανται τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών. Ο περιορισμός των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες αποτελεί μια πρόκληση για την παγκόσμια κοινωνία.







ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

2.2. Σύγχρονες κοινωνίες

Ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", που σημαίνει εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλός καταμερισμός εργασίας στον κοινωνικό τομέα.
Στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χώρες αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.


2.2.1 Τα στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών

Η αποικιοκρατία (17ος -20ός αιώνες) διαμόρφωσε την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα πολλών χωρών και στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκρισή τους σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Οι χώρες του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία (κράτη της Δ. Ευρώπης, Η.Π.Α., Ιαπωνία κ.ά).
Ως χώρες του λεγόμενου Δεύτερου Κόσμου προσδιορίζονταν μέχρι πρόσφατα οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όπως π.χ. η Ε.Σ.Σ.Δ.) που είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία.
Οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, ενώ η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες (ή οι χώρες του Τρίτου Κόσμου) δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Για το λόγο αυτό η κοινωνιολογία εξετάζει τις μεταβαλλόμενες, σε παγκόσμια κλίμακα, σχέσεις μεταξύ χωρών που κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό που καθόρισε τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υποανάπτυκτες" είναι η σύγκλιση ή απόκλισή τους από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει.
Οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Η θεωρία της εξάρτησης υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου.
Παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, οι ανισότητες μεγεθύνονται και δεν υπάρχει ένδειξη προς το παρόν ότι θα πάψουν να υφίστανται τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών.








Ερμηνευτικό σχόλιο:

Η σύγχρονη κοινωνία είναι η μεταβιομηχανική κοινωνία, το τελευταίο στάδιο στην εξέλιξη του κοινωνικού μετασχηματισμού (τα δυο προηγούμενα, σύμφωνα με το βιβλίο, είναι η αγροτική και η βιομηχανική κοινωνία). Εύλογα, λοιπόν, ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", της κοινωνίας δηλαδή που παρουσιάζει σημαντικά επιτεύγματα στην τεχνολογία και την οικονομία.
Σε πολιτικό επίπεδο η σύγχρονη κοινωνία συνδέεται με την κρατική οργάνωση, κάτι που προϋποθέτει και τη γραφειοκρατία, τον μηχανισμό δηλαδή μέσα από τον οποίο εφαρμόζεται η κρατική πολιτική, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο υπάρχει υψηλός καταμερισμός εργασίας.
Αν και ο καταμερισμός της εργασίας δεν αντιμετωπίζεται πάντα με θετικό πρόσημο από τους θεωρητικούς της κοινωνικής επιστήμης, εντούτοις αποτελεί ένδειξη μιας κοινωνίας που είναι οργανωμένη πάνω στους διακριτούς ρόλους των μελών της. Η σημερινή κοινωνία, που όπως είδαμε χαρακτηρίζεται και κοινωνία της πληροφορίας, είναι δομημένη πάνω σε αυτόν τον υψηλό καταμερισμό εργασίας, στην υψηλή εξειδίκευση δηλαδή.
Στον αντίποδα, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες κυριαρχούν η φτώχεια, η παιδική θνησιμότητα, οι ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, το πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Πρόκειται, στην πλειονότητά τους, για πρώην αποικίες, οι οποίες μολονότι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους τυπικά, ουσιαστικά ποτέ δεν κατάφεραν να περάσουν στο επίπεδο της πολιτικής και οικονομικής αυτοδιάθεσης. Κι αυτό γιατί η απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους από τις οικονομικά ισχυρές χώρες δεν σταμάτησε ποτέ. Τα ελεγχόμενα δικτατορικά καθεστώτα είναι ένας από  τους προσφιλείς τρόπους πολιτικής χειραγώγησης των χωρών αυτών.
Η αποικιοκρατία, ο άμεσος ή έμμεσος δηλαδή πολιτικός και οικονομικός έλεγχος αδύναμων χωρών, διαμόρφωσε ώς ένα βαθμό την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα του διεθνούς πολιτικού σκηνικού, ενώ παράλληλα στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκριση των κρατών σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Έτσι, οι χώρες του Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία (δυτικός κόσμος κυρίως), οι χώρες του Δεύτερου Κόσμου (πρώην σοσιαλιστικές χώρες) είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία, ενώ οι χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης· η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Όσον αφορά τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υπανάπτυκτες", αυτή αποδίδεται από τους θεωρητικούς στη σύγκλιση ή απόκλιση των τελευταίων από από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Επειδή, όμως, το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες σχετικά.
Έτσι, οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού αποδίδουν στην ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων, καθώς και στον προσανατολισμό σε δυτικές αξίες κομβικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη.
Από την άλλη, η θεωρία της εξάρτησης βάζει ως μέτρο της ανάπτυξης των κοινωνιών τον βαθμό της ενσωμάτωσής τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Οι θεωρίες αυτές είναι, με άλλα λόγια, εργαλεία ερμηνείας των ανισοτήτων ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες.





