Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Ν. Γλώσσα-Λογοτεχνία Λυκείου. Το βιβλίο. Ενδεικτική ανάπτυξη του θέματος (Πανελλαδικές, ΓΕΛ 2009) με βάση αναλυτικό σχεδιάγραμμα και τη σχετική θεωρία

 ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΘΕΜΑΤΟΣ

"ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ"

ΘΕΜΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΓΕΛ 2009

 

 

ΘΕΜΑ:

Συχνά παρατηρείται πολλοί μαθητές να καταστρέφουν τα σχολικά τους βιβλία στα προαύλια των σχολείων κατά το τέλος του σχολικού έτους. Σε άρθρο που θα δημοσιευθεί στη σχολική σας εφημερίδα να αιτιολογήσετε το παραπάνω φαινόμενο και να αναφερθείτε στους τρόπους που θα συμβάλουν στην αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και γνώσης (500-600 λέξεις).

 

 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΑΡΘΡΟ

 

Όπως γνωρίζουμε, το άρθρο είναι κείμενο που δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό, έντυπο ή ηλεκτρονικό, αναφέρεται δε σε ειδικό θέμα και έχει ειδησεογραφικό, δηλαδή επίκαιρο χαρακτήρα. Δομείται πάνω σε συγκεκριμένο επικοινωνιακό γλωσσικό πλαίσιο, με σκοπό την ενημέρωση πάνω σε επιλεγμένη θεματική της επικαιρότητας. Φυσικά, μπορεί να πραγματεύεται και ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος· κοινωνικά, πολιτισμού κ.ά.

 

Η τυπική δομή είναι η ακόλουθη:

 

1. Τίτλος: Στο άρθρο πάντα προηγείται ο τίτλος, που είναι σύντομος και αποδίδει με εύστοχο τρόπο την ουσία του θέματος που πρόκειται να αναλύσουμε στη συνέχεια. Ο επιτυχημένος τίτλος θα πρέπει να είναι, συνήθως, μια ονοματική φράση.

 

2. Πρόλογος: Εδώ δίνεται σε γενικές γραμμές η προβληματική γύρω από το αναπτυσσόμενο θέμα.

Σημείωση: Το άρθρο έχει επικαιρικό χαρακτήρα, δηλαδή αφορμάται πάντα από ένα επίκαιρο γεγονός το οποίο σχολιάζει ή και ερμηνεύει. Γι' αυτό στον πρόλογο μπορεί να γίνει αναφορά στο συγκαιρινό γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για τη γραφή του άρθρου.

Στο άρθρο επικρατεί η αναφορική, κυριολεκτική λειτουργία της γλώσσας. Δεν έχει, συνήθως, τον προσωπικό και οικείο τόνο που χαρακτηρίζει άλλα είδη, όπως για παράδειγμα το δοκίμιο. Έχει για σκοπό του να ενημερώσει, αλλά κυριαρχεί ο προβληματισμός και η ανάλυση των κοινωνικών διαστάσεων του θέματος που έχει επιλεγεί.

 

3. Κύριο μέρος: Παράθεση επαρκούς αποδεικτικού υλικού για:

- τη διασάφηση βασικών αξόνων που τέθηκαν στον πρόλογο,

- την επαρκή τεκμηρίωση των επιχειρημάτων.

 

4. Επίλογος: Ανασκόπηση των θέσεων του κύριου θέματος.

 

 

 

 

 

 

 

 

1. ΤΙΤΛΟΣ

 

Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Επιλέγουμε αυτόν τον τίτλο γιατί συμπεριλαμβάνει και το πρώτο ζητούμενο, την καταστροφή των βιβλίων, αλλά και τη γνώση που παίρνουμε τόσο από τα βιβλία, όσο και από τα ηλεκτρονικά μέσα.

 

2. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΘΠ: Θεματική πρόταση εδώ μπορεί να είναι ο βασικός άξονας του άρθρου που θα ακολουθήσει ή το γεγονός-αφορμή. Επιλέγουμε τη δεύτερη προοπτική:

 

Το θέαμα της καταστροφής των διδακτικών βιβλίων στα προαύλια των σχολείων, είναι ένα σχεδόν εθιμοτυπικό γεγονός που κλείνει τη σχολική χρονιά.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ:

Στις λεπτομέρειες θα αναφέρουμε τους κύριους (ή τον κύριο) θεματικό άξονα, γύρω από τον οποίο θα δομήσουμε το κυρίως θέμα. Εδώ έχουμε δυο:

 

1. Τους λόγους που ωθούν τους μαθητές να καταστρέφουν τα βιβλία τους στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς,

2. Τους τρόπους αρμονικής συνύπαρξης των βιβλίων με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και γνώσης,

και 3, Τη μεταβατική πρόταση, την πρόταση δηλαδή με την οποία θα κάνουμε τη γέφυρα της ομαλής νοηματικής μετάβασης από τον Πρόλογο στο κυρίως θέμα:

 

Επιλέγουμε εδώ να ξεκινήσουμε από το 2, μιας και ήδη στη ΘΠ αναφέραμε τον πρώτο θεματικό άξονα, το φαινόμενο της καταστροφή των βιβλίων:

 

Στην εποχή της πληροφορίας, όπου κυρίαρχο μέσο όχι μόνο για την πληροφόρηση, αλλά και για την πρόσληψη της γνώσης, έχει γίνει η ηλεκτρονική τεχνολογία, η θετική στάση μας απέναντι στο βιβλίο αποκτάει περισσότερη αξία. Αυτή η ανάγκη της συνύπαρξης του βιβλίου με τις δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο για ανεμπόδιστη πρόσβαση στον κόσμο της πληροφορίας και της γνώσης, προϋποθέτει το σταμάτημα των νοσηρών εικόνων που εκτυλίσσονται στα σχολεία.

 

 

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

                  Το θέαμα της καταστροφής των διδακτικών βιβλίων στα προαύλια των σχολείων, είναι ένα σχεδόν εθιμοτυπικό γεγονός που κλείνει τη σχολική χρονιά. Στην εποχή της πληροφορίας, όπου κυρίαρχο μέσο όχι μόνο για την πληροφόρηση, αλλά και για την πρόσληψη της γνώσης, έχει γίνει η ηλεκτρονική τεχνολογία, η θετική στάση μας απέναντι στο βιβλίο αποκτάει περισσότερη αξία. Αυτή η ανάγκη της συνύπαρξης του βιβλίου με τις δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο για ανεμπόδιστη πρόσβαση στον κόσμο της πληροφορίας και της γνώσης, προϋποθέτει το σταμάτημα των νοσηρών εικόνων που εκτυλίσσονται στα σχολεία.

 

 

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

Α. ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ. Διάγνωση των αιτίων που οδηγούν τους μαθητές στην καταστροφή των βιβλίων στα προαύλια

 

1η παράγραφος-επιχείρημα:

 

ΘΠ: Κακή σχέση των μαθητών με τα βιβλία και ιδιαίτερα με τα σχολικά βιβλία.

Λεπτομέρειες:

- Απουσία φιλαναγνωσίας, που δημιουργεί μια γόνιμη σχέση του αναγνώστη με τον πλούτο της γνώσης που περιέχουν τα βιβλία.

- Τα βιβλία αποτελούν καθαρά χρηστικά μέσα για την εμπέδωση συγκεκριμένης γνώσης με απώτερο σκοπό την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.

- Το σχολικό βιβλίο δεν ευνοεί τον διάλογο με τη γνώση, προωθεί τη στείρα απομνημόνευση γνώσεων, που συχνά είναι παρωχημένες.

 

Τελικό κείμενο 1ης παραγράφου:

 

                  Η δυσάρεστη εικόνα που αντικρύζει κάποιος στα περισσότερα σχολεία στο τέλος κάθε χρονιάς, οι μαθητές να καταστρέφουν τον σημαντικότερο σύμμαχό τους στη γνώση και στην προσωπική ανάπτυξη, οφείλεται πρώτα πρώτα στην κακή σχέση τους με τα διδακτικά εγχειρίδια. Η απουσία της φιλαναγνωσίας, που δημιουργεί μια γόνιμη σχέση του αναγνώστη με τον πλούτο της γνώσης που περιέχουν τα βιβλία έχεις ως αποτέλεσμα οι μαθητές να τα αντιμετωπίζουν με αρνητικό πρόσημο. Τα βιβλία αποτελούν δηλαδή καθαρά χρηστικά μέσα για την εμπέδωση συγκεκριμένης γνώσης που θα τους οδηγήσει στην εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο. Με τον τρόπο αυτό το σχολικό βιβλίο δεν ευνοεί τον διάλογο με τη γνώση, παρά προωθεί τη στείρα απομνημόνευση δεδομένων, που συχνά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εποχής μας.

 

 

2η παράγραφος-επιχείρημα:

 

ΘΠ: Υποβάθμιση ανθρωπιστικής παιδείας. Κυριαρχία της κουλτούρας της κατανάλωσης.

Λεπτομέρειες:

- Η παρεχόμενη παιδεία είναι μονόπλευρα τεχνοκρατική. Δεν ενδιαφέρεται για την προσωπική ανάπτυξη του μαθητή.

- Το σχολικό βιβλίο δεν ευνοεί τον διάλογο με τη γνώση, επιβάλλει δίχως να συζητάει, κάτι που προκαλεί τη δυσφορία της νέας γενιάς, η οποία διεκδικεί τον δικό της ζωτικό χώρο.

- Η επικράτηση του υλιστικού προτύπου σε βάρος των ανθρωπιστικών ιδεωδών, δεν δίνει το κίνητρο για πνευματικές αναζητήσεις.

 

Τελικό κείμενο 2ης παραγράφου:

 

                  Το σχολείο αποτυπώνει το σημερινό κοινωνικό πρότυπο της κουλτούρας της κατανάλωσης, που συνεπάγεται την υποβάθμιση της ανθρωπιστικής παιδείας. Πράγματι, και η παρεχόμενη παιδεία έχει καταστεί μονόπλευρα τεχνοκρατική. Δεν ενδιαφέρεται δηλαδή για την προσωπική ανάπτυξη του μαθητή. Παράλληλα, το σχολικό βιβλίο δεν ευνοεί τον διάλογο με τη γνώση, επιβάλλει δίχως να συζητάει, κάτι που προκαλεί τη δυσφορία της νέας γενιάς, η οποία διεκδικεί τον δικό της ζωτικό χώρο σε μια εποχή γεμάτη προκλήσεις. Περαιτέρω, η επικράτηση του υλιστικού προτύπου σε βάρος των ανθρωπιστικών ιδεωδών, δεν δίνει το κίνητρο για πνευματικές αναζητήσεις, με αποτέλεσμα οι μαθητές να νιώθουν στο τέλος κάθε χρονιάς την ανάγκη να καταστρέψουν το σύμβολο μιας παιδείας που δεν αντιλαμβάνεται τις ανησυχίες τους.