ΟΡΙΣΜΟΙ:

Αναπτυγμένη κοινωνίασύγχρονη κοινωνία): είναι η κοινωνία που εμφανίζεται εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ενώ παράλληλα συνδέεται με την ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλό καταμερισμό εργασίας στον κοινωνικό τομέα.

Υπανάπτυκτες κοινωνίες (ή χώρες): Είναι οι κοινωνίες (ή χώρες) στις οποίες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κοινωνίες (ή χώρες) αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των κοινωνιών (ή χωρών) αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.

Θεωρίες του εκσυγχρονισμού: Θεωρίες ερμηνείας της οικονομικής ανάπτυξης. Αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.

Θεωρία της εξάρτησης: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως "μητρόπολη", "κέντρο" ή "πυρήνας"), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως "περιφέρεια") παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.








Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου μέσα από κείμενα


Α. Η σχολή του εκσυγχρονισμού

Οι προσεγγίσεις στα ζητήματα ανάπτυξης/υπανάπτυξης που διατυπώνονται κατά τις δεκαετίες του '50 και '60 διέπονται από ένα εξελικτικό μοντέλο σταδίων κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης από τα οποία περνά κάθε χώρα κατά την πορεία μετάβασής της προς τον "εκσυγχρονισμό". Τα κοινωνικοοικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων δυτικών χώρων λαμβάνονται ως "μέτρα σύγκρισης" και οι κοινωνικές και οικονομικές δομές στις χώρες της περιφέρειας θεωρούνται ότι αποκλίνουν από αυτά τα "μέτρα σύγκρισης" εξαιτίας των παραδοσιακών αξιών, κανόνων και θεσμών που εξακολουθούν να κυριαρχούν στις χώρες αυτές και να προβάλλουν αντιστάσεις σε κάθε διαδικασία ανάπτυξης.
Τα παρακάτω ιστορικά γεγονότα έχουν καθοριστική σημασία για την εμφάνιση της θεωρίας του εκσυγχρονισμού κατά τη δεκαετία του 50.

- Πρώτο, ενισχύεται ο ρόλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης που διαχειρίζεται το παγκόσμιο σύστημα. Η εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και η ίδρυση διαφόρων διεθνών οργανισμών για τη διαχείριση της ανοικοδόμησης και της ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο (ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα, ΟΗΕ) αποτέλεσαν μέρος της στρατηγικής αυτής από τη μεριά των ΗΠΑ.

- Δεύτερο, η διαμόρφωση ενός κομμουνιστικού μπλοκ στην Ανατολική Ευρώπη υπό την κυριαρχία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς επίσης και η επέκταση της επιρροής του κομμουνιστικού κόμματος και στην Ασία (Κίνα, Κορέα) ενισχύουν τον ψυχρό πόλεμο και τη διαμάχη ανάμεσα στις υπερδυνάμεις για τον καθορισμό των σφαιρών επιρροής τους.

- Τρίτο, η αποδυνάμωση των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Ευρώπη οδηγεί στην ενίσχυση των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου και την ανάδυση νέων εθνώ-κρατών, κυρίως στην την Αφρική. Τα νέα αυτά έθνη-κράτη επιζητούν ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης που να στηρίξει την εθνική ανεξαρτησία τους.