 

 

Μεταβατική περίοδος - παράγραφος στο δεύτερο ζητούμενο. [Προσοχή! Όταν χριεάζεται!]

 

Η εποχή μας, χαρακτηρίζεται από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες έχουν επηρεάσει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η πληροφορία, αλλά και με τον οποίο οι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση στη γνώση.

 

 

Β. ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ. Αρμονική συνύπαρξη βιβλίων με τις ηλεκτρονικές πηγές πληροφορίας και γνώσης.

 

1η παράγραφος - επιχείρημα:

 

 ΘΠ: Τα ηλεκτρονικά μέσα αποδεικνύονται σημαντικά τόσο για τη μετάδοση της πληροφορίας, όσο και για τις δυνατότητες που παρέχουν στους χρήστες τους να έχουν πρόσβαση στη γνώση.

Λεπτομέρειες:

- Δίνουν ίσες ευκαιρίες στη γνώση όχι μόνο στους μαθητές, αλλά και σε όποιον επιθυμεί να ενημερώνεται σφαιρικά και να μορφώνεται σε βάθος.

- Κάνουν το βιβλίο πιο λειτουργικό, εύχρηστο και σύγχρονο, αφού μπορούν να το συμπληρώσουν με καινούργιες πληροφορίες, με γνώσεις που προκύπτουν καθημερινά και τις οποίες το βιβλίο, από τη φύση του, δεν μπορεί να συμπεριλάβει.

- Διευρύνουν τον θεματικό ορίζοντα της γνώσης των βιβλίων, αλλά και κάνουν πιο ελκυστικό το περιεχόμενό τους, αν χρησιμοποποιηθούν συνδυαστικά.

 

 

Τελικό κείμενο 1ης παραγράφου:

                                                                                      

                  Τα ηλεκτρονικά μέσα αποδεικνύονται σημαντικά τόσο για τη μετάδοση της πληροφορίας, όσο και για τις δυνατότητες που παρέχουν στους χρήστες τους να έχουν πρόσβαση στη γνώση. Πιο συγκεκριμένα, δίνουν ίσες ευκαιρίες στη γνώση όχι μόνο στους μαθητές, αλλά και σε όποιον επιθυμεί να ενημερώνεται σφαιρικά και να μορφώνεται σε βάθος. Επιπλέον, καθιστούν το βιβλίο πιο λειτουργικό, εύχρηστο και σύγχρονο, αφού μπορούν να το συμπληρώσουν με καινούργιες πληροφορίες, με γνώσεις που προκύπτουν καθημερινά και τις οποίες το βιβλίο, από τη φύση του, δεν μπορεί να συμπεριλάβει. Εκτός αυτού, διευρύνουν τον θεματικό ορίζοντα της γνώσης των βιβλίων, αλλά και κάνουν πιο ελκυστικό το περιεχόμενό τους, αν χρησιμοποποιηθούν συνδυαστικά, με τη σωστή καθοδήγηση.

 

 

2η παράγραφος - επιχείρημα:

 

ΘΠ: Η αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να αρχίσει από το περιβάλλον του σχολείου.

Λεπτομέρειες:

- Το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη στάση του ανθρώπου απέναντι στη γνώση. Επειδή το βιβλίο κρύβει μέσα του μια μοναδική μαγεία, μια φιλοσοφία ελεύθερου διαλόγου, αποτελεί μοναδικό εργαλείο για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, που είναι απαραίτητη απέναντι στην ανεξέλεγκτη ροή πληροφορίας και γνώσης που παρέχουν τα ηλεκτρονικά μέσα.

- Η συνδυαστική χρήση των δυο αυτών πηγών γνώσης πρέπει να ξεκινάει από πολύ νωρίς, με την παράλληλη καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, της αγάπης για την ανάγνωση λογοτεχνικών κυρίως κειμένων, τα οποία συμβάλλουν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων χαρακτήρων.

- Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην κατεύθυνση αυτή είναι κομβικός. Είναι αυτός που θα καθοδηγήσει τους μαθητές να αγαπούν τη γνώση του βιβλίου, τον ελεύθερο διάλογο που αυτό ευνοεί, ώστε να καρπώνονται τα μεγάλα ευεργετήματα της σύγχρονης τεχνολογίας στη γνώση και την πληροφόρηση.

 

 

Τελικό κείμενο 2ης παραγράφου:

 

                  Η αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να αρχίσει από το περιβάλλον του σχολείου, τον χώρο όπου οι νέοι μαθαίνουν να προσλαμβάνουν καθετί καινούργιο. Πράγματι, το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη στάση του ανθρώπου απέναντι στη γνώση. Επειδή το βιβλίο κρύβει μέσα του μια μοναδική μαγεία, μια φιλοσοφία ελεύθερου διαλόγου, αποτελεί μοναδικό εργαλείο για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, που είναι απαραίτητη απέναντι στην ανεξέλεγκτη ροή της πληροφορίας και της γνώσης που παρέχουν τα ηλεκτρονικά μέσα. Η συνδυαστική χρήση των δυο αυτών πηγών γνώσης πρέπει να ξεκινάει από πολύ νωρίς, με την παράλληλη καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, της αγάπης για την ανάγνωση λογοτεχνικών κυρίως κειμένων, τα οποία συμβάλλουν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Είναι αυτονόητο ότι, ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην κατεύθυνση αυτή είναι κομβικός. Είναι αυτός που θα καθοδηγήσει τους μαθητές να αγαπούν τη γνώση του βιβλίου, τον ελεύθερο διάλογο που αυτό ευνοεί, ώστε να καρπώνονται τα μεγάλα ευεργετήματα της σύγχρονης τεχνολογίας στη γνώση και την πληροφόρηση.

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 

1η παράγραφος: Η δυσάρεστη εικόνα που αντικρύζει κάποιος στα περισσότερα σχολεία στο τέλος κάθε χρονιάς, οι μαθητές να καταστρέφουν τον σημαντικότερο σύμμαχό τους στη γνώση και στην προσωπική ανάπτυξη, οφείλεται πρώτα πρώτα στην κακή σχέση τους με τα διδακτικά εγχειρίδια.

2η παράγραφος: Το σχολείο αποτυπώνει το σημερινό κοινωνικό πρότυπο της κουλτούρας της κατανάλωσης, που συνεπάγεται την υποβάθμιση ανθρωπιστικής παιδείας.

3η παράγραφος: Τα ηλεκτρονικά μέσα αποδεικνύονται σημαντικά τόσο για τη μετάδοση της πληροφορίας, όσο και για τις δυνατότητες που παρέχουν στους χρήστες τους να έχουν πρόσβαση στη γνώση.

4η παράγραφος: Η αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να αρχίσει από το περιβάλλον του σχολείου, τον χώρο όπου οι νέοι μαθαίνουν να προσλαμβάνουν καθετί καινούργιο.

 

Τελικό κείμενο επιλόγου:

 

                  Έγινε σαφές ότι το φαινόμενο της καταστροφής των βιβλίων από τους μαθητές στο τέλος της σχολικής χρονιάς αποτυπώνει την κακή σχέση τους με το εκπαιδευτικό πρότυπο που προωθεί το σημερινό σχολείο, αλλά και με την απουσία πρωτοβουλιών που θα καλλιεργούσαν την αγάπη τους για τη δημιουργική ανάγνωση. Η ανάγκη να δημιουργηθεί μια διαφορετική σχέση μαθητή και βιβλίου είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική στη σημερινή εποχή, στην οποία τα ηλεκτρονικά μέσα έχουν κυριαρχήσει στη μετάδοση της πληροφορίας, αλλά και στις ευκαιρίες που δίνουν για πρόσβαση στη γνώση. Η ισόρροπη αξιοποίηση της τεχνολογίας και του βιβλίου μπορεί να γίνει με πρωτοβουλίες του εκπαιδευτικού συστήματος, αφού το σχολείο είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου οι νέοι μαθαίνουν να προσλαμβάνουν τη γνώση με δημιουργικό τρόπο.

 

 

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 2.2. Σύγχρονες κοινωνίες. Σχεδιάγραμμα, ερμηνευτικό σχόλιο, ορισμοί, κείμενα.

2.2. Σύγχρονες κοινωνίες

(κείμενο βιβλίου, σελ. 36-38)


Στις κοινωνικές επιστήμες ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", που σημαίνει εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλός καταμερισμός εργασίας στον κοινωνικό τομέα.
Όταν αναφερόμαστε στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, συνήθως εννοούμε αυτές στις οποίες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χώρες αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.


2.2.1 Τα στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών

Από το 17ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οι δυτικές κοινωνίες δημιούργησαν αποικίες σε πολλές περιοχές του κόσμου (Αφρική, Ασία, Λατινική Αμερική). Σήμερα βέβαια όλες σχεδόν οι αποικιοκρατούμενες χώρες έχουν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο η αποικιοκρατία διαμόρφωσε την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα πολλών χωρών και στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκρισή τους σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Οι χώρες του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία. Πρόκειται για τα κράτη της Δ. Ευρώπης, για τις Η.Π.Α., την Ιαπωνία κ.ά.
Ως χώρες του λεγόμενου Δεύτερου Κόσμου προσδιορίζονταν μέχρι πρόσφατα οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όπως π.χ. η Ε.Σ.Σ.Δ.) που είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία.
Οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, ενώ η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες (ή οι χώρες του Τρίτου Κόσμου) δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής διαφοροποιούνται από αυτές της Ασίας και της Αφρικής. Επομένως μια θεωρία που να περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι προβληματική. Για το λόγο αυτό η κοινωνιολογία εξετάζει τις μεταβαλλόμενες, σε παγκόσμια κλίμακα, σχέσεις μεταξύ χωρών που κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (φτώχεια, πείνα κτλ.). Πάντως αυτό που καθόρισε τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υποανάπτυκτες" είναι η σύγκλιση ή απόκλισή τους από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Ωστόσο το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει. Άλλοτε γίνεται αναφορά σε στόχους όπως είναι η ικανοποίηση βασικών αναγκών του πληθυσμού, η διατροφή, η στέγαση, η ιατρική περίθαλψη, η μόρφωση και άλλοτε η ανάπτυξη περιλαμβάνει την παραχώρηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, την πολιτική συμμετοχή, την προστασία του περιβάλλοντος (χωρίς όμως να διευκρινίζεται πώς μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί). Οι θεωρίες αυτές, που ονομάζονται θεωρίες του εκσυγχρονισμού, αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Άλλοτε πάλι η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής, που έγινε γνωστή ως θεωρία της εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως "μητρόπολη", "κέντρο" ή "πυρήνας"), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως "περιφέρεια") παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο, παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, οι ανισότητες μεγεθύνονται και δεν υπάρχει ένδειξη προς το παρόν ότι θα πάψουν να υφίστανται τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών. Ο περιορισμός των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες αποτελεί μια πρόκληση για την παγκόσμια κοινωνία.







ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

2.2. Σύγχρονες κοινωνίες

Ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", που σημαίνει εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλός καταμερισμός εργασίας στον κοινωνικό τομέα.
Στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χώρες αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.


2.2.1 Τα στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών

Η αποικιοκρατία (17ος -20ός αιώνες) διαμόρφωσε την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα πολλών χωρών και στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκρισή τους σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Οι χώρες του λεγόμενου Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία (κράτη της Δ. Ευρώπης, Η.Π.Α., Ιαπωνία κ.ά).
Ως χώρες του λεγόμενου Δεύτερου Κόσμου προσδιορίζονταν μέχρι πρόσφατα οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όπως π.χ. η Ε.Σ.Σ.Δ.) που είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία.
Οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, ενώ η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες (ή οι χώρες του Τρίτου Κόσμου) δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Για το λόγο αυτό η κοινωνιολογία εξετάζει τις μεταβαλλόμενες, σε παγκόσμια κλίμακα, σχέσεις μεταξύ χωρών που κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό που καθόρισε τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υποανάπτυκτες" είναι η σύγκλιση ή απόκλισή τους από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει.
Οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Η θεωρία της εξάρτησης υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου.
Παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, οι ανισότητες μεγεθύνονται και δεν υπάρχει ένδειξη προς το παρόν ότι θα πάψουν να υφίστανται τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών.








Ερμηνευτικό σχόλιο:

Η σύγχρονη κοινωνία είναι η μεταβιομηχανική κοινωνία, το τελευταίο στάδιο στην εξέλιξη του κοινωνικού μετασχηματισμού (τα δυο προηγούμενα, σύμφωνα με το βιβλίο, είναι η αγροτική και η βιομηχανική κοινωνία). Εύλογα, λοιπόν, ο όρος "σύγχρονη κοινωνία" είναι συχνά συνώνυμος με αυτόν της "αναπτυγμένης κοινωνίας", της κοινωνίας δηλαδή που παρουσιάζει σημαντικά επιτεύγματα στην τεχνολογία και την οικονομία.
Σε πολιτικό επίπεδο η σύγχρονη κοινωνία συνδέεται με την κρατική οργάνωση, κάτι που προϋποθέτει και τη γραφειοκρατία, τον μηχανισμό δηλαδή μέσα από τον οποίο εφαρμόζεται η κρατική πολιτική, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο υπάρχει υψηλός καταμερισμός εργασίας.
Αν και ο καταμερισμός της εργασίας δεν αντιμετωπίζεται πάντα με θετικό πρόσημο από τους θεωρητικούς της κοινωνικής επιστήμης, εντούτοις αποτελεί ένδειξη μιας κοινωνίας που είναι οργανωμένη πάνω στους διακριτούς ρόλους των μελών της. Η σημερινή κοινωνία, που όπως είδαμε χαρακτηρίζεται και κοινωνία της πληροφορίας, είναι δομημένη πάνω σε αυτόν τον υψηλό καταμερισμό εργασίας, στην υψηλή εξειδίκευση δηλαδή.
Στον αντίποδα, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες κυριαρχούν η φτώχεια, η παιδική θνησιμότητα, οι ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, το πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Πρόκειται, στην πλειονότητά τους, για πρώην αποικίες, οι οποίες μολονότι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους τυπικά, ουσιαστικά ποτέ δεν κατάφεραν να περάσουν στο επίπεδο της πολιτικής και οικονομικής αυτοδιάθεσης. Κι αυτό γιατί η απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους από τις οικονομικά ισχυρές χώρες δεν σταμάτησε ποτέ. Τα ελεγχόμενα δικτατορικά καθεστώτα είναι ένας από  τους προσφιλείς τρόπους πολιτικής χειραγώγησης των χωρών αυτών.
Η αποικιοκρατία, ο άμεσος ή έμμεσος δηλαδή πολιτικός και οικονομικός έλεγχος αδύναμων χωρών, διαμόρφωσε ώς ένα βαθμό την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα του διεθνούς πολιτικού σκηνικού, ενώ παράλληλα στάθηκε η αφορμή, μεταξύ άλλων, για τη διάκριση των κρατών σε χώρες του Πρώτου, του Δεύτερου και του Τρίτου Κόσμου.
Έτσι, οι χώρες του Πρώτου Κόσμου χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη οικονομία, την εκβιομηχάνιση, αλλά και το μικρό ποσοστό απασχολούμενων στη γεωργία (δυτικός κόσμος κυρίως), οι χώρες του Δεύτερου Κόσμου (πρώην σοσιαλιστικές χώρες) είχαν κεντρικά σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία, ενώ οι χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι αυτές στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια της γης· η οικονομία τους είναι είτε κεντρικά σχεδιασμένη είτε ελεύθερη.
Όσον αφορά τη διάκριση των κοινωνιών σε "αναπτυγμένες" και "υπανάπτυκτες", αυτή αποδίδεται από τους θεωρητικούς στη σύγκλιση ή απόκλιση των τελευταίων από από τις αξίες και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα των χωρών του Πρώτου Κόσμου.
Επειδή, όμως, το περιεχόμενο της έννοιας "ανάπτυξη" ποικίλλει, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες σχετικά.
Έτσι, οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού αποδίδουν στην ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων, καθώς και στον προσανατολισμό σε δυτικές αξίες κομβικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη.
Από την άλλη, η θεωρία της εξάρτησης βάζει ως μέτρο της ανάπτυξης των κοινωνιών τον βαθμό της ενσωμάτωσής τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Οι θεωρίες αυτές είναι, με άλλα λόγια, εργαλεία ερμηνείας των ανισοτήτων ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες.





ΟΡΙΣΜΟΙ:

Αναπτυγμένη κοινωνίασύγχρονη κοινωνία): είναι η κοινωνία που εμφανίζεται εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα της οικονομίας, ενώ παράλληλα συνδέεται με την ύπαρξη κράτους και γραφειοκρατίας στον πολιτικό τομέα και υψηλό καταμερισμό εργασίας στον κοινωνικό τομέα.

Υπανάπτυκτες κοινωνίες (ή χώρες): Είναι οι κοινωνίες (ή χώρες) στις οποίες επικρατούν προβληματικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, παιδική θνησιμότητα, ανύπαρκτες συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, εκτεταμένος αναλφαβητισμός κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κοινωνίες (ή χώρες) αυτές αποτέλεσαν κατά το παρελθόν αντικείμενο αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, ενώ οι παρούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των κοινωνιών (ή χωρών) αυτών (π.χ. δικτατορικά καθεστώτα) είναι παράγωγα της εκμετάλλευσης αυτής.

Θεωρίες του εκσυγχρονισμού: Θεωρίες ερμηνείας της οικονομικής ανάπτυξης. Αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.

Θεωρία της εξάρτησης: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως "μητρόπολη", "κέντρο" ή "πυρήνας"), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως "περιφέρεια") παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.








Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου μέσα από κείμενα


Α. Η σχολή του εκσυγχρονισμού

Οι προσεγγίσεις στα ζητήματα ανάπτυξης/υπανάπτυξης που διατυπώνονται κατά τις δεκαετίες του '50 και '60 διέπονται από ένα εξελικτικό μοντέλο σταδίων κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης από τα οποία περνά κάθε χώρα κατά την πορεία μετάβασής της προς τον "εκσυγχρονισμό". Τα κοινωνικοοικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων δυτικών χώρων λαμβάνονται ως "μέτρα σύγκρισης" και οι κοινωνικές και οικονομικές δομές στις χώρες της περιφέρειας θεωρούνται ότι αποκλίνουν από αυτά τα "μέτρα σύγκρισης" εξαιτίας των παραδοσιακών αξιών, κανόνων και θεσμών που εξακολουθούν να κυριαρχούν στις χώρες αυτές και να προβάλλουν αντιστάσεις σε κάθε διαδικασία ανάπτυξης.
Τα παρακάτω ιστορικά γεγονότα έχουν καθοριστική σημασία για την εμφάνιση της θεωρίας του εκσυγχρονισμού κατά τη δεκαετία του 50.

- Πρώτο, ενισχύεται ο ρόλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης που διαχειρίζεται το παγκόσμιο σύστημα. Η εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και η ίδρυση διαφόρων διεθνών οργανισμών για τη διαχείριση της ανοικοδόμησης και της ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο (ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα, ΟΗΕ) αποτέλεσαν μέρος της στρατηγικής αυτής από τη μεριά των ΗΠΑ.

- Δεύτερο, η διαμόρφωση ενός κομμουνιστικού μπλοκ στην Ανατολική Ευρώπη υπό την κυριαρχία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς επίσης και η επέκταση της επιρροής του κομμουνιστικού κόμματος και στην Ασία (Κίνα, Κορέα) ενισχύουν τον ψυχρό πόλεμο και τη διαμάχη ανάμεσα στις υπερδυνάμεις για τον καθορισμό των σφαιρών επιρροής τους.

- Τρίτο, η αποδυνάμωση των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Ευρώπη οδηγεί στην ενίσχυση των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου και την ανάδυση νέων εθνώ-κρατών, κυρίως στην την Αφρική. Τα νέα αυτά έθνη-κράτη επιζητούν ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης που να στηρίξει την εθνική ανεξαρτησία τους.