Παράλληλα, οι πολιτικές ελίτ των ΗΠΑ και των χωρών της Δυτικής Ευρώπης ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς επιστήμονες να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετωπίζουν οι χώρες της περιφέρειας, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την επιρροή των ΗΠΑ στις χώρες αυτές και να περιορίσουν τις αντιδράσεις του κομμουνιστικού κινήματος.
Οι μελέτες του εκσυγχρονισμού έχουν διεπιστημονικό χαρακτήρα καθώς διερευνούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών δομών στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Για να ερμηνεύσουν την κοινωνική και οικονομική καθυστέρηση και να προτείνουν μέτρα πολιτικής για την ανάπτυξη οι μελετητές στρέφονται προς:
α) τα αναλυτικά μοντέλα για την κοινωνική εξέλιξη που προσφέρει κοινωνιολογική παράδοση (Comte, Spencer... Durkheim και Weber),
β) τη θεωρία του δομικού λειτουργισμού όπως αναπτύχθηκε τον αμερικανό κοινωνιολόγο Πάρσονς, η  οποία συλλαμβάνει την κοινωνία ως ένα σύστημα λειτουργιών που τείνει προς την αυτο-διατήρηση...
Ορισμένες βασικές υποθέσεις που κάνει η θεωρία του εκσυγχρονισμού για την πορεία μετάβασης από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία είναι οι παρακάτω:
α) Ο εκσυγχρονισμός οδηγεί στην σύγκλιση  των κοινωνικών δομών των διαφόρων χωρών και επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των παραδοσιακών αξιών από τις σύγχρονες αξίες...
β) Ο εκσυγχρονισμός είναι ταυτόσημος με την πρόοδο και συνίσταται σε μια μακροχρόνια εξελικτική (και όχι επαναστατική) διαδικασία που συνεπάγεται αλλαγές σε όλες σχεδόν τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής (εκβιομηχάνιση, αστικοποίηση, κοινωνική/ταξική διαφοροποίηση, κοινωνική κινητοποίηση, πολιτική συμμετοχή και εκδημοκρατισμός, ανάπτυξη κεντρικών συστημάτων διοίκησης, ενίσχυση του ορθολογισμού).
γ) Η παράδοση συλλαμβάνεται ως το αντίθετο του εκσυγχρονισμού· θεωρείται υπολειμματικό στοιχείο και παραπέμπει σε μια κατάσταση στατικής ισορροπίας. Η ασυγχρονία στις αλλαγές που συμβαίνουν στους διάφορους θεσμούς κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού από τα διάφορα στάδια εξέλιξης, για ορισμένες χώρες, αποτελούν τις αιτίες των οξυμένων προβλημάτων του Τρίτου Κόσμου.
δ) Η ενότητα ανάλυσης είναι το έθνος-κράτος και όχι οι σχέσεις ανάμεσα σε κρατικές περιφέρειες. Δίνεται έμφαση στους ενδογενείς παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Ιδιαίτερα τονίζεται ο ρόλος των παραδοσιακών αξιών που ενσωματώνονται στο πολιτιστικό σύστημα κι αυτό μπλοκάρει την ανάπτυξη. Από την άλλη μεριά, θεωρείται ότι η ανάπτυξη θα επέλθει με την εκτεταμένη διάχυση σύγχρονων κοινωνικών αξιών οι οποίες ενισχύουν το επιχειρηματικό πνεύμα και την καινοτόμο συμπεριφορά από την πλευρά των προοδευτικών ελίτ.
Εξαιτίας της έμφασης στον δομικό λειτουργισμό (η κοινωνία ιδωμένη ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα λειτουργιών) δεν μελετούνται ούτε οι εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις ούτε οι εξωτερικές σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας και οικονομικής εξάρτησης. Η έμφαση στο δομολειτουργισμό αντανακλά ως ένα βαθμό την προσπάθεια των δυτικών αναπτυγμένων χωρών να ενισχύσουν την πολιτική σταθερότητα και την ιδεολογική ενσωμάτωση των κοινωνικών στρωμάτων στα υπό συγκρότηση κράτη του Τρίτου Κόσμου...

 (Μ. Πετμετζίδου, Θεωρίες κοινωνικής μεταβολής, Σημειώσεις, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δ.Π.Θ., 14-18).

Β. Η θεωρία της εξάρτησης

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 η θεωρία της εξάρτησης έστρεψε το ενδιαφέρον των μελετητών στις αντιφάσεις της ανάπτυξης/οικονομικής μεγέθυνσης. Ασκείται έντονη κριτική στη μονοδιάστατη προσέγγιση του εκσυγχρονισμού κυρίως όσον αφορά την αναγνώριση των σχέσεων κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο και την αποκλειστική έμφαση στα εσωτερικά εμπόδια για την ανάπτυξη, καθώς επίσης και τη λειτουργιστική υπόθεση ότι παραδοσιακές αξίες δεν συμβιβάζεται με τον εκσυγχρονισμό. Η θεωρία της εξάρτησης ασχολείται με τις αρνητικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης/υπανάπτυξης στις χώρες της περιφέρειας, όπως η μεταφορά του πλεονάσματος από τις χώρες αυτές προς τις χώρες του κέντρου, η διευρυνόμενη περιθωριοποίηση της περιφέρειας, οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες/κοινωνικές συγκρούσεις και η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών ως αντιστάθμισμα.
Η προσέγγιση της εξάρτησης πρωτοαναπτύχθηκε στη Λατινική Αμερική ως ανταπόκριση στην αποτυχία της πολιτικής υποκατάστασης των εισαγωγών... Πολλά λαϊκιστικά καθεστώτα στην Λατινική Αμερική δοκίμασαν κατά τη δεκαετία του '50 την εφαρμογή της πολιτικής προστατευτισμού και εκβιομηχάνισης μέσα από την υποκατάσταση των εισαγωγών που πρότεινε Οικονομική Επιτροπή την περίοδο εκείνη. Μετά από ένα σύντομο διάστημα οικονομικής ανάκαμψης, πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικής ύφεσης, ανεργίας, υψηλού πληθωρισμού και αύξησης του εξωτερικού ελλείμματος. Παράλληλα οξύνθηκαν οι κοινωνικές συγκρούσεις με αποτέλεσμα την κατάρρευση των λαϊκιστικών καθεστώτων και την αντικατάστασή τους από αυταρχικά, στρατιωτικά καθεστώτα κατά τη δεκαετία του '60. Κάτω από τις συνθήκες αυτές αναπτύσσεται η θεωρία της εξάρτησης μέσα από μια έντονη κριτική στις απόψεις της Οικονομικής Επιτροπής, τη θεωρία του εκσυγχρονισμού αλλά και τις ορθόδοξες μαρξιστικές ερμηνείες.
Τα βασικότερα σημεία της θεωρίας της εξάρτησης συνοψίζονται ως εξής:
Η ανάπτυξη/υπανάπτυξη δεν είναι αποτέλεσμα της αφθονίας ή σπανιότητας των συντελεστών παραγωγής σε μια χώρα ή περιφέρεια αλλά εκφράζουν μια σχέση οικονομικής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανάπτυξη και υπανάπτυξη αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου φαινομένου:  η αυτο διατηρούμενη ανάπτυξη των χωρών του κέντρου προϋποθέτει την υπανάπτυξη των χωρών της περιφέρειας. Η εξάρτηση συλλαμβάνεται ως εξωτερική συνθήκη που επιβάλλεται στο εσωτερικό των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Έτσι οι αιτίες της υπανάπτυξης δεν αφορούν εσωτερικούς παράγοντες (έλλειψη κεφαλαίων, επιχειρηματικών ικανοτήτων και δημοκρατικών θεσμών) αλλά συνδέονται με την διαιώνιση του άνισου καταμερισμού εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η εξάρτηση αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό της πορείας εξέλιξης όλων των χωρών του Τρίτου Κόσμου και είναι αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, από τον 16ο αιώνα και έπειτα, που οδηγεί στην περιφερειακή πόλωση της παγκόσμιας οικονομίας. Στόχος της σχολής της εξάρτησης είναι να προσδιορίσει το "γενικό μοντέλο της εξάρτησης" (τον ιδεατό τύπο της εξάρτησης) χωρίς να δίνεται μεγάλη σημασία στις ιστορικές διαφορές και την ιστορική πολυπλοκότητα...