Παράλληλα, οι πολιτικές ελίτ των ΗΠΑ και των χωρών της Δυτικής Ευρώπης ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς επιστήμονες να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετωπίζουν οι χώρες της περιφέρειας, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την επιρροή των ΗΠΑ στις χώρες αυτές και να περιορίσουν τις αντιδράσεις του κομμουνιστικού κινήματος.
Οι μελέτες του εκσυγχρονισμού έχουν διεπιστημονικό χαρακτήρα καθώς διερευνούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών δομών στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Για να ερμηνεύσουν την κοινωνική και οικονομική καθυστέρηση και να προτείνουν μέτρα πολιτικής για την ανάπτυξη οι μελετητές στρέφονται προς:
α) τα αναλυτικά μοντέλα για την κοινωνική εξέλιξη που προσφέρει κοινωνιολογική παράδοση (Comte, Spencer... Durkheim και Weber),
β) τη θεωρία του δομικού λειτουργισμού όπως αναπτύχθηκε τον αμερικανό κοινωνιολόγο Πάρσονς, η  οποία συλλαμβάνει την κοινωνία ως ένα σύστημα λειτουργιών που τείνει προς την αυτο-διατήρηση...
Ορισμένες βασικές υποθέσεις που κάνει η θεωρία του εκσυγχρονισμού για την πορεία μετάβασης από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία είναι οι παρακάτω:
α) Ο εκσυγχρονισμός οδηγεί στην σύγκλιση  των κοινωνικών δομών των διαφόρων χωρών και επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των παραδοσιακών αξιών από τις σύγχρονες αξίες...
β) Ο εκσυγχρονισμός είναι ταυτόσημος με την πρόοδο και συνίσταται σε μια μακροχρόνια εξελικτική (και όχι επαναστατική) διαδικασία που συνεπάγεται αλλαγές σε όλες σχεδόν τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής (εκβιομηχάνιση, αστικοποίηση, κοινωνική/ταξική διαφοροποίηση, κοινωνική κινητοποίηση, πολιτική συμμετοχή και εκδημοκρατισμός, ανάπτυξη κεντρικών συστημάτων διοίκησης, ενίσχυση του ορθολογισμού).
γ) Η παράδοση συλλαμβάνεται ως το αντίθετο του εκσυγχρονισμού· θεωρείται υπολειμματικό στοιχείο και παραπέμπει σε μια κατάσταση στατικής ισορροπίας. Η ασυγχρονία στις αλλαγές που συμβαίνουν στους διάφορους θεσμούς κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού από τα διάφορα στάδια εξέλιξης, για ορισμένες χώρες, αποτελούν τις αιτίες των οξυμένων προβλημάτων του Τρίτου Κόσμου.
δ) Η ενότητα ανάλυσης είναι το έθνος-κράτος και όχι οι σχέσεις ανάμεσα σε κρατικές περιφέρειες. Δίνεται έμφαση στους ενδογενείς παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Ιδιαίτερα τονίζεται ο ρόλος των παραδοσιακών αξιών που ενσωματώνονται στο πολιτιστικό σύστημα κι αυτό μπλοκάρει την ανάπτυξη. Από την άλλη μεριά, θεωρείται ότι η ανάπτυξη θα επέλθει με την εκτεταμένη διάχυση σύγχρονων κοινωνικών αξιών οι οποίες ενισχύουν το επιχειρηματικό πνεύμα και την καινοτόμο συμπεριφορά από την πλευρά των προοδευτικών ελίτ.
Εξαιτίας της έμφασης στον δομικό λειτουργισμό (η κοινωνία ιδωμένη ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα λειτουργιών) δεν μελετούνται ούτε οι εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις ούτε οι εξωτερικές σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας και οικονομικής εξάρτησης. Η έμφαση στο δομολειτουργισμό αντανακλά ως ένα βαθμό την προσπάθεια των δυτικών αναπτυγμένων χωρών να ενισχύσουν την πολιτική σταθερότητα και την ιδεολογική ενσωμάτωση των κοινωνικών στρωμάτων στα υπό συγκρότηση κράτη του Τρίτου Κόσμου...

 (Μ. Πετμετζίδου, Θεωρίες κοινωνικής μεταβολής, Σημειώσεις, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δ.Π.Θ., 14-18).

Β. Η θεωρία της εξάρτησης

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 η θεωρία της εξάρτησης έστρεψε το ενδιαφέρον των μελετητών στις αντιφάσεις της ανάπτυξης/οικονομικής μεγέθυνσης. Ασκείται έντονη κριτική στη μονοδιάστατη προσέγγιση του εκσυγχρονισμού κυρίως όσον αφορά την αναγνώριση των σχέσεων κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο και την αποκλειστική έμφαση στα εσωτερικά εμπόδια για την ανάπτυξη, καθώς επίσης και τη λειτουργιστική υπόθεση ότι παραδοσιακές αξίες δεν συμβιβάζεται με τον εκσυγχρονισμό. Η θεωρία της εξάρτησης ασχολείται με τις αρνητικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης/υπανάπτυξης στις χώρες της περιφέρειας, όπως η μεταφορά του πλεονάσματος από τις χώρες αυτές προς τις χώρες του κέντρου, η διευρυνόμενη περιθωριοποίηση της περιφέρειας, οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες/κοινωνικές συγκρούσεις και η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών ως αντιστάθμισμα.
Η προσέγγιση της εξάρτησης πρωτοαναπτύχθηκε στη Λατινική Αμερική ως ανταπόκριση στην αποτυχία της πολιτικής υποκατάστασης των εισαγωγών... Πολλά λαϊκιστικά καθεστώτα στην Λατινική Αμερική δοκίμασαν κατά τη δεκαετία του '50 την εφαρμογή της πολιτικής προστατευτισμού και εκβιομηχάνισης μέσα από την υποκατάσταση των εισαγωγών που πρότεινε Οικονομική Επιτροπή την περίοδο εκείνη. Μετά από ένα σύντομο διάστημα οικονομικής ανάκαμψης, πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικής ύφεσης, ανεργίας, υψηλού πληθωρισμού και αύξησης του εξωτερικού ελλείμματος. Παράλληλα οξύνθηκαν οι κοινωνικές συγκρούσεις με αποτέλεσμα την κατάρρευση των λαϊκιστικών καθεστώτων και την αντικατάστασή τους από αυταρχικά, στρατιωτικά καθεστώτα κατά τη δεκαετία του '60. Κάτω από τις συνθήκες αυτές αναπτύσσεται η θεωρία της εξάρτησης μέσα από μια έντονη κριτική στις απόψεις της Οικονομικής Επιτροπής, τη θεωρία του εκσυγχρονισμού αλλά και τις ορθόδοξες μαρξιστικές ερμηνείες.
Τα βασικότερα σημεία της θεωρίας της εξάρτησης συνοψίζονται ως εξής:
Η ανάπτυξη/υπανάπτυξη δεν είναι αποτέλεσμα της αφθονίας ή σπανιότητας των συντελεστών παραγωγής σε μια χώρα ή περιφέρεια αλλά εκφράζουν μια σχέση οικονομικής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανάπτυξη και υπανάπτυξη αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου φαινομένου:  η αυτο διατηρούμενη ανάπτυξη των χωρών του κέντρου προϋποθέτει την υπανάπτυξη των χωρών της περιφέρειας. Η εξάρτηση συλλαμβάνεται ως εξωτερική συνθήκη που επιβάλλεται στο εσωτερικό των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Έτσι οι αιτίες της υπανάπτυξης δεν αφορούν εσωτερικούς παράγοντες (έλλειψη κεφαλαίων, επιχειρηματικών ικανοτήτων και δημοκρατικών θεσμών) αλλά συνδέονται με την διαιώνιση του άνισου καταμερισμού εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η εξάρτηση αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό της πορείας εξέλιξης όλων των χωρών του Τρίτου Κόσμου και είναι αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, από τον 16ο αιώνα και έπειτα, που οδηγεί στην περιφερειακή πόλωση της παγκόσμιας οικονομίας. Στόχος της σχολής της εξάρτησης είναι να προσδιορίσει το "γενικό μοντέλο της εξάρτησης" (τον ιδεατό τύπο της εξάρτησης) χωρίς να δίνεται μεγάλη σημασία στις ιστορικές διαφορές και την ιστορική πολυπλοκότητα...

(Μ. Πετμετζίδου, Θεωρίες κοινωνικής μεταβολής, Σημειώσεις, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Δ.Π.Θ., 25-26).



Γ. Μια κριτική στις θεωρίες της εξάρτησης

H θεωρητική αποτίμηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και αναλύσεων για τον «παγκόσμιο καπιταλισμό» αναφορικά με τις έννοιες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του συνολικού κεφαλαίου, του κράτους, αλλά και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και του κεφαλαιακού ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά μάς οδήγησαν σε μια σειρά θέσεις και συμπεράσματα που βρίσκονται στον αντίποδα όσων υποστηρίζουν οι θεωρίες μητρόπολης- περιφέρειας. Oι κοινωνικές (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές) σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές συμπυκνώνονται στο εσωτερικό του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, έχουν την προτεραιότητα έναντι των διεθνών (οικονομικών και πολιτικών) σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων. Oι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο το «εθνικό» εντάσσεται στο «διεθνές». Για παράδειγμα, οι σχέσεις αυτές κρίνουν κατά πόσον ένας κοινωνικός σχηματισμός θα τεθεί σε τροχιά γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης (με την κυριαρχία στο εσωτερικό του των καπιταλιστικών κοινωνικών δυνάμεων και τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, αλλά και των άτυπων μορφών κυριαρχίας του κεφαλαίου) και επομένως θα έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει τη θέση του στην παγκόσμια αγορά (κατ' αναλογία με ό,τι συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες με τις N.B.X. της N.A. Aσίας). Eξάλλου, ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί το (εθνικό) ποσοστό κέρδους, που το ύψος του καθορίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα ενός ιστορικά διαμορφωμένου ταξικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Tο ποσοστό κέρδους είναι ο δείκτης που κατεξοχήν καθορίζει το ρόλο και τη θέση του κοινωνικού σχηματισμού στη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου.
Mέσα από την προσέγγιση αυτή μπορούμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τις νομοτέλειες της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και να αντιληφθούμε την επικαιρότητα μιας κλασικής μαρξιστικής θέσης: «Στην πραγματικότητα, κράτος, έθνος και κεφάλαιο εμφανίζονται την ίδια στιγμή. Tο ένα δεν προηγείται του άλλου: είναι τρεις όψεις ενός και του αυτού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας (...). Tο κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός εξωτερικός και δευτερεύων σε σχέση με την οικονομία αλλά η πολιτική μορφή μιας ειδικής κοινωνικής κυριαρχίας» (Miaille, 1983, σσ. 234 και 256).
H θέση που πιο πάνω διατυπώσαμε έχει και μια επιπλέον συνέπεια: ο χώρος ως τόπος των κοινωνικών πρακτικών, ως «αποτέλεσμα και προϋπόθεση εμφάνισης των κοινωνικών δομών» χαρακτηρίζεται καίρια από την εθνική του διάσταση. «Kράτος και σύνορα είναι δύο
όψεις της μιας και μοναδικής πολιτικής οργάνωσης του καπιταλισμού στη διαδικασία γέννησής του» (Miaille, 1983, σ. 238. Bλ. αναλυτικά Δημούλη/Γιαννούλη, 1995, κεφ. 7).
O χώρος είναι λοιπόν πρώτιστα εθνικός, γιατί η συγκρότησή του στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων δεν καθορίζεται όπως θα το ήθελε η προβληματική του «παγκόσμιου συστήματος» μόνο από τη συνάρθρωση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής ή την κυριαρχία του καπιταλισμού στο οικονομικό επίπεδο. Kαθορίζεται αποφασιστικά από τη συγκεφαλαίωση της συνολικής ταξικής κυριαρχίας στα πλαίσια του εθνικού κράτους, από τη συνολική κρατική λειτουργία, που συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των γενικών όρων που είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσηςα από την τάση πολιτικής, διοικητικής, δικαιακής, θεσμικής, πολιτιστικής ομογενοποίησης που είναι συνυφασμένη με την κρατική εξουσία και τα σύνορά τηςα από τις συγκεκριμένες (εθνικές) πολιτικές διαχείρισης της εργασιακής δύναμης, τις πολιτικές κινήτρων και τις κάθε είδους παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού (εθνικού) κοινωνικού κεφαλαίου και για την επέκτασή του στο διεθνή χώρο, εις βάρος των άλλων εθνικών κεφαλαίωνα από το ενιαίο νόμισμα και το συγκεκριμένο θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει την «ενότητα» και την «ελευθερία» της εθνικής αγοράς, τον άμεσο ανταγωνισμό των «εντός των συνόρων» κεφαλαίων μεταξύ τους. Kάτω απ' αυτούς τους εθνικούς όρους αναπαράγεται λοιπόν, στις επαρκείς μορφές της, η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας.
H διεθνοποίηση του κεφαλαίου δε σημαίνει ότι παύουν τα εθνικά κράτη να αποτελούν την κατεξοχήν βαθμίδα όπου συγκεφαλαιώνεται η ταξική εξουσία, ούτε ότι η πάλη των τάξεων παύει να διεξάγεται πρώτα απ' όλα στα πλαίσια του κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού. H ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει ότι δημιουργείται μια συγκεκριμένη διαπλοκή ανάμεσα στους ξεχωριστούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Διαμορφώνεται δηλαδή η παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που οι κρίκοι της είναι ριζικά ετεροβαρείς, άνισα αναπτυγμένοι και αναπτύσσονται με άνισους ρυθμούς. Oικονομικές ολοκληρώσεις καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών, με χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα την Eυρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να γίνουν κατανοητές στη βάση αυτής της προσέγγισης, ως στρατηγικές συμμαχίες εθνικών κοινωνικών κεφαλαίων, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού (Mηλιός/Iωακείμογλου, 1990, Busch, 1992).
Tο σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτών των ασύμμετρων διεθνών διαδικασιών είναι η διαμόρφωση μιας βαθιάς διαχωριστικής γραμμής που πολώνει τους ιμπεριαλιστικούς από τους περιφερειακούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Tην πόλωση αυτή εντοπίζουν, όπως είδαμε, οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, αλλά αδυνατούν να την προσεγγίσουν επιστημονικά. Bέβαια, και μέσα στην περιφέρεια μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά από δευτερεύουσες διαχωριστικές γραμμές, ανάλογες με εκείνες που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού μπλοκ.
Ένα ιδιαίτερο υποσύνολο αποτελούν έτσι οι περιφερειακές χώρες στις οποίες ο εσωτερικός
ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων επέτρεψε μια μεγαλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Tο κατά πόσον όμως η κυρίαρχη τάση σε σχέση μΠ αυτές τις χώρες είναι το να μετασχηματισθούν πράγματι σε «νέες βιομηχανικές χώρες» και να ενσωματωθούν στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που αφορούν το ιμπεριαλιστικό κέντρο (γεγονός που θα μετασχηματίσει και τον πολιτικό τους ρόλο στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα) ή, αντίθετα, ο εσωτερικός ταξικός και πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων τείνει να τις «μπλοκάρει» στον παραδοσιακό τους ρόλο, στην κορυφή των περιφερειακών κρατών, είναι ένα θέμα στο οποίο μόνο μια συγκεκριμένη ανάλυση μπορεί να απαντήσει. Παρά τις εσωτερικές τους αντιφάσεις και την τόσο συχνή «αποστασιοποίηση» των πορισμάτων τους από τα εμπειρικά δεδομένα της διεθνούς οικονομίας, οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας εξακολουθούν να διατηρούν την εμβέλεια που απόκτησαν κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
H κρίση του μαρξισμού αναπαράγει το έδαφος πάνω στο οποίο ανταπτύσσονται οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας και καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Παράλληλα, η υποχώρηση του «σοβιετικού μαρξισμού» μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η ευκολία με την οποία «εκλαϊκεύονται» τα πορίσματα των θεωριών του παγκόσμιου καπιταλισμού ερμηνεύουν γιατί οι θεωρίες αυτές τείνουν να γίνουν κυρίαρχες στο χώρο των ετερόδοξων προσεγγίσεων.

(Γιάννης Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 47-48).

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Κοινωνιολογία Προσανατολισμού. 2.1. Από την αγροτική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας. Σχεδιάγραμμα, ερμηνευτικό σχόλιο, ορισμοί, κείμενα.

2.1. Από την αγροτική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορίας

(κείμενο βιβλίου, σελ. 31-36)

Αγροτικές κοινωνίες

Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από:
• τη μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο (είτε ως ιδιοκτήτη γης είτε ως εξαρτημένου καλλιεργητή) και
• τη συστηματική καλλιέργεια του εδάφους, στην οποία στηρίζεται ουσιαστικά η οικονομία μιας κοινωνίας.
Σύμφωνα με ένα βασικό ταξινομικό σχήμα, οι αγροτικές κοινωνίες συναντώνται κάτω από διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Έτσι έχουμε:
1. Δουλοκτητικές αγροτικές κοινωνίες (όπως στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, και, κατά τους νεότερους χρόνους στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. καθώς και στη Λατινική Αμερική), οι οποίες στήριξαν την παραγωγή τους σε ένα ευρύ στρώμα καλλιεργητών που δεν αμείβονταν για την εργασία τους, θεωρούνταν "εργαλεία" και "εξαρτήματα" της γης και ονομάζονταν δούλοι.
2. Φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες, οι οποίες επέτρεψαν την ανάδυση του καπιταλισμού και στις οποίες ο αγρότης-καλλιεργητής υπόκειται σε ένα σύστημα ιδιόμορφων δεσμεύσεων με τη γη και τον ιδιοκτήτη της.
Η υποτέλεια αυτή του αγρότη αποτέλεσε τη βάση των φεουδαρχικών κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία κτλ.) και εκφράστηκε με την παροχή αφενός άμισθης υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία) και αφετέρου φόρων (σε είδος, αλλά και σε χρήμα αργότερα) που καθιστούσαν τη ζωή του αγρότη δύσκολη.
Εξαιτίας όλων αυτών των υποχρεώσεων, των επαχθών δεσμεύσεων και των φόρων που έπρεπε να δίνει ο αγρότης στο φεουδάρχη, συχνά ο πρώτος βρισκόταν κάτω από τα όρια της επιβίωσης. Η εξαθλίωση των αγροτικών πληθυσμών και στις δουλοκτητικές και στις φεουδαρχικές κοινωνίες εξηγεί και το μεγάλο αριθμό των πρόωρων θανάτων που χαρακτηρίζουν αυτές τις κοινωνίες. Οι άνθρωποι επομένως, σ’ αυτές τις κοινωνίες, είχαν μικρή προσδοκώμενη ζωή, δηλαδή μικρές πιθανότητες να φτάσουν σε κάποια μεγάλη ηλικία εξαιτίας των επιδημιών και των λιμών που προκαλούνταν από μια κακή σοδειά ή ακόμη εξαιτίας των άθλιων συνθηκών υγιεινής. Εξάλλου στις μικρές πιθανότητες για μεγάλη προσδοκώμενη ζωή οφειλόταν η υψηλή γεννητικότητα την εποχή εκείνη.
Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μελετητές ως "κλειστές και σχετικά αυτάρκεις* οικονομίες". Η ιστορία όμως δείχνει ότι σχεδόν πάντα υπήρχαν αγορές, όπου οι αγρότες πουλούσαν στους κατοίκους της πόλης, στους κληρικούς, στους ανθρώπους των όπλων ή της διοίκησης κάποια προϊόντα από αυτά που παρήγαγαν (το λεγόμενο υπερπροϊόν*). Σε ό,τι αφορά το χαρακτηρισμό "αυτάρκης" οικονομία, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρχε άνθρωπος που δε χρειαζόταν, για παράδειγμα λίγο αλάτι, δε χρειαζόταν κρασί (αν κατά τύχη η γη του δεν παρήγαγε τέτοια προϊόντα), δε χρειαζόταν εργαλεία ή όπλα. Είναι επομένως βέβαιο ότι αυτά που χρειαζόταν τα έβρισκε στην αγορά, η οποία, υπό μια ευρεία έννοια, σημαίνει σχέσεις με τους άλλους. Και οι σχέσεις αυτές αναιρούν το χαρακτηρισμό μιας αγροτικής κοινωνίας ως -υποτίθεται- κλειστής και αυτάρκους οικονομίας.


Βιομηχανική κοινωνία

Η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Ήταν μια μακρά διαδικασία, με αφετηρία το 10ο και τον 11ο αιώνα, κατά την οποία συμμετείχαν αγρότες που κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι παρήγαγαν για την αγορά. Οι βιοτέχνες αυτοί που ζούσαν στην ύπαιθρο απέκτησαν μεγάλη οικονομική ισχύ και, ενώ κατ’ αρχάς συνυπήρχαν με τους φεουδάρχες, αργότερα μπόρεσαν να τους εκτοπίσουν. Αυτές οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.
Γίνεται φανερό ότι στην ύπαιθρο υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες που έδωσαν την ώθηση για άμεσες παραγωγικές επενδύσεις. Αντίθετα, στην πόλη οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώνονται μέσα από τις συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών που δεν επέτρεπαν την είσοδο σε καινούριους επαγγελματίες. Έτσι ο κάτοχος κεφαλαίου (μεγαλέμπορος) που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας (όπως π.χ. την αγορά πρώτων υλών) αναλάμβανε και τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

Σε μια δεύτερη φάση το παραγωγικό έργο καταμερίστηκε ανάμεσα σε περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία εργάζονταν για τον ίδιο έμπορο, γεγονός που συντέλεσε στη γέννηση της μανιφακτούρας*. Οι έμποροι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό. Ήταν εύπορες ομάδες που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου.
Έτσι η βιοτεχνία και αργότερα η βιομηχανία άρχισε να εξαπλώνεται σε μια ύπαιθρο που δεν ήταν πια στο σύνολό της φεουδαρχική, ενώ η αγροτική παραγωγή, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, μπορούσε να συντηρήσει τους ανθρώπους που ζούσαν στις πόλεις (μη γεωργικό πληθυσμό).
Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ (Ε. Hobsbaum), μόλις στη δεκαετία του 1840 το προλεταριάτο (η εργατική τάξη), αυτό το "παιδί της βιομηχανικής επανάστασης", εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Τι σημαίνει όμως βιομηχανική επανάσταση; Σημαίνει ότι η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα, που έλαβε χώρα στην Αγγλία, οδήγησε σε μια επανάσταση βιομηχανικού τύπου που περιελάμβανε:
1. Την εκτεταμένη εισαγωγή των μηχανών στη βιοτεχνική παραγωγή και τη δημιουργία των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων.
2. Τη μισθωτή εργασία, γεγονός που σημαίνει ότι ο εργάτης έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη.
3. Την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων διάφορων αγαθών και με μειωμένο κόστος.
4. Τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά από την ικανότητα παραγωγής αγαθών. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία: δεν ήταν η ζήτηση αυτοκινήτων που υπήρχε στη δεκαετία του 1890 που δημιούργησε τη βιομηχανία των σημερινών διαστάσεων, αλλά η ικανότητα παραγωγής φθηνών αυτοκινήτων που δημιούργησε τη σύγχρονη μαζική ζήτηση για τα προϊόντα αυτά (εξαιτίας της εισαγωγής της μηχανής και της οργάνωσης της εργασίας).
Το κύριο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν ότι μεταμορφωνόταν συνεχώς χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή ωθούσε (και συνεχίζει να ωθεί ως ένα βαθμό και σήμερα) τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την αβέβαιη ζωή της υπαίθρου και να συρρέουν κατά χιλιάδες στα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αστικοποίηση. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου. Φυσικά αυτά τα αστικά κέντρα δεν είχαν τη συνοχή των πόλεων του 20ού αιώνα, εντούτοις "...οι καμινάδες των εργοστασίων, συχνά παρατεταγμένες κατά μήκος της κοιλάδας ενός ποταμού, οι σιδηροδρομικές διασταυρώσεις, η μονοτονία του τούβλου με το ξεθωριασμένο χρώμα και το πέπλο της αιθάλης που κρεμόταν από πάνω τους, όλα αυτά τους έδιναν κάποια συνοχή..."
(Ε. Hobsbawm, 1996:317).


Μεταβιομηχανική κοινωνία

Αυτό που δείχνει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η παραγωγή και η αξιοποίηση της πληροφορίας και της γνώσης, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν την αλματώδη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Οι νέες τεχνολογίες (εξελιγμένοι υπολογιστές, ρομποτική, τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι) είναι τα επιτεύγματα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτή την κοινωνία η πληροφορία δείχνει να είναι το "κλειδί" για τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, για την αύξηση της παραγωγικότητας και για την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Δείχνει όμως να είναι το "κλειδί" και για σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης αλλά και διαχείρισης των επιχειρήσεων, των οργανισμών κτλ. Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι.
Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η μεταβιομηχανική κοινωνία σηματοδοτεί μια φάση στην ιστορία κατά την οποία γίνεται εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώπινης ευφυΐας και λογικής κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό, γεγονός που οδήγησε στην παραγωγή των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας.
Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όπως η βιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, των επενδύσεων και της παραγωγής, κατά έναν ανάλογο τρόπο η λεγόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τον τομέα της γνώσης. Φυσικά καμιά οικονομική διαδικασία και κανενός είδους παραγωγή δεν είναι εφικτές χωρίς ένα ελάχιστο επίπεδο τεχνογνωσίας. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία όμως -και εξαιτίας της επιστημονικής ανάπτυξης- η γνώση έγινε το σταυροδρόμι για την οργάνωση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων. "Ενώ η βιομηχανική κοινωνία εστίαζε στο εργοστάσιο ως κύρια πηγή προϊόντων, η μεταβιομηχανική κοινωνία εστιάζει στο πανεπιστήμιο ως κύρια πηγή θεωρητικής γνώσης" (Ε. Εtzioni Haleνy, 1999:49). Έτσι, παρατηρείται ότι η ανάπτυξη της γνώσης και της βιομηχανίας της πληροφορίας σηματοδοτεί τη σύγχρονη κοινωνία.
Είναι φανερό από τις μελέτες που αφορούν τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης ότι η βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση εργοδοτών και εργαζομένων. Η σύγκρουση αυτή, που οδήγησε στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος (με τη διατύπωση αιτημάτων που αφορούν το ύψος των ημερομισθίων, την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας), συνεχίζεται. Βέβαια το πλαίσιο των διεκδικήσεων έχει αλλάξει (π.χ. αλλαγές που επήλθαν στο εργασιακό περιβάλλον λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων), όμως και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι "φωνές" και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών.










ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Αγροτικές κοινωνίες

Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από:
τη μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο (είτε ως ιδιοκτήτη γης είτε ως εξαρτημένου καλλιεργητή) και
τη συστηματική καλλιέργεια του εδάφους, στην οποία στηρίζεται ουσιαστικά η οικονομία μιας κοινωνίας.
Οι αγροτικές κοινωνίες συναντώνται κάτω από διαφορετικά κοινωνικά συστήματα:
1. Δουλοκτητικές αγροτικές κοινωνίες (Αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. και Λατινική Αμερική). Οι καλλιεργητές δεν αμείβονταν για την εργασία τους, αλλά θεωρούνταν "εργαλεία" και "εξαρτήματα" της γης και ονομάζονταν δούλοι.
2. Φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες. Ο αγρότης-καλλιεργητής υπόκειται σε ένα σύστημα ιδιόμορφων δεσμεύσεων με τη γη και τον ιδιοκτήτη της.
Η υποτέλεια αυτή του αγρότη αποτέλεσε τη βάση των φεουδαρχικών κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία κτλ.) και εκφράστηκε με την παροχή αφενός άμισθης υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία) και αφετέρου φόρων (σε είδος, αλλά και σε χρήμα αργότερα) που καθιστούσαν τη ζωή του αγρότη δύσκολη.
Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις κοινωνίες, είχαν μικρή προσδοκώμενη ζωή, δηλαδή μικρές πιθανότητες να φτάσουν σε κάποια μεγάλη ηλικία εξαιτίας των επιδημιών και των λιμών που προκαλούνταν από μια κακή σοδειά ή ακόμη εξαιτίας των άθλιων συνθηκών υγιεινής.
Οι αγροτικές κοινωνίες χαρακτηρίστηκαν "κλειστές και σχετικά αυτάρκεις* οικονομίες". Η ιστορία όμως δείχνει ότι σχεδόν πάντα υπήρχαν αγορές, όπου οι αγρότες πουλούσαν στους κατοίκους της πόλης, στους κληρικούς, στους ανθρώπους των όπλων ή της διοίκησης κάποια προϊόντα από αυτά που παρήγαγαν (το λεγόμενο υπερπροϊόν*). Οι σχέσεις αυτές αναιρούν το χαρακτηρισμό μιας αγροτικής κοινωνίας ως -υποτίθεται- κλειστής και αυτάρκους οικονομίας.


Βιομηχανική κοινωνία

Η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία ήταν μια μακρά διαδικασία, με αφετηρία το 10ο και τον 11ο αιώνα, κατά την οποία συμμετείχαν αγρότες που κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι παρήγαγαν για την αγορά. Οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.
Στην πόλη οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώνονται μέσα από τις συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών που δεν επέτρεπαν την είσοδο σε καινούριους επαγγελματίες. Έτσι ο κάτοχος κεφαλαίου (μεγαλέμπορος) που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας αναλάμβανε και τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.
Σε μια δεύτερη φάση το παραγωγικό έργο καταμερίστηκε ανάμεσα σε περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία εργάζονταν για τον ίδιο έμπορο, γεγονός που συντέλεσε στη γέννηση της μανιφακτούρας*. Οι έμποροι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό. Ήταν εύπορες ομάδες που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου.
Σύμφωνα με τον Χομπσμπάουμ (Ε. Hobsbaum), μόλις στη δεκαετία του 1840 το προλεταριάτο (η εργατική τάξη), αυτό το "παιδί της βιομηχανικής επανάστασης", εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Τι σημαίνει όμως βιομηχανική επανάσταση; Σημαίνει ότι η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα, που έλαβε χώρα στην Αγγλία, οδήγησε σε μια επανάσταση βιομηχανικού τύπου που περιελάμβανε:
1. Την εκτεταμένη εισαγωγή των μηχανών στη βιοτεχνική παραγωγή και τη δημιουργία των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων.
2. Τη μισθωτή εργασία, γεγονός που σημαίνει ότι ο εργάτης έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη.
3. Την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων διάφορων αγαθών και με μειωμένο κόστος.
4. Τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά από την ικανότητα παραγωγής αγαθών. Παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία.
Το κύριο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν ότι μεταμορφωνόταν συνεχώς χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή ωθούσε (και συνεχίζει να ωθεί ως ένα βαθμό και σήμερα) τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την αβέβαιη ζωή της υπαίθρου και να συρρέουν κατά χιλιάδες στα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αστικοποίηση. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου.


Μεταβιομηχανική κοινωνία

Αυτό που δείχνει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η παραγωγή και η αξιοποίηση της πληροφορίας και της γνώσης, οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν την αλματώδη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Οι νέες τεχνολογίες είναι τα επιτεύγματα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτή την κοινωνία η πληροφορία δείχνει να είναι το "κλειδί" για τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, για την αύξηση της παραγωγικότητας και για την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Δείχνει όμως να είναι το "κλειδί" και για σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης αλλά και διαχείρισης των επιχειρήσεων, των οργανισμών κτλ. Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι.
Η μεταβιομηχανική κοινωνία σηματοδοτεί μια φάση στην ιστορία κατά την οποία γίνεται εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώπινης ευφυΐας και λογικής κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό.
Στη μεταβιομηχανική κοινωνία η γνώση έγινε το σταυροδρόμι για την οργάνωση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων.
Και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι "φωνές" και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών.










Ερμηνευτικό σχόλιο:

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται με περισσότερες λεπτομέρειες η κοινωνική εξέλιξη από την περίοδο της λεγόμενης αγροτικής κοινωνίας, στη βιομηχανική κοινωνία, μέχρι τη μεταβιομηχανική κοινωνία, περίοδο που διανύουμε σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, αρχικά επισημαίνονται τα δυο κύρια χαρακτηριστικά της αγροτικής κοινωνίας, δηλαδή η μόνιμη εγκατάσταση του αγρότη-καλλιεργητή σε έναν τόπο και η συστηματική καλλιέργεια του εδάφους. Στα παραγόμενα προϊόντα από αυτή τη διαδικασία στηρίζεται η οικονομία της αγροτικής κοινωνίας.
Περαιτέρω, οι αγροτικές κοινωνίες ταξινομούνται με βάση τα κοινωνικά συστήματα σε 1. δουλοκτητικές (οι εργάτες-καλλιεργητές ήταν δούλοι) και 2. φεουδαρχικές (οι εργάτες-καλλιεργητές είχαν συγκεκριμένη σχέση εξάρτησης από τον φεουδάρχη-κύριο της καλλιεργούμενης γης). Και στις δυο περιπτώσεις δηλαδή οι εργάτες-καλλιεργητές είχαν μια ισχυρή, σχεδόν ακατάλυτη, σχέση εξάρτησης από συγκεκριμένη καλλιεργήσιμη γη και, κατά συνέπεια, από τον ιδιοκτήτη της εν λόγω εδαφικής έκτασης.
Ο εργάτης-καλλιεργητής της αγροτικής κοινωνίας, ενώ ήταν ο βασικός μοχλός παραγωγής των προϊόντων, της βάσης δηλαδή πάνω στην οποία ήταν οργανωμένη η οικονομική και κατ' επέκταση η κοινωνική δραστηριότητα, εντούτοις απολάμβανε ελάχιστο τμήμα του παραγόμενου πλούτου, το οποίο δεν αρκούσε ούτε για τη συντήρησή του. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν ζοφερές και τον καθιστούσαν ευάλωτο σε φυσικές καταστροφές και ενδημικές ασθένειες. Εύλογη συνέπεια, το προσδόκιμο ζωής να είναι πολύ χαμηλό την εποχή εκείνη.
Οι αγροτικές κοινωνίες, μολονότι από μια πρώτη ματιά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν "κλειστές και σχετικά αυτόνομες οικονομίες" (όπως και χαρακτηρίσθηκαν από κάποιους μελετητές), στην ουσία ήταν ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων. Μιλάμε για τη διάθεση του "υπερπροϊόντος", του περισσεύματος δηλαδή από τη διαδικασία της αγροτικής παραγωγής, το οποίο ο εργάτης-καλλιεργητής αξιοποιούσε για την αγορά-κτήση προϊόντων που παρήγαν άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Είναι αυτό που αποκαλείται "ανταλλακτική οικονομία" πριν από την εμφάνιση και καθιέρωση ως βασικού ανταλλακτικού μέσου της νομισματικής μονάδας. Είναι σαφές έτσι ότι η αλληλεξάρτηση και οικονομιών αποτελούσε μια πραγματικότητα ήδη από την αγροτική κοινωνία.
Η μετάβαση από την αγροτική κοινωνία στη βιομηχανική κοινωνία δεν συντελέσθηκε ξαφνικά με τη βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα στην Αγγλία, όπως είδαμε (σελ. 11, Η γέννηση της κοινωνιολογίας), με την έννοια ότι οι εξελίξεις στην Αγγλία αποτέλεσαν την κορύφωση μιας σειράς από διεργασίες που είχαν ήδη δρομολογηθεί με αφετηρία τον 10ο και τον 11ο αιώνα. Σημαντικός σταθμός στο ξεκίνημα υπήρξε η μετεξέλιξη των αγροτών σε βιοτέχνες της υπαίθρου, οι οποίοι απέκτησαν σημαντική οικονομική ισχύ κι έφτασαν μάλιστα να ανταγωνίζονται τους φεουδάρχες. Οι παραγωγικές μονάδες που δημιούργησαν οι βιοτέχνες, οι βιοτεχνίες, αποτέλεσαν το πρόπλασμα των κατοπινών μεγάλων βιομηχανικών μονάδων.
Κι ενώ αυτή η σημαντική εξέλιξη σημειωνόταν στην ύπαιθρο, στις πόλεις οι παραγωγικές δραστηριότητες οργανώθηκαν μεν μέσα από κλειστές συντεχνίες, τα ηνία τους, όμως, την κατοχή δηλαδή του κεφαλαίου, πήραν στα χέρια τους οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι πέρα από την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας μιας βιοτεχνίας ήλεγξαν και τη διακίνηση των παραγόμενων προϊόντων. Στην πορεία, κάθε έμπορος έπαιρνε τον έλεγχο περισσότερων βιοτεχνικών εργαστηρίων, παρακάμπτοντας έτσι τα κλειστά συμφέροντα των συντεχνιών, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας εύπορης, πανίσχυρης αστικής τάξης, που ήλεγχε την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα.
Αυτά ήταν τα στάδια που οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση που είχε ως χαρακτηριστικά της την εισαγωγή της μηχανής στη βιοτεχνική παραγωγή, την καθιέρωση της μισθωτής εργασίας, την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αγαθών με μειωμένο κόστος και τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς που δεν εξαρτιόταν από τη ζήτηση, αλλά, αντίθετα, την προκαλούσε. Χαρακτηριστική κοινωνική μεταβολή της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν η αστικοποίηση.
Περνάμε έτσι, στη μεταβιομηχανική κοινωνία, στη σημερινή δηλαδή κοινωνία, στην οποία κινητήριος μοχλός της οικονομίας είναι η αξιοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας. Αυτό εξηγεί και την αντικατάσταση των παραγόμενων αγαθών ως κομβικού παράγοντα κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο: "Γι’ αυτό το λόγο η συσσώρευση των πληροφοριών θεωρείται εξίσου σημαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αφού, όσο η γνώση επεκτείνεται, τόσο οι κατέχοντες γίνονται πλουσιότεροι" (σελ. 35).
Είναι φανερό γιατί η κυριαρχία της πληροφορίας στη σημερινή εποχή έχει ακυρώσει τους συνοριακούς περιορισμούς των επιμέρους κρατών και αγορών. Η αναζήτηση της γνώσης είναι μια κοινή υπόθεση της ανθρωπότητας και υπερβαίνει από μόνη της τα εθνικά όρια των αγορών, όσο αυτάρκεις κι αν είναι σε πρώτες ύλες ή παραγόμενα προϊόντα. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση, με τα τρωτά της σημεία και τις παρενέργειές της στην ανάπτυξη των εσωτερικών αγορών, είναι μια πραγματικότητα αναντίρρητη που έχει επιβληθεί από το μοντέλο ανάπτυξης της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Η εξέλιξη αυτή είχε, όπως είναι φυσικό, επιπτώσεις και πάνω στη σχέση εργοδοτών και εργαζομένων και, κατ΄ επέκταση, στην οργάνωση και εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Φυσικά, και στη μεταβιομηχανική κοινωνία οι διεκδικήσεις επιμέρους κοινωνικών ομάδων είναι ενεργές και δυναμικές, αλλά έχουν διαφορετικό περιεχόμενο.





























ΟΡΙΣΜΟΙ:

Αστικοποίηση: Η διαδικασία μαζικής μετακίνησης των ανθρώπων από τις αβέβαιες συνθήκες της ζωής της υπαίθρου στα αστικά κέντρα, λόγω της συνεχούς μεταμόρφωσης της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας χάρη στην πρόοδο του βιομηχανικού τομέα. Από αυτό το γεγονός το άστυ χαρακτηρίστηκε ως το εντυπωσιακότερο σύμβολο του βιομηχανικού κόσμου.

Αυτάρκης οικονομία (κοινωνία): Ονομάζεται η κοινωνία η οποία μπορεί να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της με ό,τι παράγει στο πλαίσιό της και δείχνει να μην εξαρτάται καθόλου από την αγορά.

Βιοτέχνες: Είναι αγρότες που κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα κατάφεραν να μετασχηματιστούν σε παραγωγικές μονάδες για την αγορά προϊόντων. Ζούσαν στην ύπαιθρο, απέκτησαν μεγάλη οικονομική ισχύ και, ενώ κατ' αρχάς συνυπήρχαν με τους φεουδάρχες, αργότερα μπόρεσαν να τους εκτοπίσουν. Οι πρώτες βιοτεχνίες αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μετέπειτα μεγάλης βιομηχανίας.

Έμποροι: Εύπορες ομάδες της βιομηχανικής κοινωνίας που κινούνταν στο πλαίσιο των βιοτεχνικών παραγωγικών μονάδων είτε της πόλης (που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και απελευθερώθηκε από τις συντεχνίες) είτε της υπαίθρου. Αποτέλεσαν τα πρώτα ψήγματα των αστικών στρωμάτων που άνοιξαν το δρόμο προς τον καπιταλισμό.

Μανιφακτούρα: Παραγωγική μονάδα στην οποία εργάζονταν επαγγελματίες χειροτέχνες. Χειροτεχνικός ήταν και ο τρόπος παραγωγής.

Μεγαλέμπορος: Ήταν ο κάτοχος κεφαλαίου που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της βιοτεχνίας (όπως π.χ. την αγορά πρώτων υλών) και αναλάμβανε επιπλέον τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

Προσδοκώμενη ζωή (μικρή ή μεγάλη): Είναι η πιθανότητα ενός ανθρώπου να φτάσει σε μια ηλικία (μικρή ή μεγάλη).

Συντεχνίες: Ήταν κλειστά συστήματα επαγγελματικών κατηγοριών, που δεν επέτρεπαν δηλαδή την είσοδο σε καινούργιους επαγγελματίες, μέσα από τις οποίες οργανώνονταν οι παραγωγικές δραστηριότητες στην πόλη.

Υπερπροϊόν: Το πλεόνασμα των παραγόμενων προϊόντων, που δεν χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του παραγωγού, αλλά διατίθεται στην αγορά.












Ανάλυση σημαντικών σημείων του κεφαλαίου μέσα από κείμενα


Α. Η οικονομία της πληροφορίας

Στη δεκαετία του 1980 αναδύθηκε μια καινούργια, ολοένα και πιο επικερδής, παγκόσμια οικονομία της πληροφορίας. Ονομάζεται έτσι γιατί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητά της εξαρτάται από την ικανότητά της να παράγει, επεξεργάζεται και εφαρμόζει αποτελεσματικά τη βασιζόμενη στη γνώση πληροφορία. Αυτό έγινε εφικτό, για πρώτη φορά, χάρη στις νέες τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνίας. Η ονομασία της οφείλεται στο γεγονός ότι τα πολιτισμικά και θεσμικά χαρακτηριστικά του εν γένει κοινωνικού συστήματος πρέπει να συμπεριληφθούν στη διάδοση και εφαρμογή του νέου τεχνολογικού μοντέλου. Μολονότι είναι παγκόσμια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις τοπικές.


 (G. Ritzer, Sociological Theory, 570).

Β. Νέες τεχνολογίες - Ταυτότητα

Η ταυτότητά μας μετασχηματίσθηκε σε πολλά επίπεδα μέσα από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, οι οποίες μεταμορφώνουν τις ικανότητες και την γνώση μας... Για όσους μπορούν να έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες αυτές, απαιτείται μιας διαρκής ανανέωση των ικανοτήτων και των γνώσεων. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτημα αν χρησιμοποιούμε αυτά τα μέσα για να εξυπηρετήσουμε τους σκοπούς μας, ή τα μέσα καθίστανται αυτοσκοπός...

(Zygmunt Bauman, Thinking Sociologically, 157).



Γ. Κοινωνικές τάξεις - Μαρξ

Ο Μαρξ δεν περιορίστηκε στην ανάδειξη μόνο των δύο κεντρικών κοινωνικών τάξεων στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Άλλοτε κάνει λόγο για πέντε, άλλοτε για οκτώ και άλλοτε για εφτά τάξεις. Στα έργα που προηγούνται του Κομμουνιστικού Μανιφέστου διακρίνει πέντε τάξεις: α) γαιοκτήμονες, β) αστοί, γ) μικροαστοί, δ) αγρότες και ε) προλετάριοι. Στο έργο που συνέγραψε με τον Φ. Ένγκελς, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Γερμανία, αναφέρει οκτώ διαφορετικές τάξεις για την Γερμανία μέχρι το 1848: ευγενείς φεουδάρχες, αστοί, μικροαστοί, μεγάλοι και μικροί μορτίτες, μικροί ελεύθεροι χωρικοί, δουλοπάροικοι, αγρεργάτες και βιομηχανικοί εργάτες. Στο βιβλίο του Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, διακρίνει επτά τάξεις: αστική τάξη του χρήματος, βιομηχανική αστική τάξη, εμπορική αστική τάξη, μικροαστοί, αγροτική τάξη, προλεταριακή τάξη και το υπο-προλεταριάτο. Ο Μαρξ υποστήριζε ότι στην πορεία της καπιταλιστικής κοινωνίας αυτές οι τάξεις θα περιοριζόταν στις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις, την αστική και την εργατική τάξη. Τις υπόλοιπες, ενδιάμεσες τάξεις τις ονόμαζε «μεταβατικές τάξεις», με την έννοια ότι επρόκειτο για ταξικές ομάδες οι οποίες ήταν επιβιώσεις του προηγούμενου συστήματος παραγωγής. Μια άλλη σημαντική επισήμανση του Μαρξ, η οποία φαίνεται στην τελευταία κατηγοριοποίηση των τάξεων, είναι ότι ουσιαστικά αναδεικνύονται όχι τόσο διαφορετικές τάξεις όσο ενδοταξικές διαιρέσεις («μερίδες τάξεων» ή «υπο-τάξεις). Για παράδειγμα, στο εσωτερικό της αστικής τάξης βλέπει τις διακρίσεις και τους ενδοταξικούς ανταγωνισμούς μεταξύ του χρηματιστικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Για τον Μαρξ, ως βάση της ταξικής διαφοροποίησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε το εισόδημα, ούτε το επάγγελμα, ούτε ακόμα και το μέγεθος της ιδιοκτησίας. Η βάση των κοινωνικών τάξεων είναι ο ρόλος που έχουν οι τάξεις στην παραγωγή, την κυκλοφορία και τη διανομή των οικονομικών αγαθών. Για τον Μαρξ, ο ρόλος αυτός καθορίζει το επίπεδο ζωής, την ταξική συνείδηση, την κουλτούρα, την ιδεολογία και τις πολιτικές στάσεις των κοινωνικών τάξεων.

(Από τις σημειώσεις του Δημήτρη Λάλλα, Μάθημα 8ο, Κοινωνική στρωμάτωση και Κοινωνικές τάξεις).


Δ. Η κοινωνία της πληροφορίας

Τι είναι η Επανάσταση της Πληροφορίας; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση μοιάζει να είναι προφανής. Ένα ενωμένο πλήθος από βιομηχάνους, πολιτικούς, και ακαδημαϊκούς είναι τώρα απασχολημένο στο να σιγουρεύει ότι ξέρουμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην σμίκρυνση των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων (η ‘’μικροηλεκτρονική επανάσταση’’) τοποθετούν τα θεμέλια, ειδικά μέσω της επίδρασής τους στους υπολογιστές και στις τηλεπικοινωνίες, για μια νέα εποχή πληροφοριών πλούσιων και άφθονων. Μια παράταξη επιστολών και δημοσιεύσεων μας ξεκαθαρίζουν ότι η δεκαετία του ’80 σηματοδοτεί μια μοναδική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστορία καθώς τώρα βιώνουμε μια δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Σύμφωνα με έναν παρατηρητή, "η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση ενίσχυσε έντονα την μικρή μυϊκή δύναμη του ανθρώπου και των ζώων. Αυτή η νέα εξέλιξη ομοίως θα διευρύνει και την ανθρώπινη σκέψη σε ένα βαθμό που μόλις τώρα μπορούμε κατανοήσουμε αμυδρά".
Είναι η εκμετάλλευση (και βιομηχανοποίηση) της πληροφορίας και της γνώσης που σηματοδοτεί μια αλλαγή εποχής από την βιομηχανική στην μεταβιομηχανική κοινωνία. Η υπόσχεση είναι ότι μέσω νέων τεχνολογιών (αναπτυγμένοι υπολογιστές, ρομποτική, δορυφόροι επικοινωνίας, κ.ά.) οι μικροσκοπικές δυνάμεις της ανθρώπινης ευφυΐας και του λόγου μπορεί να ενισχυθούν πέρα από τα πιο τρελά μας όνειρα. Έτσι λοιπόν, η "Επανάσταση της Πληροφορίας" αντανακλά την συμβιωτική σχέση μεταξύ ανθρώπινης εξέλιξης και επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου.
Σε αυτό το ασυνάρτητο κοκτέιλ επιστημονικής φιλοδοξίας και εμπορικής υπερβολής, υπάρχουν πολλές υπονοούμενες αλλά σημαντικές υποθέσεις. Πρώτα, θεωρείται ότι η καθοριστική αλλαγή έχει προκληθεί από πρόσφατες τεχνολογικές καινοτομίες: η σχέση της επανάστασης της πληροφορίας με τις τεχνολογίες της πληροφορίας μοιάζει ταυτολογικά προφανής. Έτσι, η συζήτηση της Επανάστασης της Πληροφορίας τοποθετείται μεταξύ της ιστορίας της τεχνολογικής εξέλιξης και της διάλεξης της τεχνολογικής ‘’προόδου’’. Δεύτερον, η υπόθεση που γίνεται για αυτή την τεχνολογική επανάσταση, όπως την πρόσφατη Βιομηχανική Επανάσταση, σηματοδοτεί την έναρξη μίας νέας ιστορικής περιόδου. Οι χαλαροί όροι ‘’βιομηχανική’’ και ‘’μεταβιομηχανική’’ κοινωνία – που, μέσω μιας διαδικασίας ιδεολογικής έκθλιψης, συχνά μεταφράζοντα ΄΄καπιταλιστική’’ και ‘’μετακαπιταλιστική’’ – σηματοδοτούν αυτή τη μετάβαση από μια περίοδο περιορισμών και ορίων σε μια με ελευθερία, δημοκρατία και αφθονία. Μια τρίτη υπόθεση είναι αυτή του νεωτερισμού της Επανάστασης της Πληροφορίας. Για πρώτη φορά, στα τέλη του εικοστού αιώνα, σαν απόρροια της εξέλιξης και της σύγκλισης των τηλεπικοινωνιών και της προώθησης δεδομένων, έχει γίνει πιθανό να χρησιμοποιηθεί η ανθρώπινη ευφυΐα και ο λόγος με ένα συστηματικό και επιστημονικό τρόπο. Συσχετιζόμενη με αυτή, φυσικά, είναι η αδιαμφισβήτητη υπόθεση ότι η οργανωμένη γνώση και πληροφορία είναι κοινωνικά ευεργετικές.
Οι πληροφορίες είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και πηγή μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας: ‘’είναι… το ακατέργαστο υλικό της αλήθειας, της ομορφιάς, της δημιουργικότητας, της καινοτομίας, της παραγωγικότητας, του συναγωνισμού, και της ελευθερίας. Πληροφόρηση σε όλα τα μέρη και κάθε στιγμή – αυτή είναι η συνταγή της Ουτοπίας. Τελικά, το θέμα παρακολουθείται ουσιαστικά σαν ένα οικονομικό ζήτημα, και η πληροφόρηση κυρίως σαν μια οικονομική κατηγορία. Η επανάσταση πρόκειται για την ‘’δημιουργία μιας επιχείρησης πληροφοριών’’. Σύμφωνα με τον Tom Stonier, ‘’η συσσώρευση πληροφοριών είναι τόσο σημαντική όσο και η συσσώρευση του κεφαλαίου’’ , επειδή ‘’καθώς η γνώση μας διαδίδεται ο κόσμος γίνεται πλουσιότερος’’. Η πληροφόρηση είναι το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη και παραγωγικότητα, και στην μεγαλύτερη πίτα από την οποία θα πρέπει όλοι να έχουμε μεγαλύτερα κομμάτια...

(Κώστας Θεολόγου, Σημειώσεις Κοινωνιολογίας, σελ. 129-130).


Ε. Προς μια μεταβιομηχανική κοινωνία;

Μερικοί παρατηρητές διατύπωσαν την άποψη ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η μετάβαση προς μια νέα κοινωνία που δεν βασίζεται πια κατά κύριο λόγο στην εκβιομηχάνιση. Μπαίνουμε, υποστηρίζουν, σε μια αναπτυξιακή φάση που αφήνει πίσω της τελείως την βιομηχανική εποχή. Πολλοί και διάφοροι είναι οι όροι που προτάθηκαν για να περιγράψουν την νέα κοινωνική οργάνωση, όπως κοινωνία της πληροφορίας, κοινωνία των υπηρεσιών και κοινωνία της γνώσης... Ο τρόπος ζωής μας, που βασίζεται στην παραγωγή υλικών αγαθών, με επίκεντρο την ηλεκτροκίνητη μηχανή και τη βιομηχανία, αντικαθίσταται από έναν τρόπο ζωής όπου η πληροφορία είναι η βάση του παραγωγικού συστήματος...

(Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, σελ. 681εξ.).