(Μ. Πετμετζίδου, Θεωρίες κοινωνικής μεταβολής, Σημειώσεις, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δ.Π.Θ., 25-26).



Γ. Μια κριτική στις θεωρίες της εξάρτησης

H θεωρητική αποτίμηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και αναλύσεων για τον «παγκόσμιο καπιταλισμό» αναφορικά με τις έννοιες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του συνολικού κεφαλαίου, του κράτους, αλλά και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και του κεφαλαιακού ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά μάς οδήγησαν σε μια σειρά θέσεις και συμπεράσματα που βρίσκονται στον αντίποδα όσων υποστηρίζουν οι θεωρίες μητρόπολης- περιφέρειας. Oι κοινωνικές (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές) σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές συμπυκνώνονται στο εσωτερικό του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, έχουν την προτεραιότητα έναντι των διεθνών (οικονομικών και πολιτικών) σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων. Oι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο το «εθνικό» εντάσσεται στο «διεθνές». Για παράδειγμα, οι σχέσεις αυτές κρίνουν κατά πόσον ένας κοινωνικός σχηματισμός θα τεθεί σε τροχιά γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης (με την κυριαρχία στο εσωτερικό του των καπιταλιστικών κοινωνικών δυνάμεων και τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, αλλά και των άτυπων μορφών κυριαρχίας του κεφαλαίου) και επομένως θα έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει τη θέση του στην παγκόσμια αγορά (κατ' αναλογία με ό,τι συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες με τις N.B.X. της N.A. Aσίας). Eξάλλου, ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί το (εθνικό) ποσοστό κέρδους, που το ύψος του καθορίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα ενός ιστορικά διαμορφωμένου ταξικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Tο ποσοστό κέρδους είναι ο δείκτης που κατεξοχήν καθορίζει το ρόλο και τη θέση του κοινωνικού σχηματισμού στη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου.
Mέσα από την προσέγγιση αυτή μπορούμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τις νομοτέλειες της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και να αντιληφθούμε την επικαιρότητα μιας κλασικής μαρξιστικής θέσης: «Στην πραγματικότητα, κράτος, έθνος και κεφάλαιο εμφανίζονται την ίδια στιγμή. Tο ένα δεν προηγείται του άλλου: είναι τρεις όψεις ενός και του αυτού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας (...). Tο κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός εξωτερικός και δευτερεύων σε σχέση με την οικονομία αλλά η πολιτική μορφή μιας ειδικής κοινωνικής κυριαρχίας» (Miaille, 1983, σσ. 234 και 256).
H θέση που πιο πάνω διατυπώσαμε έχει και μια επιπλέον συνέπεια: ο χώρος ως τόπος των κοινωνικών πρακτικών, ως «αποτέλεσμα και προϋπόθεση εμφάνισης των κοινωνικών δομών» χαρακτηρίζεται καίρια από την εθνική του διάσταση. «Kράτος και σύνορα είναι δύο
όψεις της μιας και μοναδικής πολιτικής οργάνωσης του καπιταλισμού στη διαδικασία γέννησής του» (Miaille, 1983, σ. 238. Bλ. αναλυτικά Δημούλη/Γιαννούλη, 1995, κεφ. 7).
O χώρος είναι λοιπόν πρώτιστα εθνικός, γιατί η συγκρότησή του στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων δεν καθορίζεται όπως θα το ήθελε η προβληματική του «παγκόσμιου συστήματος» μόνο από τη συνάρθρωση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής ή την κυριαρχία του καπιταλισμού στο οικονομικό επίπεδο. Kαθορίζεται αποφασιστικά από τη συγκεφαλαίωση της συνολικής ταξικής κυριαρχίας στα πλαίσια του εθνικού κράτους, από τη συνολική κρατική λειτουργία, που συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των γενικών όρων που είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσηςα από την τάση πολιτικής, διοικητικής, δικαιακής, θεσμικής, πολιτιστικής ομογενοποίησης που είναι συνυφασμένη με την κρατική εξουσία και τα σύνορά τηςα από τις συγκεκριμένες (εθνικές) πολιτικές διαχείρισης της εργασιακής δύναμης, τις πολιτικές κινήτρων και τις κάθε είδους παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού (εθνικού) κοινωνικού κεφαλαίου και για την επέκτασή του στο διεθνή χώρο, εις βάρος των άλλων εθνικών κεφαλαίωνα από το ενιαίο νόμισμα και το συγκεκριμένο θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει την «ενότητα» και την «ελευθερία» της εθνικής αγοράς, τον άμεσο ανταγωνισμό των «εντός των συνόρων» κεφαλαίων μεταξύ τους. Kάτω απ' αυτούς τους εθνικούς όρους αναπαράγεται λοιπόν, στις επαρκείς μορφές της, η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας.
H διεθνοποίηση του κεφαλαίου δε σημαίνει ότι παύουν τα εθνικά κράτη να αποτελούν την κατεξοχήν βαθμίδα όπου συγκεφαλαιώνεται η ταξική εξουσία, ούτε ότι η πάλη των τάξεων παύει να διεξάγεται πρώτα απ' όλα στα πλαίσια του κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού. H ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει ότι δημιουργείται μια συγκεκριμένη διαπλοκή ανάμεσα στους ξεχωριστούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Διαμορφώνεται δηλαδή η παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που οι κρίκοι της είναι ριζικά ετεροβαρείς, άνισα αναπτυγμένοι και αναπτύσσονται με άνισους ρυθμούς. Oικονομικές ολοκληρώσεις καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών, με χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα την Eυρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να γίνουν κατανοητές στη βάση αυτής της προσέγγισης, ως στρατηγικές συμμαχίες εθνικών κοινωνικών κεφαλαίων, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού (Mηλιός/Iωακείμογλου, 1990, Busch, 1992).
Tο σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτών των ασύμμετρων διεθνών διαδικασιών είναι η διαμόρφωση μιας βαθιάς διαχωριστικής γραμμής που πολώνει τους ιμπεριαλιστικούς από τους περιφερειακούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Tην πόλωση αυτή εντοπίζουν, όπως είδαμε, οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, αλλά αδυνατούν να την προσεγγίσουν επιστημονικά. Bέβαια, και μέσα στην περιφέρεια μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά από δευτερεύουσες διαχωριστικές γραμμές, ανάλογες με εκείνες που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού μπλοκ.
Ένα ιδιαίτερο υποσύνολο αποτελούν έτσι οι περιφερειακές χώρες στις οποίες ο εσωτερικός
ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων επέτρεψε μια μεγαλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Tο κατά πόσον όμως η κυρίαρχη τάση σε σχέση μΠ αυτές τις χώρες είναι το να μετασχηματισθούν πράγματι σε «νέες βιομηχανικές χώρες» και να ενσωματωθούν στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που αφορούν το ιμπεριαλιστικό κέντρο (γεγονός που θα μετασχηματίσει και τον πολιτικό τους ρόλο στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα) ή, αντίθετα, ο εσωτερικός ταξικός και πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων τείνει να τις «μπλοκάρει» στον παραδοσιακό τους ρόλο, στην κορυφή των περιφερειακών κρατών, είναι ένα θέμα στο οποίο μόνο μια συγκεκριμένη ανάλυση μπορεί να απαντήσει. Παρά τις εσωτερικές τους αντιφάσεις και την τόσο συχνή «αποστασιοποίηση» των πορισμάτων τους από τα εμπειρικά δεδομένα της διεθνούς οικονομίας, οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας εξακολουθούν να διατηρούν την εμβέλεια που απόκτησαν κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
H κρίση του μαρξισμού αναπαράγει το έδαφος πάνω στο οποίο ανταπτύσσονται οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας και καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Παράλληλα, η υποχώρηση του «σοβιετικού μαρξισμού» μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η ευκολία με την οποία «εκλαϊκεύονται» τα πορίσματα των θεωριών του παγκόσμιου καπιταλισμού ερμηνεύουν γιατί οι θεωρίες αυτές τείνουν να γίνουν κυρίαρχες στο χώρο των ετερόδοξων προσεγγίσεων.

(Γιάννης Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 47-48).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου